6/26/15

Δεν δίνουμε χώρο


Δεν δίνουμε χώρο. Ο ένας στον άλλον.
Το ζω καθημερινά. Και εγώ και όλοι.
Δεν έχουμε καμία αίσθηση του χώρου, του δικού μας ή του άλλου.
Ο ένας πάνω στον άλλον αντί ο ένας δίπλα στον άλλον.
Σπρώχνουμε τον μικρό, σκουντάμε τον αδύναμο.
Αδιαφορούμε για τον Άνθρωπο.
Αυτή είναι η ουσία.
Δεν απλωνόμαστε στον χώρο... Μαζευόμαστε όλοι μαζί στο ίδιο σημείο... Δεν θα ήταν απαραίτητα κακό αν δεν γινόταν με τον τρόπο που γίνεται...Αν θέλαμε να στηρίξουμε και όχι να αρπάξουμε... Τότε μπορεί και να μην ήταν άσχημη αυτή η «ένωση»... Αλλά αυτό που συμβαίνει είναι ότι ερχόμαστε ο ένας κοντά στον άλλον για να κλέψουμε, να χτυπήσουμε, να υποτιμήσουμε... Και η ανάσα του διπλανού μας είναι σαν να θέλει να ρουφήξει την παραμικρή, ακόμα και παράλογη, ευχάριστη διάθεση... για να βάλει στην θέση της την μικρότητα και την μιζέρια.
Υπάρχουν όρια. Νοητά χαραγμένα...
Κι όμως κανείς δεν τα αισθάνεται...
Πώς γίνεται ο ρυθμός της ζωής να σε κάνει να μην κάνεις ένα βήμα πίσω για να περάσει το αναπηρικό καροτσάκι ή ένα βήμα μπροστά για να χωρέσει η γυναίκα με τα δύο παιδάκια της; Πώς γίνεται να μην νιώθεις την ανάγκη του χώρου και για εσένα μα και για τους άλλους; Και δεν είναι ανάγκη για να σεβαστείς τον άλλον να είναι παιδί ή ηλικιωμένος... Υπάρχουν όλες οι ενδιάμεσες ηλικίες... Όλοι το ίδιο ζητάμε. Σεβασμό. Και αυτή η κοπελίτσα η 17χρονη μπορεί να έχει ανάγκη τον χώρο που δεν της δίνεις και αυτός ο 30χρονος άντρας μπορεί να έχει ανάγκη τον χώρο που του στερείς... Και αυτή η 40χρονη κυρία και αυτός ο 55χρονος κύριος... Δεν είναι δύσκολο να τους βρεις... Αρκεί να τους δεις... Πώς είναι δυνατόν να μην σε νοιάζει αυτός ή ο άλλος άνθρωπος, να μην σε ενδιαφέρει αυτή ή η άλλη ζωή;
Στο ίδιο βαγόνι να βρίσκεστε,
στον ίδιο δρόμο να περπατάτε,
στην ίδια στάση να στέκεστε,
στο ίδιο παγκάκι να κάθεστε,
και όμως όχι μόνο να μην τους έχεις προσέξει... μα να είσαι εσύ που τους έσπρωξες, τους σκούντηξες, τους πάτησες, τους ποδοπάτησες, τους πέρασες, τους προσπέρασες... Σαν όλος ο χώρος να ήταν δικός σου... μόνο δικός σου... και δεν γινόταν να χωρέσουν κι άλλοι μέσα σε αυτόν...
Μα ο χώρος μας ανήκει. ΜΑΣ.
Και μπορούμε να χωρέσουμε όλοι.
Όχι απαραίτητα γιατί είμαστε καλοί.
Μεγάλη συζήτηση το αν και τι είμαστε και το τι σημαίνει καλό ή κακό...
Χωράμε γιατί είμαστε άνθρωποι.
Μπορώ να σηκωθώ για να κάτσεις.
Μπορώ να σταματήσω για να περάσεις.
Αλλά αν με δεις χλωμή και αδύναμη...
Μπορείς κι εσύ...
Να σηκωθείς για να κάτσω.
Να σταματήσεις για να περάσω.
Δεν σου το ζητάω σαν ανταλλαγή.
Δεν σου το ζητάω σαν ανταμοιβή.
Σου το ζητάω σαν άνθρωπος προς άνθρωπο...
Μην αδιαφορείς όχι για εμένα. Όχι μόνο για εμένα. Μην αδιαφορείς για τον Άνθρωπο...
(Δώσε χώρο στους ανθρώπους για να γεννηθούν οι Άνθρωποι.)




