12/30/12

Θέλω να μείνω...




Θέλω να μείνω, να μείνω λίγο ακόμα... Και όχι μόνο μερικές μερούλες... Αν γίνεται μήνες... Ίσως ακόμα και έναν ολόκληρο χρόνο... Σε παρακαλώ... Θέλω να μείνω λίγο ακόμα... Λίγο, λίγο ακόμα... Δεν γίνεται να φύγω... Θέλω να μείνω... Και για να μείνω... Πρέπει να μην έρθεις εσύ... Δεν γίνεται να έρθεις... Δεν θέλω να έρθεις... Θέλω να μην έρθεις... Για να μείνω εγώ... Αν έρθεις θα με υποχρεώσεις να φύγω... Δεν θέλω να φύγω... Σε παρακαλώ... Άσε με να μείνω... Λίγο... Λίγο ακόμα...

Νιώθω... Πως τίποτα δεν ήταν αρκετό... Ο χρόνος μου δεν ήταν αρκετός... Ήθελα να γίνουν πολλά περισσότερα πράγματα... Ήθελα... Να προλάβω να βιώσω σημαντικές αλλαγές... Σε παρακαλώ... Δώσε μου λίγο χρόνο ακόμα... Δεν γίνεται να μείνει μέταξύ μας; Και να μην το μάθει κανείς; Μόνο εγώ και εσύ θα το ξέρουμε... Μόνο εγώ και εσύ... Έλα λίγο αργότερα... Λίγο, λίγο αργότερα... Κανείς δεν θα το καταλάβει... Δώσε μου λίγο παραπάνω χρόνο... Να προλάβω να αλλάξω όσα θέλω να αλλάξω... Να κάνω τα πράγματα λίγο καλύτερα... Όσο μπορώ καλύτερα... Δεν χρειάζεται να έρθεις στην ώρα σου για να πάρεις την θέση μου... Μπορείς να με αντικαταστήσεις και πιο μετά... Βλέπεις... Ξέρω πόσο ανυπομονείς... Για να έρθεις εδώ... Γιατί πιστεύεις πως εσύ θα τα καταφέρεις... Θα φέρεις την αλλαγή... Και όλοι θα σε αγαπήσουν... Θα σε θαυμάσουν... Και εγώ το ίδιο σκεφτόμουν... Αλλά όλα είναι τόσο διαφορετικά όταν είσαι εδώ... Τόσο πολύ διαφορετικά... Όλα είναι πιο δύσκολα... Θα προσπαθείς... Θα προσπαθείς... Θα προσπαθείς... Μα όλα θα μένουν, σχεδόν, ίδια... Μερικά θα πηγαίνουν προς το χειρότερο... Και δεν θα μπορείς να κάνεις τίποτα για να τα σταματήσεις από το να συνεχίζουν να κυλάνε προς το χειρότερο... Θα θέλεις το καλύτερο... Μα το χειρότερο θα είναι αυτό που επικρατεί... Χρειάζομαι λίγο παραπάνω χρόνο... Για να νιώσω πως έφερα κάτι καλύτερο... Πως τα κατάφερα... Πως έστω και κάτι μικρό έγινε καλύτερο... Γιατί δεν πρόλαβα... Δεν πρόλαβα... Να κάνω τίποτα καλύτερο... Ίσως και να το νιώθω αυτό επειδή έρχεται το τέλος... Δεν ξέρω... Ίσως να έγιναν και κάποια καλύτερα πράγματα αλλά εγώ να μην μπορώ να τα αναγνωρίσω τώρα... Ίσως... Ίσως... Δεν ξέρω... Μπορεί... Πάντως, η γεύση του χειρότερου... έχει επικρατήσει... Μην με αφήσεις να φύγω με αυτήν την πικρή γεύση... Άσε με να καταφέρω να κάνω την αίσθηση λίγο πιο γλυκιά... Άσε με να καταφέρω να δείξω ποιες είναι οι ικανότητές μου, τι μπορώ να κάνω, τι έχω να προσφέρω... Άφησέ με... Να προσπαθήσω λίγο ακόμα... Δεν κατάλαβα πόσο γρήγορα πέρασε ο καιρός... Από την μία στιγμή στην άλλη... Έφτασε το σήμερα... Ήρθε η ώρα μου να φύγω... Δεν θέλω να φύγω... Δεν γίνεται να φύγω...

Θέλω να μείνω, να μείνω λίγο ακόμα... Και όχι μόνο μερικές μερούλες... Αν γίνεται μήνες... Ίσως ακόμα και έναν ολόκληρο χρόνο... Σε παρακαλώ... Θέλω να μείνω λίγο ακόμα... Λίγο, λίγο ακόμα... Δεν γίνεται να φύγω... Θέλω να μείνω... Και για να μείνω... Πρέπει να μην έρθεις εσύ... Δεν γίνεται να έρθεις... Δεν θέλω να έρθεις... Θέλω να μην έρθεις... Για να μείνω εγώ... Αν έρθεις θα με υποχρεώσεις να φύγω... Δεν θέλω να φύγω... Σε παρακαλώ... Άσε με να μείνω... Λίγο... Λίγο ακόμα...

Και είπε το... 2012 στο 2013...


Από ένα λάθος...



Από ένα λάθος... Το έχασα από ένα λάθος... Και ήμουν σε ένα σημείο τόσο ικανοποιημένη με το αποτέλεσμα... Σχεδόν είχε τελειώσει... Ήταν έτοιμο... Ήταν ολοκληρωμένο... Και από ένα λάθος... Απλά το έχασα... Από την μία στιγμή στην άλλη... Την μία στιγμή το κοίταζα ενθουσιασμένη και την άλλη... είχε απλά χαθεί... Θα μπορούσε να ήταν και χειρότερα... Θα μπορούσε; Θα μπορούσε... Γιατί θα μπορούσε να χαθεί κόπος χρόνων... Ενώ αυτό... Είχε φτιαχτεί μέσα σε τόσο λίγο χρόνο... Είχε απλά γεννηθεί... Τόσο γρήγορα και τόσο απλά... Τόσο αυθόρμητα... Και ήμουν τόσο χαρούμενη... Που απλά εξέφρασα αυτό ακριβώς που ένιωθα... Τόσο συντονισμένη με το «τώρα» μου... Όχι, δεν είναι δίκαιο να συγκρίνω πως θα ένιωθα αν έχανα κάτι άλλο... Κάτι που θα είχα αφιερώσει περισσότερο χρόνο ή περισσότερο κόπο... Γιατί καμιά φορά δεν είναι ο χρόνος που δηλώνει την ποιότητα ούτε ο κόπος που δηλώνει την αξία... Καμιά φορά είναι ανεξάρτητα... Μπορεί κάποιος να δημιουργήσει κάτι σε μια στιγμή και αυτό να είναι πολύτιμο, τόσο πολύτιμο που είναι κρίμα, είναι άδικο, απλά να χαθεί... Βέβαια, έχω ευθύνη κι εγώ... Γιατί δεν έχω το μυαλό στο κεφάλι μου... Το μυαλό μου βρίσκεται οπουδήποτε αλλού εκτός από μέσα στο κεφάλι μου... Είμαι συγκεντρωμένη και δεν είμαι... Είμαι χαμένη και δεν είμαι... Και πολλές φορές όταν ενθουσιάζομαι αφήνομαι να χαθώ μέσα στον ενθουσιασμό... Και ξεχνάω να κάνω ακόμα και τα πιο απλά... Τα πιο συνηθισμένα... Τα λογικά... Δεν προσέχω... Δεν συγκεντρώνομαι στο να προσέξω... Και έτσι τόσες λέξεις χάθηκαν από μπροστά μου... Και δεν γινόταν τίποτα να κάνω για να τις φέρω πίσω... Αλήθεια, προσπάθησα, τα πάντα... Ό, τι μπορούσα να κάνω... Και ό, τι ήταν πέρα από τις δυνάμεις μου... Το προσπάθησα... Αλλά καμία λέξη δεν επέστρεφε από το κενό... Από ένα λάθος... Χάθηκαν όλα όσα έγραψα... Εξαφανιστήκαν... Και εγώ τα έψαχνα και τα έψαχνα αλλά δεν ήταν πουθενά... Και μετά προσπάθησα να τα επαναφέρω από το βάθος του μυαλού μου... Προσπάθησα, μάταια προσπάθησα, να θυμηθώ τις λέξεις που είχα γράψει πριν λίγο... Αλλά τίποτα δεν ερχόταν... Δεν μπορούσε να ξαναγεννηθεί αυτό που είχε ήδη γεννηθεί την αμέσως προηγούμενη στιγμή... Δεν ήταν το ίδιο... Δεν γινόταν να είναι το ίδιο... Δεν γινόταν να γίνει το ίδιο... Έμοιαζε κάτι άλλο... Κάτι διαφορετικό... Και εγώ δεν ήθελα κάτι διαφορετικό... Ήθελα... Αυτό... Το ίδιο... Ήμουν ικανοποιημένη με αυτό... Και οτιδήποτε άλλο έμοιαζε... Ξένο... Σαν να μην είναι δικό μου... Σαν να το γράφει κάποιος άλλος... Κάποιος που προσπαθεί να γράψει αυτό που έγραψα εγώ... Και ήμουν η ίδια, ήμουν εγώ, αλλά δεν μπορούσα να γράψω ό, τι είχα ήδη γράψει... Το ίδιο κείμενο δεν μπορούσε να ξαναγραφτεί... Ήμουν τόσο στενοχωρημένη... Γιατί ήξερα... Πως ό, τι κι αν γίνει... Το συγκεκριμένο κείμενο χάθηκε για πάντα... Ακόμα κι αν προσπαθούσα κάποια άλλη στιγμή με καθαρό μυαλό πάλι δεν θα γινόταν να το δημιουργήσω... Αφού δεν κατάφερα να το ξαναζωντανέψω την αμέσως επόμενη στιγμή που ήταν ακόμα φρέσκο μέσα μου, το ένιωθα να ζει και να προσπαθεί να βγει στην επιφάνεια, αφού δεν μπόρεσα τότε να το βοηθήσω να βγει ξανά προς το έξω και να δουν οι λέξεις του το φως... Ήξερα πως αυτό ήταν... Δεν θα ξαναζωντανέψει ποτέ... Δεν θα ξαναγραφτεί ποτέ... Όχι έτσι... Ήξερα πως αυτό μου το λάθος... Κόστισε την ζωή ενός κειμένου... Ενός συγκεκριμένου κειμένου... Το είδα να εξαφανίζεται, το είδα να χάνεται... Το ένιωσα να σπαρτατάει, το ένιωσα να ξεψυχάει, το ένιωσα να μην καταφέρνει να αναπνεύσει... Και άφησα αυτήν την αίσθηση να με γεμίσει... Ένιωσα κι εγώ να σπαρταράω, να ξεψυχάω, να μην μπορώ να αναπνεύσω... Ένιωσα να σβήνομαι, όπως σβήστηκε κι αυτό... Να εξαφανίζομαι, να χάνομαι... Να προσπαθώ να με φέρω στην ζωή και να μην μπορώ... Να προσπαθώ να το επαναφέρω στην ζωή και να μην μπορώ... Είχα δώσει την ψυχή μου σε αυτό το κείμενο... και φοβήθηκα, για μια στιγμή, φοβήθηκα, πως μαζί με αυτό χάθηκε, από την μια στιγμή στην άλλη, και η ψυχή μου... Από ένα λάθος το έχασα... Και μετά ήρθε η λογική να παρηγορήσει το συναίσθημα... Λάθη συμβαίνουν... Ό, τι και να κάνεις δεν μπορείς να τα αποφύγεις... Λάθη συμβαίνουν... Σε όλους μας κάποια στιγμή... Λάθη συμβαίνουν... Άλλοτε μεγαλύτερα και άλλοτε μικρότερα... Άλλοτε πιο σημαντικά και άλλοτε πιο ασήμαντα... Και έχει σημασία... να μην αφήνεις τα λάθη να σε καταπιούν... Και ένιωσα πως δεν πειράζει... Θα προσπαθήσω από αυτό το λάθος να γεννήσω το σωστό... Και ας μην είναι το συγκεκριμένο κείμενο... Θα γεννηθεί κάτι άλλο... Μπορεί να μην καταφέρω να γράψω αυτές τις λέξεις αλλά θα γράψω άλλες... Και κάτι καινούριο θα έρθει... Εξάλλου εγώ είμαι εγώ... Οι ιδέες μου είναι οι ιδεές μου... Αυτές δεν χάνονται όσα κείμενα μου κι αν χάνω... Οι σκέψεις μου είναι οι σκέψεις μου... Αυτές κανείς δεν μπορεί να μου τις κλέψει... Όλες τις κουβαλάω... Σκέψεις και ιδέες υπάρχουν μέσα μου... Και ό, τι κι αν γίνει, ό, τι κι αν χάνεται, από λάθος δικός μου ή από λάθη άλλων... Από απροσεξία δική μου ή από κάτι άλλο κάποιου άλλου... Οι ιδέες μου και οι σκέψεις μου δεν χάνονται... Μόνο ένας τρόπος υπάρχει για να χαθούν... Να χαθώ κι εγώ... Αλλά μέχρι τότε... Θα έχω προλάβει να τις αποτυπώσω κάπου... Για να φτάσουν σε κάποιον άλλον... Κάποιον που θα τις καταλάβει... Κάποιον που θα τις κρατήσει... Κάποιον που θα τις θυμάται... Από ένα λάθος... Έχασα ένα κείμενο... Αλλά δεν άφησα να χάσω και τον έαυτό μου...

