7/19/19

Πέτρα Άλφα



Αυτή είναι η ιστορίας μιας... πέτρας.

Το κορίτσι πήρε στα χέρια του μια τυχαία πέτρα και την κοίταξε. Ήταν μια περίεργη πέτρα... Την έβαλε όρθια αντί για ξαπλωμένη κι εκείνη με το παράξενο σχήμα της κατάφερνε να σταθεί. Σταθερή. Το κορίτσι ένιωθε αστάθεια, η πέτρα έφερνε σταθερότητα... αυτό της άρεσε. Πήρε ένα πλαστικό σκυλάκι και το κόλλησε στην κορυφή της πέτρας κι ένα άλλο πλαστικό σκυλάκι και το κόλλησε λίγο πιο πέρα, κάπου στο κάτω μέρος της πέτρας. Το σκυλάκι που ήταν στην κορυφή κοίταζε μπροστά ενώ το σκυλάκι που ήταν στο έδαφος κοιτούσε το άλλο σκυλάκι που στεκόταν πάνω από αυτό. Γύρω από το σκυλάκι που ήταν χαμηλά τοποθέτησε τρεις μικρές κόκκινες καρδούλες ενώ γύρω από το σκυλάκι που στεκόταν ψηλά δεν τοποθέτησε τίποτα. Έπειτα, πρόσθεσε κάπου πιο μπροστά, λίγο πιο μακρυά, μια μικρή, κόκκινη, φουσκωτή, μαξιλαράκι, καρδιά, με γύρω γύρω άσπρη δαντέλα. «You bring out The Devil in Me!» έγραφε στο κέντρο της καρδιάς με άσπρα γράμματα. Κι αυτά ήταν όλα κι όλα... όσα κόλλησε πάνω στην πέτρα...

Αν και είδαν πολλοί άνθρωποι την πέτρα ελάχιστοι ένιωσαν τον συμβολισμό... Ούτε καν η ίδια δεν είχε καταλάβει πως η μικρή δημιουργία της έκρυβε (φανέρωνε δηλαδή) μεγάλες αλήθειες... Αυτή ήταν η σχέση της... ερωτευμένη με έναν άνθρωπο σε μια σχέση χωρίς ισορροπία και σε μια ισορροπία χωρίς σχέση... Οι καρδιές υπήρχαν μόνο γύρω από εκείνην κι όχι γύρω από εκείνον... Κι αυτή η σχέση είχε τόσο πόνο... Κι αυτή η σκιά που άρχιζε να γεννιέται μέσα της... άλλαζε την αγγελική μορφή της... Πού θα κατέληγε αυτός ο έρωτας; Δεν την ενδιέφερε καθόλου. Την ένοιαζε μόνο που τον ζούσε... «Για πόσο;»... «Για όσο...»... έλεγαν και ξανάλεγαν και οι δύο... και το αγόρι και το κορίτσι... «Ας είμαστε μαζί... Για όσο...»... Καμία υπόσχεση... Καμία δήλωση... Καμία δέσμευση... Τίποτα το συμβατικό... Τίποτα το αγχωτικό... «Ας είμαστε μαζί...» έλεγαν και ξαναέλεγαν μα το εννοούσαν διαφορετικά... Άλλο σήμαινε «μαζί» για τον έναν, άλλο σήμαινε «μαζί» για τον άλλον... Στεκόντουσαν σε διαφορετικά σημεία... Εκείνος ψηλά... Εκείνη χαμηλά... Κι όσο ψήλωνε εκείνος τόσο χαμήλωνε εκείνη... Αλλά δεν είχε μάτια να το δει... Το βλέμμα της ήταν στραμμένο μόνο σε εκείνον... Τον θαύμαζε... Τον αγαπούσε... Εκείνος δεν εκφραζόταν ποτέ... κι εκείνη αποκωδικοποιούσε κινήσεις και λέξεις... μετρημένες κινήσεις... στερημένες λέξεις... εγκλωβισμένες εκφράσεις... Κυκλωμένη και τυφλωμένη από τις κόκκινες καρδούλες... έβλεπε γύρω της μόνο κόκκινο... μόνο έρωτα... δεν υπήρχε τίποτα άλλο στον κόσμο...