6/13/15

Ποιος γέννησε τον μπαμπά σου και την μαμά σου;


Ήμουν μικρή αλλά ακόμα θυμάμαι εκείνο το διάλειμμα όπου ένας δάσκαλος του δημοτικού σχολείου, όχι ο δικός μου δάσκαλος αλλά ο δάσκαλος μιας μεγαλύτερης τάξης, από αυτούς που μου φαίνονταν αυστηροί και σοβαροί και που ποτέ δεν μου είχε απευθύνει τον λόγο μέχρι τότε, ήρθε κοντά μου και μου μίλησε.

«Ποιος γέννησε τον μπαμπά σου και την μαμά σου;» με ρώτησε.

«Ο πατέρας τους και η μητέρας τους.» απάντησα.

«Και ποιος γέννησε τον πατέρα τους και την μητέρα τους;» με ρώτησε.

«Ο πατέρας τους και η μητέρα τους.» συνέχισα εγώ.

«Ναι, αλλά ποιος γέννησε τον πατέρα τους και την μητέρα τους;» με ρώτησε, αλλά τώρα λίγο πιο εκνευρισμένος.

«Ο πατέρας τους και η μητέρα τους.» συνέχισα εγώ, ήρεμα.

«Ναι, ναι, αλλά ποιος γέννησε τον πατέρα τους και την μητέρα τους;» με ρώτησε, αλλά τώρα φανερά πιο εκνευρισμένος.

«Ο πατέρας τους και η μητέρα τους.» συνέχισα εγώ, χωρίς να ταράζομαι καθόλου από τον εκνευρισμό του.

Και έτσι πέρασε όλο το διάλειμμα... Με εκείνον να με ρωτάει «Ποιος γέννησε τον πατέρα τους και την μητέρα τους;» και με εμένα να επαναλαμβάνω την ίδια ακριβώς απάντηση «Ο πατέρας τους και η μητέρα τους.». Δεν έχω ιδέα πόσες φορές το είπα... προφανώς, ακριβώς, όσες φορές με ρώτησε... Εκείνος εκνευριζόταν όλο και παραπάνω και όλο και παραπάνω... και εγώ απαντούσα ήρεμα... Αν και είναι η αλήθεια δεν μου άρεσε καθόλου αυτό που συνέβαινε... Ήμουν πολύ μικρούλα... αλλά, παρόλα αυτά, ήξερα πολύ καλά, γιατί ήρθε σε εμένα και τι ήθελε να του πω... κάτι που δεν θα του το έλεγα... Θεωρούσα πως ήταν μια συζήτηση που αν ήθελε θα έπρεπε να κάνει με τους γονείς μου και όχι με εμένα, σαν μεγάλος προς μεγάλους, σαν ίσος προς ίσους... Στο τέλος, βαρέθηκα. Στην τελευταία ίδια ερώτησή του απάντησα κάτι διαφορετικό. Δεν ήταν η πιο έξυπνη απάντηση που θα μπορούσα να δώσω. Το γνώριζα. Αλλά ήθελα απλά να τον κάνω να σταματήσει. Μάλιστα, το θεώρησα λίγο «ήττα» δική μου. Ήμουν ικανή να μείνω όλη την ημέρα εκεί και να του απαντάω το ίδιο πράγμα. Αλλά το διάλειμμα έφτανε στο τέλος του, εγώ είχα να πάω στην δική μου τάξη και στον δικό μου δάσκαλο, και θεωρούσα εξάλλου και πολύ ανούσια την «συζήτησή» μας. Έτσι στην τελευταία ερώτηση «Ποιος γέννησε τον πατέρα τους και την μητέρα τους;» απάντησα «Δεν ξέρω.» και εκείνος μου είπε «Ε, όταν μάθεις έλα να μου πεις!» και έφυγε απότομα ακόμα εκνευρισμένος αλλά ένα αμυδρό χαμόγελο του με έκανε να νομίζω πως είχε την αίσθηση ότι «νίκησε» απλά και μόνο γιατί και καλά με έφτασε να απαντήσω κάτι άλλο... Βέβαια, ήταν μια νίκη όχι ολοκληρωτική. Γιατί δεν του είπα αυτό που ήξερα, σχεδόν από την αρχή, όχι ακριβώς από την αρχή γιατί μου πήρε κάποιο χρόνο να το καταλάβω, ότι θέλει να του πω. Ήθελε να του απαντήσω «Ο Θεός.». Ήξερε ότι δεν πίστευα σε κανένα Θεό και είναι δύσκολο να σε αποδεχτεί ένα ολόκληρο σχολείο όταν δεν πιστεύεις σε κανένα Θεό. Τότε ακόμα πιο δύσκολο (θέλω να πιστεύω) από τώρα.

