1/31/13

Ακούω αυτό το τραγούδι...



Ακούω αυτό το τραγούδι...
Μα δεν θα σου πω ποιο...
Και μου φτιάχνει την διάθεση και με κάνει να θέλω να κυνηγήσω την ζωή και η ψυχή μου χορεύει και το σώμα μου ταξιδεύει και η σκέψη μου... Η σκέψη μου είναι εκεί...
Μα δεν θα σου πω πού...

Ακούω αυτό το τραγούδι για μια ακόμα φορά...
Μα δεν θα σου πω ποιο...
Και με κάνει να νιώθω πως όλα θα πάνε καλά, θα βρεθεί ο τρόπος για να γίνουν τα πράγματα, θα κυλήσει ο καιρός και θα είμαστε ικανοποιημένοι με τον έαυτό μας επειδή θα ξέρουμε πως προσπαθήσαμε με όλες μας τις δυνάμεις για κάτι καλύτερο... Και με κάνει να πιστεύω σε κάτι...
Μα δεν θα σου πω σε τι...

Ακούω αυτό το τραγούδι για μία, μόνο μία ακόμα φορά...
Μα δεν θα σου πω ποιο...
Και τραγουδάω τους στίχους και γυρνάω χωρίς νόημα γύρω από εμένα, κάνοντας κύκλους και χρωματίζοντας σχήματα στον αέρα, ζωγραφίζοντας χωρίς πινέλα, μορφές που ούτε κι εγώ δεν καταλαβαίνω, μα δεν έχει σημασία, όχι, όχι, καμία σημασία δεν έχει, γιατί νιώθω... νιώθω ξανά αυτό που ένιωθα κάποτε... αυτό που ένιωθα τότε...
Μα δεν θα σου πω πότε...

Ακούω το ίδιο τραγούδι ξανά και ξανά και ξανά...
Μα δεν θα σου πω ποιο, όχι, δεν θα σου πω ποιο...
Και εμφανίζονται εικόνες και αναμνήσεις και σκέψεις και συναισθήματα και όλα είναι τόσο φρέσκα και ζωντανά... Τόσο παλιά και τόσο καινούρια! Και όλα ενώνονται, ο χρόνος και η ζωή αποχτάνε το νόημα και την βαρύτητά τους χωρίς να χάνουν την ελαφρότητά και το χιούμορ τους. Όλα είναι αστεία, όλα είναι σοβαρά, όλα τεράστια και όλα μικρά, όλα σπουδαία, όλα ασήμαντα, όλα εδώ... Όλα ενώνονται σε κάποιον...
Μα δεν θα σου πω σε ποιον...

Τίποτα, τίποτα, τίποτα δεν θα σου πω...

Γιατί δεν έχει σημασία το δικό μου το πού και το πότε...
Γιατί δεν έχει σημασία το δικό μου σε τι και το δικό μου σε ποιον...

Τίποτα, τίποτα, τίποτα δεν χρειάζεται να ξέρεις...

Ακούω αυτό το τραγούδι και αυτό είναι το μόνο που θα σου πω... Το ποιο τραγούδι ακούω... Γιατί αξίζει να το ακούσεις κι εσύ...

Θα αφήσω το τραγούδι να μιλήσει αντί για εμένα...
Ναι, θα αφήσω το τραγούδι να σου πει αυτά που εγώ δεν θα σου πω...

Άκου αυτό το τραγούδι...
Θα αφήσω την μουσική να σου εξηγήσει...
Και εκεί θα βρεις το δικό σου το πού και το πότε...
Θα αφήσω τους στίχους να σε οδηγήσουν...
Και εκεί θα βρεις το δικό σου το τι και το ποιος...
Άκου αυτό το τραγούδι...

Ακούς αυτό το τραγούδι;
Ξέρω, ξέρω, πώς το ακούς!
Γιατί σε βλέπω να χαμογελάς... και να χορεύεις και να θυμάσαι και να ζεις... Δεν χρειάζεται να μου πεις τίποτα... Αυτό μου αρκεί...Αυτό είναι αρκετό... Αυτό μόνο χρειάζεται να ξέρω...
Ακούς αυτό το τραγούδι.

Ακούμε το ίδιο τραγούδι...
Και ο καθένας έχει την δική του ιστορία σε σχέση με αυτό...
Δεν με πειράζει, δεν με ενοχλεί, μου αρέσει που έχουμε διαφορετικές ιστορίες...
Ακούμε αυτό το τραγούδι.

Έλα να χορέψουμε στον ρυθμό του τραγουδιού που μας ενώνει!
Γιατί εσύ είσαι εσύ και εγώ είμαι εγώ!
Μα αυτό το τραγούδι μας συνδέει μυστικά και είναι κάτι πέρα από εμάς!
Έλα να χορέψουμε στον ρυθμό του τραγουδιού που μας ενώνει!

Και να δεις, ναι, θα δεις, πως αυτό το τραγούδι είναι φτιαγμένο για εμένα, για εσένα και για όλο τον κόσμο...

Γιατί υπάρχουν... Ω! Ναι, υπάρχουν... Υπάρχουν Τραγούδια...
Που μας ενώνουν παρά τις διαφορές μας...
Που δημιουργούν μια κοινή γλώσσα...
Που μας αγγίζουν!
Που μας γεμίζουν!

Θα αφήσω τις λέξεις να σε γεμίσουν... να σε αγγίξουν...
Και αυτές θα σου θυμίσουν... Κι αυτές θα σε οδηγήσουν...

Σε παρακαλώ, άκου! Μόνο άκου!
Γιατί εσύ το ξέρεις καλύτερα από εμένα... Αυτό το τραγούδι...
Γιατί εσύ είσαι αυτό το τραγούδι... Εσύ είσαι ο ποιος, εσύ είσαι το πού, εσύ είσαι το τι, εσύ είσαι το πώς...
Σε παρακαλώ, άκου! Μόνο άκου!

Εσύ είσαι ο τρόπος μου να υπάρξω σε αυτήν την ζωή...
Και νιώθω τυχερή που είμαστε συντονισμένοι...
Νιώθω υπέροχα που ακούω την μουσική σου...
Θα μπορούσε να μην μπορούσα να σε ακούσω!
Κι αυτό θα ήταν τόσο μα τόσο θλιβερό...

Μα το πιο θλιβερό είναι εσύ να μην μπορείς να σε ακούσεις...

Άκου! Μόνο άκου!
Κι αν έχεις ξεχάσει ποιος είσαι... Κι αν έχεις ξεχάσει πού πας...
Άκου! Μόνο άκου!

Θέλω να νιώσεις αυτό το τραγούδι...
Γιατί εσύ... Ω, ναι! Μα εσύ είσαι αυτό το τραγούδι...
Και θέλω να σε ακούσεις...
Άκουσε αυτό το τραγούδι...

Ακούω αυτό το τραγούδι...
Λέγοντας ψέμματα στον έαυτό μου...
Και μου φτιάχνει την διάθεση και με κάνει να θέλω να κυνηγήσω την ζωή και η ψυχή μου χορεύει και το σώμα μου ταξιδεύει και η σκέψη μου... Η σκέψη μου είναι εκεί... Σε εσένα...
Λέγοντας ψέμματα στον έαυτό μου...
«Θα το ακούσεις μόνο μία φορά ακόμα»...

Μα μία ακόμα φορά δεν είναι αρκετή...
Για εμένα...
Ποτέ δεν ήταν και ποτέ δεν θα είναι...

Μία ακόμα φορά δεν είναι αρκετή...
Με εσένα...
Ποτέ δεν ήταν και ποτέ δεν θα είναι...




1/30/13

Πολύχρωμο...



Έχει πράσινες, κόκκινες και κίτρινες...
Όχι πεταλούδες...
Κλωστές...
Πράσινες, κόκκινες και κίτρινες... κλωστές...
Και από αυτές κρέμονται...
Πράσινα, κόκκινα και κίτρινα... φακελάκια...
Με τσάι.

Jasmine Green Tea...
Τα πράσινα φακελάκια.
English Breakfast...
Τα κόκκινα φακελάκια.
Earl Grey...
Τα κίτρινα φακελάκια.

Τα κόκκινα φακελάκια είναι περισσότερα από τα υπόλοιπα...
Σχεδόν, τα διπλάσια...

Ανάμεσα σε όλα αυτά τα χρώματα, κρέμονται από τις άσπρες τους κλωστές και διάφορες πυραμίδες... που κουνιούνται απαλά και στο παραμικρό κούνημα... Μπορείς με το χέρι σου να τις αγγίξεις και να τις αφήσεις να κινηθούν ελεύθερα πέρα – δώθε... Σαν να βγάζει, η κάθε μία από αυτές, την δική της προσωπική μελωδία...

Tea Lemon…
Forest Fruit…

Οι πυραμίδες που μοσχομυρίζουν και που εκπέμπουν αόρατες μελωδίες...

Και, πού και πού, ξεπροβάλλουν ανοιχτόχρωμα μπεζσομόν και σιελπράσινα φακελάκια... Για να τα ανακαλύψεις πρέπει να κοιτάξεις προσεχτικά... Ίσα που φαίνονται... Αχνοφαίνονται...

Τίλιο...
Φασκόμηλο...

Οι διακριτικές αποχρώσεις που δεν μπορώ να συγκεκριμενοποιήσω...

Και έπειτα έντονα κιτρινοπράσινα και σκέτα κίτρινα φακελάκια... ακτινοβολούν φως... και δεν σου επιτρέπουν να μην τα προσέξεις...

Lime…
και φυσικά...
Το κλασικό τσάι...

Και ανάμεσα σε όλα αυτά... Σε απαλό, αυτήν την φορά, κίτρινο φόντο οι αγαπημένες όλων μαργαρίτες σκορπισμένες παντού...

Χαμομήλι...

Και τα τετράγωνα φακελάκια κουνιούνται και αυτά απαλά σαν να έχει το κάθε ένα την δική του νότα... και σαν όλα μαζί να φτιάχνουν την δική τους μυστική συμφωνία... Μια συναυλία φτιαγμένη ειδικά για αυτόν που την ακούει... Άλλα φακελάκια κρεμασμένα συμμετρικά και άλλα κρεμασμένα μόνο από την μία τους γωνία... Δίνεται η αίσθηση πως υπάρχουν τετράγωνα και ρόμβοι... όλα έχουν το ίδιο σχήμα αλλά κι όμως φαίνονται σαν να έχουν διαφορετικό...

Και κάπου εκεί... Ανάμεσα στις χρωματιστές υποτιθέμενες νότες... υπάρχουν τέσσερις κούπες... σε τέσσερα διαφορετικά σημεία... Όχι, κανονικές κούπες, πιο μικρές σε μέγεθος, θα έλεγε κανείς μεσαίου μεγέθους... Όχι, όχι, πιο μικρές ακόμα... Όχι εντελώς μικρού, μα αρκετά μικρού μεγέθους...

Mother’s Coffee...
Η ασπροπράσινη κούπα... Με μια γυναίκα παλιάς εποχής... Με μια μητέρα... που μπορώ να την κοιτάζω με τις ώρες... Μου δίνει την αίσθηση της ζεστασιάς...

Bright and Early Coffee...
Η σκούρα μπλε κούπα... Με έναν κόκορα που στέκεται μπροστά από έναν πορτοκαλί ήλιο... Η πρωινή κούπα... Θα μπορούσε να είναι η δική μου κούπα... Αφού λατρεύω τόσο την ώρα του πρωινού... Μου δίνει την αίσθηση του ξυπνήματος...

Constant Guality Coffee...
Η μπεζκίτρινη κούπα... Με πολλές διαφορετικές φράσεις... Γράμματα εδώ, γράμματα εκεί... Γράμματα παντού... Μου δίνει την αίσθηση παλιών διαφημίσεων...

Tommy’ s Brand Coffee…
Η κόκκινη κούπα... Με πολλές διαφορετικές αποχρώσεις... Κόκκινο εδώ, κόκκινο εκεί... Κόκκινο παντού... Μου δίνει την αίσθηση παλιών εαυτών... Μου δίνει την αίσθησή μου... Αφού έχει το αγαπημένο μου χρώμα... Αλλά δεν είναι η δική μου... Είναι του Τόμυ... Ποιος είναι ο Τόμυ; Αυτός που του ανήκει αυτή η κούπα...

Και αυτές οι τέσσερις κούπες... Έχουν τον δικό τους ρυθμό... Τον ακούω... Σαν να είναι τα κρουστά... Που έρχονται για να δώσουν δύναμη στην μελωδία... Ενώνονται με αυτήν και όλα μαζί συνθέτουν αυτό που ακούω... αυτό που ακούει όποιος έρθει να σταθεί εδώ που στέκομαι...

Και να... και η σιδερένια βροχή... Ο ήχος αυτός έρχεται... από τις πιο μικροσκοπικές κουπίτσες που κρέμονται κι αυτές, όχι από κλωστές αλλά από τα μικροσκοπικά χερουλάκια τους... Τρεις μικροσκοπικές σιδερένιες κούπες... Για να τις δεις πρέπει να εστιάσεις στα σημεία που βρίσκονται αρκετή ώρα...

I love you...
Γράφει η μία... Και είναι σαν να το ψιθυρίζει κάθε τόσο... εκπέμποντας προς τα έξω τις κόκκινες καρδούλες της...

Flower...
Γράφει η άλλη... Και είναι σαν να το τραγουδάει κάθε τόσο... εκπέμποντας προς τα έξω τα μωβ λουλούδια της...

Notes...
Γράφει η τρίτη... Και είναι σαν να το χορεύει κάθε τόσο... εκπέμποντας προς τα έξω τις μαύρες νότες της...

Και μέσα στην μελωδική χρωματιστή μαγεία...
Να ξεχωρίζω...
Ανάμεσα σε όλα αυτά...

Κόκκινα και πράσινα δωράκια...
Χάρτινα, τετράγωνα, πρασινοκόκκινα, σε διάφορα μεγέθη, μεγάλα, μεσαία, μικρά, δωράκια... Κρεμασμένα από συνδετήρες... Τα έφτιαξε ο ένας από τους δύο ανθρώπους που είναι υπεύθυνος που υπάρχω σε αυτήν την γη...

Ένας αρκούδος...
Με ένα άδειο κουτάκι από τσάι στο κεφάλι του (προφανώς ένα από τα κουτάκια που άδειασαν για να κρεμαστούν τα φακελάκια του) και μια μοντέρνα κούπα σε χρώμα μπλε ήλεκτρικ στο χέρι του... Μοιάζει σαν να απολαμβάνει το ρόφημά του εκεί ανάμεσα στα φακαλέκια του τσάι και τις κούπες του καφέ, στο κέντρο των χρωμάτων και των ήχων... Τον έφερε ο ένας από τους πέντε ανθρώπους που μεγαλώσαμε μαζί...

Και ένα μπαστουνάκι…
Kοκκινόασπρο και ζαχαρένιο... Φέρνει την αίσθηση της γεύσης... Την γλύκα του ανθρώπου που το κρέμασε... Ένας ακόμα από τους πέντε ανθρώπους που μεγαλώσαμε μαζί...

Και αυτά τα αντικείμενα... Τα κουτάκια... Ο αρκούδος... Και το μπαστουνάκι... Έβαλαν στην μουσική μου το πιο σημαντικό συστατικό, αυτό της αγάπης...

Απομακρύνομαι...
Κοιτάω το δέντρο μας...
Και μου φαίνεται το πιο ωραίο δέντρο του κόσμου...

Το δέντρο μυρίζει τσάι και το δωμάτιο μυρίζει καφέ...

Η μυρωδιά του καφέ έρχεται... από τα σκορπισμένα ποτήρια σαμπάνιας γεμάτα με, ανοιχτούς και σκούρους, κόκκους καφέ που βρίσκονται σε όλο το δωμάτιο, πάνω στα ράφια της βιβλιοθήκης, δίπλα στο τραπεζάκι του καναπέ, ή ακόμα και στο πάτωμα... εδώ και εκεί...

Μα τι ωραία ιδέα ήταν αυτή η φετινή! «Ροφήματα» ήταν το θέμα μας... Εγώ και ο άνθρωπος μπαστουνάκι τα σκεφτήκαμε και τα φτιάξαμε όλα αυτά... Υπέροχη! Η ιδέα! Υπέροχο! Και το αποτέλεσμα...

Και στην κορυφή του δέντρου... Η χαμογελαστή τσαγιέρα... που μου είχε κάνει δώρο πριν χρόνια, μια πολύ καλή φίλη, και που φέτος έσπασε το καπελάκι της, τα γατάκια μας έσπασαν την τσαγιέρα μου... Αλλά την βάλαμε στην κορυφή του δέντρου και αντί για καπέλο φαίνονται τα πράσινα κλαδιά σαν να είναι τα μαλλιά της... Αυτή η τσαγιέρα φέρνει τον ήχο του πνευστού στην γιορτινή συναυλία...

Και κάτω από το δέντρο μας... όλα τα δώρα... Των άλλων δύο ανθρώπων από τους πέντε που μεγαλώσαμε μαζί... Και τα δικά μου... Και τα δικά μας... Και των φίλων μας... που ακόμα κι αν δεν μεγαλώσαμε μαζί είναι σαν να μεγαλώσαμε μαζί... Τόσα δώρα... Γύρω γύρω... Κάτω κάτω... Ανάμεσα σε άδεια κουτιά... Άδεια κουτάκια από τσάι... Άδεια κουτάκια από σοκολάτες και σοκολατάκια... Άδεια κουτάκια από ροφήματα σοκολάτας μωβ με κόκκινους τεράστιους φιόγκους... Και άδεια μπουκάλια... από Μπέιλις. Το μόνο ποτό που υπάρχει περίπτωση να πιεί αυτή η οικογένεια και μόνο ανακατεμένο με ζεστή σοκολάτα...

Το δέντρο μας...

Το παρατηρώ...

Το έχω απέναντί μου και το κοιτάζω... Λίγο πριν να το ξεστολίσω... Θέλω να το κοιτάξω μία τελευταία φορά... Να το κρατήσω μέσα μου έτσι όπως είναι τώρα... Γιατί ένα χρόνο μετά θα είναι τελείως διαφορετικό, όπως και ένα χρόνο πριν δεν είχε καμία σχέση με αυτό που είναι τώρα... Καμιά φορά, νιώθω πως κι αυτό έχει την δική του ζωή... Μεγαλώνει, ωριμάζει, αλλάζει μαζι με εμένα... Τίποτα δεν μένει ίδιο... Ούτε εγώ... Ούτε αυτό...

Αυτό το δέντρο... Είναι η οικογένειά μου... Είναι το οικογενειακό μου δέντρο...

Είναι πολύχρονο... Είναι πρωτότυπο... Είναι πολύχρωμο...
Όπως και η οικογένειά μου...
Είναι πολύχρονη... Είναι πρωτότυπη... Είναι πολύχρωμη...

