1/9/16

Απέραντο



Εκείνος έμενε στο εξωτερικό... για αρκετούς μήνες... και αυτό που του είχε λείψει... δεν ήταν οι άνθρωποι... δεν ήταν οι δρόμοι... δεν ήταν το φαγητό... δεν ήταν η καθημερινότητα... δεν ήταν οι ασχολίες... δεν ήταν οι συνήθειες... δεν ήταν το σπίτι του... δεν ήταν τα αντικείμενά του... δεν ήταν καν τα βιβλία του... Ήταν, όμως, η θάλασσα... Δεν μπορούσε... Δεν γινόταν να ζήσει χωρίς τον ήχο των κυμάτων και χωρίς το απέραντο γαλάζιο... Ήταν το τίμημα του να έχει γεννηθεί και μεγαλώσει σε νησί. Για αυτό και μόλις επέστρεψε, για λίγο δυστυχώς όχι για πολύ, το πρώτο πράγμα που έκανε δεν ήταν να ειδοποιήσει την οικογένειά του ή τους φίλους του, δεν ήταν το να πάει στο σπίτι του, δεν ήταν το να δει και να αγγίξει τα εδώ αντικείμενά του... Ήταν να πάει σε ένα μέρος ήσυχο και μοναχικό... να βάλει ένα τραπέζι... μέσα στην θάλασσα... να κουβαλήσει και μια καρέκλα... και να καθίσει εκεί... στην αρχή της θάλασσας... της δικής του θάλασσας... βουτηγμένος... μέσα της... να κοιτάζει το άπειρο και να νιώθει το απέραντο... να γεύεται γεύσεις κυριολεκτικές και μεταφορικές... Δεν είχε ιδέα πώς να ξαναφύγει... Φαινόταν η ζωή πιο κουραστική μακρυά, φαινόταν το μέλλον αδύνατο...

«Μόνο εσύ με κρατάς εδώ. Μόνο εσύ με γυρνάς εδώ.» της είπε.

Και ήταν αλήθεια...

Μόνο εκείνη τον κρατούσε και τον γυρνούσε εδώ...

Μέχρι εκείνη την ημέρα...
που η θάλασσα έγινε γυναίκα και το γαλάζιο έγινε το χρώμα των ματιών της...

Και ήταν η μέρα που επέστρεψε όχι για λίγο ούτε για πολύ... μα για πάντα...

Σε έναν απέραντο κόσμο...
Για έναν απέραντο άνθρωπο...
Για μια απέραντη αγάπη...
Σε μια απέραντη θάλασσα...

Και έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του να κοιτάζει το άπειρο... Σε ένα τραπέζι μέσα στα κύματα... μα τώρα οι καρέκλες ήταν δύο και όχι μία... Και δεν χρειάστηκε να ξαναφύγει μακρυά... Ποτέ... ποτέ ξανά...

Και έζησε... ΜΑΖΙ με κάποιον άλλον...

Και δεν φαινόταν το παρόν κουραστικό... Και δεν φαινόταν το μέλλον αδύνατο... ακόμα κι όταν άφησε την τελευταία ανάσα της ζωής του...

Και εμείνε εκείνη μόνη της να νιώθει το απέραντο... μέχρι που άφησε κι εκείνη την τελευταία της πνοή... κι ας άργησε να την αφήσει...

Και έπειτα... κανένα τραπέζι... καμία καρέκλα... κανένας άνθρωπος...

Μόνο η θάλασσα... και ο ήχος των κυμάτων...

Μόνο το απέραντο γαλάζιο...


No comments:

Post a Comment