Ω! Το πόσοι δάσκαλοι με είχαν δυσκολέψει! Το πόσοι γονείς! Το πόσοι μαθητές! Και το πόσο δεν καταλάβαιναν πως με την συμπεριφορά τους όχι μόνο δεν με έκαναν να πιστεύω στον ανύπαρκτο για εμένα Θεό με έκαναν να σταματάω να πιστεύω, έστω και στιγμιαία, ευτυχώς, στιγμιαία, στον υπαρκτό για εμένα Άνθρωπο.

Δεν μπορούσα να αποδεχτώ με τίποτα κάποιες συμπεριφορές κάποιων ανθρώπων που στο όνομα ενός Θεού ήταν ικανοί να προσβάλλουν το πρόσωπο ενός Ανθρώπου.

Έτσι κι εγώ έμαθα μόνη μου, για αυτόν και για άλλους λόγους, χωρίς να καταλάβω πώς το έχω μάθει, την αποστασιοποίηση από τις καταστάσεις... με το μάτι ενός μικρού θεού και με την καρδιά ενός μεγάλου ανθρώπου... παρατηρούσα και βίωνα...

Οι συμμαθητές μου ήταν απλά παιδιά, συνήθως, είχαν την συμπεριφορά των γονιών τους, οι γονείς ήταν κι αυτοί κάποιων παιδιά που, το πιθανότερο, κι αυτοί να είχαν την συμπεριφορά των δικών τους γονιών, και οι δάσκαλοι ήταν κι αυτοί κάποιων παιδιά και κάποιων γονείς, γεννήθηκαν και μεγάλωσαν κάπως από κάποιους και γεννήθηκαν και μεγάλωναν με το ίδιο «κάπως» κάποιους...

Μήπως κι εγώ εξάλλου παιδί των γονιών μου δεν ήμουν; Στοιχεία δικά τους δεν είχα; Κι αυτή η ελευθερία του αν θέλω να πιστέψω σε κάποιον Θεό ή αν θέλω να μην πιστέψω από ποιον μου δόθηκε;

Μπορεί, λοιπόν, να κρύβεται μια μικρή σοφία σε αυτό που απάντησα μικρή...

Αυτό το «Ο πατέρας τους και η μητέρα τους.»... μας γεννάει, μας μεγαλώνει, μας δημιουργεί...

Ίσως μπορούμε να ξεφύγουμε, λιγό ή πολύ, από αυτό... αλλά χρειάζεται και κόπος και τρόπος...

Είτε μας αρέσει είτε όχι... η αρχή μας δεν βρίσκεται καν μόνο στους γονείς μας... αλλά στους γονείς των γονιών μας και στους γονείς των γονιών των γονιών μας και... η δική μας προσωπική ιστορία πάει πολύ πιο πίσω από όσο γνωρίζουμε, από όσο μπορούμε να μάθουμε και από όσο μπορούμε να φανταστούμε... αλλά μπορεί να πάει και πολύ πιο μπροστά από όσο ελπίζουμε, από όσο μπορούμε να οραματιστούμε και από όσο μπορούμε να ονειρευτούμε...

Και κάπως έτσι ενώνονται όλοι οι άνθρωποι αυτού του κόσμου... κι ας νιώθουν χωρισμένοι...

Και στην ερώτηση

«Ποιος γέννησε τον μπαμπά σου και την μαμά σου;»

(Είτε το γνωρίζουμε είτε όχι...)

Όλοι έχουμε την ίδια απάντηση...

(Και δεν είναι η απάντηση που ήθελε να ακούσει ο δάσκαλος του σχολείου... )


6/9/15

Ο κόσμος έχει προβλήματα και τα προβλήματα έχουν κόσμο...


Tα προβλήματα των άλλων δεν είναι πάντα πάνω από τα δικά σου προβλήματα.
Κατά τον ίδιο τρόπο, τα προβλήματα τα δικά σου δεν είναι πάντα πάνω από τα προβλήματα των άλλων.

Ο κόσμος δεν γυρνάει γύρω από τους άλλους.
Κατά τον ίδιο τρόπο, ο κόσμος δεν γυρνάει γύρω από εσένα.

Επίσης, τα προβλήματα των άλλων δεν είναι ανάγκη να είναι πάνω ή κάτω από τα δικά σου προβλήματα, όπως ακριβώς, και τα δικά σου προβλήματα δεν είναι ανάγκη να είναι κάτω ή πάνω από τα προβλήματα των άλλων.