Της πήρε χρόνο να δει πως αυτό το, ίδιο μα και διαφορετικό, κόκκινο άρχισε να την πληγώνει... να στρέφεται εναντίον της... να την τρώει σιγά σιγά... από αγάπη να γίνεται αίμα... Ο ἐρωτας αυτός της σκότωνε την αγάπη... της σκότωνε την ελπίδα, την επικοινωνία... την αισιοδοξία... την ρουφούσε... Οι καρδούλες της άρχισαν να αποκτούν κοφτερές άκρες... κι η μόνη λύση για να ζήσει ήταν να φύγει...

Η σχέση σταμάτησε... Η πέτρα μετά από τόσα χρόνια υπάρχει ακόμα... Στέκεται. Σταθερή. Μα το κάτω σκυλάκι ξεκόλλησε και το κορίτσι, γυναίκα πια, δεν το ξανακόλλησε ποτέ... Γιατί; Γιατί... Να ένας ακόμα συμβολισμός... Εκείνη έφυγε... όπως και το σκυλάκι... και πήρε τον δρόμο της, την ευθεία της, την πορεία της, την διαδρομή της... Άφησε πίσω τις καρδούλες της... Μα όχι την καρδιά της... Άφησε πίσω εκείνον... Μα όχι τον εαυτό της... Είπε αντίο... στους τραυματικούς έρωτες... στις κοφτερές άκρες... και πήγε αλλού... σε άλλους ανθρώπους και σε άλλες σχέσεις... Και περπατάει και προχωράει όπως και το σκυλάκι... με σταθερή αστάθεια... με ασταθή σταθερότητα... χωρίς να είναι κολλημένη σε καμία πέτρα... αλλάζοντας κατευθύνσεις και βλέμματα και εμπειρίες... Θα μείνει κάπου σταθερά μόνο αν δεχτεί κάποιος να μην στέκει πιο ψηλά ή πιο χαμηλά από εκείνην... Μα να περπατάνε μαζί... και να εννοούν με τον ίδιο τρόπο το «μαζί»...


7/18/19

Τα αόρατα παιδιά

(Τετάρτη, 17.07.2019)


Τα αόρατα παιδιά


Τα παιδιά πάντα βλέπουν
(ακόμα κι όταν νομίζουμε πως δεν βλέπουν).
Πάντα ακούν
(ακόμα κι όταν νομίζουμε πως δεν ακούν).
Και το κυριότερο;
Πάντα (μα πάντα!)
νιώθουν
(πολλά περισσότερα από όσα νομίζουμε ότι νιώθουν)
και καταλαβαίνουν
(πολλά περισσότερα από όσα νομίζουμε ότι καταλαβαίνουν).

Τα αόρατα παιδιά είναι αυτά
που τους έδωσαν χωρίς να το θέλουν την ιδιότητα του αόρατου
και
τους στέρησαν χωρίς να το θέλουν την ιδιότητα του παιδιού.

Οι ανάγκες τους δεν αναγνωρίζονται κι αντιμετωπίζονται σαν να μην είναι υπαρκτές.
Τα συναισθήματά τους παραμερίζονται και υποτιμώνται σαν να μην έχουν αξία.

Τα όποια προβλήματα των γονιών πηγαίνουν πάνω από τα όποια προβλήματα των παιδιών.
Αυτό, καμιά φορά, έχει σαν συνέπεια τα παιδιά να συμπεριφέρονται σαν γονείς και οι γονείς να συμπεριφέρονται σαν παιδιά.

Τα αόρατα παιδιά επισκιάζονται.
Είναι σαν να μην υπάρχουν.
Τα αόρατα παιδιά αποστασιοποιούνται.
Είναι σαν να μην συνδέονται.

Απομονώνονται και σιωπούν.
Γνωρίζουν πως δεν μπορούν να μοιραστούν αυτό που τους συμβαίνει.
Δεν μιλάνε. Από ενοχή.
Δεν μιλάνε. Από ντροπή.
Δεν μιλάνε. Από φόβο.
Δεν μιλάνε γιατί δεν εμπιστεύονται τίποτα και κανέναν αφού κανείς δεν τους έμαθε τι σημαίνει «εμπιστοσύνη».

Δεν αισθάνονται πουθενά ασφάλεια.
Δεν γνωρίζουν τι θα πει αγάπη.

Τα αόρατα παιδιά νιώθουν μόνα τους γιατί είναι μόνα τους. Η οικογένεια και η κοινωνία τα άφησε να είναι μόνα τους, σε μια ηλικία που δεν είναι ούτε σωστό ούτε λογικό ούτε εφικτό αυτό να συμβεί.