Από ένα λάθος παρά λίγο να με χάσω... αλλά δεν με άφησα να χαθώ. Μπορεί να έχασα τις λέξεις μου αλλά δεν έχασα την φωνή μου... Μπορεί να χάσω ακόμα και την φωνή μου αλλά δεν θα με αφήσω να χάσω την ψυχή μου... Μέχρι να χαθώ ολοκληρωτικά θα προσπαθώ να μην χαθώ.

Και αυτό έχει σημασία...
Όσα κι αν χάνεις... Όσο κι αν χάνεις...
Να μην σε αφήνεις να χαθείς...
Να μην χάνεσαι...

Από ένα λάθος... Έχασα ένα κείμενο... Αλλά δεν άφησα να χάσω και τον έαυτό μου...




12/25/12

«Το πιο πολύτιμο δώρο που μου έδωσες... Είσαι Εσύ ...»



Ανήμερα Χριστούγεννα. Να περπατάω στον διάδρομο του σπιτιού μου μαζί του. Εκείνος να με κοιτάζει και να περπατάει μπροστά μου έχοντας την πλάτη γυρισμένη προς τα εκεί που περπατάμε, χωρίς να τον ενδιαφέρει μην χτυπήσει ή μην τρακάρει πουθενά. Να μου χαμογελάει με ένα από τα καλύτερα χαμόγελα του κόσμου. Τα μάτια του να λάμπουν από ενθουσιασμό. Και μετά να μου λέει φωναχτά, δυνατά και καθαρά... «Το καλύτερο δώρο που μου έδωσες...» Κι εγώ να αναρωτιέμαι ποια θα είναι η συνέχεια... «... Είσαι Εσύ ...».

Όχι, δεν ήταν οι δεινόσαυροι.
Όχι, δεν ήταν τα αυτοκινητάκια.
Όχι, δεν ήταν τα playmobil ή τα lego.
Το καλύτερο δώρο που του έδωσα... Είμαι Eγώ ...

Ούτε πέντε χρονών ακόμα...
Και να γεμίζει την ζωή μου...
Με σοφία και αγάπη.
Με αγάπη σοφίας και με σοφία αγάπης.

Και να προσπαθώ να σκεφτώ... Αν μου είπε ποτέ κανένας άλλος αυτήν την φράση... Όχι, όχι, δεν μου την είπε... Ποτέ... Κανένας...

Δεν μπορώ να περιγράψω το πώς ένιωσα. Δεν υπάρχουν λόγια να μιλήσουν την στιγμή. Τα μεικτά συναισθήματα, τις πολύπλοκες σκέψεις...

Κάτι τέτοιες στιγμές...
Κάτι τέτοιες στιγμές...
Νιώθεις πως αξίζει η ζωή...

Την ίδια μέρα που μου είπε
Πως με αγαπάει όσο το διάστημα...
(Όχι, μόνο ως. Όχι, μόνο ως το διάστημα. Όσο. Όσο είναι το διάστημα.).
Την ίδια μέρα που του είπα
Πως τον αγαπάω όσο το σύμπαν...
(Όχι, μόνο ως. Όχι, μόνο ως το σύμπαν. Όσο. Όσο είναι το σύμπαν.)

Την ίδια μέρα... Να μου προσφέρει την πολυτιμότερη φράση... Το πολυτιμότερο δώρο...

Αμοιβαία τα πολυτιμότερα δώρα...

Δεν χρειάζεται να αλλάξω ούτε μία λέξη...

«Το πιο πολύτιμο δώρο που μου έδωσες... Είσαι Εσύ...»

Ω! Ναι! Ο κόσμος θα ήταν καλύτερος αν ανταλλάζαμε τέτοιας ποιότητας φράσεις μέταξύ μας.

Ανυπομονώ να σε δω να μεγαλώνεις και να κάνεις τον κόσμο καλύτερο...
Για την ώρα... Σε ευχαριστώ που κάνεις τον κόσμο μου καλύτερο.

«Το πιο πολύτιμο δώρο που μου έδωσες... Είσαι Εσύ ...»

Και είπε ο... μικρός μας σήμερα... σε εμένα... Και με συγκίνησε...

Είναι κάτι στιγμές... κάτι στιγμές της ζωής που απλά... Δεν υπάρχει τίποτα άλλο να πεις...


12/10/12

Το καράβι μου... Το δικό μου καράβι...