Επίσης, ο κόσμος δεν είναι ανάγκη να γυρνάει γύρω από τους άλλους, ο κόσμος δεν είναι ανάγκη να γυρνάει γύρω από εσένα, ο κόσμος δεν έχει ανάγκη να γυρνάει γύρω από καθένα, ο κόσμος δεν έχει ανάγκη να γυρνάει γύρω από κανένα.

Σε περίπτωση που πρέπει οπωσδήποτε να βάλεις κάποια προβλήματα πάνω ή κάτω από κάποια άλλα... πρέπει να κρίνεις ανάλογα με συγκεκριμένα κριτήρια, όπως είναι η ποιότητα και η σοβαρότητα του κάθε προβλήματος, πώς θα τοποθετηθούν (τα προβλήματα) στην πυραμίδα των προβλημάτων. Τι θα επιλέξεις να βάλεις στην κορυφή και τι στην βάση και τι, φυσικά, σε όλη την διαδρομή από την κορυφή ως την βάση ή από την βάση ως την κορυφή. Αυτό ισχύει και για τα δικά σου προβλήματα και για τα προβλήματα των άλλων... Σε μια πυραμίδα πρέπει να χωρέσεις όλα τα προβλήματα... και να είσαι σε θέση να διακρίνεις πότε και πού είναι η δική σου θέση και πότε και πού είναι η θέση του άλλου...

Σε περίπτωση που πρέπει οπωσδήποτε να κάνεις τον κόσμο να γυρνάει γύρω από κάποιον... πρέπει να κρίνεις ανάλογα με συγκεκριμένα κριτήρια, όπως είναι οι συνθήκες και οι καταστάσεις της κάθε στιγμής, πώς θα τοποθετηθούν (οι άνθρωποι) στην σφαίρα του κόσμου. Τι θα επιλέξεις να βάλεις στο κέντρο και τι στην επιφάνεια και τι, φυσικά, σε όλη την πορεία από το κέντρο στην επιφάνεια και από την επιφάνεια στο κέντρο. Αυτό ισχύει και για εσένα και για τους άλλους. Σε μία σφαίρα πρέπει να χωρέσεις όλους τους ανθρώπους... και να είσαι σε θέση να αντιληφθείς πότε και πού είναι η δική σου θέση και πότε και πού είναι η θέση του άλλου...

Επίσης... είναι γεγονός. Όλα μπορούν να αλλάξουν θέση ανεξάρτητα από το πού θα τα τοποθετήσεις. Δεν σημαίνει πως επειδή τοποθετείς κάτι στην κορυφή της πυραμίδας ή στο κέντρο της σφαίρας πρέπει να μείνει αιώνια εκεί. Ίσα ίσα. Όλα είναι ευέλικτα. Την μία στιγμή μπορεί να είναι κάτι εδώ και την άλλη αλλού. Πρέπει να είσαι σε θέση, κάθε στιγμή, να αλλάξεις τις θέσεις ανάλογα με το πώς αλλάζουν τα πράγματα. Επίσης... Υπάρχουν προβλήματα που λύνονται οπότε φεύγουν από την πυραμίδα. Υπάρχουν άνθρωποι που χάνονται οπότε φεύγουν από την σφαίρα. Πρέπει να είσαι ανοιχτός να αφήσεις ό,τι αφήνεται και να κρατήσεις ό,τι κρατιέται. Στην πυραμίδα σου και στην σφαίρα σου μένουν όσα μένουν. Και με αυτά που μένουν δημιουργείς τους διάφορους σχηματισμούς.

Σε κάθε περίπτωση είναι πολύ πιθανό να μην λειτουργούν τα παραπάνω. Οι πυραμίδες να γκρεμίζονται πριν καν χτιστούν, οι σφαίρες να διαλύονται πριν καν περιστραφούν. Δεν πειράζει. Η εφαρμογή της θεωρίας απέχει από την πράξη, όπως ακριβώς, και η εφαρμογή της πράξης απέχει από την θεωρία.

Βέβαια, όπως ήδη είπαμε, έτσι κι αλλιώς, δεν είναι ανάγκη να βάλεις την ζωή σε σχήματα, τα προβλήματα σε πυραμίδες και τους ανθρώπους σε σφαίρες...

Αυτό που οπωσδήποτε είναι αναγκαίο και υποχρεωτικό να θυμάσαι είναι...

Προβλήματα υπάρχουν.
Ο κόσμος γυρνάει.

Η αλλιώς...

Προβλήματα γυρνάνε.
Ο κόσμος υπάρχει.