Είναι τεράστιο. Στέκεται στο κέντρο του δωματίου. Φτάνει μέχρι το ταβάνι και τα κλαδιά του σχεδόν ακουμπάνε τους τοίχους. Μοιάζει ατελείωτο...
Όπως και η οικογένειά μου...
Είναι τεράστια. Στέκεται στο κέντρο του κόσμου. Φτάνει μέχρι τον ουρανό και τα κλαδιά της ακουμπάνε τους ορίζοντες. Μοιάζει ατελείωτη...

Μόνο που το δέντρο είναι ψεύτικο... Μοιάζει σαν αληθινό... Αλλά δεν είναι... Είναι ψεύτικο.
Η οικογένειά μου είναι αληθινή... Μοιάζει σαν ψεύτική... Αλλά δεν είναι... Είναι αληθινή.

Απλώνεται στο χρόνο...
Τόσο παρελθόν... Τόσο παρόν... Και τόσο μέλλον...
Τόσα κλαδιά ξαδέρφια... Πρώτα και δεύτερα και τρίτα...
Μακρινά και κοντινά...
Τόσοι γονείς... Τόσα παιδιά...
Απλώνεται στον χώρο...
Και εδώ και εκεί και αλλού...
Τόσα κλαδιά αδέρφια...
Σε όλο τον κόσμο...
Τόσα αδέρφια...
Τόσο πολλά αδέρφια...

Το οικογενειακό μου δέντρο δεν βρίσκεται μόνο εδώ, βρίσκεται παντού...

Και με αυτήν την σκέψη αρχίζω να ξεκρεμάω...

Πράσινες, κόκκινες και κίτρινες... κλωστές...

Τόσα αδέρφια...
Τόσο πολλά αδέρφια...



1/28/13

Περπατούσα στο δρόμο και... (2)



Περπατούσα στο δρόμο και… ήμουν αγχωμένη, όπως πάντα, για ένα σωρό πράγματα όταν... λίγο πριν κατέβω τις σκάλες τρέχοντας για να πάρω το μετρό με πλησίασε μία «σκοτεινή» γυναικεία φιγούρα. Σαν να με χτύπησε ρεύμα, με υποχρέωσε να βγω από τον δικό μου κόσμο και να εστιάσω στον δικό της. Σαν μάγισσα του χθες, σαν μοιρολογίστρα του σήμερα, ήρθε κοντά μου και μου μίλησε ψιθυριστά για το αύριο...

«Θέλεις να μάθεις το μέλλον σου; Θέλεις να σου πω τι θα συμβεί;»

Ήμουν έτοιμη να την προσπεράσω, περισσότερο γιατί βιαζόμουν και όχι γιατί δεν ήθελα να αδράξω την ευκαιρία να βρεθώ με την συγκεκριμένη γυναίκα και να την αφήσω να με επηρεάσει με την μυστικιστική δύναμή της και την αρχαία ενέργειά της. Δεν πίστευα σε αυτά, αλλά δεν μου είχαν πει ποτέ την μοίρα και ήθελα να έχω την εμπειρία και να δω πως μεταμορφώνονται όταν βλέπουν ή πιστεύουν πως βλέπουν ή κάνουν πως βλέπουν ή κάνουν πως πιστεύουν πως βλέπουν το μέλλον. Θεώρησα πως αυτή ήταν μια μοναδική ευκαιρία. Θα ήθελα να έχω περισσότερο χρόνο μαζί της για να την παρατηρήσω... Παρόλα αυτά, αποφάσισα να φύγω γιατί είχα μια σημαντική συνάντηση, για εμένα όλες οι συναντήσεις είναι σημαντικές και δεν πρέπει να αφήνεις κανέναν άνθρωπο να περιμένει, και ήθελα να είμαι στην ώρα μου. Πάνω που πήγα να απαντήσω «όχι» και να κατέβω τις σκάλες, οι οποίες σαν να με καλούσαν να πάω προς αυτές, τα μάτια της με μαγνήτισαν, σαν να τα ήξερα, σαν να τα είχα ξαναδεί, σαν να ήταν γνωστά, σαν να ήταν οικεία... Και αυτό ήταν το σημάδι, το ήξερα αυτό το συναίσθημα, το σημάδι που θα με κρατούσε εκεί και δεν θα μου επέτρεπε να προσπεράσω την στιγμή... Το σημάδι που έκανε εκείνη την επιλογή για εμένα. Θα έμενα από περιέργεια, αλλά όχι απλά και μόνο από περιέργεια, για να δω ποια είναι αυτή η γυναίκα και τι ακριβώς έχει να μου πει, τι έχει να μου δώσει. Της χαμογέλασα και εκείνη σχεδόν τρόμαξε με την αντίδρασή μου. Προφανώς, είχε καιρό να της χαμογελάσει κάποιος...

«Θέλω...» της είπα διστακτικά και ακούστηκα φοβισμένη ενώ δεν ήμουν.

Τότε εκείνη με πήρε από το χέρι και με απομάκρυνε από τις σκάλες οι οποίες ένιωθα να με μαλώνουν που απλά παίρνω μια επιπόλαια απόφαση να αργήσω σε ένα ραντεβού για να μου πουν το μέλλον. Κούνησα το κεφάλι αυστηρά στον έαυτό μου. «Αφήνω την πραγματική μοίρα μου για την φανταστική», σκέφτηκα και αναστέναξα. Είπα στην λογική μου να σωπάσει για λίγο και την ακολούθησα, όχι, την λογική, εκείνη την γυναίκα που με κάθε της βήμα με απομάκρυνε όλο και πιο πολύ από την λογική... Δεν με πήγαινε κάπου που να φοβάμαι... Με τραβούσε ανάμεσα στους διάφορους περαστικούς οι οποίοι μας κοιτούσαν περίεργα ή υποτιμητικά. Ξαφνικά σταμάτησε κάπου που να μην έχει τόσους ανθρώπους γύρω. Απλά στάθηκε σε ένα πιο φωτεινό σημείο, πήρε το χέρι μου, το αριστερό και άρχισε να το μελετάει και να το αγγίζει και να το προσέχει και να το προσεγγίζει σαν να έχει ψυχή...

«Είσαι πολύ χαρούμενος άνθρωπος, γεμάτος αισιοδοξία και ζωή... Ανέμελη, ρομαντική ...»

(Ωχ, σκέφτηκα από μέσα μου, δεν το ξεκινάει καθόλου καλά, με είδε χαμογελαστή και έβγαλε το εύκολο συμπέρασμα που βγάζουν όλοι... )

«... Δεν έχεις πονέσει στην ζωή σου, σοβαρά, σοβαρά δεν έχεις πονέσει. Μιλάμε για πραγματικό πόνο... Για εκείνον τον πόνο που δεν μιλάει κανείς, για εκείνο τον πόνο που δεν αντέχεται, τον αφόρητο, τον απίστευτα οδυνηρό... Εκείνο τον πόνο που δεν τολμάς να κοιτάξεις την μορφή του και να αισθανθείς την ψυχή του... Δεν τον γνωρίζεις... Τον πόνο που πραγματικά πονάει... Δεν έχεις ιδέα τι σημαίνει να πονάς... Να υποφέρεις... Να θρηνείς...»

(Ωχ, ξανασκέφτηκα εγώ από μέσα μου, αυτή όσο πάει το χειροτερεύει... Πού να ήξερε σε τι περίπτωση έχει πέσει και πόσο ένιωθα την τραγική ειρωνία της στιγμής...).

Κούνησα το κεφάλι ουδέτερα, προσπαθώντας να μην κρίνω, για την κάνω να συνεχίσει. Εκείνη σαν να έπιασε κάτι στο βλέμμα μου είπε

«Νομίζεις πως ξέρεις τον πόνο, αλλά δεν τον ξέρεις. Δεν έχεις καμία ιδέα τι σημαίνει πόνος. Δεν το γνωρίζει το σκοτάδι η ψυχή σου. Είσαι αθώα. Είσαι λευκή. Είσαι άγγελος. Μα ακόμα και οι άγγελοι έρχεται η στιγμή που μαθαίνουν πόνος τι θα πει. Τον συναντάνε ξαφνικά μπροστά τους... Βλέπω να έρχεται η στιγμή σου... Βλέπω να σε πλησιάζει μεγάλος πόνος στην ζωή σου και αυτό στην συνέχεια θα σε αποδιοργανώσει, θα σε τρομάξει, θα σε αγχώσει. Δεν θα ξέρεις πώς να τον χειριστείς, δεν θα ξέρεις τι να κάνεις, θα νιώσεις χαμένη και μπερδεμένη... Οι άγγελοι τρομάζουν από το σκοτάδι του πόνου... »

(Εγώ ήδη είχα εστιάσει αλλού... Δεν ξέρω αν ήμουν άγγελος αλλά το κομμάτι του πόνου δεν με είχε τρομάξει καθόλου... Το άκουγα πια σαν μουσικό χαλί... Είχα αφιερώσει τόσο κομμάτι της ζωής μου στον πραγματικό πόνο και στο ουσιαστικό σκοτάδι που τώρα όσο κι αν ακούγεται «ύβρις» δεν ήταν και τόσο εύκολο να με επηρεάσει η πιθανότητα ενός μελλοντικού σκοταδιού... Αλλού είχε πάει το μυαλό μου. Εστίαζα στις λέξεις της που μου φαίνονταν πολύ «εξελιγμένες». Θα περίμενα το λεξιλόγιό της να είναι πιο απλοϊκό. Αλλά αυτό δεν ήταν δίκαιο. Καθόλου δίκαιο. Δεν είχα ιδέα ποια πραγματικά ήταν αυτή η γυναίκα και πώς είχε καταλήξει εκεί... Ποια ήταν η μοίρα της, παρελθοντική ή μελλοντική... Μετά επέστρεψα στο νόημα των λέξεων και γέλασα μέσα μου σε σχέση με αυτά που άκουγα... Μπορεί να είναι και καλό σημάδι που δεν είδε καθόλου πόνο στο πριν και βλέπει στο μετά, αφού στο πρώτο δεν έπεσε και πολύ μέσα μπορεί και στο δεύτερο να έπεσε έξω... Ωραία θα ήταν να μην με περιμένει καθόλου πόνος στο μέλλον... Ωραίο και Αδύνατο...)

Εκείνη μάλλον κατάλαβε πως το θέμα του πόνου δεν με άγγιζε ιδιαίτερα και πως δεν πετύχαινε τον σκοπό της... Να με «σκοτεινιάσει»... Και αποφάσισε να αλλάξει θέμα...

«Είσαι ευχαριστημένη με την δουλειά σου...»

(Τώρα τι να της πω; Ότι δεν έχω δουλειά; Θα την απογοητεύσω! Ο μονόλογος μέσα μου συνεχιζόταν χωρίς διακοπές... Νομίζω πάντως πως θα ήταν πιο έξυπνο να λέει σε αυτόν που έχει απέναντί της «Δεν είσαι ευχαριστημένος με την δουλειά σου»... Σε αυτήν την φάση οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είναι ευχαριστημένοι με την δουλειά τους... Αν έλεγε κανείς μια τέτοια φράση θα είχε περισσότερες πιθανότητες να πετύχει το σωστό... Ή να λέει «Είσαι αγχωμένος επειδή δεν έχεις δουλειά...» αφού οι περισσότεροι δεν έχουν δουλειά...).

«Κάνεις κάτι που σου αρέσει, που αγαπάς και βγάζεις χρήματα από αυτό, ζεις, τα καταφέρνεις και επιβιώνεις... Δεν έχεις πολλά χρήματα... Αλλά είναι αρκετά για να πληρώνεις τα έξοδά σου...»

(Ωραία θα ήταν... Να βγάζω τόσα όσα χρειάζομαι από κάτι που αγαπάω να κάνω...)

Χαμογέλασα.

Εκείνη άρχισε να νιώθει άβολα και πάλι αλλάζοντας θέμα και πιστεύοντας πως σε αυτό δεν υπάρχει περίπτωση να μην πετύχει τον σκοπό της...

«Τόσο όμορφη κοπέλα και να είσαι με κάποιον που δεν αξίζεις...»

Είπε προσπαθώντας να ρίξει άδεια για να πιάσει γεμάτα... Προσπαθούσε να ζυγίσει την αντίδρασή μου ενώ εγώ προσπαθούσα να κρατήσω ουδέτερη στάση... Αυτή θεώρησε πως έπιασε λαυράκι γιατί ερμήνευσε λάθος μια αχνή γκριμάτσα μου.

«Γιατί; Γιατί το κάνεις αυτό; Πρέπει να την τελειώσεις αυτήν την σχέση. Δεν σου προσφέρει τίποτα. Δεν σου δίνει τίποτα παραπάνω, τίποτα περισσότερο. Πρέπει να τον αφήσεις. Έτσι κι αλλιώς, θα τον αφήσεις, αργά ή γρήγορα.»

(Αααααα, σκέφτηκα εγώ, δεν μου φαίνεται τελικά ότι θα πετύχει τίποτα... ακούγοντας τα όσα έλεγε και διασκεδάζοντας με μια εναλλακτική εκδοχή της ζωής μου...)

«Δεν πρέπει, δεν γίνεται να είσαι με αυτόν... Το όνομά του αρχίζει από Α...»

Κούνησα αρνητικά το κεφάλι...

«Από Π...»

Ξανακούνησα αρνητικά το κεφάλι...

«Από Β... ή μήπως από Κ...»

Ξαναξανακούνησα αρνητικά το κεφάλι...

«Ε, από τι αρχίζει;» με ρώτησε σχετικά εκνευρισμένη...

«Βασικά» της είπα «Είμαι μόνη μου. Οπότε, προφανώς, φαντάζομαι πως αυτό σημαίνει πως δεν είμαι με κάποιον που δεν μου αξίζει. Εκτός αν αυτός που εννοείται είναι... ο εαυτός μου... Αν ο έαυτός μου είναι αυτός που είμαι μαζί του και αυτός που δεν αξίζει... Α... Σε αυτό δεν θα διαφωνήσω! Έχω έναν απαράδεκτο εαυτό! Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο ανυπόφορος είναι! Καμιά φορά με υποτιμάει, με δυσκολεύει, δεν μου συμπεριφέρεται όμορφα... Καμιά φορά, νιώθω πως δεν αξίζει και πολύ την προσοχή μου! Ή, πάλι, μπορεί να θεωρείτε πως αυτός ο κάποιος είναι η μοναξιά και πως δεν μου αξίζει η μοναξιά! Βέβαια, νομίζω πως η μοναξιά δεν αξίζει σε κανέναν άνθρωπο! Οπότε δεν ξέρω...»

Ήθελα να αστειευτώ αλλά δεν την είδα να γελάει ούτε να εκτιμάει την αυτοσάτιρά μου και σταμάτησα να μιλάω. Εκείνη είπε περισσότερο μονολογώντας παρά σαν να απευθύνει τον λόγο της σε εμένα.

«Τόσο ωραία κοπέλα σαν και εσένα και να μην έχει κανέναν; Αυτό δεν το έχω ξανασυναντήσει. Δεν μου έχει συμβεί να ξανακάνω λάθος. Όλοι έχουν κάποιον. Όλοι έχουν κάποιον! Και εσύ! Εσύ να μην έχεις κάποιον;! Και πώς είσαι τόσο χαμογελαστή χωρίς να έχεις κάποιον! ΟΛΟΙ έχουν κάποιον... Οι κοπέλες σαν και εσένα έχουν πάντα κάποιον! ΟΛΕΣ έχουν κάποιον...»

Μιλούσε στον έαυτό της σαν να μην ήμουν μπροστά

(Τέλεια. Σκέφτηκα εγώ. Ώρα είναι να με πιάσουν τα υπαρξιακά μου επειδή όλοι έχουν κάποιον εκτός από εμένα! Κάνε να μην επαναλάβει άλλη μια φορά αυτό το ΟΛΟΙ έχουν κάποιον γιατί ήδη έχει αρχίσει να σφίγγεται το στομάχι μου! ).

Για να την διακόψω και να γλιτώσω το στομάχι μου από περιττή ενόχληση είπα γελώντας

«Μην στενοχωριέστε για το λάθος. Έτσι κι αλλιώς και τα άλλα δεν ήταν σωστά!»

για να χαλαρώσω την κατάσταση αλλά την έκανα χειρότερη.

«Τι εννοείς; Υπονοείς πως δεν βλέπω εγώ το παρελθόν και το μέλλον;»

«Δεν ξέρω τι βλέπετε, έτσι κι αλλιώς, πρέπει να σας πω πως εγώ δεν πιστεύω σε αυτά. Το σίγουρο είναι πως δεν βλέπετε το δικό μου παρελθόν και μέλλον. Είχε πολύ πόνο η ζωή μου και, εσείς, δεν είδατε καθόλου πόνο. Επίσης, αυτήν την στιγμή, δεν δουλεύω πάνω σε κάτι που αγαπώ και σίγουρα δεν βγάζω αρκετά χρήματα για να ζήσω... ».

Κατσούφιασε σαν κοριτσάκι και φάνηκε πως αγχώθηκε πως δεν θα την πληρώσω.

Έβγαλα χρήματα να της δώσω.

«Αφού σου τα είπα όλα λάθος»

«Δεν φταίτε εσείς μπορεί να φταίει η δική μου ζωή που είναι δύσκολη να διαβαστεί! Θα σας δώσω αυτά τα χρήματα με έναν όρο: Να με αφήσετε να σας διαβάσω το χέρι»

«Αφού δεν πιστεύεις σε αυτά.»

«Ναι. Δεν πιστεύω. Μόνο για σήμερα... Θα πιστέψω... Μόνο για σήμερα... όχι μόνο θα πιστέψω αλλά θα εφαρμόσω κι αυτά που μου έμαθε η γιαγιά μου... Βλέπετε η γιαγιά μου, από όταν ήμουν μικρή μου διάβαζε το χέρι... και μου εξηγούσε κάθε φορά τι βλέπει πού... Θέλω να δοκιμάσω την τύχη μου... Μετά από τόσα χρόνια θέλω να δοκιμάσω να έρθω ξανά με αυτήν την πλευρά του έαυτού μου και να προσπαθήσω να δω το μέλλον σας... Θέλω να σας διαβάσω το χέρι... »

Εκείνη δέχτηκε γεμάτη περιέργεια.

Έπιασα το παγωμένο χέρι της και άρχισα να το παρατηρώ... και να μιλάω σιγά...

«Λίγα πράγματα βλέπω... Βασικά... Ένα μόνο πράγμα βλέπω καθαρά. Τα άλλα είναι θολά... Τα σκονισμένα πράγματα που βλέπω... Είναι πόνος... Ναι, εσείς έχετε ζήσει σίγουρα μέσα στον πόνο. Ίσως για αυτό δεν αναγνωρίζετε τον πόνο μου... Γιατί εσείς μπορεί να ζήσατε τόσο πόνο... που ακόμα και οι μεγάλοι πόνοι σαν φαίνονται μικροί...» Εκείνη χαμογέλασε κι εγώ συνέχισα... «Κάνατε πολλές διαφορετικές δουλειές μέχρι να καταλήξετε εδώ.Έχουν περάσει πολλά αυτά τα χέρια και ακόμα περισσότερα αυτή η καρδιά...»