Ζούνε μια διαφορετική πραγματικότητα που δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα των παιδιών γύρω τους. Αυτήν την οδυνηρή, παράλογη, σκληρή, δική τους πραγματικότητα καλούνται όχι μόνο να την δουν και να την ακούσουν, όχι μόνο να την αισθανθούν, να την βιώσουν, να την ζήσουν αλλά και να την κουβαλήσουν για πάντα, αιώνια, στην πλάτη τους και στην καρδιά τους, έξω και μέσα τους (ακόμα κι αν αργότερα, αν είναι τυχερά, καταφέρουν να κάνουν τις διαδικασίες τους και να την αποδεχτούν). Στιγματίζονται από τα – πριν της ώρας τους – τραύματα. Παραμορφώνονται από τις – πριν της ώρας τους – πληγές.

Τα αόρατα παιδιά είναι αόρατα στο σπίτι
και μπορεί να γίνουν αόρατα και στο σχολείο.

Πολλές φορές, οι δάσκαλοι δεν βλέπουν (ή δεν θέλουν να δουν) τα σημάδια, δεν αντιλαμβάνονται (ή δεν θέλουν να αντιληφτούν) το βάρος της κατάστασης, δεν καταλαβαίνουν (ή δεν θέλουν να καταλάβουν) το μέγεθος του προβλήματος.

Δεν διακρίνουν την διαφορετικότητα στο βλέμμα και την ωριμότητα στην συμπεριφορά. Δεν τους απασχολούν τα «γιατί», οι λόγοι που οδήγησαν ένα παιδί να κοιτάζει και να συμπεριφέρεται με αυτόν τον τρόπο. Δεν τους προβληματίζει ιδιαίτερα ένα αόρατο παιδί. Δεν αναρωτιούνται (ή δεν θέλουν να αναρωτηθούν) και, κατά συνέπεια, δεν ρωτάνε (ή δεν θέλουν να ρωτήσουν).

Αφήνουν το αόρατο παιδί απλά να είναι κάπου, οπουδήποτε, όπως κι αν είναι, ό,τι κι αν νιώθει κι ό,τι κι αν σκέφτεται και κάνουν, το χειρότερο που θα μπορούσαν να κάνουν...

Κάνουν πως δεν το βλέπουν.

Όπως έτσι κάνουν και οι γύρω άνθρωποι της οικογένειας, οι συγγενείς και οι φίλοι και οι γνωστοί και όλοι.

Κι έτσι τα αόρατα παιδιά μαθαίνουν πως δεν μπορούν να λάβουν βοήθεια από κανέναν και από πουθενά... πως όλοι οι ενήλικες (στην πραγματικότητα, ίσως να είναι οι περισσότεροι όχι όλοι μα στα μάτια ενός μικρού παιδιού το «οι περισσότεροι» γενικεύεται με ευκολία στο «όλοι») επιλέγουν να κάνουν πως δεν βλέπουν, να κάνουν πως δεν ακούν.

Και συνεχίζουν να μένουν αόρατα αφού οι ενήλικες όχι μόνο επιβεβαιώνουν μα σχεδόν επιβραβεύουν την μη ορατότητά τους.

Τα προτιμούν μη ορατά.
Γιατί έτσι, αόρατα, υποτίθεται πως δεν μπορούν να φέρουν κανέναν σε δύσκολη θέση.

Τα αόρατα παιδιά, κάποια στιγμή, μεγαλώνουν.
Και τους ζητάνε τότε, ξαφνικά, από την μία στιγμή στην άλλη, να γίνουν ορατοί ενήλικες.

Και πώς να ανταπεξέλθουν σε έναν ρόλο τόσο άγνωστο και τόσο ξένο για αυτά;
(όταν εκείνα, όπως είναι φυσικό και καθόλου περίεργο, έχουν την τάση να εξελιχθούν σε αόρατους ενήλικες).

Δεν τους ταιριάζει αυτού του τύπου η ορατότητα. Δεν τα εκφράζει.

Στο αόρατο γεννήθηκαν, στο αόρατο μεγάλωσαν κι έτσι αόρατα έμαθαν να ζουν.

Δεν ενδιαφέρει κανέναν με ποιο κόστος θα πρέπει να γίνουν «λειτουργικά». Ξαφνικά ο κόσμος ασχολείται μαζί τους τόσο - όσο... τόσο ώστε να τους πει ότι δεν γίνεται να είναι πια αόρατα.

Περίεργο. Τόσα χρόνια κανέναν δεν ενοχλούσε το να είναι αόρατα παιδιά, ίσα ίσα, τους βόλευε όλους... Τώρα, όμως, οι αόρατοι ενήλικες τους ξεβολεύουν. Απλά και μόνο με την ύπαρξή τους.