Το θέμα είναι...

Τι κάνεις με τα προβλήματα.
Τι θέλεις από τον κόσμο.

Ή αλλιώς...

Τι θέλεις από τα προβλήματα.
Τι κάνεις με τον κόσμο.


6/6/15

Ο Συγγραφέας



(Έτσι απλά την έγραψα σήμερα αυτήν την ιστορία... χωρίς να σταματήσω ούτε στιγμή... και όμως πρόλαβα χωρίς να ξέρω τι θα γράψω και πώς θα το γράψω κάπως να τον αγαπήσω... Τον συγγραφέα... Βέβαια, θέλησα και να τον αλλάξω... αλλά... καμιά φορά, είναι ωραίο να γράφεις, απλά να γράφεις... χωρίς σκέψη... Για αυτό και τίποτα δεν θα διορθώσω... Έτσι θα την αφήσω την ιστορία μου... Έτσι όπως γεννήθηκε... )


Ο Συγγραφέας

Τα είχε όλα. Είχε την βασική ιστορία, τον κεντρικό χαραχτήρα, την αρχή, την μέση, το τέλος. Όλα στο μυαλό του. Όλα εκτός από κάτι. Την εμπνευσμένη Iδέα. Αυτό του συνέβαινε πάντα. Του έλειπε η Ιδέα. Τώρα πώς γίνεται κάποιος να έχει την ιστορία αν δεν έχει την Ιδέα; Κι όμως γίνεται. Πώς γίνεται κάποιος να έχει τον χαραχτήρα αν δεν έχει την Ιδέα; Κι όμως γίνεται. Και γίνεται να έχει και την αρχή, την μέση και το τέλος... Για αυτό θεωρούσε πως είναι ένας κακός συγγραφέας. Γιατί τα είχε όλα εκτός από τις εμπνευσμένες Ιδέες. Κάποιοι νόμιζαν πως έφταιγε το προσωπικό στυλ του. Το είδος της γραφής του. Εκείνος το ήξερε. Πως μόνο ο ίδιος γνωρίζει αυτό που δεν γνωρίζουν οι κριτικοί που, έτσι κι αλλιώς, κατά την δική του ταπεινή γνώμη, το μόνο που γνωρίζουν είναι να ασκούν κριτική πάνω σε αυτά που δεν γνωρίζουν. Αυτό που του έλειπε ήταν η Ιδέα. Όχι οι ιδέες, ιδέες είχε πολλές και διάφορες... αλλά η ΙΔΕΑ. Αυτή η ιδέα που την ακούς και σου αρκεί πριν καν ακούσεις την εξέλιξή της. Έτσι πήρε την μεγάλη απόφαση. Να πάει σε εκείνο το μέρος. Είχε διαβάσει για αυτό, είχε ακούσει για αυτό. Αλλά δεν είχε σκεφτεί ποτέ να πάει μέχρι τώρα. Ίσως επειδή το θεωρούσε λίγο γελοίο. Ναι, είναι αλήθεια... Υποτιμούσε την ύπαρξη ενός τέτοιου μέρους... αλλά παρόλα αυτά αποφάσισε να πάει... Τι είχε να χάσει; Τίποτα... Και έτσι ξεκίνησε το μακρύ του ταξίδι που κράτησε μέρες που έμοιασαν δευτερόλεπτα... Και πήγε στο μέρος... που πουλάνε και αγοράζουν ιδέες... μα δεν χρειάζονται χρήματα ούτε για να τις πουλήσεις ούτε για να τις αγοράσεις... Ήταν και από τους λόγους που πήγε... Δεν είχε χρήματα... Ήταν ένας άσημος κακός συγγραφέας... Έτσι πίστευε, έτσι νόμιζε, έτσι ένιωθε... Όταν τον ρώτησε ο Σοφός τι θέλει να πουλήσει ή να αγοράσει... εκείνος είπε να αγοράσει... και ο Σοφος τον ξαναρώτησε τι θέλει να πουλήσει ή να αγοράσει... κοιτάζοντάς τον στα μάτια... Τότε εκείνος απάντησε να ανταλλάξει... Δεν ξέρει γιατί το απάντησε αυτό... Το είπε πριν το σκεφτεί... Ήταν σαν τα χείλια του να κινήθηκαν από μόνα τους... Για μια στιγμή νόμισε πως ο Σοφός του κίνησε τα χείλια με το βλέμμα του και πήγε να αγχωθεί... αλλά μετά αφού διαμόρφωσε τις λέξεις... μόνο μια ηρεμία ένιωσε... μια γαλήνη... Για αυτό ήρθε, λοιπόν... Για να ανταλλάξει... Και αυτό και έκανε... Μια ανταλλαγή... Έδωσε την ιστορία, με την αρχή, την μέση και το τέλος της, έδωσε και τον χαραχτήρα... για μια Ιδέα... Για μια φοβερή ανεπανάληπτη μοναδική ξεχωριστή Ιδέα... Αυτό του ζητήθηκε να κάνει κι αυτό έκανε χωρίς δεύτερη