11/18/09

Άδειο...

Είμαι μπροστά σε ένα άδειο σπίτι που περιμένει να γεμίσει από εμένα.
Είμαι μπροστά σε έναν άδειο δρόμο που περιμένει να περπατηθεί από εμένα.
Είμαι μπροστά σε ένα άδειο τετράδιο που περιμένει να γραφτεί από εμένα.
Είμαι μπροστά σε έναν άδειο άνθρωπο και περιμένω να σωθώ από αυτόν...

Είμαι μέσα σε ένα άδειο σπίτι που περιμένει να γεμίσει από εμένα.

Βγαίνω έξω και…

Είμαι μπροστά σε έναν άδειο δρόμο που περιμένει να περπατηθεί από εμένα.

Κάθομαι κάτω και…

Είμαι μπροστά σε ένα άδειο τετράδιο που περιμένει να γραφτεί από εμένα.

Είμαι άδεια. Το νιώθω.

Έρχεσαι εσύ και...
.
Είμαι μπροστά σε έναν γεμάτο άνθρωπο και περιμένω να μάθω από αυτόν.

Είσαι γεμάτος. Το βλέπω.

Είμαι μπροστά σου και περιμένω να σωθώ από εσένα.

Να με σηκώσεις, να σηκωθώ.

Να περπατήσουμε μαζί τον άδειο μου δρόμο, να γεμίσουμε μαζί το άδειο μου σπίτι, και μετά να γράψουμε μαζί το άδειο μου τετράδιο.

Εσύ όμως δεν μπορείς να με σηκώσεις. Και δεν μπορώ να σε κατηγορήσω για αυτό. Το σωστό είναι να βρω μόνη μου τη δύναμη να σηκωθώ. Πρέπει, όμως, πρώτα να γεμίσω... αυτό θα μου πάρει χρόνο και εσύ - σε αντίθεση με όλα τα υπόλοιπα - δεν μπορείς να περιμένεις.

Ναι, ένα σπίτι μπορεί να περιμένει, ένας δρόμος μπορεί να περιμένει, ένα τετράδιο μπορεί να περιμένει… Ένας άνθρωπος δύσκολα περιμένει… Εσύ δεν μπορείς να περιμένεις…

Για αυτό αποφασίζεις να περπατήσεις πάνω μου και να με γεμίσεις από εσένα. Αλλά εγώ δεν θέλω να γεμίσω από εσένα. Δεν θέλω να γεμίσω ΜΟΝΟ από εσένα. Θέλω να γεμίσω από εμένα. Αυτό δεν το καταλαβαίνεις. Δεν μπορείς ή δεν θέλεις να το καταλάβεις. Το νιώθω, το βλέπω. Έκανα λάθος. Δεν ήσουν γεμάτος. Ήσουν και εσύ άδειος όπως κι εγώ. Και, τώρα, με γέμιζεις με το δικό σου άδειο. Εσύ αδειάζεις ακόμα περισσότερο κι εγώ γεμίζω με κάτι που δεν μου ανήκει.

Ευτυχώς, δεν έχεις δει το άδειο μου τετράδιο, θα το έσκιζες ή θα το μουντζούρωνες, θα το γέμιζες με εσένα. Το ποδοπάτησες μόνο λιγάκι όταν θέλησες να με φτάσεις. Με ποδοπάτησες. Αλλά δεν έχει καμία σημασία. Έφυγες πια. Δεν είσαι εδώ. Θα μου πάρει χρόνο να αδειάσω από το άδειο σου, να αδειάσω από εσένα και να γεμίσω με εμένα αλλά σε αντίθεση με εσένα εγώ μπορώ να περιμένω. Και αυτό κάνω. Δεν τρέχω. Δεν φεύγω. Δεν κάνω τίποτα. Απλά κάθομαι, αδειάζω, και κρατάω στα χέρια μου το άδειο τετράδιό μου.

Ο δρόμος μου είναι και πάλι άδειος. Το σπίτι μου παραμένει άδειο. Αλλά το τετράδιο μου ξαφνικά γεμίζει! Γεμίζει από μένα. Με μένα. Γράφω...

Και αυτό είναι το μόνο που μπορώ να κάνω για την ώρα. Να γράφω. Να γράφω μέχρι να βρω την δύναμη να σηκωθώ, την θέληση να περπατήσω και μέχρι να επιστρέψω στο σπίτι μου που δεν θα είναι άδειο πια. Θα γεμίζει από μένα. Με μένα. Όπως ακριβώς και το τετράδιό μου.

Είμαι σε ένα άδειο δωμάτιο, σε ένα άδειο σπίτι, σε μια άδεια πόλη, με άδειους δρόμους, και άδειους ανθρώπους. Ζω σε μια άδεια χώρα. Πού είναι τα γεμάτα σπίτια; Πού είναι οι γεμάτοι δρόμοι; Πού είναι τα γεμάτα τετράδια;
Πού είναι οι γεμάτοι άνθρωποι; Δεν έχω ιδέα.

Ζω σε έναν γεμάτο από άδειους ανθρώπους ή σε έναν άδειο από γεμάτους ανθρώπους κόσμο.

Αλλά έχω βρει τον τρόπο μου για να επιβιώσω. Θα γράφω και θα διαβάζω. Θα γεμίσω. Και θα ψάξω τους λίγους εκείνους τους γεμάτους. Ενώ όλα γύρω μου θα είναι άδεια, εγώ θα γίνω γεμάτη και θα ζήσω μια γεμάτη ζωή.