Εκείνη με ρώτησε...

«Και το ένα πράγμα... Το ένα πράγμα που βλέπεις... Το καθαρό... τι είναι;»

Και εγώ συνέχισα...

« Έχετε μια κόρη. Γύρω στα 12. Τριγυρνάει στους δρόμους. Όπως και εσείς. Είναι πολύ όμορφη. Ψηλή για την ηλικία της. Έχει καστανά μαλλιά. Σας έχει ανάγκη, σας χρειάζεται, το μόνο που θέλει είναι ένα φιλί το πρωί και μια αγκαλιά το βράδυ. Φοβάται. Αυτό που χρειάζεται το έχετε ήδη. Μην αγχώνεστε πως δεν έχετε αρκετά να της δώσετε. Μπορείτε να της προσφέρετε το πιο απλό πράγμα στον κόσμο. Αυτό που δεν κοστίζει τίποτα.»

Εκείνη είχε παγώσει και το σώμα της είχε ανατριχιάσει... Εγώ συνέχισα...

«Το όνομά της αρχίζει από... Χ...»

Εκείνη τράβηξε το χέρι της απότομα και με κοίταξε τρομοκρατημένη

«Τι είσαι μάγισσα;»

Τι σουρεαλιστικό σκηνικό ήταν αυτό! Μια τέτοια γυναίκα να στέκει φοβισμένη απέναντί μου και να με ρωτάει έντρομη με τα μάτια ανοιχτά και με βλέμμα κοφτερό αν εγώ, ΕΓΩ, είμαι μάγισσα! Για λίγο σκέφτηκα πως θα είχε ενδιαφέρον να την αφήσω να το πιστεύει. Αλλά αγαπάω την Αλήθεια σχεδόν όσο και την Αγάπη.

«Όχι, δεν είμαι μάγισσα, συγνώμη, δεν ήθελα να σας τρομάξω, δεν ήταν αυτή η πρόθεση μου... Η αλήθεια είναι πως...»

Με κοίταξε ερωτηματικά... και εγώ απάντησα όσο πιο γρήγορα μπορούσα με μια αναπνοή...

«Γνώρισα την κόρη σας πριν μία εβδομάδα περίπου στο ίδιο σημείο, ήθελε να μου διαβάσει το χέρι αλλά εγώ βιαζόμουν, όπως και σήμερα, και...»

«Και πώς...;»

«Τα μάτια σας. Είναι ίδια. Και διαβάζετε και οι δύο το χέρι. Δεν ήταν δύσκολο να τα συνδέσω.»

«Και το όνομά της σου το είπε η ίδια;» Ρώτησε αυστηρά και το ύφος της με άγχωσε για τον αν θα τιμωρηθεί η μικρή Χριστίνα επειδή πιάνει συζητήσεις με αγνώστους...

«Όχι... Την φώναξε η φίλη της... Και άκουσα το όνομά της. Και άκουσα και κάποια πράγματα που είπε στην φίλη της, όπως είδατε, μου αρέσει να παρατηρώ και πολλές φορές ακούω τις συζητήσεις των ανθρώπων που τυχαίνει να βρίσκονται κοντά μου.»

(Αυτά, τα τελευταία, ήταν ψέμματα, δεν είμαι περήφανη για αυτό, αλλά δεν θα ήθελα να μάθει η μητέρα της πως την προηγούμενη εβδομάδα η κόρη της δεν μου είπε το χέρι και αντί για αυτό καθίσαμε και μιλήσαμε για την ζωή και μου είπε η ίδια το όνομά της όπως και για το πόσο ανάγκη έχει την μητέρα της. Ευτυχώς, ήταν και η φίλη της μαζί οπότε είχα μια πιστευτή δικαιολογία.).

«Σας έχει ανάγκη.»

Ετοιμάστηκε να βγάλει από την τσέπη της τα λεφτά για να μου τα επιστρέψει.

«Μπορείτε να τα κρατήσετε. Δεν τα θέλω...»

Και συμπλήρωσα

«Η ιστορία με την γιαγιά μου ήταν αληθινή. Η γιαγιά μου... Σε κάποιο στάδιο της ζωής της τριγυρνούσε στους δρόμους κι έλεγε την μοίρα στους ανθρώπους κι έτσι κατάφερε να ταίσει την μεγάλη οικογένειά της. Συνήθιζε να λέει πως από όσες δουλειές έκανε στην ζωή της αυτή ήταν η αγαπημένη της...».

Εκείνη σχεδόν αναστατωμένη μου είπε... «Να τα πάρεις, να τα πάρεις πίσω...Δεν μου αξίζουν... Εσύ μου έδωσες κάτι πιο σημαντικό... Εγώ σου είπα... Σου είπα...»

«Μου είπατε μια διαφορετική εκδοχή του εαυτού μου. Για λίγο, σχεδόν, την ζήλεψα. Μόνο για λίγο... Στην αρχή... Μέχρι να πείτε για τον πόνο που θα έρθει... Βλέπετε, μου είπατε πως δεν έχω πονέσει στην ζωή μου σοβαρά... και αν δεν είχα περάσει τόσο πόνο στην ζωή μέχρι σήμερα θα ήμουν ένας πολύ ευτυχισμένος άνθρωπος φαντάζομαι... Και αν ήμουν ευχαριστημένη με την δουλειά μου, αν έκανα μια δουλειά που αγαπάω και αν έβγαζα τόσα χρήματα ώστε να μπορώ να ζω από αυτήν... Ε, το πιθανότερο, θα ήμουν πολύ καλά... Βέβαια, μετά μου είπατε πως θα έρθει μεγάλος πόνος, ε ποιος μπορεί να αποφύγει τον πόνο για πάντα; Αν είχα κάνει τόση ζωή χωρίς πόνο, κάποια στιγμή θα ερχόταν κι αυτός... Αν είχα ζήσει τόσα χρόνια χωρίς πόνο θα είχα κάνει μια εντελώς διαφορετική ζωή... Όσο για τον άνθρωπο που δεν μου αξίζει... Δεν πιστεύω πως τα πράγματα είναι τόσο απλά... Δεν πιστεύω πως υπάρχουν άνθρωποι που αξίζουν και που δεν αξίζουν... υπάρχουν καταστάσεις που αξίζουν και που δεν αξίζουν... Όλοι οι άνθρωποι αξίζουν... Και, με αυτήν την έννοια, όλοι μου αξίζουν...»

Εκείνη αγχώθηκε μην με επηρεάσουν όσα μου είχε ήδη πει, αισθάνθηκε ακόμα πιο άσχημα από πριν, και είδα στα μάτια της έναν δισταγμό και μετά μια απόφαση σαν να είναι έτοιμη για μια στιγμιαία κρίση ειλικρίνειας.

«Σου είπα... Σου είπα ψέμματα, δεν τα είδα στο χέρι σου αυτά, δεν τα είδα, τα βγάζω από το μυαλό μου, σε είδα χαμογελαστή και ήθελα να σε κάνω... να μην χαμογελάς... Ξέρεις... Όταν πονάς... Θέλεις κι ο άλλος να πονάει... Είναι περίεργη παγίδα ο πόνος... Περίεργη παγίδα... Σε καταπίνει... Και θέλεις να καταπιεί και τον άλλον μαζί σου... Η ζωή μου είναι τόσο δύσκολη, δεν διαβάζω το χέρι, αυτές οι γραμμές για εμένα είναι απλά γραμμές...»

«Αν και δεν πιστεύω σε αυτά... Οι γραμμές ποτέ δεν είναι απλά γραμμές μπορεί να μην μπορούν να μας πουν το μέλλον αλλά κάτι μπορούν να μας πουν, ίσως μπορούν να μας πουν το παρελθόν.»

Με κοίταξε ερωτηματικά κι εγώ συνέχισα

«Π.χ Αυτή η γραμμή εδώ; Μου την έκανε πριν δύο εβδομάδες η γατούλα μου. Κι αυτή εδώ η γραμμή έγινε όταν πήγα να κόψω ψωμί πριν ένα μήνα, ήμουν αφηρημένη γιατί σκεφτόμουν κάτι. Κι αυτή εδώ η γραμμή έγινε όταν έπεσα από το ποδήλατό μου ήμουν ερωτευμένη και απλά σκεφτόμουν κάποιον...»

Εκείνη με κοίταζε χωρίς να μπορεί να μιλήσει... Σαν να γεννήθηκε ξαφνικά μια άμυνα, μια ασπίδα, επειδή εκτέθηκε και μου ομολόγησε πως δεν διαβάζει πραγματικά την μοίρα... Είπα για να την προλάβω.

«Μην το κάνετε αυτό. Δεν είναι ανάγκη να το κάνετε αυτό για εμένα. Δεν είναι ανάγκη να παραδεχτείτε την αλήθεια αν δεν είστε έτοιμη για αυτό. Δεν είναι ανάγκη να μου πείτε κάτι που δεν θέλετε. Δεν είναι ανάγκη να μου πείτε κάτι από ενοχές ή επειδή αισθάνεστε άβολα ή άσχημα. Πείτε την αλήθεια στην κόρη σας. Για αυτήν την αλήθεια οφείλετε να είστε έτοιμη. Για αυτήν την αλήθεια δεν έχετε δικαίωμα να αισθάνεστε άβολα. Είναι παιδί σας και σας έχει ανάγκη. Δεν έχει κανέναν άλλον στον κόσμο. Για την αλήθεια της αγάπης είμαστε πάντα έτοιμοι. Είτε το γνωρίζουμε είτε όχι. Αυτήν την αλήθεια να εκφράσετε. Αυτή έχει ανάγκη περισσότερο την αλήθεια σας από εμένα. Μην σπάσετε την εικόνα σας μπροστά μου αν είναι να μετανιώσετε για αυτό. Εγώ ήδη ξέχασα όσο μου είπατε. Για εμένα, διαβάζετε ακόμα το χέρι. Αν και δεν θεωρώ ότι είναι σωστό να τρομάζετε τους ανθρώπους. Γιατί μπορεί να τους επηρεάζετε αργότερα με έναν τρόπο που δεν μπορείτε να φανταστείτε. Και να είστε υπεύθυνη για πράγματα που αν τα γνωρίζατε μπορεί να επιλέγατε να μην τα λέγατε. Αυτά που βγάζετε από την φαντασία σας μπορεί να είναι αρκετά για να επηρεάσουν την πραγματικότητα κάποιου... Και αυτό έχει μια βαρύτητα και μια ευθύνη. Υπάρχουν άνθρωποι που σας πιστεύουν. Αυτό που κάνετε είναι πολύ σοβαρό. Αλλά είναι δική σας επιλογή. Και το τι λέτε και το τι κάνετε πώς βλέπετε. Εγώ δεν θέλω ούτε μπορώ να σας κρίνω. Εγώ δεν είμαι στην θέση σας. Αύριο μπορεί να βρεθώ εγώ στην θέση σας. Στον δρόμο. Να τριγυρνάω... Και να ψάχνω πώς να επιβιώσω... Και δεν ξέρω πώς θα συμπεριφερθώ τότε... Κανείς δεν ξέρει...»

«Πάρε τα χρήματά σου... Θέλω να τα πάρεις...»

«Όχι, θα τα κρατήσετε εσείς... Και θα με βοηθήσετε όταν χρειαστώ την βοήθειά σας... Αν την χρειαστώ... Μπορεί να έρθει κάποια στιγμή στην ζωή μας που να ξανασυναντηθούμε... Και τότε... Μπορεί εσείς να είστε αυτή που θα με βοηθήσει...»

«Σε ευχαριστώ, κοπέλα μου, σε ευχαριστώ... Για αυτά που μου είπες... Για την μικρή μου... Την μικρή μου, αλήθεια την αγαπώ... Την αγάπω... Αλλά δεν της το λέω... Δεν της το λέω... »

Είπε και έφυγε... Μιλώντας στον εαυτό της... Σαν κάποια ηρωίδα παραμυθιού... απομακρύνθηκε...

Πήγα κι εγώ στα σκαλιά του μετρό και κάθισα... Και σκεφτόμουν... Τι ήταν αυτό που με άγγιξε και με επηρέασε... Τι ήταν το δικό μου άλυτο θέμα... Ακόμα και το τεράστιο θέμα του τεράστιου πόνου... δεν με ενόχλησε, δεν με ταρακούνησε, δεν με πόνεσε ο πόνος... Αλλά η μοναξιά... Γιατί πονούσε τόσο πολύ η μοναξιά; Τι συνέβαινε σε αυτό το κομμάτι του έαυτού μου;

Σηκώθηκα και άρχισα να κατεβαίνω τα σκαλιά... Κάθε σκαλί και μία σκέψη...

Και εκείνη την στιγμή μου τηλεφώνησε ο φίλος μου, αυτός που θα συναντούσα, για να μου πει πως ακυρώνεται η σημερινή μας συνάντηση και μου ζητούσε συγνώμη που δεν θα έρθει και που δεν με ειδοποίησε νωρίτερα... Γιατί θεώρησε αυτονόητο πως εγώ θα ήμουν ήδη στο σημείο συνάντησής μας... (πάντα είμαι στην ώρα μου, τόσο πάντα, που οι φίλοι που με γνωρίζουν από πάντα, θα ήταν αδύνατο να φανταστούν πως, ακόμα και για μία μόνο φορά, θα έφτανα μετά από αυτούς στο ραντεβού.)... Χωρίς να προλάβω να του πω ότι δεν ήμουν εκεί... Αυτός συνέχιζε να μιλάει... Μίλαγε και μίλαγε και μίλαγε, ενώ προσπαθούσα να τον διακόψω για να του πω πως δεν πειράζει... Δεν είμαι ούτε εγώ ακόμα εκεί... Δεν έχω φτάσει... Και ζήταγε τόσα συγνώμη, τόσα πολλά, πολλά συγνώμη, που άρχισαν να χάνουν το νόημά τους... Και έκλεισε το τηλεφώνο χωρίς να ακούσει ούτε μία λέξη από όσα προσπάθησα να του πω...

Και στο σκαλιά του μετρό... Ανάμεσα στους τόσους ανθρώπους που ανεβοκατεβαίνουν... Ανάμεσα σε τόσο κόσμο...

Αναστέναξα... Και ένιωσα μόνη μου...

Και, ναι, ήξερα γιατί με πονάει τόσο πολύ η μοναξιά... Η μοναξια ποτέ δεν με τρόμαζε... Την γνώριζα και με γνώριζε καλά... Απλά... πού και πού... Πονάει...

Κοίταξα τις γραμμές στο χέρι μου... Και έπειτα κοίταξα τις γραμμές του τρένου...

Δεν με φοβίζουν οι γραμμές του χεριού... Του τρένου με φοβίζουν... Εκείνου του μοναχικού τρένου... που τρέχει... τρέχει... τρέχει... σταματάει... σταματάει... σταματάει... Που συναντάει τόσους ανθρώπους... που κουβαλάει τόσα αντικείμενα... Μα που είναι μόνο του. Εντελώς, μόνο του... Και στο μέλλον του δεν φαίνεται... Καμία παρέα... Η μόνη του παρέα είναι οι γραμμές πάνω στις οποίες κυλάει... Δεν με φοβίζουν οι γραμμές της ζωής... Του τρένου με φοβίζουν...



1/26/13

«Σκάσε και Κολύμπα»



«Σκάσε και Κολύμπα»

(ή, αλλιώς, πώς ανακυκλώνεται η νοοτροπία της «μούγκας» και της αδράνειας και γιατί στην θάλασσα συναντάς πολλούς ανθρώπους που χτυπιούνται χωρίς νόημα σαν τρελοί και άλλους τόσους που πνίγονται και πάνε στον πάτο).



«Σκάσε»: Η προστακτική του ρήματος «σκάω», η οποία, όπως γράφει και το λεξικό, χρησιμοποιείται ως «βάναυση προσταγή» και σημαίνει «πάψε, μη μιλάς».

«Κολύμπα»: Η προστακτική του ρήματος «κολυμπάω», το οποίο, όπως γράφει και το λεξικό, σημαίνει «προωθώ το σώμα μου μέσα στο νερό κουνώντας κατάλληλα τα χέρια και τα πόδια μου». Η προστακτική του ρήματος, κατά συνέπεια, σημαίνει «Προώθησε το σώμα σου μέσα στο νερό κουνώντας κατάλληλα τα χέρια σου και τα πόδια σου».



Όσο κι αν αγαπάω την θάλασσα (και την αγαπάω πολύ) πρέπει να παραδεχτώ πως η χρήση αρκετών φράσεων και εκφράσεων σε σχέση με αυτήν με προβληματίζουν και, καμιά φορά, με εκνευρίζουν! Όπως το «πέσε στα βαθιά νερά και κολύμπα» (ποτέ μου δεν κατάλαβα αν δεν ξέρεις κολύμπι και αν δεν μπορείς να επιπλεύσεις στα ρηχά πώς υποτίθεται ότι θα κολυμπήσεις στα βαθιά!) ή το, ακόμα πιο αγαπημένο μου, «Σκάσε και κολύμπα». Σε τι μπορεί να χρησιμεύσει πραγματικά αυτή η «συμβουλή» σε κάποιον που την ακούει; Περισσότερο χρησιμεύει σε αυτόν που την λέει για να νιώσει καλύτερα με τις δικές του επιλογές παρά για να βοηθήσει κάποιον που βρίσκεται σε μια δύσκολη θέση ή σε ένα πιεστικό, πραγματικό, αδιέξοδο.

Θα μπορούσα να ξεκινήσω συγκεκριμένα ή αφηρημένα.

Συγκεκριμένα:

Δεν καταλαβαίνω τίποτα στο σχολείο.
Σκάσε και κολύμπα.
Το πανεπιστήμιο είναι ένα χάος.
Σκάσε και κολύμπα.
Η σχέση μου δεν με ικανοποιεί.
Σκάσε και κολύμπα.
Η δουλειά μου δεν μου αρέσει.
Σκάσε και κολύμπα.

Αφηρημένα:

Δεν καταλαβαίνω τίποτα.
Όλα είναι ένα χάος.
Κανείς δεν με ικανοποιεί.
Τίποτα δεν μου αρέσει.
Σκάσε και κολύμπα.

Μπορείτε να προσθέσετε ή να αφαιρέσετε ελεύθερα, συγκεκριμένα ή αφηρημένα, ό,τι σας εκπροσωπεί, ό,τι ταιριάζει περισσότερο στην δική σας περίπτωση, στην δική σας ζωή. Σημασία έχει πως, ό,τι και να γράφατε εδώ μαζί μου, η απάντηση που θα σας έδιναν κάποιοι κάποιοι θα ήταν «Σκάσε και κολύμπα».