σκέψη... Ποτέ δεν του έλειπαν οι ιστορίες... Ποτέ δεν στέρευε από χαραχτήρες... Μόνο οι Ιδέες απουσίαζαν... και είχε την αίσθηση πως αν ξεκινήσει από μια Ιδέα ακόμα κι αν έδινε όλα τα υπόλοιπα θα μπορούσε να τα ξαναβρεί... Και τώρα την είχε! Αυτήν την μία Ιδέα! Ω, είναι αλήθεια φοβερό! Πώς γινόταν να ζει χωρίς την Ιδέα πριν! Τι τυχεροί όσοι την έχουν! Τι αίσθηση ήταν αυτή! Ένιωθε σαν να μην υπάρχει τίποτα άλλο πέρα από αυτήν! Θα μπορούσε να ζει μόνο με αυτήν την Ιδέα, να κοιμάται και να ξυπνάει με αυτήν, να τρέφεται από αυτήν, να αναπνέει από αυτήν... Ω! Μα δεν χρειάζεται τίποτα άλλο όχι μόνο για να δημιουργήσει μα και για να ζήσει! Αυτή η Ιδέα του ήταν υπεραρκετή! Δεν θα ζητούσε τίποτα άλλο ποτέ στην ζωή του... Έτσι ένιωθε! Έτσι ένιωσε. Γιατί αυτά που νομίζουμε ότι θα κρατήσουν πολύ εύκολα αγγίζουν το λίγο... Πριν καλά καλά το καταλάβει... βρέθηκε ξανά στο ίδιο σημείο... όχι, ακριβώς, στο ίδιο... αλλά στο περίπου... Τώρα είχε την Ιδέα... αλλά και πάλι κάτι του έλειπε... Το πώς να την αναπτύξει... Το τι να κάνει με αυτήν... Το πώς να την εξελίξει... Δεν είχε τίποτα... Δεν μπορούσε να χτίσει καμία ιστορία γύρω από αυτήν... Δεν μπορούσε να γεννήσει κανέναν χαραχτήρα με αυτήν... Κάτι συνέβηκε κι έχασε αυτό που μέχρι τότε δεν είχε θεωρήσει χάρισμα... Δεν είχε αρχή και μέση και τέλος... Δεν είχε τίποτα... Είχε μόνο μια καταπληκτική Ιδέα που δεν είχε ιδέα τι να κάνει με αυτήν... Τα χαρτιά του έμεναν άγραφα... Και τα μολύβια του αχρησιμοποιήτα... Και το χειρότερα από όλα... η ιδέα του ανεκμετάλλευτη… και αυτός, για μια ακόμα φορά, αναξιοποιήτος... Απεγνωσμένος πήγε στον Σοφό και τον παρακάλεσε... για μια καινούρια ανταλλαγή... ήθελε πίσω όλα όσα έδωσε... Τώρα γνώριζε πως και μια Ιδέα δεν είναι από μόνη της αρκετή... ήθελε και την Ιδέα... αλλά ήξερε πως θα έπρεπε να την στερηθεί... Μια ανταλλαγή είναι πάντα μια ανταλλαγή... Πρέπει κάτι να δώσεις, πρέπει κάτι να πάρεις... Ήθελε το δικό του χάρισμα... Και αν ήταν να ήταν για πάντα κακός συγγραφέας... ας ήταν... Και ο Σοφός καθόλου δεν τον ταλαιπώρησε... Ω! Νόμιζε τόσο πως θα ταλαιπωρηθεί για να πάρει πίσω όλα όσα είχε... Γρήγορα αντιστράφηκε η ανταλλαγή... Και ο Συγγραφέας... έφυγε... μπερδεμένος... αλλά και χαλαρωμένος... Σαν να μπήκαν ξανά όλα στην θέση τους... Είχε την ιστορία, είχε τον χαραχτήρα, είχε την αρχή, την μέση, το τέλος, είχε όσα ήξερε να κάνει, όσα ήθελε να κάνει, είχε τον εαυτό του... και... Ω! Μα δεν ήταν δυνατόν!... Είχε και την Ιδέα! Μα πώς γίνεται να είχε την Ιδέα; Δεν είναι δυνατόν! Λες ο Σοφός να του την έκανε δώρο; Να είναι από αυτά τα παιχνίδια αυτογνωσίας που παίζουν οι Σοφοί; Το έκανε το ταξίδι ξανά για να τον βρει... Μα δεν τον βρήκε... Γιατί δεν βρίσκονται αυτοί που δεν υπάρχουν... Κανένας Σοφός... Κανένα μέρος... Πουθενά, εξάλλου, δεν πουλιούνται και δεν αγοράζονται οι ιδέες... Οι ιδέες βρίσκονται, χάνονται, ανταλλάζονται... μεγαλώνουν, αναπτύσσονται, ωριμάζουν... Ο ίδιος είναι ο Συγγραφέας. Ο ίδιος και ο Σοφός. Ο ίδιος η ιστορία. Ο ίδιος ο χαραχτήρας. Ο ίδιος και οι ιδέες. Ο ίδιος και η Ιδέα. Χρειάζονται πολλές ιδέες για μια Ιδέα...