Όταν βούλιαξε το καράβι μου... Ανέβηκα σε μία σανίδα... Και γύρω μου δεν υπήρχε κανείς... Δεν είχα ιδέα αν όλοι πνίγηκαν ή αν κατάφεραν να σωθούν ο καθένας πάνω στην δική του σανίδα προς διαφορετική κατεύθυνση... Ήμουν τρομοκρατημένη... Φώναζα ονόματα... Φώναζα ανθρώπους... Αλλά ήμουν μόνη μου... Και η σανίδα μου πήγαινε όπου την πήγαιναν τα κύματα... Έβλεπα δίπλα μου αντικείμενα να βουλιάζουν... και μπροστά μου κομμάτια του διαλυμένου πλοίου να επιπλέουν... Τι έφερε την καταστροφή; Τι την ξεκίνησε; Κάτι μικρό... Κάτι γελοίο... Κάτι ασήμαντο που συνέβηκε ξαφνικά... Κάτι που δεν περίμενε κανείς να προκαλέσει όλο αυτό το χάος... Θυμάμαι ανθρώπους να τρέχουν να σωθούν... Αυτή είναι η τελευταία εικόνα που θυμάμαι... Ποδοβολητά... πάνω στο ξύλινο κατάστρωμα... Αυτός είναι ο τελευταίος ήχος που θυμάμαι...Και τώρα να’ μαι εδώ. Πάνω σε μια σανίδα... να έχω σωθεί χωρίς να ξέρω για πόσο ακόμα θα ζήσω... Να είμαι ζωντανή για λίγο ή για πολύ... Να ακούω την αναπνοή μου και να μην πιστεύω πως είμαι εγώ που αναπνέω... Να θρηνώ... Για όσους έχασα... Να πονάω... Για ό, τι έχασα... Να μην υπάρχει επιστροφή... Να μην μπορώ να γυρίσω τον χρόνο πίσω... Να μην μπορώ να διορθώσω το ασήμαντο που κατέληξε σημαντικό... Σε μια σανίδα... Μόνη μου με τον έαυτό μου... Να κλαίω βλέποντας τα κομμάτια του καραβιού μου να βυθίζονται ή να επιπλέουν... Μα αυτό ήταν το δικό μου καράβι... Πώς το άφησα να βουλιάξει... Γιατί το άφησα να φτάσει σε αυτό το σημείο; Τι δεν είδα; Τι δεν έλαβα υπόψιν μου; Και γιατί δεν θυμάμαι να είμαι εγώ η τελευταία που έφυγε; Γιατί δεν βούλιαξα με το καράβι μου; Αυτό δεν υποτίθεται πώς θα έπρεπε να συμβεί; Πρώτα να φύγουν όλοι οι άλλοι και μετά εγώ; Τι έφταιξε; Ποιος ευθύνεται για αυτό το χάος; Εγώ; Ευθύνομαι και εγώ... Είμαι σίγουρη... Το νιώθω... Το ξέρω... Ευθύνομαι και εγώ... Αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ... γιατί ευθύνομαι κι εγώ... Και είμαι σίγουρη πως δεν ευθύνομαι μόνο εγώ... Αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ... ποιος άλλος ή τι άλλο ευθύνεται... Ίσως δεν θέλω να θυμηθώ... Ίσως να έχω τρομάξει τόσο πολύ που να μην μπορώ να αντέξω την αλήθεια... Είναι πιο εύκολο να κλείσω τα μάτια μου... Και να φανταστώ... Πως δεν είμαι σε μια σανίδα... Είμαι στο καράβι μου... Πως δεν είμαι μόνη μου... Έχω ακόμα τους ανθρώπους μου... Πως όλα είναι καλά... Πως δεν κρυώνω... Πως δεν φοβάμαι... Αλλά ακόμα κι αν φανταστώ πως είμαι μέσα στο καράβι μου η αλήθεια είναι ακόμα εκεί... Η πραγματικότητα ισχύει είτε το θέλω είτε όχι... Είμαι πάνω σε μια σανίδα... Με φυσάει κρύος αέρας και με πιτσιλάει παγωμένο νερό... Με σκεπάζουν τα κύματα και μετά με ξεσκεπάζουν... Κρυώνω... Φοβάμαι... Δεν είναι όλα καλά... Τίποτα δεν είναι καλά... Αυτή είναι η αλήθεια... Και είμαι μόνη μου... Στην μέση του πουθενά... Δεν ξέρω αν θα έρθει ποτέ κανείς να με βρει... Δεν ξέρω αν πρόλαβε να ζητήσει κανένας βοήθεια... Να στείλει κάποιος σήμα... Για να έρθουν να με πάρουν... Να μας πάρουν... Αν υπάρχουν κι άλλοι... Πού είναι οι άνθρωποί μου; Τους έχασα; Για πάντα; Είναι νεκροί ή ζωντανοί; Να φοβούνται; Να κρυώνουν; Κι αυτοί όπως κι εγώ; Πόσο πονάει η απώλεια; Η προοπτική της απώλειας; Σας έχασα για πάντα; Σε μια σανίδα... Να σας σκέφτομαι... και να εύχομαι να αναπνέετε ακόμα κι εσείς όπως κι εγώ... Τι έγινε; Τι συνέβηκε; Πώς φτάσαμε ως εδώ; Αναγνωρίζω κάποια αντικείμενα γύρω μου... Δικά μου... Αγγίζω ένα από αυτά... Ανατριχιάζω... Αυτός είναι ο δικός μου κόσμος; Πώς καταστράφηκε; Πώς ξεκίνησαν οι ρωγμές; Κάτι αρχίζω να θυμάμαι... Αχνά... Πάνω στην σανίδα μου κάτι αρχίζω να θυμάμαι για το καράβι μου... Ξέρω τι έγινε... Το τιμόνι... Το τιμόνι του καραβιού μου... Δεν ήταν στα δικά μου χέρια... Άφησα άλλον να οδηγεί το καράβι μου... Μα γιατί; Ποιος φόβος με οδήγησε σε αυτήν την τόση ανώριμη απόφαση; Γιατί να αφήσω άλλον να οδηγήσει το δικό μου καράβι; Τι πίστευα; Ότι εκείνος ξέρει καλύτερα από εμένα; Αφού γνωρίζω το καράβι μου καλύτερα από κάθε άλλον... Κάθε γωνία του... Κάθε ιδιοτροπία του... Γιατί να επιλέξω να αφήσω το τιμόνι μου, το δικό μου τιμόνι, στα χέρια κάποιου άλλου; ... Αυτό δεν είναι κάτι μικρό... Αυτό δεν είναι κάτι γελοίο... Αυτό δεν είναι κάτι ασήμαντο κι ας συνέβηκε ξαφνικά... Εγώ θα έπρεπε να περιμένω αυτό που δεν περίμενε κανείς, πως αυτή η πράξη μου θα προκαλέσει όλο αυτό το χάος... Μα, γιατί, γιατί, γιατί, έδωσα το τιμόνι μου; Α, ναι... Μου είπαν πως δεν θα τα καταφέρω... Μα πώς ήξεραν ότι δεν θα τα καταφέρω; Πώς ήταν τόσο σίγουροι; Και εγώ γιατί τους άφησα να μου εμφυτεύσουν την αμφιβολία; Ότι δεν είμαι αρκετά ικανή, ότι δεν είμαι αρκετά ισχυρή; Τι είναι αυτά τα κομμάτια γύρω μου; Του καραβιού μου ή του έαυτού μου; Αυτή είναι η καταστροφή του δικού μου καραβιού... Εγώ την άφησα να γίνει... Και την άφησα να γίνει χωρίς καν να κρατάω το τιμόνι... Τουλάχιστον, αν κρατούσα εγώ το τιμόνι... Θα ήξερα πως έκανα ό, τι καλύτερο μπορούσα... για να σώσω το δικό μου καράβι με τους δικούς μου ανθρώπους... Θα ήξερα... πως τα δικά μου χέρια έκαναν το καλύτερο δυνατό... Τώρα; Να κατηγορήσω τα χέρια του άλλου; Τα δικά μου χέρια του έδωσαν το τιμόνι... Πάλι, τα δικά μου χέρια... Δεν έπρεπε να δώσω το καράβι μου σε κάποιον άλλον... Δεν ήμουν ο καπετάνιος... Δεν ήμουν ο καπετάνιος... Είναι δυνατόν, να μην ήμουν εγώ ο καπετάνιος; Στο δικό μου καράβι; Είμαι πάνω στην σανίδα μου... Και νιώθω περισσότερο καπετάνιος από όσο ένιωσα ποτέ στην ζωή μου... Αυτό το μικρό ξύλινο στέρεο κομμάτι είναι δικό μου... Μπορώ να ξεκινήσω από εδώ... Μπορώ να γίνω ο καπετάνιος αυτής της σανίδας... Αν ζήσω... Θα κάνω αυτήν την σανίδα βάρκα... Θα κάνω αυτήν την βάρκα καράβι... Αν ζήσω... Θα γίνω ο καπετάνιος του καραβιού μου... Η θάλασσα σιγά σιγά ηρεμεί... Ο ήλιος σιγά σιγά βγαίνει... Κανείς δεν έρχεται... Κανέναν δεν βλέπω... Στην θάλασσα ή στον ουρανό... Κανένας δεν έρχεται για εμένα... Είμαι μόνη μου... Πάνω στην σανίδα μου... Από εδώ θα ξεκινήσω... Αν ζήσω... Από αυτήν την σανίδα... Αν ζήσω... Θα γίνω καπετάνιος... Θα ζήσω... Θα γίνω καπετάνιος... Ζω... Είμαι ο καπετάνιος... Είμαι ο καπετάνιος... Αυτής της σανίδας... Αρχίζω να κολυμπάω με τα χέρια μου και να την οδηγώ και να την κατευθύνω... Χωρίς κουπί... Τα χέρια μου είναι τα κουπιά μου... Χωρίς τιμόνι... Εγώ είμαι το τιμόνι μου... Χωρίς προορισμό... Η θάλασσα είναι ο πρόορισμός μου... Είμαι καπετάνιος... Χωρίς καράβι... Χωρίς κατεύθυνση... Χωρίς πορεία... Χωρίς πυξίδα... Είμαι ο καπετάνιος αυτής της σανίδας... Και πλέω... μέσα στην ζωή μου... ανάμεσα στα συντρίμμια πιο ζωντανή από ποτέ... Είμαι καπετάνιος... Είμαι καπετάνιος... Είμαι καπετάνιος... Ό, τι κι αν γίνει... Έγινα καπετάνιος... Είμαι ο καπετάνιος... Είμαι ο καπετάνιος... Είμαι ο καπετάνιος...

Όταν βούλιαξε το καράβι μου... Ανέβηκα σε μία σανίδα... Και αποφάσισα να γίνω καπετάνιος...



12/8/12

Να βελτιώνεσαι...



Να βελτιώνεσαι...
Και να πιστεύεις πως και οι άλλοι μπορούν να βελτιωθούν...
Να εξελίσσεσαι...
Και να πιστεύεις πως και οι άλλοι μπορούν να εξελιχθούν...