Ας θέσω, λοιπόν, μερικές ερωτήσεις...

Τι γίνεται αν δεν θέλω να σκάσω;
Τι γίνεται αν δεν ξέρω να κολυμπάω;
Τι γίνεται αν δεν θέλω να σκάσω και δεν ξέρω να κολυμπάω;
Τι γίνεται αν δεν μπορώ να σκάσω; Γιατί π.χ. θέλω να προστατεύσω την αξιοπρέπειά μου ή να υποστηρίξω την αξιοπρέπεια κάποιου άλλου;
Τι γίνεται αν δεν μπορώ να κολυμπήσω; Έχω κουραστεί ή δεν έχω άλλες αντοχές ή έχω χτυπήσει το πόδι μου ή, στην τελική, έπαθα ακόμα και μια απλή κράμπα και δεν είναι δυνατό με τίποτα να κολυμπήσω;

Και μετά όλοι οι συνδυασμοί...

Τι γίνεται αν δεν μπορώ να σκάσω και δεν μπορώ να κολυμπήσω;
Τι γίνεται αν δεν θέλω να σκάσω και δεν μπορώ να κολυμπήσω;
Τι γίνεται αν δεν μπορώ να σκάσω και δεν θέλω να κολυμπήσω;
Τι γίνεται αν δεν θέλω να σκάσω και δεν θέλω να κολυμπήσω;

Τι γίνεται αν... ;

Ω, ναι, θα είχα άπειρες ερωτήσεις να γράψω πάνω στον συγκεκριμένο θέμα... Ας αφήσω, όμως, για λίγο τις ερωτήσεις...

Θέλω να μιλήσω για την ίδια την φράση «Σκάσε και Κολύμπα».

Αναρωτιέμαι κάτω από ποιες συνθήκες και σε ποιον άνθρωπο θα μπορούσε να φανεί χρήσιμη μια τέτοια φράση έτσι ώστε να έχει ένα θετικό και όχι ένα αρνητικό αποτέλεσμα, να τον κινητοποιήσει αντί να τον απογοητεύσει, να τον κάνει να νιώσει καλύτερα αντί να νιώσει χειρότερα. Είμαστε διαφορετικοί και, ίσως, θα μπορούσε να υπάρχει μια ιδιαίτερη περίπτωση ανθρώπου που, θεωρητικά, θα μπορούσε να νιώσει πιο δυνατός με μια τέτοια φράση. Ναι, ίσως... Προσωπικά, πιστεύω πως θα ήταν η εξαίρεση... Πιστεύω πως στους περισσότερους ανθρώπους μια τέτοια φράση θα είχε το αντίθετο αποτέλεσμα... Θα τους έκανε να νιώσουν άβολα, ή να στενοχωρηθούν, ή να «κλειστούν» στον έαυτό τους. Επίσης, θα τους έκανε να νιώσουν άσχημα που επέλεξαν να μιλήσουν για κάτι και να μοιραστούν μια κατάσταση που δεν τους εκφράζει και που τους καταπιέζει. Μπορεί και να τους οδηγούσε στο να μην ξαναμιλήσουν για κάτι που δεν τους ικανοποιεί, στο, πραγματικά, να σκάσουν. (Τι βολικό! Για την κοινωνία!)! Πάντως, σίγουρα δεν θα βοηθούσε το άτομο το οποίο μπορεί να αισθανόταν ακόμα και ένοχο (Τι βολικό! Για την κοινωνία!) γιατί αισθάνθηκε έτσι ή αλλιώς, ή γιατί σκέφτηκε έτσι ή αλλιώς. Δεν θα το βοηθούσε.

Φταίει ,φυσικά, και η φύση της φράσης. Όταν τα ρήματα είναι στην προστακτική όσο να’ ναι... είναι λίγο επιθετικά ή λίγο ασφυκτικά ή λίγο πιεστικά... Ακόμα και στο λεξικό... το «σκάσε» το έχει ως βάναυση προσταγή. Πόσους ανθρώπους μπορεί να βοηθήσει άραγε μια βάναυση προσταγή;

Γενικά, νιώθω πως όταν χρησιμοποιείται αυτή η φράση είναι σαν να θεωρείς αυτονόητο πως αυτός που έχεις απέναντί σου είναι υπερβολικός, έχει περισσότερες απαιτήσεις, ζητάει παραπάνω από όσα θα έπρεπε να ζητάει. Μα πώς είμαστε τόσο σίγουροι (ποιος είναι αυτός που μπορεί να το κρίνει;) πως αυτός που δεν είναι ικανοποιημένος, δεν έχει δίκιο που δεν είναι ικανοποιημένος; Πώς είμαστε τόσο σίγουροι ότι ευθύνεται αυτός και όχι οι άλλοι; Αν αυτός ζητάει τα δικαιώματά του, αν αυτός προστατεύει την αξιοπρέπειά του, αν αυτός διεκδικεί τα αυτονόητα, μπορούμε να τον θεωρήσουμε υστερικό; Και τότε είναι σίγουρα καλύτερο να σκάσει και να κολυμπήσει; Ή μήπως είναι καλύτερα να πάρει μια βαθιά ανάσα, να μιλήσει και να κάνει μακροβούτι (για να φύγει, ίσως, από εκεί που βρίσκεται);

Αναρωτιέμαι... Ποιος έχει περισσότερες πιθανότητες να φέρει κάτι καινούριο στον κόσμο... Αυτός που σκάει και κολυμπάει... Ή αυτός που μιλάει και σταματάει να κολυμπάει σε θάλασσες βρώμικες;

Ο δεύτερος δεν είναι αυτός που έχει περισσότερες πιθανότητες να σκεφτεί λύσεις για το πώς μπορούν να καθαρίσουν οι θάλασσες; Σε σχέση με εκείνον που απλά λέει στον έαυτό του... «Α! Εδώ έχει λίγα σκουπίδια. Δεν πειράζει. Εγώ πρέπει να κολυμπήσω.». «Α! Αρχίζουν να γίνονται περισσότερα τα σκουπίδια. Δεν πειράζει. Εγώ πρέπει να κολυμπήσω». «Α! Τα σκουπίδια έχουν γίνει τόσο πολλά που με περικυκλώνουν. Δεν πειράζει. Εγώ πρέπει να κολυμπήσω». «Α! Τα σκουπίδια με πνίγουν. Δεν πειράζει. Εγώ πρέπει να κολυμπήσω.». Και καθώς πνίγεται τον ακούς να μουρμουρίζει «Να κολυμπήσω, να κολυμπήσω, να κολυμπήσω»... Αλλά δεν έχει σκεφτεί ούτε μία φορά... πως μπορεί κάπου να υπάρχουν καθαρές θάλασσες χωρίς σκουπίδια... και πως αυτό με το οποίο θα έπρεπε να ασχοληθεί θα ήταν πώς να καθαρίσει την θάλασσα και όχι πώς να συνεχίσει να κολυμπάει σε μία θάλασσα γεμάτη σκουπίδια... Ενώ ταυτόχρονα θα μπορούσε να αναζητήσει τις καθαρές θάλασσες για να κολυμπάει μέσα σε αυτές...

Τι θέλω να πω μέσα από όλα αυτά;

Μπορώ να σκάσω και να συνεχίσω να κολυμπάω.
Μπορώ να σκάσω και να σταματήσω να κολυμπάω.
Μπορώ να συνεχίσω να μιλάω και να σταματήσω να κολυμπάω.
Μπορώ να συνεχίσω να μιλάω και να συνεχίσω να κολυμπάω.

Υπάρχουν διαφορετικοί δρόμοι και διαφορετικοί τρόποι για να «πετύχεις» σε αυτούς τους δρόμους.

Δεν είναι πάντα έξυπνο να συνεχίζεις να κολυμπάς.
Δεν είναι πάντα σοφό να σταματάς.
Δεν είναι πάντα έξυπνο να συνεχίζεις να μιλάς.
Δεν είναι πάντα σοφό να σιωπάς.

Εσύ ξέρεις τι είναι το καλύτερο για εσένα σε σχέση με μια συγκεκριμένη κατάσταση. Πρέπει να ηρεμήσεις, να χαλαρώσεις, να κοιτάξεις την κατάσταση από απόσταση και να φερθείς στον έαυτό σου με αγάπη και με σεβασμό και μετά, ξαφνικά, θα ξέρεις, απλά θα ξέρεις, τι είναι το σωστό σε σχέση με τις ιδέες σου και τα πιστεύω σου... Θα ξέρεις τι πρέπει να κάνεις...

Πάντως, σε καμία περίπτωση δεν πιστεύω ότι μία αυστηρή και γελοία προσταχτική μπορεί να σε οδηγήσει να πάρεις την σωστή απόφαση για εσένα.

Προσωπικά, η δική μου άποψη, τις περισσότερες φορές, είναι ...

«Μην σκάσεις και κολύμπα...»

Συνέχισε να μιλάς (και να σκέφτεσαι και να θέλεις) και συνέχισε να κολυμπάς (και το συνέχισε να κολυμπάς σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει χάσε την αξιοπρέπεια σου. Σε αυτήν την περίπτωση είναι πιθανότερο να πνιγείς παρά να επιπλεύσεις! Πόσο μάλλον για να κολυμπήσεις!!! Οπότε άλλαξε θάλασσα ή περπάτησε στην στεριά ή πέταξε στον αέρα... Υπάρχουν τόσες εκδοχές για να ζήσει κανείς την ζωή του... Βρες εκείνην που δεν θα είσαι υποχρεωμένος να πιέζεσαι για να την ζήσεις). Και, λέω, τις περισσότερες φορές, γιατί υπάρχουν και εκείνες οι φορές που μπορεί να χρειάζεται να μείνεις στην σιωπή ή που επιβάλλεται να σταματήσεις να κολυμπάς.

Βέβαια, αυτή είναι η δική μου άποψη που μπορεί να μην ταιριάζει στην δική σου...

Εγώ πιστεύω πως, τις περισσότερες φορές, είναι καλύτερα... Να μην σκάσεις. Να μην σκάω. Δεν σκάω. Υπερασπίζομαι αυτόν που δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον έαυτό του. Υπερασπίζομαι και τον έαυτό μου. Και όταν δεν μπορώ να τον υπερασπιστώ θα ήθελα να υπήρχε κάποιος να το κάνει για εμένα. Αυτός ο κάποιος δεν υπάρχει. Οπότε βρίσκω τρόπους να με προστατεύω. Μιλάω για τα θετικά. Μιλάω για τα αρνητικά. Μιλάω για τα πάντα. Εκφράζομαι. Εξωτερικεύω. Επικοινωνώ. Αγωνίζομαι για κάτι καλύτερο. Πώς; Παρατηρώ τι συμβαίνει. Συζητάω για ό, τι συμβαίνει. Και αν δεν μου αρέσει, προσπαθώ να το αλλάξω. Και αν δεν αλλάζει, φεύγω από αυτό. Δεν σκάω. Γιατί θέλω οι άλλοι να μαθαίνουν ποια πιστεύω ότι είναι τα θετικά και ποια τα αρνητικά. Η λογική του «Σκάσε» μας κάνει να μην μοιραζόμαστε τις πραγματικές καταστάσεις που ζούμε. Να τις κρύβουμε αντί να τις βγάζουμε προς τα έξω. Να τις θάβουμε αντί να τις βγάζουμε στο φως. Να νιώθουμε ντροπή. Να νιώθουμε ενοχές. Είμαι υπέρ του να μιλάμε για ό, τι κι αν συμβαίνει γύρω μας και μέσα μας. Νομίζω ότι εκεί κρύβεται το μυστικό για μια καλύτερη μελλοντική επικοινωνία. Εγώ πιστεύω πως, τις περισσότερες φορές, είναι καλύτερα... Να μιλάω. Να μιλάς. Έτσι μόνο θα γνωρίζω ότι κάποιος δεν σου συμπεριφέρθηκε καλά. Και θέλω να γνωρίζω αν κάποιος δεν σου συμπεριφέρθηκε καλά. Γιατί αν καταπάτησε τα δικά σου δικαιώματα, με αφορά. Γιατί αν σε υποτίμησε, με αφορά. Γιατί αν σε καταπίεσε, με αφορά. Γιατί είσαι άνθρωπος και είμαι άνθρωπος. Και όποιος δεν σου συμπεριφέρεται καλά, δεν μου συμπεριφέρεται καλά. Αν δεν μιλάς, ποτέ δεν θα το μάθω. Θέλω να μαθαίνω. Θέλω να μιλάω. Θέλω να ακούω. Η φωνή μας είναι το ειρηνικό όπλο μας. Εγώ πιστεύω πως, τις περισσότερες φορές, είναι καλύτερα... Να κολυμπάς. Να κολυμπάω. Γιατί αν δεν κολυμπάω θα πνιγώ. Αν έχω κουραστεί πρέπει να κολυμπήσω μέχρι την στεριά. Τις φορές που επέλεξα να μην κολυμπήσω έπρεπε να βρω μια σανίδα να πιαστώ. Αν δεν βρεις σανίδα και σταματήσεις να κολυμπάς θα βουλιάξεις. Θέλω να κολυμπάς γιατί αν δεν κολυμπήσεις είναι πολύ πιθανό να πνιγείς κι εσύ. Αν έχεις κουραστεί πρέπει να κολυμπήσεις μέχρι την στεριά. Αν δεν αντέχεις να κολυμπήσεις πρέπει να βρεις μια σανίδα να πιαστείς για να πάρεις δυνάμεις. Αν θες γίνομαι για λίγο η σανίδα σου. Μπορείς να πιαστείς από εμένα. Κολυμπάω. Για να μπορώ να σε βοηθήσω να κολυμπήσεις κι εσύ. Θέλω να κολυμπάω και θέλω να κολυμπάς κι εσύ. Μιλάω. Για να μπορώ να σε βοηθήσω να μιλήσεις κι εσύ. Θέλω να μιλάω και θέλω να μιλάς κι εσύ.

Τι γίνεται αν δεν θέλεις να σκάσεις; Τι γίνεται αν δεν ξέρεις να κολυμπάς;

Τι γίνεται αν δεν θέλεις να σκάσεις; Απλά... Να μιλάς.
Τι γίνεται αν δεν ξέρεις να κολυμπάς; Απλά... Έλα να σε μάθω Να κολυμπάς.

Εγώ πιστεύω πως, τις περισσότερες φορές, είναι καλύτερα...
Να μην σκάσεις... Και να συνεχίσεις να κολυμπάς...

Να μιλάς...
Για τις θάλασσες που δεν σε εκφράζουν...
Να κολυμπάς...
Στις θάλασσες που σε εκφράζουν...

Να μιλάς και να κολυμπάς...
Να κολυμπάς και να μιλάς...

Και αν δεν σε εκφράζουν αυτά που έγραψα... Να βρεις εσύ πότε θέλεις να μιλάς και πότε θέλεις να μην μιλάς, πότε θέλεις να κολυμπάς και πότε θέλεις να μην κολυμπάς... Να ακολουθήσεις τον δικό σου ρυθμό. Να ακολουθήσεις την δική σου ταχύτητα. Να ανακαλύψεις το δικό σου στυλ κολύμβησης.

Βρές τον δικό σου τρόπο. Βίωσε τους δικούς σου τρόπους.
Και μην ακολουθείς τρομαγμένος αναίσθητες προστακτικές...

Κανένας δεν έχει το δικαίωμα να σε προστάζει.
Κανένας δεν έχει το δικαίωμα να σε διατάζει.

Η ζωή σου είναι δική σου…
Και εσύ είσαι ο μόνος που μπορείς να σου δίνεις κατευθύνσεις.

Όχι, προσταγές. Όχι, διαταγές.
Σε θάλασσες και ακτές!

Όχι, διαταγές. Όχι, προσταγές.

Να μην τις δέχεσαι ούτε από τον έαυτό σου.
Συζητήσεις. Συμφωνίες.
Συμβουλές.

Όχι, αυστηρές και αδίστακτες προστακτικές...



1/24/13

Little mermaid



(Μια φορά κι έναν καιρό, πριν πολύ πολύ καιρό, πήγα ένα ταξίδι... Κατά την διάρκεια της περίεργης παραμονής μου σε ένα άλλο μέρος από αυτό που είχα συνηθίσει να ζω, έγραψα μόνο μία φράση και μόνο ένα κείμενο...)




Η φράση...



Χρειάστηκε να πάω στην άλλη άκρη του κόσμου για να καταλάβω αυτά που ήδη ήξερα για εμένα.





Το κείμενο...



Little Mermaid
Mικρή Γοργόνα



Αχ, βρε μικρή γοργόνα, τι τους ήθελες τους ανθρώπους;

Ήρθα και σε είδα στην Κοπενγχάγη εκεί που γεννήθηκε η ιστορία σου, εκεί που γεννήθηκες εσύ.

Περπάτησα σε δρόμους και πλατείες που μπορεί να ήταν σημεία που ενέπνευσαν τον αρχικό δημιουργό σου.

Μύρισα το νερό που πιθανότατα κρύβει τον κόσμο σου κάτω από την επιφάνειά του. Εκείνο το ίδιο νερό από το οποίο αποφάσισες να βγεις.

Και μετά ήρθα να σε συναντήσω. Την υλική μορφή σου. Αυτήν που δημιουργήθηκε χρόνια μετά την γέννησή σου. Αυτήν που δεν έχω καταλάβει αν σε περιορίζει ή σε ελευθερώνει. Μήπως σε ρώτησε κανείς πριν γίνεις άγαλμα; Μήπως ασχολήθηκε κανείς με το τι ήθελες ή το τι ένιωσες εσύ; Σε έκαναν άγαλμα και όχι άνθρωπο, όπως πάντα ήταν το όνειρό σου. Και έπειτα άρχισαν να μιλάνε όλοι για εσένα σαν να είσαι κάτι αξιοθέατο. Όλοι να θέλουν να κοιτάξουν αυτήν την μορφή σου που δεν είμαι σίγουρη αν σε εκφράζει. Αυτήν την πολυσυζητημένη και πολυταλαιπωρημένη μορφή. Γιατί ό, τι θαυμάζουν οι άνθρωποι έχουν την τάση να θέλουν να το καταστρέψουν. Δεν φτάνει, λοιπόν, που σε εγκλώβισαν αιώνια να βρίσκεσαι ακίνητη πάνω σε ένα βράχο στην ενδιάμεση μορφή σου με τα πόδια σου να μεταμορφώνονται αλλά χωρίς να έχει ολοκληρωθεί η μεταμόρφωσή σου, μισό ψάρι, μισό άνθρωπος, δεν φτάνει που σε εκείνο το επίπονο για εσένα σημείο – πάντα πονάει το σημείο της μεταμόρφωσης, το σημείο της αλλαγής – σταμάτησαν τον χρόνο φυλακίζοντας το πνεύμα σου, δεν φτάνει που σε φωτογραφίζουν άνθρωποι από όλο τον κόσμο σε μια τόσο αδύναμη στιγμή, που νιώθεις εκτεθειμένη απέναντι στα τόσα μάτια, που νιώθεις φοβισμένη απέναντι στα τόσα χέρια, δεν φτάνουν όλα αυτά και τόσα ακόμα... αποφάσισαν οι άνθρωποι να σου δείξουν το πιο σκληρό πρόσωπό τους, με κάθε τρόπο...