Είναι τα παιχνίδια του μυαλού του Συγγραφέα που γεννάν τους Σοφούς στην προσπάθειά τους να βρουν μέσα από τις ιδέες την Ιδέα...

Υπάρχουν διαφορετικά χαρίσματα σε κάθε συγγραφέα... και αυτό ο συγγγραφέας το γνωρίζει... πρέπει να εκτιμάει όσα έχει, να εκτιμάει και όσα δεν έχει, να μην υποτιμάει την αξία όσων έχει για να βρει και όσα δεν έχει...

Και έτσι ο καθόλου κακός συγγραφέας της ιστορίας μας... Είχε και την εμπνευσμένη Ιδέα. Το μόνο θέμα ήταν να βρει πώς να την βρει...

Ω! Είναι δύσκολο... να βρει κάνεις όσα δεν βρίσκονται... Για αυτό κάνουμε αυτά τα ταξίδια δευτερολέπτων που διαρκούν μέρες... ή τα ταξίδια ημερών που διαρκούν δευτερόλεπτα... Με το μυαλό μας...

Τι να κάνουμε κι εμείς; Άνθρωποι είμαστε... με την ιστορία μας, με τον χαραχτήρα μας, με τις ιδέες μας... προσπαθούμε να γεννήσουμε τον Σοφό μέσα μας για να μας δοθεί το δώρο, έστω και μίας, μόνο μίας, Ιδέας...



6/2/15

Γιατί και οι πίνακες έχουν σκέψεις...



Έβλεπα πίνακες και έγραφα τις σκέψεις μου... Ήταν για λίγες ώρες, για λίγες μέρες, για λίγες εβδομάδες... ; ... Δεν θυμάμαι... Ήταν για ένα μικρό χρονικό διάστημα της ζωής μου... Απλά κοιτούσα έναν πίνακα, διαφορετικό κάθε φορά, ενός μόνο συγκεκριμένου ζωγράφου, τον παρατηρούσα και έπειτα σημείωνα τις σκέψεις και περιέγραφα τις εικόνες... Για λίγο στην ζωή μου το έκανα κι αυτό... Ήθελα να μπω στους πίνακες όσο πιο πολύ μπορώ, με όλες μου τις αισθήσεις. Ήταν κάτι παραπάνω από το να τους δω και να τους νιώσω. Ήθελα να τους ζήσω, να τους ζωντανέψω. Και πριν να γράψω την δική μου εκδοχή δεν ήθελα να γνωρίζω... τι γράφεται δίπλα ή πάνω ή κάτω από τον πίνακα... Δεν ήθελα να επηρεαστώ... από αυτά που έγραψε κάποιος άλλος για αυτούς... Τους τίτλους νομίζω τους διάβαζα από πριν... Δεν είμαι σίγουρη... Έτσι νομίζω... Πάνε πολλά χρόνια από τότε... Κι όμως ακόμα θυμάμαι την ιερότητα της στιγμής... που έβγαζα από την βιβλιοθήκη μου εκείνο το βιβλίο, εκείνου το ζωγράφου, με εκείνους τους πίνακες, και αφιέρωνα αρκετή ώρα σε μια εικόνα μόνο... σε ένα μόνο πίνακα... Και είχα και εκείνο το τετράδιο με το περίεργο σαν παλιάς εποχής χαρτί... Πρώτα έκλεινα το βιβλίο, έπειτα άνοιγα το τετράδιο και άρχιζα να γράφω... Καμιά φορά, άφηνα και το βιβλίο ανοιχτό σε όλη την διάρκεια του γραψίματος κοιτάζοντας τον πίνακα... Πολύ μοναχική, πολύ ιδιαίτερη, πολύ μοναδική, πολύ ξεχωριστή στιγμή... Που διάβαζα τους πίνακες ή μήπως με διάβαζαν αυτοί; Δεν είμαι σίγουρη ποιος ερμήνευε ποιον...