Να βελτιώνεσαι... Να εξελίσσεσαι...
Και να πιστεύεις στην βελτίωση και στην εξέλιξη αυτού του κόσμου...

Να αφιερώνεσαι... Να αφιερώνεις...
Να βελτιώνεσαι... Να βελτιώνεις...
Να αφιερώνεσαι... Να αφιερώνεις...
Να βελτιώνεσαι... Να μην βαλτώνεις...

Να βελτιώνεσαι...
Και να πιστεύεις πως και αυτός μπορεί να βελτιωθεί...
Να εξελίσσεσαι...
Και να πιστεύεις πως και αυτή μπορεί να εξελιχθεί...

Να βελτιώνεσαι... Να εξελίσσεσαι...
Και να πιστεύεις στην βελτίωση και στην εξέλιξη αυτού του ανθρώπου...
του κάθε ανθρώπου...

Να βελτιώνεσαι...
Και να πιστεύεις πως κι εσύ μπορείς να βελτιωθείς... κι άλλο... κι άλλο... κι άλλο...
Να εξελίσσεσαι...
Και να πιστεύεις πως κι εσύ μπορείς να εξελιχθείς... κι άλλο... κι άλλο... κι άλλο...

Να βελτιώνεσαι... Να εξελίσσεσαι...
Και να πιστεύεις στην βελτίωση και στην εξέλιξη αυτού του εαυτού...
Του κάθε εαυτού...

Και, ό,τι κι αν γίνεται, να συνεχίζεις να προσπαθείς να βελτιωθείς...
Και, ό, τι κι αν γίνεται, να συνεχίζεις να προσπαθείς να εξελιχθείς...

Να βελτιώνεσαι...
Και να πιστεύεις στην βελτίωση...
Να εξελίσσεσαι...
Και να πιστεύεις στην εξέλιξη...

Να βελτιώνεσαι... Να εξελίσσεσαι...
Και να πιστεύεις στην βελτίωση και στην εξέλιξη.... της βελτίωσης και της εξέλιξης...
Της κάθε βελτίωσης... Της κάθε εξέλιξης...

Να βελτιώνεσαι...
Και να πιστεύεις πως και αυτό μπορεί να βελτιωθεί...
Να εξελίσσεσαι...
Και να πιστεύεις πως και το άλλο μπορεί να εξελιχθεί...

Να βελτιώνεσαι... Να εξελίσσεσαι...
Και να πιστεύεις στην βελτίωση και στην εξέλιξη αυτής της κατάστασης... της κάθε κατάστασης... αυτού του γεγονότος... του κάθε γεγονότος... αυτής της πράξης της κάθε πράξης... αυτού του συμβάντος του κάθε συμβάντος... αυτού του σύμπαντος... του κάθε σύμπαντος...

Να βελτιώνεσαι...
Και να πιστεύεις πως όλοι μπορούν να βελτιωθούν...
Να εξελίσσεσαι...
Και να πιστεύεις πως όλα μπορούν να εξελιχθούν...

Να βελτιώνεσαι... Να εξελίσσεσαι...
Και να πιστεύεις στην βελτίωση και στην εξέλιξη αυτού του κόσμου...
Του κάθε κόσμου...

Να βελτιώνομαι...
Και να πιστεύω...
πως και οι άλλοι μπορούν να βελτιωθούν...
πως και αυτός μπορεί να βελτιωθεί...
πως κι εγώ μπορώ να βελτιωθώ... κι άλλο... κι άλλο... κι άλλο...
Και να πιστεύω στην βελτίωση...

Να εξελίσσομαι...
Και να πιστεύω...
πως και οι άλλοι μπορούν να εξελιχθούν...
πως και αυτή μπορεί να εξελιχθεί...
πως κι εσύ μπορείς να εξελιχθείς... κι άλλο... κι άλλο... κι άλλο...
Και να πιστεύω στην εξέλιξη...

Να βελτιώνομαι... Να εξελίσσομαι...
Και να πιστεύω στην βελτίωση και στην εξέλιξη αυτού του κόσμου...

Να αφιερώνομαι... Να αφιερώνω...
Να βελτιώνομαι... Να βελτιώνω...
Να αφιερώνομαι... Να αφιερώνω...
Να βελτιώνομαι... Να μην βαλτώνω...

Να βελτιώνομαι... Να εξελίσσομαι...
Και να πιστεύω...
Σε κάθε βελτίωση... Σε κάθε εξέλιξη...
Ενός ανθρώπου... Ενός κόσμου...
Μιας στιγμής... Μιας ζωής...
Σε κάθε βελτίωση... Σε κάθε εξέλιξη...
Και να πιστεύεις...
Να βελτιώνεσαι... Να εξελίσσεσαι...

Να μην βαλτώνεις... Να βελτιώνεις...
Να μην βαλτώνω... Να βελτιώνω...

Και να πιστεύω...
Στην βελτίωση της εξέλιξης...
Στην εξέλιξη της βελτίωσης...
Και να πιστεύεις...

Και να πιστεύω...
Στην εξέλιξη και στην βελτίωσή μου...
Στην εξέλιξη και στην βελτίωσή σου...
Και να πιστεύεις...

Να βελτιώνεις...
Να μην βαλτώνεις...
Να βελτιώνεις την εξέλιξή μου...
Να βελτιώνω την εξέλιξή σου...
Να εξελίσσεις την βελτίωσή μου...
Να εξελίσσω την βελτίωσή σου...
Να μην βαλτώνω...
Να βελτιώνω...

Να βελτιώνομαι... Να εξελίσσομαι...
Μέσα από εσένα...
Να βελτιώνεσαι... Να εξελίσσεσαι...
Μέσα από εμένα...

Και να πιστεύουμε...
στην βελτίωση και στην εξέλιξη αυτού του κόσμου...

Να βελτιώνομαι... Να εξελίσσομαι...
Με ή χωρίς εσένα...
Να βελτιώνεσαι... Να εξελίσσεσαι...
Με ή χωρίς εμένα...

Να βελτιώνεσαι... Να εξελίσσεσαι...
Να βελτιώνομαι... Να εξελίσσομαι...

Και, ό,τι κι αν γίνεται, να συνεχίζουμε να προσπαθούμε να βελτιωθούμε...
Και, ό, τι κι αν γίνεται, να συνεχίζουμε να προσπαθούμε να εξελιχθούμε...

Να βελτιωνόμαστε... Να εξελισσόμαστε...

Να βελτιώνουμε... Να εξελίσσουμε...

Και να πιστεύουμε...

στην Εξέλιξη και στην Βελτίωση... αυτού του Κόσμου...



11/26/12

Εκείνο το μπουκάλι...



Εκείνο το μπουκάλι που άκουσε τα δάκρυά μου, που μοιράστηκα μαζί του τον πόνο μου χωρίς να το γνωρίζω, που ακούμπησα τυχαία με τα δάχτυλά μου, που ξέθαψα ανάμεσα σε πέτρες και κοχύλια, που μάζεψα μέσα από την άμμο, που κράτησα στα χέρια μου, που γέμισα με τα νοήματά μου, που φίλησα με τα χείλια μου, με την ευχή να φτάσει στον προόρισμό του, που πέταξα με δύναμη μάκρυά μου, που το είδα να απομακρύνεται, να χάνεται, να φεύγει τόσο γρήγορα όσο ήρθε στην ζωή μου...

Εκείνο το μπουκάλι που έριξα στην θάλασσα, που κύλησε μέσα στο γαλάζιο, που πήγαινε από το ένα σημείο στο άλλο, που πέρασε από το φως και το σκοτάδι, ξανά και ξανά, που μόνοι σύντροφοί του ήταν τα σύννεφα και τα πουλιά, που άρχισε να ξεθωριάζει στον ήλιο, που χτυπήθηκε στα κύματα, που κόντεψε να βυθιστεί στην τρικυμία, που παραλίγο να πνιγεί, να βουλιάξει, να φτάσει στον βυθό, να ακουμπήσει το τέλος, να ραγίσει από την δύναμη του αέρα, να σπάσει από την αγριότητα του νερού... Που λίγο έλειψε να χάσει το μήνυμα που είχε μέσα του με κίνδυνο το νερό να σβήσει τα γράμματα από το χαρτί που περιείχε...

Εκείνο το μπουκάλι που άντεξε, που κράτησε πεισματικά τον φελό με όλη την δύναμη που του είχε απομείνει για να προστατεύσει το δικό μου μήνυμα που γράφτηκε από το δικό μου χέρι... Εκείνο το μπουκάλι που μέσα στο απέραντο της θάλασσας φοβήθηκε πως δεν θα αντικρίσει ποτέ ξανά την στεριά... Που ταξίδεψε με όλο το θάρρος της δικής μου μα και της δικής του ψυχής... Εκείνο το γενναίο μπουκάλι... Εκείνο το μπουκάλι... Το έστειλα για εσένα... Και εκείνο το μήνυμα... Το έγραψα σε εσένα... Γιατί γνωρίζω πως εσύ θα το διαβάσεις... Γιατί γνωρίζω πως εσύ είσαι ο μόνος που δεν θα το αφήσει να πάει χαμένο...



10/25/12

.



...