Σε έβαψαν ροζ. Σε έβαψαν κόκκινη. Σου έκοψαν το κεφάλι. Σου έσπασαν το χέρι. Σε έντυσαν έτσι ή αλλιώς, στο όνομα κάποιας χώρας, κάποιας θρησκείας, κάποιου ανθρώπου, κάποιας ιδέας, κάποιας ιδεολογίας, κάποιου «πιστεύω». Ο κάθε ένας για τους δικούς του λόγους. Πάντα οι άνθρωποι έχουν αδικαιολόγητους λόγους για να δικαιολογηθούν... Χρησιμοποιούν ως δικαιολογίες τα αδικαιολόγητα... Η ανάγκη για εξουσία, η δίψα για δύναμη... Τι σημασία έχει; Όποιοι κι αν ήταν οι λόγοι... Ίδιο ήταν το αποτέλεσμα... Δεν σε σκέφτηκε κανείς. Ούτε καν ο άνθρωπος που σε έφτιαξε. Που χρησιμοποιήσε δύο διαφορετικά μοντέλα για εσένα. Άλλο για κεφάλι άλλο για σώμα. Λες και αυτό δεν σε προσβάλλει. Αποκεφαλισμένη πριν καν σε αποκεφαλίσουν. Με πρόσωπο πρίμα μπαλαρίνας και γυμνό σώμα της γυναίκας του. Βλέπεις... Η πρίμα μπαλαρίνα δεν δέχτηκε να γδυθεί για εσένα, αλλά εσένα σε υποχρεώνουν να γδυθείς για όλους τους άλλους... Ναι, ούτε εσύ δέχτηκες να γδυθείς για τους ανθρώπους αλλά με αυτό δεν ασχολήθηκε ποτέ κανείς. Απλά σε έγδυσαν. Για να μπορούν να γελάσουν πιο εύκολα τώρα μαζί σου. Να σε χλευάσουν, να σε ειρωνευτούν. Για να μπορούν να σε υποτιμήσουν ανενόχλητοι. Εκείνη την ημέρα , ή μήπως να ήταν νύχτα;, που προσπάθησαν να σου κόψουν ξανά το κεφάλι (αλήθεια πόσες φορές σε αποκεφάλισαν;); Πόσο φοβήθηκες; Και πόσο σε πόνεσε η τομή που σου άφησαν, εκεί στο σημείο του όμορφου λαιμού σου, σημάδι της δικής τους αποτυχίας να σε διαλύσουν ολοκληρωτικά για μια ακόμα φορά. Τις στιγμές που είχες εσύ με τους βασανιστές σου μόνο εσύ τις γνωρίζεις...

Και αφού σε εγκλώβισαν στην ημιανθρώπινη μορφή σου στον πάνω κόσμο δεν έχεις φωνή για να τις μοιραστείς μαζί μας. Από την μια μεριά τα πρωινά φλας και από την άλλη τα νυχτερινά πριόνια. Διάσημη εσύ. Διεστραμμένοι εκείνοι. Μα ακόμα και η διασημότητά σου είναι μέρος της διαστροφής τους.

Σε κοιτάζω και δεν μπορώ να καταλάβω τι μου λέει το βλέμμα σου. Ίσως επειδή κατάφεραν να σου το αδειάσουν.

Γιατί δεν άκουσες τους δικούς σου; Γιατί δεν έμεινες στον κόσμο σου; Και μην μου πεις γιατί αγάπησες έναν άνθρωπο. Σε παρακαλώ, μην μου το απαντήσεις αυτό. Δεν είναι αρκετό. Είναι από τα πρώτα πράγματα που θα έπρεπε να έχεις μάθει για τον κόσμο μας. Η αγάπη δεν αρκεί. Η αγάπη δεν είναι αρκετή. Αυτός ο άνθρωπος δεν τα κατάφερε να σε προστατεύσει, ούτε από τον κόσμο, ούτε από τον εαυτό του... Και εσύ δεν μπόρεσες να σε προστατεύσεις από την αγάπη σου για εκείνον...

Πού είναι αυτός ο άνθρωπος τώρα;
Για να σε προστατεύσει από τους ανθρώπους;
Πού κρύβεται;
Γιατί αφήνει να σου συμπεριφέρονται έτσι;

Σαν να μην είναι κι αυτός μέρος της ιστορία σου... Σαν να μην τον αφορά...

Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ίδιοι αλλά αυτό δεν σημαίνει πως είναι και πολύ διαφορετικοί.

Η ανθρώπινη φύση είναι ανθρώπινη φύση αυτό εσύ πια το γνωρίζεις καλύτερα από εμένα.

Ήρθα να σε βρω για άλλο λόγο. Εγώ δεν ήρθα για να σε απογειώσω (αποθεώσω) ούτε για να σε προσγειώσω (υποτιμήσω). Το τελευταίο έχει συμβεί με τον χειρότερο τρόπο. Ήρθα να σου ζητήσω να ανταλλάξουμε κόσμους. Νόμιζα πως ήσουν ευτυχισμένη εδώ. Μα σκέφτηκα πως θα κουράστηκες πάνω στο βράχο... Και θα σου έδινα ό, τι έχω. Για να έχεις πια ένα πραγματικό σπίτι να κατοικήσεις. Βέβαια, τον άνθρωπο που αγαπάς δεν θα μπορούσα να στον δώσω. Αλλά θα σου έδινα όλα τα υπόλοιπα. Μια ανθρώπινη ζωή. Και στην ανθρώπινη ζωή σπάνια έχουμε αυτόν (και αυτά) που αγαπάμε. Και για αντάλλαγμα θα σου ζητούσα κάτι πολύ πιο ανώδυνο από το αντάλλαγμα που σου ζήτησαν την τελευταία φορά. Θα σου ζητούσα να μου δείξεις τον δρόμο για τον δικό σου κόσμο. Ήρθα αποφασισμένη σήμερα να πέσω στο νερό. Εσύ απλά θα με οδηγούσες. Κάτω απ’ το νερό ίσως να ακούγεται η φωνή σου...

Τώρα όμως σε βρήκα δυστυχισμένη να κάθεσαι σε ένα βράχο πιο άνθρωπος από τους ανθρώπους και να με εκπλιπαρείς με εκείνο το κενό σου βλέμμα να σταματήσω, να μην το κάνω.

Σαν να μου λες... «Εγώ είμαι η ζωντανή απόδειξη» - σαν να είσαι η ζωντανή απόδειξη – «Δεν είμαστε για να αλλάζουμε κόσμους. Ας μείνει ο καθένας στον δικό του».

Και σαν να ξέρεις πως είναι αργά για εσένα...

Εσύ την έκανες την επιλογή σου. Μα η αγαλμάτινη μορφή δεν ήταν δική σου επιλογή, μικρή γοργόνα. Ήταν άλλων. Καλύτερη η εκδοχή που σε θέλει αστέρι στον ουρανό ε; Εκεί το τέλος σου είναι μακρυά από τους ανθρώπους. Εδώ δεν σε αφήνουν να έχεις τέλος. Το αντίθετο μάλιστα. Σε ξαναφτιάχνουν κάθε φορά από την αρχή για να σε ξανακαταστρέψουν. Σαν τα βασανιστικά ατελείωτα βασανιστήρια της μυθολογίας. Τα πιο σκλήρα και τα πιο εφιαλτικά.

Αχ, βρε, μικρή γοργόνα...
Τι τους ήθελες τους ανθρώπους;
Δεν σε ενημέρωσε κανείς για την απανθρωπιά τους;
Ό, τι αγνό το καταστρέφουν.
Ό, τι όμορφο το ασχημαίνουν.

Δεν θα πέσω στο νερό.
Δεν θα αλλάξω κόσμο.
Λέω αντί να φύγω να μείνω μπας και καταφέρω να τον κάνω λίγο καλύτερο.
Δεν θέλω να αλλάξω κόσμο θέλω να αλλάξω τον κόσμο...

Και εσύ να θυμάσαι...
Δεν είσαι αυτό που σε κάνουν (ή που σου κάνουν) οι άλλοι.
Αυτή η μορφή σου δεν είναι η πραγματική.
Είσαι ακόμα αστέρι μικρή γοργονά. Ένα αστέρι στον ουρανό. Εκεί είσαι ελεύθερη. Εκεί είσαι εσύ.

Κάθε φορά που σε πλησιάζει μια ερημική ώρα ένας βάνδαλος βάρβαρος να σκέφτεσαι πως αυτό που συμβαίνει δεν έχει καμία σημασία. Εσύ είσαι ελεύθερη. Το πνεύμα σου ακόμα ταξιδεύει. Μην αφήνεις τους ανθρώπους να σε αγγίζουν με μια πραγματικότητα που όχι μόνο δεν σε αφορά αλλά δεν σου ανήκει. Αυτό το άγαλμα δεν είσαι εσύ. Εσύ είσαι...

Μια μικρή γοργόνα και ένας «μεγάλος» άνθρωπος.

Γιατί η ψυχή σου είναι πιο ανθρώπινη από τις δικές μας. Για αυτό να είσαι σίγουρη.

Τα κατάφερες, αστεράκι, τα κατάφερες...

Ανθρώπινο αστεράκι...




1/20/13

Ακόμα ακούω αυτά που δεν θα έπρεπε (δεν θα ήθελα) να ακούω.



(Μια φορά κι έναν καιρό, πριν πολύ πολύ καιρό, γράφτηκε αυτό το κείμενο... Λίγους μήνες πριν να φύγω το ταξίδι μου...)


Ακόμα ακούω αυτά που δεν θα έπρεπε (δεν θα ήθελα) να ακούω.


Έχω κάνει πολύ δρόμο για να καταπολεμήσω τις ανασφάλειες μου και να νικήσω τις όποιες αδυναμίες μου. Και, παρόλα αυτά, ακόμα και τώρα, μετά από τόσο δρόμο, οφείλω να παραδεχτώ στον εαυτό μου ότι υπάρχουν στιγμές που με επηρρεάζουν αυτά που δεν θα έπρεπε να με επηρρεάζουν και που με ενοχλούν αυτά που δεν θα έπρεπε να με ενοχλούν.

Μία λέξη, μία φράση, ένα βλέμμα... καμιά φορά είναι αρκετά για να μου φτιάξουν ή να μου χαλάσουν την διάθεση. Και στην πρώτη περίπτωση δεν με πειράζει αφού καταλήγω χαμογελαστή και χαρούμενη. Στην δεύτερη, όμως, περίπτωση, που σκοτεινιάζω ολόκληρη από πάνω μέχρι κάτω και συννεφιάζω, εσωτερικά και εξωτερικά, με πειράζει και πολύ μάλιστα!

Και, κυρίως, θυμώνω με τον εαυτό μου.

Ο άλλος, ο όποιος άλλος, μπορεί να πει κάτι, οτιδήποτε, γιατί έτσι, χωρίς συγκεκριμένο λόγο, χωρίς, ίσως, και καμία συγκεκριμένη πρόθεση.

Μπορεί να πει κάτι γιατί απλά αυτό του ήρθε να πει, γιατί έτσι έχει συνηθίσει να σκέφτεται, γιατί έτσι έχει μάθει να εκφράζεται, γιατί... δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο...

Δεν έχει σημασία. Με λόγο ή χωρίς λόγο, με πρόθεση ή χωρίς, ειπώθηκε κάτι από τον όποιο άλλον. Αν εσύ νιώσεις «κάπως» (στην συγκεκριμένη περίπτωση εγώ ένιωσα), αν εσύ επηρρεαστείς με τρόπο που δεν ήθελες να επηρρεαστείς (στην συγκεκριμένη περίπτωση εγώ επηρρεάστηκα) αυτό που πρέπει να σε προβληματίσει (στην συγκεκριμένη περίπτωση να με προβληματίσει) είναι γιατί ένιωσες αυτό που ένιωσες (γιατί ένιωσα αυτό που ένιωσα;) τι σημαίνει αυτό για εσένα (τι σημαίνει αυτό για εμένα;) κλπ κλπ.

Εκνευρίζομαι με εμένα. Δεν είναι δυνατόν ακόμα να ασχολούμαι με ψιλοπράγματα... κι όμως δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να το αποφύγω. Ίσως να φταίει η μη φυσιολογική ζωή μου, ίσως να φταίει το μη συνηθισμένο μυαλό μου, ίσως να φταίει το ότι στην άλλη άκρη του κόσμου πέταξε μια πεταλούδα... Δεν με ενδιαφέρει. Το θέμα είναι ότι βρίσκομαι πάλι εδώ να ασχολούμαι με τα «μικρά»...

Και τι γέννησε αυτές τις σκέψεις;

Το ότι συνάντησα κάποιον τυχαία που είχα να τον δω καιρό... Και πάνω στην συζήτηση του τι κάνεις, τι κάνω, τι κάνουμε γενικά, όταν του είπα ότι θέλω να φύγω, ότι ΘΑ φύγω, στο εξωτερικό, αυτός γύρισε και μου είπε ότι αυτό το ακούει τρία χρόνια, ότι αυτό του το λέω τρία χρόνια...

Σαν να με κάρφωσαν στο αδύναμο σημείο μου... Ήξερα ότι το λέω τρία χρόνια στο εαυτό μου, βέβαια στο συγκεκριμένο άτομο, δεν το έλεγα σε καμία περίπτωση τρία χρόνια... αλλά του το είχα πει πριν δύο χρόνια... σε μια άλλη τυχαία συνάντησή μας... αυτό ήταν αλήθεια... (αλήθεια, πότε πέρασαν δύο χρόνια;)... Και ξαφνικά στην πορεία της συζήτησης άρχισαν να με χτυπάνε μέρες, μήνες, χρόνια... Τι ένα, τι δύο , τι τρία... Με χτύπησαν τα τελευταία τρία χρόνια, που δεν ήταν καθόλου ευχάριστα... ένιωσα εκείνον τον πόνο στο στήθος και εκείνο το σφίξιμο στην καρδιά... ένιωσα τους βομβαρδισμούς στο μυαλό μου...

Η αλήθεια είναι πως ποτέ δεν με βοήθησαν, σε κανένα στάδιο καμίας προσπάθειας, αυτού του είδους οι φράσεις που «πετάγονται», κατά καιρούς, σε τυχαίες συναντήσεις με τυχαίους ανθρώπους... Το αντίθετο μάλιστα, πολλές φορές, τις περισσότερες φορές αν όχι όλες, με απογοήτευαν και με έκαναν να θέλω να κάτσω στην γωνία μου και να μην κουνηθώ από εκεί για τον επόμενο μήνα (αν όχι για τον επόμενο χρόνο)!

Όταν έχεις πάρει κιλά, δεν σε βοηθάει να ακούς ότι πάχυνες. Ξέρεις πολύ καλά ότι έχεις παχύνει. Ξέρεις και γιατί έχεις παχύνει. Εσύ μόνο ξέρεις αν έχεις κάποιο πρόβλημα υγείας, αν έχεις μόλις χωρίσει και εξαιτίας μιας ερωτικής απογοήτευσης βρίσκεσαι στα πατώματα, αν έχει πεθάνει κάποιο κοντινό σου άτομο και βρίσκεσαι σε κατάθλιψη ή αν οτιδήποτε! Εσύ ξέρεις μόνο το γιατί.

Όταν έχεις σταματήσει κάτι σημαντικό για καιρό και αποφασίζεις να το συνεχίσεις, δεν σε βοηθάει να ακούσεις πόσο αδύνατη είναι αυτή η απόφασή σου, πόσο απιθανό είναι να καταφέρεις να ολοκληρώσεις την προσπάθειά σου, πόσο πιθανό είναι να τα ξαναπαρατήσεις. Ξέρεις πολύ καλά ότι τα έχεις ήδη παρατήσει μία φορά. Ξέρεις και γιατί τα παράτησες. Εσύ μόνο ξέρεις ποιες ακριβώς ήταν οι συνθήκες που σε οδήγησαν να πάρεις την απόφαση να αφήσεις κάτι. Εσύ μόνο ξέρεις και πόσο δύσκολο είναι το ότι αποφασίσες να το ξαναρχίσεις. Εσύ μόνο ξέρεις το τι έγινε. Δεν σε βοηθάει το να ακούσεις αν είναι αργά για εσένα ή όχι. Εσύ ξέρεις αν καθυστέρησες και πόσο. Εσύ μόνο ξέρεις το γιατί.

Ο κόσμος το μόνο που ξέρει να κάνει είναι να σου δηλώνει τα προφανή λες και εσύ δεν τα γνωρίζεις. Και το χειρότερο όλα αυτά λέγονται κακοπροαίρετα αλλά, και καλά, πάντα, για το «καλό» σου.

Έτσι εσύ ακούς και ακούς και ακούς σχόλια και κριτικές για εσένα και τις επιλογές σου και την ζωή σου... Κάποιες φορές καταφέρνεις με σπουδαίους ελιγμούς να ξεφύγεις ευγενικά, κάποιες άλλες είσαι υποχρεωμένος να συνεχίσεις μία συζήτηση χωρίς νόημα που σε κάνει να αισθάνεσαι χάλια και πιο χάλια από χάλια και ακόμα πιο χάλια από το χάλια του χάλια...

Όταν έχεις πει πριν τρία χρόνια ότι θα φύγεις και δεν το έκανες υπάρχουν λόγοι για τους οποίους δεν το έκανες. Λόγοι που δεν έχεις καμία όρεξη να εξηγήσεις. Λόγοι που μπορεί να είναι μεγάλοι ή μικροί, λιγότερο ή περισσότερο σπουδαίοι... Τι σημασία έχει; Οι λόγοι είναι δικοί σου και δεν είσαι υποχρεωμένος να τους μοιραστείς.

Ήθελες να φύγεις και δεν το έκανες.

Και τώρα συνεχίζεις να θέλεις να φύγεις και ελπίζεις να καταφέρεις να φύγεις.

Σε τι βοηθάει να έρθει κάποιος γελώντας και να σου πει ότι αυτό το έλεγες και πριν τρία χρόνια και δεν το έκανες; Σε τι βοηθάει ο ειρωνικός τόνος απέναντι στην προσπάθειά σου και ο σκληρός υπαινιγμός ότι πάλι δεν θα καταφέρεις να το κάνεις; Σε τι πραγματικά βοηθάει; Σε τι ΣΕ βοηθάει;

Σε τίποτα.