Βρήκα αποσπάσματα του τότε και υπήρχαν σημεία που ήταν σαν να ήμουν (είμαι) εγώ ο πίνακας και ο πίνακας να ήταν (είναι) εγώ...

Ίσως να βλέπουμε αυτό που θέλουμε (έχουμε ανάγκη) να δούμε...

Με ηρεμούσε αυτή η διαδικασία. Με χαλάρωνε. Με οδηγούσε προς τα εκεί που ήθελα (είχα ανάγκη) να πάω.

Δεν τολμάω να ξαναδώ αυτούς τους πίνακες...

Ίσως επειδή συνδέθηκα μαζί τους ισχυρά... Ίσως επειδή δεν τους θυμάμαι κι είναι σαν να θέλω να τους αφήσω να μην τους θυμάμαι...
Ίσως δεν θέλω να ζωντανέψουν όχι οι πίνακες μα οι πλευρές του εαυτού μου που ζούσαν τότε μέσα σε αυτούς.
Ίσως να θέλω πια να αφήσω το παρελθόν στην ησυχία του.
Ίσως να θέλω να κοιμούνται αυτά που ξεχνιούνται και να ξεχνιούνται αυτά που κοιμούνται.
Ίσως να έχουν σημασία αυτά που έχουν μείνει...
Και όχι... δεν είναι μόνο τα γραπτά που μένουν...
Τι μύθος κι αυτός!
Να μας αγχώνει για όσα γράφουμε...
Να μας μειώνει τα όσα νιώθουμε...
Να δίνει βάρος στα γραπτά...
Να κάνει όλα τα υπόλοιπα ελαφριά...
Να μην προσέχουμε τα όσα λέμε...
Να μην προσέχουμε τα όσα κάνουμε...
Επειδή υποτίθεται πως τίποτα από αυτά δεν μένει...

Λες και το σώμα δεν έχει μνήμη... Λες και δεν γράφεις – έστω και αόρατα – με τις πράξεις και τις λέξεις πάνω στους ανθρώπους και τις ζωές τους...

Δεν θυμάμαι τους πίνακες κι αν δεν έβρισκα το τετράδιο δεν θα θυμόμουν και τις λέξεις... Μα ακόμα και τώρα χωρίς να χρειάζομαι κανένα βιβλίο και κανένα τετράδιο να μου το υπενθυμίσει θυμάμαι... την ιερότητα της στιγμής...

Μια ιερότητα που σπάνια συναντάω στο σήμερα και στους άλλους μα και στον εαυτό μου...

Αυτό μου έχει μείνει. Και είναι καλό που μου έχει μείνει. Αρκεί να το καλέσω για να το επαναφέρω...

Ίσως και όχι... Ίσως και να μην είναι αρκετό...

Εξαρτάται από το πόσο έχω αλλοιωθεί (από το πόσο άφησα να με αλλοιώσουν) μέσα στον χρόνο...

Γιατί οι στιγμές δεν βιώνονται από ανθρώπους που αφέθηκαν στο να αλλοιωθούν...
Γιατί οι πίνακες δεν διαβάζονται από ανθρώπους που δέχτηκαν να συμβιβαστούν...
Δεν θα σε αφήσουν να τους διαβάσεις.
Θα σε αφήσουν να τους δεις, ίσως και να τους νιώσεις, μα όχι να τους ζήσεις...
Και έτσι απλά η στιγμή από ιερή θα γίνει γελοία...

Και εσύ θα γίνεις ένας άνθρωπος που απλά κοιτάζεις τους πίνακες χωρίς να μπορείς να τους ζεις, που από το βάθος βρέθηκες στην επιφάνεια και από την ουσία στην ανοησία.

Μα δεν πειράζει... Για την ώρα... ακόμα... δεν βρίσκεσαι εκεί... σε αυτό το μακάβριο σημείο... του να έχεις χάσει όλα έχουν σημασία για εσένα... Για την ώρα... ακόμα... θυμάσαι... αυτό που είναι σημαντικό για εσένα... Την ιεροτητα της Ζωής... και από αυτό κρατιέσαι... απεγνωσμένα...