Άνοιξα την πόρτα και στεκόσουν εκεί. Δεν έχω ιδέα πόση ώρα... Και κρατούσες ένα κόκκινο μπαλόνι. Μου το έδωσες και μου έκανες νόημα να σε ακολουθήσω. Σε ακολούθησα. Έδεσες το μπαλόνι στο χέρι μου σφιχτά και μου έδειξες την μήχανή σου. Γέλασα. Ήμουν σίγουρη πως το μπαλόνι θα φύγει από το χέρι μου και δεν θα αντέξει να μείνει κοντά μας σε όλη την διαδρομή. Παρόλα αυτά, αποφάσισα για μία ακόμα φορά να σε εμπιστευτώ. Ανέβηκα στην μηχανή σου και ξεκινήσαμε. Δεν έχω ιδεά για πού... Ο αεράς ήταν δυνατός αλλά όχι τόσο ώστε να καταφέρει να πάρει το μπαλόνι από το χέρι μου. Πού και πού το κοίταζα να χτυπιέται στον άνεμο. Και, χωρίς να το θέλω, στιγμίαια, με σκέφτηκα να χτυπιέμαι μάταια κι εγώ στον άνεμο της ζωής. Έπειτα σε αγκάλιασα και κάθε άλλη σκέψη εξαφανίστηκε. Φτάσαμε σε ένα υπέροχο μέρος που δεν έχω δει ποτέ ξανά στην ζωή μου. Σε ρώτησα πού είμαστε. Κούνησες το κεφάλι χωρίς να πεις τίποτα. Μάλλον θεώρησες πως θα χαλάσει η μαγεία... Μου ζητούσες με τον τρόπο σου να μείνουμε στην σιωπή... Κατέβηκαμε από την μηχανή και αρχίσαμε να περπατάμε... Ανεβήκαμε πιο ψηλά και πιο ψηλά και πιο ψηλά... Με πήγες στο πιο ψηλό σημείο... Τότε και μόνο τότε έλυσες το μπαλόνι από το χέρι μου... Το κράτησες... Έβγαλες έναν μαύρο μαρκαδόρο από την τσέπη σου και έγραψες το όνομά μου. Μετά έστριψες το μπαλόνι από την άλλη μεριά και έγραψες έναν αριθμό. 32.

Τότε με κοίταξες και ήταν η πρώτη στιγμή που μου μιλήσες...

«Ήθελες να πετάξεις; Ήθελες να πετάξεις με αυτό που είσαι ή ήθελες να πετάξεις αυτό που είσαι;»

...

Τον κοίταξα χωρίς να καταλαβαίνω (πριν λίγες μέρες του είχα πει ότι θέλω να πετάξω αλλά...). Και εκείνος συνέχισε...

«Σε ξέρω τόσα χρόνια και μόλις πρόσφατα ανακάλυψα κάτι για εσένα... Χρησιμοποιείς την φραση «Θέλω να πετάξω» με δύο διαφορετικούς τρόπους για δύο διαφορετικούς λόγους... Λες «Θέλω να πετάξω» όταν είσαι καλά και ονειρεύεσαι και θέλεις να κάνεις κάτι σπουδαίο και στοχεύεις να πας ψηλά... Και λες «Θέλω να πετάξω» όταν δεν είσαι καλά και απογοητεύεσαι και θέλεις να διώξεις όλα αυτά που σε εμποδίζουν να προχωρήσεις και σε κρατάνε χαμηλά... Όταν πριν δύο μέρες μου είπες πως θέλεις να πετάξεις δεν ήμουν σίγουρος τι από τα δύο εννοούσες... Αλλά δεν έχει σημασία... Σε κάθε περίπτωση... Θέλεις να πετάξεις; Να η ευκαιρία σου. Μπορείς να πετάξεις και με τους δύο τρόπους ταυτόχρονα... Θέλεις να πας ψηλά και να ελευθερωθείς από όσα σε κρατάνε πίσω; Θέλεις να πετάξεις και να πετάξεις; Ορίστε, λοιπόν... »

Και μου έδωσε το μπαλόνι...

«Άφησέ το να φύγει...» μου είπε...

Και το άφησα... Και είδα την Μαριλού να πετάει στον ουρανό πιο ψηλά και πιο ψηλά και πιο ψηλά... Και να φεύγει και να απομακρύνεται... Και ένιωσα ελεύθερη... Γιατί μαζί της έφευγαν και όλα αυτά που ήθελα να φύγουν...

«Ο αληθινός έαυτός σου... Αυτός που πετάει ψηλά... Δεν είναι αυτός που έφυγε είναι αυτός που έμεινε. Αυτός που έχει φτερά... Είναι αυτός που βρίσκεται εδώ, δίπλα μου, μαζί μου. Δεν υπάρχει τίποτα πια να σε εμποδίζει να γίνεις ό, τι θέλεις να γίνεις.»

Και εκεί στο πιο ψηλό σημείο που βρέθηκα ποτέ στην ζωή μου... Με φίλησε...

«Χρόνια Πολλά» μου ψιθύρισε...

...

«Χρόνια Πολλά» μου ψιθύρισες...

Και είδα το κόκκινο μπαλόνι μου, μια κόκκινη μικρή τελίτσα στον ουρανό, να χάνεται ανάμεσα στα σύννεφα...

Και νιώθοντας κι εγώ μια μικρή τελίτσα στον κόσμο...

Χαμογέλασα...

Επιτέλους...

Ελεύθερη...

...




.





10/24/12

16 + 16 = ;



Όταν ήμουν 16 χρονών,
είχα το θάρρος
να κοιτάξω την ζωή μου,
όπως ήταν πραγματικά
και την δύναμη
να αποδεχτώ την αλήθεια μου,
όπως ήταν πραγματικά.

Και η αλήθεια ήταν μία.
Ήμουν δυστυχισμένη...

16 χρόνια δυστυχίας.
Τα είδα και τα αποδέχτηκα.
16 ολόκληρα χρόνια απόλυτης δυστυχίας.

Μόνο ένας τρόπος υπήρχε για να γιατρευτεί – όσο ήταν δυνατό – όλος αυτός ο πόνος.
Μόνο μία λύση υπήρχε για να κλείσουν – όσο ήταν δυνατό – όλες αυτές οι πληγές.

16 χρόνια ευτυχίας.
Να μπορώ αργότερα να τα δω και να τα αποδεχτώ.
16 ολόκληρα χρόνια απόλυτης ευτυχίας.

Η ζωή αν ήθελε να είναι δίκαια απέναντί μου με την ίδια ευκολία που μου έδωσε 16 χρόνια δυστυχίας θα έπρεπε να μου προσφέρει, να μου δώσει απλόχερα, 16 χρόνια ευτυχίας.

Σύμφωνα με αυτό το «σχέδιο» μέχρι τα 32 μου χρόνια θα ζούσα ευτυχισμένη.

Και μετά, μετά τα 32 μου, θα μπορούσα θεωρητικά να αρχίσω να ζω μια – όσο είναι δυνατό - «φυσιολογική» ζωή με τις ευτυχισμένες και τις δυστυχισμένες στιγμές της όπως την ζουν οι περισσότεροι «φυσιολογικοί» άνθρωποι με τις ευτυχισμένες και τις δυστυχισμένες ημέρες τους.

Μετά τα 32 μου θα ήμουν πια στο σημείο που τα 16 χρόνια ευτυχίας θα είχαν «ξορκίσει» – όσο είναι δυνατό – τα 16 χρόνια δυστυχίας και θα είχα περισσότερες ελπίδες να μπορέσω να χειριστώ την «κανονική» πια ζωή μου με τα πάνω και τα κάτω της, με τις διάφορες φυσικές διακυμάνσεις της.

Επειδή, όμως, μέσα στην δυστυχία μου ήμουν και συνειδητοποιημένη... Γνώριζα πολύ καλά από τότε πως η ζωή δεν λειτουργεί έτσι. Δεν σημαίνει πως επειδή σου έκλεψε κάτι θα σου χαρίσει κάτι άλλο, επειδή σου στέρησε κάτι θα σου δωρίσει κάτι άλλο...

16 χρόνια δυστυχίας, σε καμία περίπτωση, δεν αποτελούσαν εγγύηση για το ότι θα έρθουν, θα ακολουθήσουν, 16 χρόνια ευτυχίας.

Εξάλλου, 16 χρόνια ευτυχίας ήταν και είναι αδύνατο να συμβούν. Ακόμα και η δύναμη της ίδιας της ζωής δεν είναι ικανή να τα δημιουργήσει πόσο μάλλον να τα εγγυηθεί. Θα έλεγε κανείς πως και 16 χρόνια δυστυχίας είναι αδύνατο να συμβούν. Αλλά, παρόλα αυτά, συνέβησαν... Βέβαια, έχω την αίσθηση πως, συνήθως, οι αρνητικές δυνάμεις είναι πιο ισχυρές από τις θετικές...

Σημασία έχει πως γνώριζα πως τα 16 χρόνια απόλυτης δυστυχίας θα έμεναν να τα έχω ζήσει για πάντα (χαραγμένα για πάντα στο σώμα, στην σκέψη και στην ψυχή μου) ενώ τα 16 χρόνια απόλυτης ευτυχίας ούτε καν θα έφευγαν (ούτε καν θα ερχόντουσαν για να φύγουν), απλά δεν θα ερχόντουσαν ποτέ (και, κατα συνέπεια, δεν θα χαράζονταν ποτέ στο σώμα, στην σκέψη και στην ψυχή μου).

Ήξερα, λοιπόν, πως δεν μπορώ να περιμένω τίποτα από την ζωή. Και πως αυτό που έπρεπε να κάνω ήταν να προσπαθήσω εγώ, όσο γίνεται, όσο μπορώ, για να δημιουργήσω την δική μου ευτυχία, όση κι αν ήταν αυτή και για όσο και αν αυτή θα διαρκούσε.

Και αυτό έκανα.

Κατά την διάρκεια αυτής της προσπάθειας, που κράτησε 16 ολόκληρα χρόνια, μέχρι και σήμερα, ήμουν τίμια απέναντι στον έαυτό μου και απέναντι σε αυτά που μου έφερε (ή δεν μου έφερε) η ζωή.