Απλά ξαφνικά σου υπενθυμίζει την αδυναμία σου, σου θυμίζει τους φόβους σου και σε κάνει να νιώθεις ακόμα μεγαλύτερη ανασφάλεια από όση ήδη νιώθεις για το αν θα το κάνεις τώρα.

Ό, τι χειρότερο μπορεί να σου γίνει ακριβώς στο σημείο που έχεις αποφασίσει για μια ακόμα φορά να φύγεις...

...

Πότε θα μάθω να μην ακούω τους ανθρώπους;
Ποτέ.

...

Και τώρα που το σκέφτομαι... το ότι λέω τρία χρόνια ότι θα φύγω αλλά ακόμα είμαι εδώ... δεν είναι τίποτα μπροστά στο ότι λέω τριάντα χρόνια στον εαυτό μου να μην ακούω τους ανθρώπους κι ακόμα, έχω αδύναμες στιγμές που τους ακούω...

Τι με έχει μάθει η ζωή;

Μπορεί να σε βοηθήσει να ακούσεις κάτι από κάποιον αλλά δεν σε βοηθάει να ακούς το οτιδήποτε από τον οποιονδήποτε.

Και αυτός ο κάποιος που θα σε βοηθήσει δεν είναι ο πρώτος τυχαίος και αυτό το κάτι που θα σε βοηθήσει δεν είναι η πρώτη τυχαία φράση που ήρθε σε κάποιον να ξεστομίσει, σε μια τυχαία συνάντηση που απλά έτυχε να συμβεί...



Ο άνθρωπος δρόμος



Ήρθες για λίγο στην ζωή μου. Αλλά αυτό το λίγο ήταν αρκετό. Όταν φεύγει ένας άνθρωπος συνειδητοποιείς τι άφησε πίσω του μέσα σε εσένα. Τι έμεινε από την κοινή σας ιστορία. Τι γεύση άφησε. Τι αίσθηση ξύπνησε. Έτσι συνέβηκε και με εσένα. Ήρθες. Έφυγες. Και ένιωσα ποιος ήσουν. Για εμένα ήσουν, είσαι και θα είσαι... Ο άνθρωπος δρόμος... Για αυτό και όποτε βλέπω κάποια εικόνα δρόμου σε θυμάμαι, σε σκέφτομαι, σε αισθάνομαι... Για αυτό και όταν βρίσκομαι σε ένα δρόμο... νιώθω πως σε κοιτάζω... Ίσως να φταίει ότι με έμαθες την αξία της ταχύτητας... Το τι σημαίνει υπερβολικά γρήγορα... Το τι σημαίνει βασανιστικά αργά... Πότε χρειάζεται να τρέχω... Πότε αξίζει να περιμένω... Ίσως να φταίει ότι μέσα από εσένα βίωσα διαφορετικά το πράσινο και το κόκκινο των φαναριών... Το τι σημαίνει «επιτρέπεται»... Το τι σημαίνει «απαγορεύεται»... Πότε χρειάζεται να λέω «ναι»... Πότε αξίζει να λέω «όχι»... Ίσως να φταίει και εκείνο το πορτοκαλί... που περάσαμε μαζί ανάμεσα στο «επιτρέπεται» και το «απαγορεύεται», ανάμεσα στο «ναι» και στο «όχι», με κίνδυνο να μας πιάσουν, πάνω στην τρέλα της στιγμής, γλιστρίσαμε στο «ίσως». Ίσως να ευθύνονται τα σήματα... που μου έδειχνες στις στροφές, που μου εξηγούσες στις ευθείες... που συναντούσαμε στην πορεία μας και πότε όριζαν την ταχύτητά μας, πότε περιόριζαν την κατεύθυνσή μας ή το αντίστροφο... Ίσως να ευθύνονται εκείνες οι τεράστιες ταμπέλες... που μας βομβάρδιζαν θέλωντας να μας κάνουν πλύση εγκεφάλου και εμείς τις αγνοούσαμε... Ή εκείνες οι αχνές διαβάσεις που τις σεβόμασταν ανεξάρτητα από τα φανάρια... γιατί ξέραμε να σταματάμε εκεί που οι άλλοι επιλέγουν να συνεχίζουν... Θέλαμε να δίνουμε πάντα προτεραιότητα στους πεζούς... Στις οικογένειες, στα παιδιά, στους ηλικιωμένους, στα ζευγάρια... Θέλαμε να τους αφήσουμε να περάσουν πρώτοι... Είχε σημασία για εμάς όσο κι αν βιαζόμασταν... να ξέρουμε να σταματάμε... για τους συνάνθρωπούς μας... Ίσως να είναι τα άλλα αυτοκίνητα που μας προσπερνούσαν και εσύ δεν τους προσπερνούσες για να με εντυπωσιάσεις αλλά πήγαινες με τον δικό μας ρυθμό βάζοντας πάνω από όλα την ασφάλειά μου... Ή ίσως να είναι τα ποδήλατα... που τα λατρεύαμε και οι δύο... και κάθε φορά που βλέπαμε ποδηλάτη τον χαιρετούσαμε από μακρυά ενθουσιασμένοι και συγκινημένοι και, εκείνος, πάντα, μα πάντα, γελούσε... Μπορεί να είναι και οι τροχονόμοι που συναντήσαμε... που τους είχαμε ονομάσει μαέστρους της πόλης... ή οι ζογλέρ που αγαπήσαμε... που τους είχαμε ονομάσει μάγους της στιγμής... ή οι διάφοροι περαστικοί στα πεζοδρόμια που τους είχαμε ονομάσει ήρωες της ζωής... Ίσως να είναι... Ότι στα πλαίσια του πραγματικού δρόμου φτιάξαμε έναν άλλο δρόμο, τον δικό μας, που τον περπατήσαμε μαζί, στα πλαίσια του πραγματικού κόσμου φτιάξαμε έναν άλλο κόσμο, τον δικό μας, που τον κινήσαμε μαζί. Και, το κυριότερο, στα πλαίσια των πραγματικών οχημάτων, φτιάξαμε ένα άλλο όχημα, το κοινό όχημά μας, που το οδηγήσαμε μαζί... Γιατί με άφηνες να γίνω οδηγός... Και μου έδειχνες τόσο εμπιστοσύνη όση σου έδειχνα και εγώ όταν εσύ οδηγούσες... Με καθοδηγούσες όταν οδηγούσες... Σε καθοδηγούσα όταν οδηγούσα... Ίσως να είναι τα μέρη που πήγαμε... που ήταν τόσο διαφορετικά μεταξύ τους... Τα δέντρα και τα βουνά, οι ατελείωτες πεδιάδες, οι θάλασσες, τα αστέρια, τα στριφογυριστά λούνα παρκ, οι μακρινοί κινηματογράφοι... Ίσως να είναι ο προορισμός... Ίσως και το ταξίδι... Ίσως να είναι οι προορισμοί... Ίσως και τα ταξίδια... Ίσως απλά... ότι ήμουν κι εγώ ένας μικρός και σύντομος σταθμός στην πορεία σου... Όπως και τόσοι άλλοι... Ανάμεσα στους διάφορους σταθμούς σου επέλεξες να προσθέσεις κι άλλον έναν... Εμένα. Έπρεπε να με κατεβάσεις από το όχημα... να με αφήσεις κάπου... Κι εγώ έμεινα να σε περιμένω... Νόμιζα πως θα επιστρέψεις... Πως θα έρθεις να με πάρεις... Αλλά εσύ δεν ερχόσουν... Κι εγώ δεν είχα όχημα για να σε ακολουθήσω, για να σε βρω... Προσπάθησα να περπατήσω... αλλά ήταν αδύνατο να σε προλάβω... Προσπάθησα να κάνω οτοστόπ... αλλά κανένα όχημα δεν σταμάτησε για εμένα... Και έτσι με έκανες σταθμό... Και έτσι έγινα σταθμός... Ένας σταθμός από εκείνους τους άδειους σταθμούς... που δύσκολα τους διακρίνεις αν δεν γνωρίζεις πως υπάρχουν εκεί... Που στέκονται με ήλιο και με βροχή στο ίδιο σημείο... Τώρα είμαι το χαλασμένο φανάρι του δρόμου, το λάθος σήμα της στροφής, η σπασμένη ταμπέλα, η ξεθωριασμένη διάβαση, ο πεζός που δεν του δίνουν προτεραιότητα, ο ανάπηρος που δεν τον σέβονται, το παρατημένο ή διαρρηγμένο αυτοκίνητο, το παλιωμένο ή κλεμμένο ποδήλατο, ο τροχονόμος χωρίς σφυρίχτρα, ο ζογκλέρ χωρίς κορίνες, ο αντιήρωας περαστικός... Ο μεθυσμένος οδηγός, ο τρελαμένος συνοδηγός, ο χωρίς κράνος ή χωρίς ζώνη επιβάτης... Τώρα σε κάθε σύγκρουση είμαι απροστάτευτη... Τώρα είμαι εγώ... Χωρίς εσένα... Μα και χωρίς το όχημά μας... Χωρίς προορισμό... Χωρίς ταξίδι... Τώρα είμαι ο άνθρωπος σταθμός... Χωρίς ανθρώπους... Τώρα είμαι ο άνθρωπος σταθμός σου... Και ήσουν, είσαι και θα είσαι για εμένα ο άνθρωπος δρόμος... αλλά όχι ο άνθρωπος δρόμος μου...

Θα έρθει η στιγμή που θα ξεγίνω από σταθμός και θα ξαναγίνω δρόμος;
Μπορεί...
Με ένα καινούριο όχημα... Σε ένα καινούριο δρόμο...
Θα έρθει η στιγμή που θα ξεγίνω από σταθμός και θα ξαναγίνω δρόμος...




1/19/13

Αυτό είναι...



Αυτό ήταν...
Αυτό που ήταν.
Δεν υπάρχει κάτι άλλο.
Αυτό που ήταν...
Αυτό ήταν.

Αυτό είναι...
Αυτό που δεν είναι.
Υπάρχει μόνο το τίποτα.
Αυτό που δεν είναι...
Αυτό είναι.

Αυτό θα είναι...
Αυτό που θα είναι.
Θα υπάρχει ή δεν θα υπάρχει, κάτι άλλο ή το τίποτα.
Αυτό που θα είναι...
Αυτό θα είναι.

Πού είναι;
Αυτό που είναι;
Που δεν ήταν, που δεν θα είναι;
Που είναι αυτό που είναι;
Πού είναι;

Αυτό είναι...
Αυτό που είναι.
Εδώ είναι.
Αυτό που είναι...
Αυτό είναι.


1/12/13

Τόσα όνειρα...



Να είμαι σε ένα ζαχαροπλαστείο... Όχι ένα τυχαίο ζαχαροπλαστείο αλλά το μικρό ζαχαροπλαστείο της γειτονιάς μου που έχω συνδυάσει με αυτό όλες μου τις σπάνια γλυκές πολύτιμες παιδικές αναμνήσεις... Και ο κύριος, που το έχει από όσο θυμάμαι τον έαυτό μου, που είναι το μαγαζί του σαν να είναι το σπίτι του, να μου δείχνει διάφορα χρωματιστά γλυκά... Και να μου εξηγεί τι είναι η κάθε γεύση... Και πώς λέγεται το κάθε τι... Στο τέλος να μου προτείνει την αγαπημένη του σοκολατίνα... Αλλά εγώ όταν την βλέπω... Να απογοητεύομαι... Να μην μου φαίνεται και τόσο ωραία μπροστά σε όλα τα υπόλοιπα... που μου φαίνονται τόσο φρέσκα και λαχταριστά... Αλλά να μην θέλω να τον προσβάλω και απλά να χαμογελάω... Να μου λέει πως δεν πάνε καλά οι δουλειές... Και πως τώρα έφερε αυτά τα καινούρια μικρά τετραγωνάκια και με διαφορετικά περιτυλίγματα διαφόρων χρωμάτων σοκολατάκια... Τα οποία δεν είναι παραγωγής δικής του... αλλά αποφάσισε να συνεργαστεί με μια μεγάλη εταιρεία για να τα φέρει... Επειδή αυτά μπορεί να τα πουλάει φτηνά και ίσως του φέρουν κάποιο κέρδος και καταφέρει να επιβιώσει το μαγαζί... Εγώ να στενοχωριέμαι... αλλά να συνεχίζω να χαμογελάω... Να του λέω πως θα τα αγοράσει ο κόσμος επειδή είναι μικρά, εντυπωσιακά και οικονομικά... Να γνωρίζω πως είναι η πρώτη φορά που έβαλε κάτι στο μαγαζί του που δεν είναι δικό του, που δεν το έφτιαξε με τα δικά του χέρια αφιερώνοντας την δική του ψυχή, και να είμαι σίγουρη πόσο του κοστίζει αυτό... Να αναρωτιέμαι πόσο είναι το τωρινό κόστος σε σχέση με το πιθανό μελλοντικό κέρδος... Αλλά να μην μιλάω. Να σιωπώ... και να συνεχίζω να χαμογελάω... Και να έρχεται εκείνη η κυρία... Να περνάει έξω από το μαγαζί; Ή να μπαίνει μέσα στο μαγαζί; Δεν θυμάμαι... Από το διπλανό βιβλιοπωλείο... που τώρα πια δεν υπάρχει και που στην αλήθεια έχω χρόνια να την δω... Και να μοιράζεται κι αυτή μαζί μας τις δικές της ανησυχίες και τους δικούς της φόβους σε σχέση με το δικό της κατάστημα... Τις δυσκολίες που δεν ξέρει πώς να τις αντιμετωπίσει... Αλλά και εκείνη να συνεχίζει να χαμογελάει... Και αν και απογοητευμένη... Να μου φαίνεται τόσο όμορφη... και τόσο θαραλλέα... Να μιλάει για βιβλία... και εγώ να νιώθω όπως παλιά... που ήμουν μικρή και την παρατηρούσα με τις ώρες ανάμεσα στα τετράδια και τα στυλό και την άκουγα να μου λέει ιστορίες για τους συγγραφείς και τους ποιητές... Να στέκομαι στο πεζοδρόμιο ανάμεσα στα δύο καταστήματα... ανάμεσα σε αυτούς τους δύο ανθρώπους... Και εκεί ανάμεσα στα γλυκά και τα βιβλία... Να νιώθω ο έαυτός μου... Να τους ακούω να συζητάνε... και οι φωνές τους να με ηρεμούν... Κάποτε τους είχα φανταστεί μαζί... Αυτούς τους δύο ανθρώπους... Αυτόν και Αυτήν... Ήταν τότε... που δεν άντεχα να βλέπω όλους αυτούς τους ανθρώπους μόνους τους... και είχα την τάση στο μυαλό μου να τους ζευγαρώνω... και να σκέφτομαι πως αν βρεθούν μαζί θα είναι ευτυχισμένοι... Και αυτοί οι δύο... μου φαίνονταν πάντα τόσο ταιριαστοί... Ο καθένας ήταν τόσο καλός στο δικό του αντικείμενο... Ήταν δίπλα δίπλα τα καταστήματά τους... και θα μπορούσαν άνετα να έχουν μια κοινή ιστορία αντί δύο ξεχωριστές... Εκείνοι να συνεχίζουν να συζητάνε... Και εγώ να συνεχίζω να τους ακούω... Με ενδιαφέρον και με αγάπη... Και με θαυμασμό για τα ωραία θέματα που επιλέγουν... Να φαίνονται τόσο σοφοί και τόσο γενναίοι... και ενώ το μέλλον τους βρίσκεται στην κόψη του ξυραφιού... και ενώ τα βιβλία και τα γλυκά κρέμονται από μία κλωστή... και ενώ τα καταστήματά τους είναι στην άκρη του γκρεμού φλερτάρωντας με το παντοτινό λουκέτο... Εκείνοι... Να συνεχίζουν να χαμογελούν... Και εγώ να νιώθω πως εκεί κρύβεται η απάντηση... Ίσως όχι για όλα... Αλλά για τα περισσότερα... Κάπου εκεί βρίσκεται το κλειδί για το δικό μου λουκέτο... Στις ωραίες συζητήσεις, στους χαμογελαστούς ανθρώπους, στα χρωματιστά γλυκά και στα πανέμορφα βιβλία... Και να ξυπνάω... Και να είναι χαραγμένο στο πρόσωπό μου ένα τεράστιο χαμόγελο... Και να μου φαίνεται απίστευτη αυτή η νύχτα... Με τόσα όνειρα... Και τόσα συναισθήματα... Τόσα πολλά όνειρα... Και τόσο διαφορετικά συναισθήματα... Μέσα σε μία μόνο νύχτα... Δεν έχω ιδέα τι συνέβηκε... Πόσες φορές με ξύπνησε μέσα στο βράδυ ένα όνειρο; Σαν να θέλει να μου πει να το συγκρατήσω... Να το θυμάμαι... Ξέρω τι συνέβηκε... Εγώ το εύχηθηκα... Το ευχήθηκα πριν κοιμηθώ... Και είχα τόσο καιρό να ευχηθώ κάτι... Ευχήθηκα να ονειρευτώ κάτι όμορφο... Και ξαφνικά τα όνειρα σαν να περίμεναν το κάλεσμα μου ήρθαν όλα μαζί για να με ξυπνήσουν και να μου θυμίσουν πως είναι ακόμα εδώ... Το βιβλιοπωλείο δεν υπάρχει πια... Το ζαχαροπλαστείο υπάρχει... Αυτήν δεν την βλέπω πια... Αυτόν τον βλέπω... Κάπου ανάμεσα στα βιβλία και στα γλυκά, κάπου ανάμεσα σε αυτά που υπάρχουν και σε αυτά που δεν υπάρχουν... Τα όνειρά μου ακόμα επιβιώνουν... Αρκεί να τα καλέσω, να τα φροντίσω, να τα αγαπήσω... Να τα επιλέξω... Να τα εξελίξω... Να τα ζήσω...

Κάπου ανάμεσα στα (υπαρκτά) γλυκά και στα (ανύπαρκτα) βιβλία... είμαι σίγουρη πως υπάρχουν και τα δικά σου (ανύπαρκτα υπαρκτά) όνειρα...

Για να έρθουν τα όνειρά σου από τον κόσμο που δεν υπάρχει στον κόσμο που υπάρχει το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να τα καλέσεις... και εκείνα θα εμφανιστούν σαν να μην έφυγαν ποτέ από δίπλα σου, σαν να ήταν πάντα εκεί, μαζί σου.

Θα τα καταλάβεις... Θα τα αναγνωρίσεις... Έχουν την γλύκα των γλυκών... Έχουν την γνώση των βιβλίων... Έχουν την γεύση την δική σου...

Να τα οδηγήσεις και να τα ακολουθήσεις...
Να τα ακολουθήσεις και να τα οδηγήσεις...

