8/30/13

Ενηλικοπαιδικότητα



Αρνείσαι να μεγαλώσεις γιατί δεν υπήρξες ποτέ παιδί...

Και, ως γνωστόν (ή άγνωστον), αυτοί οι άνθρωποι (που αρνούνται να μεγαλώσουν γιατί δεν υπήρξαν ποτέ παιδιά) μένουν σε ένα ενδιάμεσο στάδιο μικρόμεγάλου.

Ποτέ δεν ήταν παιδιά.
Και ποτέ δεν θα γίνουν ενήλικοι.

Αυτό δεν σημαίνει πως δεν μπορεί να κινούνται ανάμεσα στους ενήλικες (ή ακόμα και να μοιάζουν ή να μην μοιάζουν με αυτούς) ή να κινούνται ανάμεσα στα παιδιά (ή ακόμα και να μοιάζουν ή να μην μοιάζουν σε αυτά).

Βρίσκονται σε μια γέφυρα...
Διαρκώς γκρεμισμένη...
Και για αυτούς είναι απλά κέρδος, είναι θαύμα, το ότι κατάφεραν να γίνουν άνθρωποι...

Από την μια μεριά της γέφυρας είναι η παιδική ηλικία και από την άλλη η ενήλικη ζωή και στο κέντρο μια μόνιμη ούτε καν εφηβεία...

Μια μόνιμη ενηλικοπαιδικότητα...

Αν θέλεις, όμως, να αποχτήσεις την ευθύνη της ζωής σου...
Αν θέλεις να αποχτήσεις την ευθύνη του έαυτού σου...

Θα πρέπει να το πάρεις απόφαση.

Θα πρέπει να βρεις τρόπο να μεγαλώσεις.

Θα πρέπει να μεγαλώσεις.

Και έχω ένα μυστικό για εσένα.

Αυτό το παιδί που φοβάσαι ότι θα χάσεις, αυτό το παιδί που δεν μεγάλωσε ποτέ, που δεν υπήρξε για να μεγαλώσει, αυτό το παιδί που δεν υπήρξες ποτέ... δεν κινδυνεύεις να το χάσεις.

Μπορείς να μεγαλώσεις και να είσαι παιδί...
Αλλά όσο μένεις παιδί δεν θα μεγαλώσεις...



8/21/13

Ο εφιάλτης



Ξύπνησα τρομαγμένη στην μέση της νύχτας από τον εφιάλτη.

Είδα ότι την έχασα.

Πανικόβλητη σηκώθηκα και άρχισα να την ψάχνω.

Δεν ήταν πουθενά.

Δεν ήταν μέσα στα συρτάρια.
Δεν ήταν μέσα στα ντουλάπια.

Δεν ήταν πάνω από τα τραπέζια.
Δεν ήταν κάτω από τις καρέκλες.

Δεν ήταν στα ταβάνια.
Αλλά, ευτυχώς, δεν ήταν ούτε στα πατώματα.

Δεν ήταν σε κανένα σημείο κανενός τοίχου.
Δεν ήταν σε κανένα σημείο καμίας πόρτας.

Πήγα να ξαναξαπλώσω. Απεγνωσμένη.

Λες ο εφιάλτης να είναι αληθινός;

Ξάπλωσα. Απογοητευμένη.

Και ξαφνικά έστριψα το κεφάλι μου απότομα, ακόμα ξαπλωμένη, κάνοντας μια τελευταία απεγνωσμένη κίνηση κοιτάζοντας κάτω από το κρεββάτι.

Δεν ήταν ούτε εκεί.

Έβαλα το κεφάλι μου πάνω στο μαξιλάρι.
Έβαλα το χέρι μου κάτω από το μαξιλάρι.

Ήταν εκεί.

Όχι πάνω ή κάτω από το μαξιλάρι.

Ήταν εδώ.

Την ένιωσα να με διαπερνάει από άκρη σε άκρη.

Παρά τα όσα πέρασε.
Παρά τα όσα πέρασα.

Η αξιοπρέπειά μου...
Η ακεραιότητά μου...

Ήταν ακόμα εδώ.

Και τα μάτια μου άρχισαν να κλείνουν...

Αφού είναι ακόμα εδώ...
Μετά από όλα αυτά...
Το πιθανότερο δεν κινδυνεύει να χαθεί...
Δεν κινδυνεύω να την χάσω...

Είναι εδώ.
Και θα είναι.
Μαζί μου.
Για όσο της το επιτρέπω.
Για όσο της αφήνω χώρο να υπάρχει.