Ειλικρινά, έκανα ό, τι καλύτερο μπορούσα. Έβαλα όλες μου τις δυνάμεις για να αποχτήσω κι εγώ αυτό που μου αξίζει, το δικό μου μερίδιο ευτυχίας.

Όλοι έχουν δικαίωμα στην ευτυχία. (Ακόμα κι εγώ... Ακόμα κι εσύ...). Όλοι, χωρίς καμία εξαίρεση, έχουν δικαίωμα στην ευτυχία... Και για αυτήν την ευτυχία, την δική μου ευτυχία, 16 ολόκληρα χρόνια, αγωνίστηκα. Και κατάφερα να έχω κάποιες σκόρπιες στιγμές ευτυχίας... Κάποιες πραγματικά πραγματικές ευτυχισμένες στιγμές... Και αυτό ήταν ένας πραγματικά πραγματικός άθλος.

Γιατί... αυτά τα 16 χρόνια που ακολούθησαν τα 16 χρόνια δυστυχίας ήταν γεμάτα δοκιμασίες.. Δοκιμασίες τρελές, ακατανόητες, περίεργες, ακατανόμαστες, παρανοϊκές... Δοκιμασίες που για έναν άνθρωπο που έχει ήδη περάσει 16 χρόνια δυστυχίας δεν ήταν καθόλου εύκολο να τις αντέξει πόσο μάλλον να τις ξεπεράσει και να καταφέρει να συνεχίσει...

Πολλές φορές, όταν συνέβαιναν όλα αυτά που συνέβαιναν, γελούσα με την σκέψη των ξεκούραστων 16 ευτυχισμένων χρόνων... Μου φαινόταν «αστείο» το ότι αυτά ήταν τα χρόνια που υποτίθεται πως είχα ονειρευτεί, έστω και για μια στιγμή είχα τολμήσει να ονειρευτώ, σαν απόλυτα ευτυχισμένα...

Αυτό το γέλιο της σάτιρας και της κριτικής προς τους άλλους και προς τις καταστάσεις και αυτό το γέλιο της αυτοσάτιρας και της αυτοκριτικής προς τον έαυτό μου και τις επιλογές μου με βοηθούσε να προχωρήσω...

Το χιούμορ στάθηκε απίστευτος βοηθός σε όλες τις δραματικές στιγμές. Ήταν αυτό που με οδηγούσε στο να τα δω όλα από μία άλλη οπτική γωνία... πιο «ευχάριστη». Έκανε τις τραγικές στιγμές... κωμικοτραγικές... και, καμιά φορά, κατάφερνε να τις κάνει ακόμα και απλά κωμικές... Χαμογελούσα, χαμογελούσα, χαμογελούσα... Γελούσα, γελούσα, γελούσα...

Έκλαψα, βέβαια, περισσότερες φορές από όσες γέλασα... Αλλά, παρόλα αυτά, ακόμα και τις, δύσκολες ώρες, προσπαθούσα να μετατρέψω τα αδύνατα σε δυνατά, τα αόρατα σε ορατά, τα απραγματοποίητα σε πραγματοποιήσιμα... Τα εμπόδια τα μεταμόρφωνα σε βατήρες, τον πόνο τον μεταμόρφωνα σε δύναμη και τον φόβο τον μεταμόρφωνα σε θάρρος. Τα βουτούσα όλα στην αγάπη, σε μια αγάπη που είχα αντλήσει από μια ανύπαρκτη πηγή, και εκεί συνέβαινε η μεταμόρφωση...

Έτσι τα δάκρυα μετασχηματίζονταν σε γέλια...

Στα 25 γελούσα με αυτά που έγιναν στα 25. Στα 28 γελούσα με αυτά που έγιναν στα 28. Στα 30 γελούσα με αυτά που έγιναν στα 30.

Και τώρα;
Στα 32;
Στα 32 τι;

Νιώθω περίεργα... Γιατί αυτό ήταν το σημείο που τότε είχα σκεφτεί ότι θα άρχιζα να ζω την «φυσιολογική» μου ζωή... αν η ζωή μου είχε δώσει 16 χρόνια ευτυχίας... Και έγινε αυτό που περίμενα να γίνει... Χωρίς τα 16 χρόνια απόλυτης ευτυχίας πρέπει να παραδεχτώ πως δεν τα κατάφερα να «ξορκίσω» τα 16 χρόνια απόλυτης δυστυχίας... Και, πρέπει, επίσης να παραδεχτώ πως τα 16 χρόνια που ακολούθησαν, αυτά τα ενδιάμεσα χρόνια ανάμεσα στο παρελθόν μου και το μέλλον μου, περισσότερο με μπέρδεψαν παρά με ξεμπέρδεψαν... Γιατί μου έφεραν ύπουλες καταστάσεις μπερδεμένες... και αυτές προστέθηκαν με έναν περίεργο και παράδοξο τρόπο σε όλο τον προηγούμενο δυστυχισμένο σωρό...

Και το μόνο πιο δύσκολο από το να «ξορκίσεις» 16 χρόνια δυστυχίας... Είναι να «ξορκίσεις» 16 χρόνια δυστυχίας πάνω στα οποία προστέθηκαν 16 χρόνια παράνοιας και 16 χρόνια παράνοιας από τα οποία προηγήθηκαν 16 χρόνια δυστυχίας... Κατά συνέπεια, να «ξορκίσεις» 32 χρόνια δυστυχίας και παράνοιας ή 32 χρόνια παράνοιας και δυστυχίας...

Βέβαια, αν θέλω να είμαι και τώρα τίμια απέναντι στον έαυτό μου, πρέπει να παραδεχτώ πως δεν νιώθω πια καμία ανάγκη να «ξορκίσω» τίποτα...

Μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια, κατάλαβα πως τα όσα έζησα είτε το θέλω είτε όχι με στιγμάτισαν όπως με στιγμάτισαν... Με έκαναν αυτό που είμαι σήμερα.

Είτε μου αρέσει είτε όχι, η ζωή μου ήταν αυτή που ήταν... Και από την αφετηρία της είχε πάρει μία απόφαση για εμένα...

Με καταδίκασε στο να μην μπορώ να ζήσω μία «φυσιολογική» ζωή...

Οι άνθρωποι που έχουν ζήσει πραγματικά δύσκολα έρχεται κάποιο σημείο στην ζωή τους που συνειδητοποιούν πως το τίμημα που έχουν να πληρώσουν σε αυτήν την ζωή δεν είναι μόνο σε σχέση με όσα έζησαν αλλά είναι και σε σχέση με όσα θα ζήσουν... Με το πώς επηρρεάζουν τα όσα έζησαν τα όσα θα ζήσουν... Είναι τρομαχτική αυτή η στιγμή της συνειδητοποίησης... Που αντιλαμβάνεσαι πως είναι πολύ μεγαλύτερο το βάρος που κουβαλάς... Δεν είναι μόνο οι αναμνήσεις αλλά και οι συνέπειες των αναμνήσεων, δεν είναι μόνο τα βιώματα αλλά και οι συνέπειες των βιωμάτων...

Στα 16 μου ήθελα να πιστεύω πως μπορώ να διεκδικήσω κι εγώ μια θέση στο κόσμο του «φυσιολογικού».

Στα 32 μου γνωρίζω πως αν είχα έστω και μία πιθανότητα να ζήσω μία «φυσιολογική» ζωή αυτή εξατμίστηκε μαζί με τα 16 χρόνια ευτυχίας που δεν μου δόθηκαν. Και αν θέλω να είμαι τίμια με τον έαυτό μου, πιστεύω πως αυτή η ελπίδα είχε εξατμιστεί και από πολύ πιο πριν, από την αρχή, από τα 16 χρόνια δυστυχίας που μου δόθηκαν. Στην ουσία αυτή η ελπίδα δεν υπήρξε ποτέ. Και μόνο εγώ ξέρω πόσο μοναδικό και ιδιαίτερο πόνο περιέχει αυτή η δήλωση, αυτό το γεγονός, αυτή η πραγματικότητα.

Και, παρόλα αυτά, ταυτόχρονα περιέχει και μια αίσθηση ανεξαρτησίας και ελευθερίας...

Στα 32 μου νιώθω ελεύθερη... Δεν νιώθω καμία ανάγκη να ζήσω πια μια «φυσιολογική» ζωή. Δεν υπάρχει αυτή η προέκταση για εμένα. Στην πραγματικότητα ποτέ δεν υπήρξε... Το «φυσιολογικό» και ό, τι μπορεί να σημαίνει αυτό έχει απομακρυνθεί τελείως από την εικόνα μου. Δεν είμαι «φυσιολογική» και δεν θα γίνω ποτέ.

Και μόνο οι άνθρωποι που έχουν περάσει πραγματικά δύσκολα... Ξέρουν πόσο μοναχικός είναι αυτός ο δρόμος... Που αρχίζεις και περπατάς μετά από το σημείο... Οπού γνωρίζεις αυτό που γνώριζες από πάντα...

Είσαι διαφορετικός...

Είχες μία διαφορετική αφετηρία... Και αυτό σου έδωσε μια διαφορετική συνέχεια...

Είσαι διαφορετικός...

Δεν είναι, όμως, μόνο ότι είσαι διαφορετικός...
Είσαι πραγματικά διαφορετικός...

Δεν είναι, όμως, μόνο ότι είσαι πραγματικά διαφορετικός...
Είσαι τραυματικά διαφορετικός...

Και είναι ό, τι πιο φυσικό...

Είναι ό, τι πιο φυσιολογικό το ό, τι δεν έγινες φυσιολογικός...