Να τα φροντίσεις, να τα αγαπήσεις...
Να τα επιλέξεις... Να τα εξελίξεις...
Να τα ζήσεις...


1/11/13

Λύτρωση



Να βρίσκομαι σε μια σκοτεινή σκηνή... Λίγοι προβολείς να με φωτίζουν... Προς το τέλος της παράστασης... Να κάθομαι στην άκρη της σκηνής... Σαν παιδάκι... Τα πόδια μου να κρέμονται στο κενό... και εγώ να τα κουνάω κοιτάζοντας πότε τα χέρια μου και πότε το κοινό μου... Να σηκώνομαι, να περπατάω, να ξανακάθομαι... Να σηκώνομαι, να περπαταώ, να ξανακάθομαι... Σε διαφορετικά σημεία... Σε κάτι σκαλάκια... Ή απλά κάτω στις μαύρες ξύλινες σανίδες... Να με κοιτάζουν... Οι θεατές... Και εγώ να τους μιλάω... Να τους νιώθω τόσο κοντά μου... Σαν να είναι δικοί μου άνθρωποι... Να είναι όλα τόσο ζεστά και τόσο οικεία... Δεν θα μπορούσα να βρίσκομαι πουθενά αλλού... Εδώ ήθελα να είμαι και εδώ είμαι... Αυτός είναι ο επίλογός μου... Το νιώθω... Έχω παίξει ολόκληρη παράσταση από την αρχή μέχρι το τέλος... Αλλά δεν θυμάμαι πώς έφτασα εδώ... Απλά νιώθω μια λύτρωση... Μια εσωτερική γαλήνη... Μια εξωτερική ηρεμία... Την γνωρίζω αυτήν την παράσταση την έχω παίξει αρκετές φορές... Την έχω επαναλάβει... Ξανά και ξανά και ξανά... Κι όμως, να μην θυμάμαι... Ποια παράσταση είναι... Και να μην έχω ιδέα... Σήμερα... Πώς ήρθα εδώ... Δεν με θυμάμαι να έρχομαι σε κανένα θέατρο... Δεν με θυμάμαι να αγχώνομαι πίσω από την κουρτίνα... Δεν με θυμάμαι να κοιτάζω τον καθρέφτη στα καμαρίνια και να μου λέω πως όλα θα πάνε καλά... Δεν μπορώ να με θυμηθώ να κάνω ζέσταμα, φωνητικό ή σωματικό... Δεν μπορώ να με θυμηθώ να κλέβω ματιές από την σχισμή του τοίχου για να δω αν ήρθε, ποιος ήρθε, ποιος δεν ήρθε, αν έχει ή δεν έχει κόσμο... Δεν μπορώ να με θυμηθώ να ξεκινάω, να κάνω το πρώτο βήμα στην σκηνή, να παίρνω την πρώτη ανάσα, να αισθάνομαι την πρώτη κίνηση... Δεν έχω ιδέα ποιο είναι το έργο που παίζω... Είναι δικό μου... Εγώ το έχω γράψει... Αλλά δεν θυμάμαι τι έχω γράψει, ποια είναι η υπόθεση, ποια είναι η ιστορία, ποιες είναι οι λέξεις, ποια είμαι εγώ... Κι όμως να συνεχίζω να μιλάω... λέξεις που έχω ξαναπεί μα δεν τις θυμάμαι κι είναι σαν να τις λέω πρώτη φορά... Να μου έχει μείνει λίγος χρόνος... Μέχρι το τέλος... Να το νιώθω πως δεν έχει μείνει πολύ... Αλλά να μην βρίσκω άλλες λέξεις για να πω... Να κοιτάζω το κοινό μου... Μήπως κι αυτό μπορεί να με βοηθήσει... Να βρω τις λέξεις... Να θυμηθώ το κείμενο... Πώς έφτασα εδώ; Πώς βρέθηκα να παίζω παράσταση; Δεν με θυμάμαι να κάνω πρόβες... Να προετοιμάζομαι... Να γράφω και να σβήνω ιδέες... Να κάνω επιλογές... Και σε ποιο θέατρο βρίσκομαι; Δεν το θυμάμαι αυτό το θέατρο... Δεν με θυμάμαι να έρχομαι εδώ... Να βλέπω τον χώρο... Να μιλάω με τους υπεύθυνους... Να κλείνω ημερομηνίες... Συγκεκριμένες μέρες και ώρες... Δεν έχω ιδέα σε ποιο θέατρο είμαι... Έχει υπερυψωμένη σκηνή και είναι μεγάλο... Και τα καθίσματα είναι αμφιθεατρικά... Ποιο θέατρο είναι; Δεν θυμάμαι να το έχω ξαναδεί ποτέ στην ζωή μου... Πώς γίνεται να παίζω παράσταση σε ένα θέατρο που δεν έχω ξαναδεί; Πώς έφτασα εδώ; Πώς βρέθηκα να παίζω σε ένα θέατρο που δεν γνωρίζω μια παράσταση που δεν θυμάμαι; Να χάνω τις λέξεις, να μπερδεύω τις φράσεις... Αλλά ακόμα και τότε να μην φοβάμαι... Να μην αγχώνομαι... Μπροστά στο κοινό που με κοιτάζει... Να μην νιώθω αμήχανα... Να νιώθω πως μοιράζομαι μαζί τους αυτό που μου συμβαίνει... Σαν να είναι κι αυτοί κομμάτι δικό μου... Δεν ντρέπομαι να τους αποκαλύψω την αδυναμία μου... Δεν πανικοβάλλομαι μπροστά στο κενό του μυαλού μου... Να ξεπερνάω το οποίο σπάσιμο της φωνής... Να συνεχίζω να μιλάω βρίσκοντας την φωνή μου στην πορεία... Να αγαπάω το όποιο σπάσιμο της ψυχής... Να συνεχίζω να παίζω βρίσκοντας την ψυχή μου στην διαδρομή... Λύτρωση... Οι προβολείς να χαμηλώνουν... Η σκηνή να σκοτεινιάζει... Και εγώ να νιώθω περισσότερο Φως από ποτέ... Να χάνω τις λέξεις, να βρίσκω το νόημα... Λύτρωση... Και λίγο πριν το ολοκληρωτικό τέλος... Λύτρωση... Πριν να σβήσουν τελείως οι προβολείς... Λύτρωση... Πριν να κλείσει η αυλαία... Λύτρωση... Και να ξυπνάω... Με δάκρυα στα μάτια... από ένα όνειρο... που θα ήθελα να ήταν αληθινό... Και να θυμάμαι... πως χθες το βράδυ κλείνοντας τα μάτια... τα ίδια αυτά μάτια που τώρα ήταν δακρυσμένα... Ευχήθηκα... με όλη την δύναμη της αδύναμης ψυχής μου... Να δω ένα όμορφο όνειρο... Για να κρατηθώ από αυτό... Ένα όνειρο... που θα με κάνει να βρω τις λέξεις μου... που θα δώσει νόημα στην ζωή μου... Και το όνειρο... απλά ήρθε... Του ζήτησα να έρθει και ήρθε... Το παρακάλεσα να έρθει και ήρθε... Το φώναξα και ήρθε... για να με κάνει να αισθανθώ πως βρήκα ξανά την θέση μου σε αυτόν τον κόσμο... Έστω και για λίγο... Βρήκα ξανά την θέση μου... Και ήταν εκεί... Ακόμα και χωρίς λόγια, χωρίς έργο, χωρίς κείμενο, χωρίς πρόβα, χωρίς προετοιμασία, χωρίς μνήμη, χωρίς αίσθηση του πριν και του μετά, χωρίς χρόνο... Η θέση μου ήταν εκεί... Στην σκηνή μου... Λύτρωση...


1/9/13

.,Τελεία ! Κόμμα,.



(.)
Είσαι τελεία. Ήσουν τελεία από πάντα. Και θα είσαι τελεία για πάντα. Ήσουν τελεία και όταν σε γνώρισα.

(,)
Είμαι κόμμα. Ήμουν κόμμα από πάντα. Και θα είμαι κόμμα για πάντα. Ήμουν κόμμα και όταν με γνώρισες.

(.) (.) ή (,) (,)
Στην αρχή θέλησες να με κάνεις τελεία. Στην αρχή θέλησα να σε κάνω κόμμα. Είχες μάθει να ζεις μόνο με τελείες. Είχα μάθει να ζω μόνο με κόμματα. Στην αρχή ήθελε ο ένας να κάνει τον άλλον το ίδιο με τον έαυτό του. Εγώ σε ήθελα κόμμα και εσύ με ήθελες τελεία. Εσύ με ήθελες τελεία και εγώ σε ήθελα κόμμα. Νομίζαμε πως θα είναι πιο εύκολη η σχέση μας αν ήμασταν ίδιοι. Κατά την γνώμη σου, δύο τελείες. Κατά την γνώμη μου, δύο κόμματα.

(.) (,)
Αλλά αυτό δεν μπόρεσε να λειτουργήσει. Είναι αδύνατο μία τελεία να γίνει κόμμα και ένα κόμμα να γίνει τελεία. Η τελεία πάντα τελεία θα είναι και το κόμμα πάντα κόμμα θα είναι.

(.) ( ) (,)
Σταματήσαμε... Κάναμε μια παύση. Μπόρεσα να σε κοιτάξω και μπόρεσες να με κοιτάξεις.

.
Είδα ότι είσαι τελεία και είδα τι σημαίνει να είσαι τελεία μέσα από εσένα. Έχεις αρχή, μέση και τέλος. Έχεις ανάγκη από ολοκληρωμένα νοήματα. Δεν μπορείς να αφήσεις τίποτα να εκκρεμεί. Δεν θέλεις τίποτα να συνεχίζει για πολύ. Δεν αντέχεις το χωρίς τέλος. Δεν σου αρέσει το χωρίς αρχή. Το δικό σου κείμενο είναι γραμμένο μόνο με τελείες. Η δική σου ζωή είναι γεμάτη από τελείες. Ολοκληρωμένες ιστορίες. Ολοκληρωμένες εμπειρίες.

,
Είδες ότι είμαι κόμμα και είδες τι σημαίνει να είσαι κόμμα μέσα από εμένα. Δεν έχω αρχή, μέση και τέλος. Δεν έχω ανάγκη από ολοκληρωμένα νοήματα. Μπορώ να αφήσω τα πάντα να εκκρεμούν. Θέλω τα πάντα να συνεχίζουν για πολύ. Αντέχω το χωρίς τέλος. Μου αρέσει το χωρίς αρχή. Το δικό μου κείμενο είναι γραμμένο μόνο με κόμματα. Η δική μου ζωή είναι γεμάτη από κόμματα. Ανολοκλήρωτες ιστορίες. Ανολοκλήρωτες εμπειρίες.

. ( ) ,
Όταν πραγματικά σε είδα και με είδες... καταλάβαμε ότι έχει περισσότερο ενδιαφέρον έτσι. Δεν χρειάζεται να προσπαθήσουμε να αλλάξουμε ο ένας τον άλλον για να γίνει το ίδιο με εμάς. Μπορεί να κρατήσει ο καθένας αυτό που είναι. Μπορείς να μείνεις τελεία. Μπορώ να μείνω κόμμα. Μπορεί να έχει ο καθένας το δικό του κείμενο. Με τις τελείες του ή τα κόμματά του. Εσύ με τις τελείες σου και εγώ με τα κόμματά μου. Και μπορούμε να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον να εξελιχθεί. Μπορείς να γίνεις μία εξελιγμένη τελεία. Μπορώ να γίνω ένα εξελιγμένο κόμμα. Μπορούμε να εξελιχθούμε ο ένας μέσα από τον άλλον.

(·)
Έτσι σε βοηθήσα να καταλάβεις κάτι που δεν είχες καταλάβει ποτέ για τον έαυτό σου. Σε βοηθήσα να πας ψηλά και να γίνεις άνω τελεία.

(‘)
Έτσι με βοήθησες να καταλάβω κάτι που δεν είχα καταλάβει ποτέ για τον έαυτό μου. Με βοήθησες να πάω ψηλά και να γίνω απόστροφος.

(...)
Έτσι σε βοήθησα να μείνεις χαμηλά και να αναπτυχθείς. Και να γίνεις τρεις τελείες. Να γίνεις αποσιωπητικά (ένας όρος που υπήρχε αλλά εμείς τώρα τον ανακαλύψαμε).

(,,,)
Έτσι με βοήθησες να μείνω χαμηλά και να αναπτυχθώ. Και να γίνω τρία κόμματα. Να γίνω αποσιωποιητικά (ένας όρος που δεν υπήρχε αλλά εμείς τώρα τον δημιουργήσαμε).

(.) (·) (...)
Έτσι το κείμενό σου γέμισε από διαφορετικές εκδοχές του έαυτού σου. Πλούτισε από καινούρια νοήματα. Άνω τελείες, τελείες, αποσιωπητικά... Και πάλι όλα ήταν ολοκληρωμένα... Εσύ μπορούσες να επιλέξεις πότε θα γίνεις τι. Απλά είχες αναπτυχθεί μέσα στα ολοκληρωμένα νοήματα.

(,) (΄) (,,,)
Έτσι το κείμενο μου γέμισε από διαφορετικές εκδοχές του έαυτού μου. Πλούτισε από καινούρια νοήματα. Απόστροφοι, κόμματα, αποσιωποιητικά... Και πάλι όλα ήταν ανολοκλήρωτα... Εγώ μπορούσα να επιλέξω πότε θα γίνω τι. Απλά είχα αναπτυχθεί μέσα στα ανολοκλήρωτα νοήματα.

(.·...) (,’,,,)
Το δικό σου κείμενο είχε ανάγκη από κανόνες. Σε βοήθησα να εξελιχθείς μέσα στους κανόνες. Το δικό μου κείμενο είχε ανάγκη από το να σπάσει τους κανόνες. Με βοήθησες να εξελιχθώ έξω από τους κανόνες.

(.·...) ( ) (,’,,,)
Και ύστερα... Αυτό δεν ήταν αρκετό...

.·... ( ) ,’,,,
Μέσα από εσένα ξαφνικά το κείμενό μου ένιωθε να του λείπουν οι τελείες... Μέσα από εμένα ξαφνικά το κείμενό σου ένιωθε να του λείπουν τα κόμματα...

.·... ,,, ( ) ,’,,, ...
Και ύστερα... Μπορέσαμε και οι δύο να δούμε τις προεκτάσεις... Αποφασίσαμε να πειραματιστούμε μαζί... Και είχαμε την ιδέα. Μαζί είχαμε την ιδέα. Δεν χρειάζοταν να γίνω εγώ τελεία. Δεν χρειαζόταν να γίνεις εσύ κόμμα. Εσύ θα έβαζες μερικές τελείες στο δικό μου κείμενο και εγώ θα έβαζα μερικά κόμματα στο δικό σου κείμενο. Έτσι πλουτίσαν και τα δύο κείμενα και το δικό μου και το δικό σου... Με τα στοιχεία τα δικά μου και τα δικά σου... Με τα σημεία τα δικά σου και τα δικά μου...

.·... ,,, ‘,’,’, .·...( ) ,’,,, ...·.·.·. ,’,,,
Και έπειτα... Θέλαμε κι άλλα... Κι άλλα... Κι άλλα... Κι άλλο πειραματισμό... Κι άλλη δημιουργία... Και σκεφτήκαμε να δούμε τι μπορεί να δημιουργηθεί με μία τελεία και με ένα κόμμα.

(.,) (,.)
Μας βάλαμε και δίπλα δίπλα. Μία τελεία και ένα κόμμα. Ένα κόμμα και μία τελεία. Και χωρίς να βγάζει νόημα γεμίσαμε τα κείμενα μας με κόμματα και τέλειες που ήταν δίπλα δίπλα... Σαν να βγαίνει νόημα από αυτό. Μα έβγαινε νόημα! Όχι για τους άλλους για εμάς. Δημιουργήσαμε τους δικούς μας κανόνες. Τα δικά μας σημεία στίξεως... Την δική μας κοινή γλώσσα... Τον δικό μας προσωπικό κώδικα επικοινωνίας που μόνο εμείς μπορούσαμε να καταλάβουμε...

.,·,,,·,.’...’.,···,.’’’.,
Και έπειτα ήρθε η απόλυτη ελευθερία. Μπορούσα να εκφραστώ. Να είμαι εγώ αλλά να είμαι και μαζί σου. Χωρίς να περιορίζει η ελευθερία σου την δική μου. Μπορούσες να εκφραστείς. Να είσαι εσύ αλλά και μαζί μου. Χωρίς να περιορίζει η ελευθερία μου την δική σου. Τα ανακατέψαμε όλα χωρίς κανένα φόβο μην χαθώ εγώ μέσα σε εσένα ή εσύ μέσα σε εμένα... Με κανόνες... Χωρίς κανόνες... Ήμασταν ελεύθεροι. Μαζί. Και κάπου εκεί στο ανακάτεμα... Ανακαλύψαμε μία άλλη μορφή που θα μπορούσε να δημιουργήσει μία τελεία και ένα κόμμα...

(;)
Και ανακαλύψαμε το ερωτηματικό.

(;;;;;)
Τότε αρχίσαμε τις ερωτήσεις... χωρίς σταματημό... Ρωτούσαμε για τα πάντα... Και ο ένας τον άλλον... Και τους άλλους... Και τον έαυτό μας... Και τον κόσμο...

(;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;)
Τα κείμενά μας γέμισαν ερωτήσεις... Η ζωή μας γέμισε ερωτήσεις... Και πότε απαντούσες εσύ με τις τελείες σου... Και πότε εγώ με τα κόμματά μου... Εσύ σαν τελεία είχες την έμφυτη τάση να απαντάς με σιγουριά... Εγώ σαν κόμμα είχα την έμφυτη τάση να απαντάω με επιφυλακτικότητα. Ήθελες να υπάρχουν απαντήσεις... Ήθελα να υπάρχουν ερωτήσεις... Και άρχισαν οι διαφωνίες... Μα δεν μας πείραζε... Συμφωνούσαμε... Διαφωνούσαμε... Ρωτούσαμε... Απαντούσαμε... Ενθουσιασμένοι... Με τις καινούριες ερωτήσεις μας και με την καινούρια κοινή μας γλώσσα...

;
Και έπειτα...
;;;;;
Ήθελες κάτι καινούριο.
;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;
Κάτι που δεν μπορούσα να σου το δώσω εγώ.