Τα αόρατα παιδιά, αν έχουν καταφέρει να επιβιώσουν για να μεγαλώσουν και να μεγαλώσουν για να επιβιώσουν, κι αν είναι τυχερά, κάποια στιγμή, βλέπουν, ακούν, νιώθουν, καταλαβαίνουν τον εαυτό τους. Αποφασίζουν να αφήσουν την ιδιότητα του αόρατου (έτσι κι αλλιώς, ήταν κάτι που δεν το είχαν επιλέξει τα ίδια). Αποφασίζουν να θρηνήσουν την ιδιότητα του παιδιού (έτσι κι αλλιώς, δεν επιστρέφεται η παιδική ηλικία κι όσο κι αν νιώθουν παιδιά δεν γίνεται να ξαναγίνουν παιδιά). Αποφασίζουν να προχωρήσουν σαν ορατοί ενήλικες όχι επειδή αυτό τους ζητείται, ξαφνικά, σαν αυτονόητο αλλά επειδή απλά αυτό θέλουν. Αυτό ήθελαν πάντα. Να ζήσουν όχι αόρατα, μα ορατά, όχι ανύπαρκτα μα υπαρκτά. Κουβαλάνε μέσα τους το αόρατο παιδί τους και σαν αόρατοι ενήλικες, για πρώτη φορά στη ζωή τους, αρχίζουν να εκφράζουν, δειλά δειλά, σιγά σιγά, με αργά και σταθερά βήματα, τη φωνή τους. Για άλλα αόρατα παιδιά αυτή η μετάβαση μπορεί να γίνει και γρήγορα, απότομα, οδυνηρά, σχεδόν βίαια. Πάντως, τα αόρατα παιδιά αρχίζουν να γίνονται ορατοί ενήλικες. Όχι έτσι όπως τους θέλει ο κόσμος μα έτσι όπως θέλουν οι ίδιοι τον εαυτό τους.

Κι αυτή η φωνή ακούγεται και απλώνεται.
Είναι η φωνή όλων των αόρατων παιδιών του κόσμου.
Όλα όσα κάποτε δεν ειπώθηκαν...
Όλα όσα κάποτε βιώθηκαν...
ενώνονται όλα μέσα σε αυτήν την φωνή.

Τα αόρατα παιδιά που πια έχουν γίνει ορατοί ενήλικες έχουν μια βασική διαφορά από τους περισσότερους ανθρώπους. Θυμούνται εκεί που οι άλλοι ξεχνούν. Ενδιαφέρονται εκεί που οι άλλοι αδιαφορούν. Βλέπουν εκεί που οι άλλοι κάνουν πως δεν βλέπουν. Ακούν εκεί που οι άλλοι κάνουν πως δεν ακούν. Νιώθουν και καταλαβαίνουν εκεί που οι άλλοι κάνουν πως δεν νιώθουν και δεν καταλαβαίνουν. Αναγνωρίζουν τα αόρατα παιδιά κάνοντάς τα ορατά. Είναι πρόθυμοι να ρωτήσουν και να βοηθήσουν εκεί που οι άλλοι δεν ρωτάνε και δεν βοηθάνε. Στἐκονται εκεί που οι άλλοι στρίβουν, μένουν εκεί που οι άλλοι φεύγουν.

Οι ορατοί ενήλικες που γεννήθηκαν μέσα από τα αόρατα παιδιά είναι αυτοί που μπορούν να βοηθήσουν τα επόμενα αόρατα παιδιά να γίνουν ορατοί ενήλικες. Πώς; Κάνοντας τα ορατά στο «τώρα» τους. Διώχνοντας το αόρατο από τη ζωή τους. Κάνουν τα αόρατα παιδιά... ορατά παιδιά... με το να τα κοιτάξουν.

Αφαιρούν την ενοχή. Σβήνουν την ντροπή. Αγκαλιάζουν τον φόβο.
Τα μαθαίνουν τι σημαίνει «εμπιστοσύνη» και τι σημαίνει «ασφάλεια».

Και το πιο σημαντικό;
Κάνουν ορατή την Αγάπη.

Και, για τα αόρατα παιδιά, αυτό είναι αρκετό...
για να τους αφαιρέσει ένα μέρος της ιδιότητας του αόρατου
και
για να τους επιστρέψει ένα μέρος της ιδιότητας του παιδιού...