Αλλά μη φυσιολογικός δεν σημαίνει δυστυχισμένος...

Μπορείς να είσαι μη φυσιολογικός και ευτυχισμένος...

Ναι.

Δεν είναι απλά ότι είσαι διαφορετικός...
Είσαι τραυματισμένα διαφορετικός...

Αλλά δεν είναι αυτονόητο ότι είσαι υποχρεωμένος να έχεις και μια τραυματισμένη συνέχεια...

Και τώρα;
Στα 32;
Στα 32 τι;

Θα ήθελα να
έχω το θάρρος
να κοιτάξω την ζωή μου,
όπως είναι πραγματικά
και την δύναμη
να αποδεχτώ την αλήθεια μου,
όπως είναι πραγματικά.

Και θα το κάνω.

Και ας φοβάμαι ότι δεν είμαι τόσο γενναία όσο ήμουν κάποτε... Γνωρίζω πως αυτό δεν ισχύει…

Θα έρθει η στιγμή που θα κάνω τον απολογισμό μου. Πάντα έρχεται... Και θα δω και θα αποδεχτώ την αλήθεια μου...

Και 16 χρόνια μετά από το σήμερα... Όταν θα είμαι 48... Ελπίζω να μπορώ να γράψω...

Όταν ήμουν 32 χρονών,
είχα το θάρρος
να κοιτάξω την ζωή μου,
όπως ήταν πραγματικά
και την δύναμη
να αποδεχτώ την αλήθεια μου,
όπως ήταν πραγματικά.

Και η αλήθεια ήταν μία...

Και να γράψω την αλήθεια μου...

Όποια κι αν ήταν αυτή...
Όποια κι αν είναι αυτή...

Την αλήθεια που είδα και αποδέχτηκα...
Την αλήθεια που θα δω και θα αποδεχτώ...

Και θα εύχομαι κάποια στιγμή στην ζωή μου... και ξέρω πως δεν είναι τώρα αυτή η στιγμή... σε κάποιον απολογισμό... και ξέρω πως δεν είναι αυτός ο απολογισμός... (ωραία θα ήταν, όμως, να είναι ο επόμενος) αυτή η μία αλήθεια που θα γράψω να είναι... να είναι... πως ήμουν ευτυχισμένη...

Πραγματικά ευτυχισμένη...
Και πως τα 16 χρόνια που πέρασαν...
Ήταν 16 χρόνια απόλυτης ευτυχίας...

Και αν θεωρούνται αδύνατα 16 χρόνια απόλυτης ευτυχίας... Αν θεωρούνται μη πραγματοποιήσιμα... Αν θεωρούνται «μη φυσιολογικά»... Αν θεωρούνται πως ανήκουν στην σφαίρα της φαντασίας... Ποιος άλλος θα μπορούσε να τα καταφέρει, να τα δημιουργήσει, αν όχι ένας«μη φυσιολογικός» άνθρωπος; Και η δική μου ύπαρξη εξάλλου στην σφαίρα της φαντασίας ανήκει...

Είμαι ένας μη φυσιολογικός άνθρωπος και στο μη φυσιολογικό θα στοχεύσω... Γιατί το νιώθω πιο φυσικό από το φυσιολογικό...

Η διαφορά εξάλλου από το τότε στο τώρα είναι ότι τώρα δεν μου φαίνεται τόσο τρομαχτική μία μη φυσιολογική ζωή...

Ναι.

Δεν είναι απλά ότι είμαι διαφορετική...
Είμαι τραυματικά και τραυματισμένα διαφορετική...

Αλλά δεν είναι αυτονόητο ότι είμαι υποχρεωμένη να έχω και μια τραυματική και τραυματισμένη συνέχεια...

Πάμε, λοιπόν, να δοκιμάσουμε να δημιουργήσουμε το αδύνατο...

16 χρόνια ευτυχίας.
Να τα ζήσουμε και να τα αναπνεύσουμε.
16 ολόκληρα χρόνια απόλυτης ευτυχίας.

Πάμε, λοιπόν, να δοκιμάσουμε να συνεχίσουμε το αδύνατο...

16 (+ 16 + 16 + 16 + …) χρόνια ευτυχίας.
Να τα ζήσουμε και να τα αναπνεύσουμε.
16 (+ 16+ 16+ 16 + …) ολόκληρα χρόνια απόλυτης ευτυχίας.



Πάμε, λοιπόν, να ζήσουμε... Πάμε να αναπνεύσουμε...
(Όλοι έχουμε δικαίωμα στην Ευτυχία…)

Πήγαινε, λοιπόν, να ζήσεις... Πήγαινε να αναπνεύσεις...
(Ακόμα κι Εσύ...)

Πάω, λοιπόν, να ζήσω... Πάω να αναπνεύσω...
(Ακόμα κι Εγώ...)





9/24/12

Σε είδα...



Σε είδα στον ύπνο μου... Δεν είναι περίεργο... Σε σκεφτόμουν... Και αφού δεν μπορώ να σε δω στην αλήθεια σε είδα στα ψέμματα... Είχα έρθει να σε δω και να σε ακούσω... Σε έναν περίεργο χώρο... Έναν μεγάλο χώρο με μαύρους, πέτρινους, τοίχους... Στον έναν τοίχο... Είχε ένα άνοιγμα... Σαν μια μικρή στοά... Χωρούσαν να κάτσουν μέσα πέντε, έξι, άτομα... Μίλαγα με έναν φίλο σου... που καθόταν μέσα σε αυτήν την στοά... Εγώ ήμουν όρθια έξω από αυτήν... Και ήταν εκεί και μια κοπέλα... που καθόταν στο άνοιγμα της στοάς... Ανάμεσα σε εμένα και στον φίλο σου... Κάποια φίλη του φίλου σου... Η οποία δεν με συμπαθούσε και ήθελε να με φέρει σε δύσκολη θέση... Κάποια στιγμή μιλούσαμε για τις σπουδές μου στην σκηνοθεσία... Και μίλαγα για την σημασία του μοντάζ... Έλεγα πως ένα καλό μοντάζ μπορεί να κάνει ένα όχι και τόσο καλό αρχικό υλικό να φαίνεται ωραίο και το αντίθετο ένα κακό μοντάζ μπορεί να κάνει ένα υπέροχο αρχικό υλικό να φαίνεται άσχημο... Ο φίλος σου με άκουγε με προσοχή... Και ίσως και με θαυμασμό... Πού και πού έστριβα το κεφάλι μου και προσπαθούσα να σε βρω... Σε αναζητούσα με το βλέμμα μου... Αλλά δεν ήσουν πουθενά... Μετά επέστρεφα αφηρημένη στην συζήτηση... Και είχαμε μια ωραία συζήτηση... Η κοπέλα, όμως, ήθελε να με μειώσει και ήθελε να αποδείξει πως δεν έχω γνώσεις... Με ρώτησε, λοιπόν, κάτι... σε σχέση με το χρώμα της οθόνης... Γιατί είναι μαύρο και όχι άσπρο... Υποτίθεται πως όταν έκανες μοντάζ εμφανιζόταν μια μαύρη εικόνα με χιονάκια όπως έκαναν κάποτε οι παλιές τηλεοράσεις... Και με ρωτούσε γιατί ήταν μαύρη και όχι άσπρη αυτή η εικόνα... γιατί συμβαίνει αυτό... Εγώ δεν ήξερα τι να απαντήσω... Είχα έρθει εσωτερικά αντιμέτωπη με τις ελλείψεις μου και σκεφτόμουν πως οι σπουδές μου δεν ήταν όπως τις ήθελα και πως υπάρχουν τόσα που δεν έμαθα και τόσα που δεν γνωρίζω... Δεν είχα ιδέα γιατί συμβαίνει αυτό... Δεν θυμόμουν ποτέ να μου το είπε κανείς... ούτε να διάβασα ποτέ κάτι για αυτό... Και εκείνη είχε ένα ειρωνικό χαμόγελο όταν απάντησα την αλήθεια... «Δεν ξέρω» ... Προτίμησα να απαντήσω ότι δεν ξέρω παρά να αρχίσω να λέω πράγματα που δεν έχουν καμία βάση... Είχα έρθει σε δύσκολη θέση... Έτσι κι αλλιώς, ο μόνος λόγος για τον οποίο βρισκόμουν εκεί... Ήσουν εσύ... Θα ξεκινούσατε σε λίγο... Ο φίλος σου έφυγε... Κι εγώ... Έψαξα να βρω που θα καθίσω... Υπήρχαν τόσες καρέκλες... Και είχα έρθει μόνη μου... Κάθισα σε μία καρέκλα κάπου μπροστά... Στα αριστερά από ένα μεγάλο τραπέζι... Δίπλα σε κάποιους άλλους... Αλλά δεν μου άρεσε εκεί... Άρχισα να αλλάζω θέσεις... Αλλά καμία θέση δεν μου άρεσε... Είχατε ήδη ξεκινήσει κι εγώ άλλαζα καρέκλες... Όλοι με κοιτούσαν περίεργα... Τότε πήγα σε ένα άλλο τραπέζι... Ήταν μια άλλη μεγάλη παρέα... Αλλά και πάλι ένιωθα ανεπιθύμητη εκεί... Με στραβοκοιτούσαν όλοι... Και εσύ με κοίταζες... υποτιμητικά... Είχες εκνευριστεί που είχα έρθει... Δεν με ήθελες εκεί... Και εγώ ένιωθα άβολα... Ήθελα απλά να φύγω... Αναρωτιόμουν γιατί είχα αποφασίσει να έρθω... Ήξερα τι σήμαινε για εσένα το να είμαι εκεί... Θα το ερμήνευες λάθος... Θα με υποτιμούσες για μια ακόμα φορά και ακόμα πιο πολύ... Εγώ ήθελα απλά να σε δω... Ένιωθα άβολα, άβολα, άβολα... Θεώρησα την ιδέα μου γελοία... Δεν έπρεπε να έχω έρθει... Δεν έπρεπε να έχω έρθει... Δεν έπρεπε να έχω έρθει...