(!)
Είχες ανάγκη από ένα θαυμαστικό. Το ήθελες. Να υπάρχει στο κείμενό σου. Αλλά εγώ δεν μπορούσα να σου δημιουργήσω το θαυμαστικό σου. Εσύ ήσουν τελεία. Ήσουν κομμάτι του θαυμαστικού. Μπορούσες να γίνεις θαυμαστικό με τον κατάλληλο συνδυασμό. Αρκεί να συναντούσες κάποιον που θα μπορούσε να σου προσφέρει το μισό θαυμαστικό σου. Μία ευθεία γραμμή ήταν αρκετή για να φτιάξεις ένα θαυμαστικό. Εγώ δεν χρειαζόμουν θαυμαστικά. Δεν ήθελα θαυμαστικά. Και ακόμα κι αν τα ήθελα... Δεν γινόταν να σου τα προσφέρω. Είχες ξεχάσει μέσα στον ενθουσιασμό σου... πως δεν μπορούσα να γίνω θαυμαστικό... Ήμουν κόμμα... Μπορούσα να γίνω πολλά πράγματα αλλά όχι θαυμαστικό... Τον ενθουσιασμό που εγώ σου δημιούργησα, τον ενθουσιασμό που μαζί δημιουργήσαμε... ήθελες να τον τονίσεις με ένα θαυμαστικό... που εγώ δεν μπορούσα να δημιουργήσω...

(!!!!!)
Άρχισε να σου λείπει κάτι και από εκεί ξεκίνησαν όλα... Δεν ήσουν ευτυχισμένος... Δεν ήσουν ελεύθερος... Άρχισες να νιώθεις φυλακισμένος μέσα στο ίδιο σου το κείμενο... Δεν με ήθελες μέσα στο κείμενό σου... Ένιωθες να σε περιορίζω... Δεν θα μπορούσες να έχεις μαζί μου ποτέ αυτό που επιθυμούσες... Το θαυμαστικό σου έγινε έμμονη ιδέα... Μόνο αυτό σκεφτόσουν... Μόνο αυτό ποθούσες...

. (!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!) ,
Και τα ανύπαρκτα θαυμαστικά άρχισαν να μπαίνουν ανάμεσά μας και να μας χωρίζουν...
Έγιναν ένας φράχτης ανάμεσά μας... Η κοινή μας γλώσσα δεν φαινόταν να μπορεί να τον προσπεράσει... Ο κοινός μας κώδικας δεν φαινόταν να μπορεί να τον νικήσει... Και αντί να σπάσει ο κώδικας τον φράχτη έσπασε ο φράχτης τον κώδικα...

(.) (,)
Σου φώναζα να με κοιτάξεις... Για να θυμηθείς ποια είμαι... Μα δεν μπορούσες να με ακούσεις ή να με κοιτάξεις... Ήσουν δυστυχισμένος... Και ήμουν κι εγώ δυστυχισμένη... Θυμάσαι στην αρχή μας που αποφασίσαμε να μην αλλάξουμε ο ένας τον άλλον για να γίνει το ίδιο με εμάς; Τώρα μου ζητούσες να γίνω κάτι που δεν είμαι όχι ίδιο με εσένα αλλά ίδιο με κάτι άλλο, με μια ιδέα που είχες στο μυαλό σου. Ήθελες να γίνω θαυμαστικό. Κι εγώ δεν μπορούσα να γίνω θαυμαστικό και δεν ήθελα να γίνω θαυμαστικό. Εγώ ήμουν, είμαι και θα είμαι κόμμα. Μια γραμμή θα μπορούσε να σε γεμίσει. Αλλά εγώ δεν ήμουν γραμμή. Ήθελες κάτι άλλο... Κάτι παραπάνω... Και ήξερα τι σημαίνει αυτό... Δεν ήμουν αρκετή για εσένα. Απλά δεν ήμουν αρκετή... Και αυτή οι αίσθηση... του μη αρκετού... άρχισε να με πονάει... Τόσο πολύ... Και γινόμουν όλο και λιγότερο αρκετή για εσένα... Και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για να το αποφύγω... Γινόμουν όλο και πιο λίγη... Όλο και πιο λίγη...

Χ
Σταμάτησαν οι ερωτήσεις... Σταμάτησαν οι απαντήσεις... Σταμάτησαν οι πειραματισμοί... Σταμάτησαν οι ανακαλύψεις... Τα κείμενά μας άρχισαν να αδειάζουν... Από το δικό μου έφυγαν οι τελείες και από το δικό σου τα κόμματα... Σταμάτησαν τα κόμματα με τις τελείες δίπλα δίπλα... Σταμάτησαν τα ερωτηματικά...

(.·...) (,’,,,)
Μα έμειναν αυτά που μάθαμε για εμάς... Εσύ μπορείς ακόμα να γίνεις άνω τελεία... Και εγώ μπορώ ακόμα να γίνω απόστροφος... Εσύ μπορείς ακόμα να γίνεις αποσιωπητικά και εγώ μπορώ ακόμα να γίνω αποσιωποιητικά... Δεν χάθηκαν όλα... Χάθηκαν μερικά... Αρκετά για να αδειάσουν τα κείμενα... Για να τα αφήσουν πληγωμένα... με κενά... Αλλά δεν χάθηκαν όλα... Χάθηκαν μερικά...

-
Δεν μπορούσες να πάρεις την απόφαση που πήρα εγώ για εσένα.

---
Για κάποιο περίεργο λόγο... Εσύ δεν άντεχες να γράψεις το τέλος κι εγώ δεν άντεχα να μην το γράψω.

.
Την τελεία στην δική μας ιστορία δεν την έβαλες εσύ. Την έβαλα εγώ. Την πρώτη μου τελεία... Υποχρεώθηκα να την γράψω στην δική μας ιστορία.

,
Το κόμμα στην δική μας ιστορία δεν το έβαλα εγώ. Το έβαλες εσύ. Το πρώτο σου κόμμα... Υποχρεώθηκες να το γράψεις στην δική μας ιστορία...

., ,.
Η ιστορία μας...
Εσύ ήθελες να συνεχίσει... Εγώ ήθελα να σταματήσει...
Εσύ ήθελες να την αφήσεις ανολοκλήρωτη κι εγώ να την ολοκληρώσω...
Και αυτή ήταν η τελευταία φορά που βάλαμε την τελεία και το κόμμα δίπλα δίπλα. Με την διαφορά του ότι η τελεία ήταν δική μου και το κόμμα δικό σου.

(,) (.)
Μάλλον αυτό δηλώνει πως επηρρεάσαμε ο ένας τον άλλον... Ίσως και περισσότερο από όσο θα έπρεπε... και έγινε το μόνο αποτέλεσμα που δεν θέλαμε... Έστω και για μια στιγμή με έκανες τελεία και σε έκανα κόμμα...

(.) (,)
Εσύ έχεις το κείμενό σου πάλι. Είσαι τελεία και σου εύχομαι να βρεις το θαυμαστικό σου.
Εγώ έχω το κείμενό μου πάλι. Είμαι κόμμα και μου εύχομαι να βρω τον έαυτό μου.

.
Καμιά φορά σκέφτομαι πως, ίσως, είσαι τυχερός που είσαι τελεία... Ίσως τα πράγματα να είναι πιο εύκολα για εσένα. Δεν χρειάζεσαι εμένα για να ολοκληρωθείς...

,
Καμιά φορά σκέφτομαι πως, ίσως, δεν είμαι τυχερή που είμαι κόμμα... Ίσως τα πράγματα να είναι πιο δύσκολα για εμένα. Χρειάζομαι εσένα για να ολοκληρωθώ...

,,
Είμαι κόμμα... Δεν γίνεται να είμαι ολοκληρωμένη χωρίς εσένα. Δεν θέλω να είμαι ολοκληρωμένη χωρίς εσένα. Και έτσι επιστρέφω ολοκληρωτικά στο ανολοκλήρωτο...

,,,
Είμαι κόμμα... Και συνεχίζω, συνεχίζω, συνεχίζω... Χωρίς να ξέρω τι θέλω, τι επιθυμώ... Χωρίς να έχω καμία ανάγκη να έχω κάτι άλλο... Είμαι απλά ένα κόμμα... που ταξιδεύει σε διάφορα κείμενα... Μαθαίνει πράγματα για τον έαυτό του... Σπάει τους κανόνες... Ζει ελεύθερα... Ένα κόμμα... που δεν έχει καμία ανάγκη από ολοκληρωμένες προτάσεις... Τουλάχιστον, δεν είχε καμία τέτοια ανάγκη μέχρι να σε συναντήσει... Θα μου λείψουν οι τελείες σου στο κείμενό μου... Για όσο ήμασταν μαζί δεν ήθελα τίποτα άλλο από το να είμαι μαζί σου... Για όσο ήμασταν μαζί άρχισα να ολοκληρώνομαι... Να βρίσκω τα όριά μου... Να έχω αρχή και τέλος... Τώρα είμαι πάλι εγώ. Ξεκρέμαστη μέσα στις φράσεις, αγχωμένη μέσα στις προτάσεις... Είμαι κόμμα... Και ακόμα κι αν υπάρχω ανεξάρτητα από εσένα... Νιώθω μόνη μου... Χωρίς εσένα...

(.)
Είσαι τελεία. Ήσουν τελεία από πάντα. Και θα είσαι τελεία για πάντα. Ήσουν τελεία και όταν σε γνώρισα. Αλλά όταν χωρίσαμε για μια στιγμή έγινες κόμμα.

(,)
Είμαι κόμμα. Ήμουν κόμμα από πάντα. Και θα είμαι κόμμα για πάντα. Ήμουν κόμμα και όταν με γνώρισες. Αλλά όταν χωρίσαμε για μια στιγμή έγινα τελεία.

Το μόνο που κόμμα που έγραψες ποτέ στην ζωή σου ήμουν εγώ.
Η μόνη τελεία που έγραψα ποτέ στην ζωή μου ήσουν εσύ.

Το μόνο τέλος που θέλησα να βάλω στην ζωή μου... Το έμαθα από εσένα και το έβαλα σε εσένα...

Και αυτή η εκβιασμένη μοναδική τελεία της ζωής μου... Με άφησε πιο ανολοκλήρωτη από ποτέ...

Το μόνο τέλος που θέλησα να βάλω στην ζωή μου... Το έμαθα από εσένα και το έβαλα σε εμένα...



1/6/13

Ευχαριστώ



(Κυριακή, 19 Φεβρουαρίου 2012)

Ευχαριστώ τη ζωή που μου έφερε στο δρόμο μου ταλαντούχους ανθρώπους. Δεν έχει σημασία αν τους συνάντησα για λίγο ή για πολύ, εδώ ή εκεί. Δεν έχει σημασία το πόσο ή το πού. Δεν έχει σημασία αν έγιναν ή δεν έγιναν φίλοι, ή, αφού έγιναν φίλοι, αν έμειναν ή δεν έμειναν φίλοι. Δεν έχει σημασία τι συνέβηκε στην κοινή μας πορεία ή αν δεν υπήρξε καν κοινή πορεία για να μπορέσει να συμβεί το οτιδήποτε. Δεν έχει σημασία το πως. Ευχαριστώ την ζωή για τους ανθρώπους που θαύμασα και που με έκαναν να δω ένα άλλο όραμα πέρα από το δικό μου. Για εκείνους τους μαγικούς ανθρώπους που το βλέμμα τους με έκανε καλύτερο άνθρωπο... νιώθω και θα νιώθω ευγνωμοσύνη. Τίποτα δεν ήταν αυτονόητο για εμένα. Τίποτα δεν ήταν δεδομένο. Σε καμία περίπτωση δεν περίμενα να σταθώ τόσο τυχερή και να υπάρχει ζωντανή απόδειξη ανθρωπιάς, αξιοπρέπειας, αγάπης... Ευχαριστώ την ζωή για εκείνες τις στιγμές μεγαλείου...


1/5/13

Και από πού;



Και από πού να έρθει η πίστη;
Όταν δεν πίστεψε κανείς ποτέ σε εσένα;
Και από πού να έρθει η αγάπη;
Αν δεν σε αγάπησε ποτέ κανείς;

Μα κι όμως...

Υπάρχει ένα μέρος από όπου μπορείς να αντλήσεις την πίστη...
Υπάρχει ένα μέρος από όπου μπορείς να γεννήσεις την αγάπη...

Από μέσα σου.

Από εσένα.
Από εκεί θα έρθουν όλα αυτά που δεν σου δόθηκαν.
Από εσένα.
Από εκεί θα αναδυθούν όλα αυτά που δεν σου προσφέρθηκαν.

Υπάρχουν μεγαλεία που είναι στην φύση σου...

Δεν είναι ανάγκη να τα είχες κάποτε για να τα ξαναβρείς...

Μπορείς να τα εμφανίσεις από το πουθενά...

Σαν ένας ταχυδαχτυλουργός...

Το μαγικό σου καπέλο είναι η αληθινή καρδιά σου.

Και το κόλπο σου είναι πως από το τίποτα θα βγάλεις κάτι... Γιατί αυτό το κάτι είναι εκεί...

Το καπέλο σου φαίνεται άδειο στα μάτια των άλλων... Αλλά αυτή είναι μια ψευδαίσθηση... Εσύ, μόνο εσύ, ξέρεις την αλήθεια πίσω από το μαγικό σου... Υπάρχουν πραγματικοί κανόνες πίσω από αυτά που για τους άλλους μοιάζουν αδύνατα...

Στο βάθος του καπέλου σου έχεις ήδη αυτό που χρειάζεται...
Αν βγάλεις τον ψεύτικο πάτο θα το δεις...
Εκεί ήταν και εκεί συνεχίζει να είναι...
Η αλήθεια σου...

Και όταν την προσφέρεις στο κοινό σου, εκείνοι θα χειροκροτήσουν, μπερδεύοντας το τι είναι αληθινό και τι όχι...
Μα εσύ θα ξέρεις την αλήθεια.
Πως όλα είναι αληθινά, ακόμα κι αυτά που φαίνονται ψεύτικα...

Όταν θα φύγεις από την σκηνή... Όταν θα φύγεις από το κέντρο της πλατείας... Όταν θα φύγεις από εκεί που στέκεσαι...
Θα ξέρεις πως ό, τι βίωσες σου αξίζει.
Θα πάρεις το καπέλο σου και θα γνωρίζεις...
Πως ό, τι έφτιαξες ήταν από το πουθενά.
Η νίκη είναι ολοκληρωτικά δική σου.

Δεν χρειαζόσουν καν το καπέλο για να νικήσεις...


1/1/13

Πρώτη Ιανουαρίου



Πρώτη του χρόνου. Πρώτη του μήνα. Πρώτη ημέρα. Πρώτα μεσάνυχτα. Πρώτο ξενύχτι. Πρώτο ξημέρωμα. Πρώτο ξύπνημα. Πρώτο πρωί. Πρώτο μεσημέρι. Πρώτο απόγευμα. Πρώτο βράδυ. Πρώτη νύχτα. Πρώτη Ανατολή και πρώτη Δύση. Πρώτο χαμόγελο. Πρώτη αγκαλιά. Πρώτο φιλί. Πρώτη φορά. Για όλα. Πρώτη λέξη. Πρώτη φράση. Πρώτη πρόταση. Πρώτη «Καλημέρα». Πρώτο κοίταγμα. Πρώτος άνθρωπος που θα μπει στο σπίτι. Πρώτος άνθρωπος που θα βγει στο δρόμο. Πρώτα δώρα. Πρώτες κάρτες. Πρώτη αναμονή. Πρώτος άνθρωπος που θέλεις να δεις. Πρώτος άνθρωπος που θα δεις. Πρώτα λόγια που θέλεις να πεις. Πρώτα λόγια που θα πεις. Πρώτη ανάσα. Πρώτη αναπνοή. Πρώτη αίσθηση. Πρώτο οικογενειακό τραπέζι. Πρώτο οικογενειακό παιχνίδι. Πρώτη ζαριά. Πρώτη ριξιά. Πρώτη μοιρασιά. Πρώτο φύλλο. Πρώτο χαρτί. Πρώτη ήττα. Πρώτη νίκη. Πρώτη φιλική συνάντηση. Πρώτη φιλική συζήτηση. Πρώτη μοναχική βόλτα. Πρώτη μοναδική σκέψη. Πρώτο αισιόδοξο συναίσθημα. Πρώτο μελαγχολικό βλέμμα. Πρώτη «Καλησπέρα». Πρώτος καφές. Πρώτο τσάι. Πρώτη ζεστή σοκολάτα. Πρώτο σοκολατάκι. Πρώτη γλυκιά γεύση. Πρώτη αλμυρή γεύση. Πρώτο βιβλίο. Πρώτη ταινία. Πρώτο γέλιο. Πρώτη συγκίνηση. Πρώτη επιλογή. Πρώτη επιρροή. Πρώτο όνειρο. Πρώτη ελπίδα. Πρώτο όραμα. Πρώτη ιδέα. Πρώτος στόχος. Πρώτος ενθουσιασμός. Πρώτος χορός. Πρώτη χαρά. Πρώτη απογοήτευση. Πρώτο άγχος. Πρώτη συμφωνία. Πρώτη διαφωνία. Πρώτη μουσική. Πρώτο τραγούδι. Πρώτη κίνηση. Πρώτη γυμναστική. Πρώτο περπάτημα. Πρώτο τρέξιμο. Πρώτη ζεστασιά. Πρώτη συννεφιά. Πρώτη βροχή. Πρώτες σταγόνες. Πρώτος ήλιος. Πρώτες αχτίνες. Πρώτη διάθεση καιρού. Πρώτη διάσταση ανθρώπου. Πρώτο φως. Πρώτο σκοτάδι. Πρώτη ησυχία. Πρώτη φασαρία. Πρώτος ήχος. Πρώτος θόρυβος. Πρώτη ηρεμία. Πρώτη ψυχραιμία. Πρώτη ταραχή. Πρώτη αναταραχή. Πρώτο ανακάτεμα των πραγμάτων. Πρώτο συμμάζεμα του χάους. Πρώτη «Καληνύχτα». Πρώτες φωνές. Πρώτες ευχές. Πρώτα «Σ’ αγαπώ». Πρώτες σημειώσεις. Πρώτες ζωγραφιές. Πρώτο μολύβι. Πρώτο χαρτί. Πρώτη σελίδα στο ημερολόγιο. Πρώτη καταγραφή της Πρώτης ημέρας. Πρώτη μουτζούρα. Πρώτη κούραση. Πρώτος ύπνος. Πρώτη ξεκούραση. Πρώτη αρχή. Πρώτη εισαγωγή. Πρώτο ξεκίνημα. Πρώτη Ημέρα του χρόνου... Όλα είναι πρώτα μέσα σε αυτήν... Και για εκείνη την ημέρα... Είσαι και ο πρώτος. Είσαι ο πρώτος... Και η ζωή σου είναι και η πρώτη... Είναι η πρώτη... Και αν νομίζει κανείς πως δεν έχει άλλες πρώτες φορές να ζήσει κάνει λάθος... Πάντα υπάρχουν καινούριες αρχές... Πάντα υπάρχουν πρώτες φορές... Το μόνο που έχει να κάνει είναι να αφεθεί στο να τις ζήσει... Πάντα υπάρχουν καινούριες στιγμές... Πάντα υπάρχουν πρώτες ζωές... Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να αφεθείς στο να τις ζήσεις...