Και κοιμήθηκα...

Ακριβώς την στιγμή που ο ήλιος άρχισε να βγαίνει...

Και ένιωσα την αξιοπρέπεια όλων των ανθρώπων να ανατέλλει...

Και να φωτίζει όλο τον κόσμο του ήθους...


8/11/13

Το Όνειρό μου



Η Δασκάλα μας ζήτησε να γράψουμε σε ένα χαρτάκι το Όνειρό μας.

Ήμασταν λίγα άτομα, νομίζω επτά...

Όλοι έγραψαν σε ένα χαρτάκι το όνειρό τους και το έδωσαν.

Εγώ, όμως, δεν έβρισκα χαρτάκι... Έψαχνα ανάμεσα στα ανακατεμένα χαρτιά μου για να βρω ένα μικρό λευκό χαρτάκι να γράψω το Όνειρό μου...

Δεν έβρισκα ούτε Όνειρο... Έψαχνα ανάμεσα στα ανακατεμένα Όνειρα μου να βρω ένα μικρό λευκό Όνειρο να καταγράψω στο χαρτάκι μου...

Δεν ήξερα τι να γράψω... Δεν ήξερα πού να το γράψω...

Ψάχνωντας για το πού να το γράψω άρχιζε να εμφανίζεται το τι...

Σκεφτόμουν να γράψω...

«Θα ήθελα να έχω το δικό μου θέατρο.»

(Ένα Όνειρο που κάποια στιγμή το είχα γράψει και στην πραγματικότητα...)

Όμως ένιωθα πως πια δεν με εκφράζει... Και ήθελα να βρω ένα Όνειρο που να ισχύει με ακρίβεια στο σήμερα...

Τελικά, άρχισα να γράφω...

«Θα ήθελα να έχω τον χώρο, τον χρόνο και το χρήμα για να στηρίξω ανθρώπους, να βγάλω στο φως την αξία τους, να αξιοποιήσω το ταλέντο τους, να... »

Προσπαθούσα να βρω τις κατάλληλες λέξεις να γράψω το Όνειρό μου. Οι φράσεις μου ακόμα δεν με ικανοποιούσαν... Ήθελα να γράψω κάτι σε σχέση με την αξία των ανθρώπων αλλά δεν ήξερα πώς ακριβώς να το διατυπώσω... Εκνευριζόμουν... Δεν ένιωθα ικανοποιημένη ούτε με αυτό το Όνειρο... Παρόλα αυτά... Ο χρόνος με πίεζε και με περιόριζε... Έπρεπε να γράψω το Όνειρό μου... Έπρεπε να γράψω έστω... ένα όνειρό μου... Να επιλέξω απλά ένα όνειρο και να το γράψω... Δεν έσβηνα... Δεν μουτζούρωνα... Απλά έγραφα γιατί κάτι έπρεπε να γραφτεί...

Με το που άρχισα να γράφω δεν μπορούσα να σταματήσω... αλλά δεν μπορούσα να γράψω και όλα όσα ήθελα να γράψω... Επειδή δεν είχα βρει χαρτάκι έγραφα το Όνειρό μου στο κενό στο κάτω μέρος μια σελίδας ενός βιβλίου και επειδή μου τελείωσε ο χώρος εκεί, συνέχισα να γράφω στο κενό στο κάτω μέρος της διπλανής σελίδας του ίδιου βιβλίου και μου τελείωσε ο χώρος και εκεί...

Δεν χωρούσε το Όνειρο στο κάτω μέρος δύο σελίδων ενός βιβλίου...

Δεν έβρισκα χώρο να χωρέσω το Όνειρό μου...

Σταμάτησα να γράφω... Νιώθωντας την πίεση του χρόνου... Αφού όλοι οι άλλοι είχαν ήδη γράψει και δώσει τα όνειρά τους... Ήθελα να βρω ένα χαρτάκι για να αντιγράψω το Όνειρό μου... Δεν γινόταν να δώσω το βιβλίο στην Δασκάλα... Ούτε γινόταν να διαβάσω εγώ το Όνειρό μου μέσα από το βιβλίο γιατί θα φαινόταν ποιανού ήταν το όνειρο και δεν έπρεπε να φανεί... Σκέφτηκα μήπως να ζητούσα να το διαβάσει η Δασκάλα από το βιβλίο... αλλά και πάλι... Τόσο που είχα καθυστερήσει... Όλοι θα γνώριζαν ποιανού είναι το όνειρο... Αν δινόταν σε βιβλίο και όχι σε χαρτάκι...

Η αναζήτηση του μικρού χαρτιού άρχισε και πάλι... Στο χάος των βιβλίων και των χαρτιών μου να μην μπορώ να βρω ένα μικρό λευκό χαρτάκι... Όποιο χαρτάκι έπιανα είχε ήδη κάτι γραμμένο επάνω... Κάποιο όνομα... Κάποιο τηλέφωνο... Κάποια σημείωση... Κάποιο ρητό... Κάτι οτιδήποτε... Όλα ήταν γραμμένα...

Η Δασκάλα περίμενε εμένα...

Και εγώ έψαχνα και έψαχνα και έψαχνα αλλά δεν έβρισκα τίποτα... Κανένα καθαρό χαρτάκι...

Και η Δασκάλα σταμάτησε να με περιμένει...

Και άρχισε να διαβάζει τα όνειρα των άλλων...

Και εγώ ένιωθα πως ο χρόνος μου τελειώνει...

Έπρεπε να βρω το Όνειρό μου... Πριν να διαβαστούν όλα τα όνειρα...

Σκέφτηκα να της δώσω απλά το βιβλίο και δεν πειράζει, ό,τι γίνει, τουλάχιστον να διαβαστεί και το δικό μου Όνειρο... αλλά ξαφνικά δεν μπορούσα να βρω το Όνειρό μου ούτε μέσα στο βιβλίο... Δεν έβρισκα τις σελίδες...

Απεγνωσμένη άκουγα την Δασκάλα να διαβάζει τα όνειρα των άλλων... ψάχνωντας το δικό μου...

Κατάλαβα πως κρατούσα λάθος βιβλίο... Μέσα στον πανικό μου ανάμεσα στα χαρτιά και στα βιβλία κάπου μέσα σε αυτό το αγχωτικό ψάξιμο, δεν ξέρω πώς, είχε βρεθεί άλλο βιβλίο στα χέρια μου... Πήρα το άλλο βιβλίο... αυτό που νόμιζα πως ήταν το σωστό... Αλλά ούτε εκεί έβρισκα το Όνειρό μου...

(Και τα δύο βιβλία ήταν βιβλία διάσημων ζωγράφων με πίνακες ζωγραφικής... για αυτό είχα μπερδευτεί... Δύο βιβλία... Δύο ζωές... Δύο διάσημοι Ζωγράφοι... Πολλοί πίνακες ζωγραφικής... Και κάπου ανάμεσα σε όλα αυτά... Σε όλες αυτές τις λέξεις και τις εικόνες... Ένα Όνειρο... Το δικό μου...)

Να προσπαθώ να θυμηθώ...

Σε ποιο βιβλίο, σε ποιες σελίδες, έγραψα το Όνειρό μου;

Γυρνούσα τις σελίδες...

Από την αρχή στο τέλος...
Και...
Από το τέλος στην αρχή...

Και ακούγοντας τα Όνειρα των άλλων...

Και ψάχνωντας το Όνειρό το δικό μου...

Σχεδόν...

Πριν καν ξεκινήσει...

Τελείωσε το Όνειρό μου...


Ξύπνησα...

Και ένιωσα...

Μια απογοήτευση που το δικό μου Όνειρο... Ούτε βρέθηκε... Ούτε διαβάστηκε... Ούτε ακούστηκε... Ούτε πραγματοποιήθηκε...

Μόνο γράφτηκε... Και αυτό ούτε που συνέβηκε ολοκληρωμένα... Μισογράφτηκε...

Και ακόμα δεν μου φαινόταν να είναι σωστά διατυπωμένο... «Θα ήθελα να έχω τις γνώσεις!» Σκεφτόμουν... «Τις γνώσεις για να βοηθήσω αυτούς τους ανθρώπους!» «Α! Και θα ήθελα να έχω και τον τρόπο! Τον τρόπο μετάδοσης αυτών των γνώσεων!» «Θα ήθελα να έχω... Αυτό που θα ήθελα να έχω... Είναι... Όχι, όχι «Έχω»... «Είμαι»... Θα ήθελα να είμαι... Αυτό που θα ήθελα να είμαι... Είναι... » Μα ακόμα και τώρα... Και πάλι... Δεν ήμουν ικανοποιημένη με το Όνειρό μου... Σαν να μην μπορώ να το διατυπώσω σωστά...


Ξύπνησα...

Και ένιωσα...

Χωρίς (κανένα) Όνειρο...