Και τότε ξύπνησα...

Και σκέφτηκα πως αυτός που δεν έπρεπε να έχει έρθει... ήσουν εσύ.

Δεν έπρεπε να έχεις έρθει στην ζωή μου...

(Αλλά εγώ σε άφησα να έρθεις κι εγώ θα πρέπει να σε αφήσω και να φύγεις...)

9/23/12

"Ειλικρινά, περίμενα να γίνεις κάτι περισσότερο από αυτό που έγινες" ...



"Ειλικρινά, περίμενα να γίνεις κάτι περισσότερο από αυτό που έγινες" ...

Έτσι μου είπε ένας παλιός δάσκαλος μου στον ύπνο μου... Και όταν ξύπνησα ήταν σαν να μου έχουν στρίψει ένα μαχαίρι στην καρδιά... Και όταν κοιτάχτηκα στον καθρέφτη ήταν εφιαλτικό το πρόσωπό μου... Κουρασμένη και Θλιμμένη... Εξαντλημένη... Από ένα όνειρο... Και από μια πραγματικότητα...

Είδα, λοιπόν, στο όνειρό μου πως πήγα να κάνω ένα σεμινάριο με έναν παλιό δάσκαλο μου... Και πήγα εκεί δειλά και διστακτικά... γιατί είχα ανάγκη να παρακολουθήσω αυτό το σεμινάριο με αυτόν τον συγκεκριμένο άνθρωπο... Και ήταν εκεί τέσσερα - πέντε ακόμα άτομα... Ένα μικρό γκρουπ ανθρώπων που θα παρακολουθούσε το ίδιο σεμινάριο, μια μικρή ομάδα... Και κάθονταν όλοι σε ένα μικρό δωμάτιο, γύρω γύρω σε ένα ορθογώνιο τραπέζι... Νομίζω όλες οι μαθήτριες ήταν κοπέλες... Νομίζω... Δεν θυμάμαι... Και κάθισα απέναντι από τον δάσκαλό μου... Και αυτός με κοίταξε και με ρώτησε... «Τι κάνεις εσύ εδώ;» και είδα πραγματική έκπληξη στο βλέμμα του... και απογοήτευση μαζί... Και πριν προλάβω να απαντήσω... Μου είπε την φράση που με έκανε σκόνη... Στο όνειρο και στην πραγματικότητα...

"Ειλικρινά, περίμενα να γίνεις κάτι πολύ περισσότερο από αυτό που έγινες" ...

Δεν του έφτανε ούτε η λέξη «Περισσότερο»... Έπρεπε να δηλώσει «Πολύ περισσότερο».
Και αυτός ο περιττός πλεονασμός με πόνεσε τόσο πολύ...

Και ένιωσα... Δεν μπορώ να περιγράψω το πώς ένιωσα... Τον κοίταζα και δεν είχα τίποτα να πω... Γιατί σκεφτόμουν... Πως έχει δίκιο... Αυτό ήταν το χειρότερο... Πώς ήξερα πως έχει δίκιο... Κι εγώ το ίδιο περίμενα... Νόμιζα κάποτε πως η αξία έχει αξία... Είναι αυτές οι άτιμες οι προσδοκίες... Παρόλα αυτά, ήμουν αποφασισμένη να μην επηρεαστώ και να μείνω στο μάθημα... Ήθελα να μείνω στο μάθημα... Έπρεπε να μείνω στο μάθημα... Ό, τι κι αν συνέβαινε... Και έμεινα... Έγινε, λοιπόν, το μάθημα... Από το οποίο δεν θυμάμαι τίποτα... Μα τίποτα... Ούτε μια λέξη... Μόνο ότι ήταν μια πρώτη συνάντηση γνωριμίας... Και δεν ήταν κανονικό μάθημα... Και όταν τελείωσε... Έφυγαν όλοι... Και έμεινα εγώ τελευταία... μαζί με μια κοπέλα που είχε τα κλειδιά του χώρου στον οποίο γινόταν το σεμινάριο... Η οποία με κυνηγούσε από πίσω... Με περιόριζε... Με άγχωνε... Μου έλεγε πως πρέπει να κλείσει τον χώρο και πώς βιάζεται... Πρέπει να κλειδώσει... να κλειδώσει... Και να μαζέψω γρήγορα τα πράγματά μου... Κι εγώ πανικοβλημένη άνοιγα ντουλάπια και συρτάρια και προσπαθούσα να μαζέψω όσο πιο γρήγορα μπορώ... όσο πιο πολλά πράγματα... Και είχα πολλά πράγματα δικά μου στον συγκεκριμένο χώρο... Δεν ξέρω πώς είχε γίνει... Στο όνειρο είχε λογική... τώρα δεν έχει... Αλλά είχα πράγματα εκεί δικά μου, του σπιτιού μου, ρούχα και αντικείμενα και παιχνίδια επιτραπέζια και βιβλία... Και ένιωθα σαν να προσπαθώ να μαζέψω τα δικά μου πράγματα... Και ήξερα πως δεν θα προλάβω... δεν θα προλάβω... Και αναρωτήθηκα... αν... αν αφήσω τα πράγματά μου εκεί, κάποια από τα πράγματά μου, αν θα μπορέσω άραγε να τα πάρω την επόμενη ημέρα... Ή αν κινδυνεύουν εκεί που είναι... Και κινδυνεύω κι εγώ να μην τα ξαναδώ... Και νομίζω... Αυτό το κομμάτι δεν το θυμάμαι καλά... Νομίζω πως ρώτησα την κοπέλα που δεν έλεγε να με αφήσει σε ησυχία, που ήταν με τα κλειδιά στο χέρι και τα κουνούσε δημιουργώντας εκείνο τον αγχωτικό ήχο των κλειδιών για να μου δείξει ότι πρέπει να κλειδώσει και δεν μπορεί να περιμένει, νομίζω την ρώτησα... Αν μπορώ να αφήσω μερικά από τα πράγματά μου... Μέχρι αύριο... Μόνο μέχρι αύριο... Γιατί ένιωθα πως δεν μπορώ να τα κουβαλήσω όλα... Και δεν προλαβαίνω να τα μαζέψω... Ή να τα χωρέσω στην τσάντα μου... Και εκείνη δεν μου απάντησε τίποτα... Πριν έρθει η απάντησή της... Ξύπνησα...

Και...

Είχα μια απέραντη στενοχώρια... Και έναν ατελείωτο πόνο... Και απόρησα... Γιατί το υποσυνείδητό μου «παίζει» τέτοια «κακόγουστα» παιχνίδια μαζί μου... Γιατί με στήνει στον τοίχο και γιατί με αναστατώνει... Γιατί είναι τόσο αυστηρό... Σε μία φάση της ζωής μου που όχι μόνο προσπαθώ να προχωρήσω... όχι μόνο κάνω κάποια βήματα... Αλλά πραγματικά έχω καταφέρει να νικήσω την αδράνεια και να πάω στην δράση... Και έχω καταφέρει να ξαναβρώ κάπου μέσα στο συνολικό χάος την δική μου ελπίδα... Έστω και αχνή... Έστω και δειλή... Έστω και φοβισμένη... Γιατί... Αναρωτήθηκα... Γιατί υποσυνείδητό μου... Επιλέγεις αυτήν την στιγμή και όχι άλλη... Για να μου θυμίσεις... Τις προσδοκίες που δεν οδήγησαν εκεί που επιθυμούσα... Αυτές τις άτιμες τις προσδοκίες... Και η αλήθεια είναι... Πως απλά αποφάσισα... Πως δεν έχει καμία σημασία... Γιατί επέλεξε το υποσυνείδητο μου να με στενοχωρήσει έτσι... Ούτε γιατί επέλεξε το συνειδητό να επηρεαστεί... Η αλήθεια είναι πως... ξέφυγα από τον τοίχο που με είχε στήσει το υπόσυνείδητό μου, έκανα μια στροφή χωρίς να το περιμένει, έπιασα το υποσυνείδητό μου και, αντιστρέφοντας τους ρόλους, το έστησα με την σειρά μου εγώ στον τοίχο και μαζί με αυτό στρίμωξα και το όνειρό μου και του είπα...

Δεν με ενδιαφέρει γιατί εμφανίστηκες τώρα... Ήθελες να μου δώσεις ένα μήνυμα... Το διάβασα το μήνυμά σου... Το ήξερα το μήνυμά σου... Και ακόμα χειρότερα... Το βίωσα το μήνυμά σου... Ήμουν κι εγώ εκεί θυμάσαι; Έζησα ό, τι έζησες... Και είμαι από τους ανθρώπους που δεν ξεχνούν αλλά θυμούνται... Αλλά τώρα... Έχω μια ζωή να ζήσω... μια ζωή να συνεχίσω... Δεν με ενδιαφέρει τι ήθελα να γίνω και τι έγινα... Με ενδιαφέρει το τι είμαι τώρα... Και το πού θέλω να φτάσω... Και εσύ ξέρεις, πιο πολύ από όλους ξέρεις, πόσο δύσκολο ήταν να φτάσω στο σημερινό σημείο... Και εσύ ξέρεις, πιο πολύ από όλους ξέρεις, πόσο δύσκολο είναι το να έχω πάλι ένα σημείο που θέλω να φτάσω... Ήσουν κι εσύ εκεί, θυμάσαι; Εσύ, ξέρεις... Μόνο εσύ ξέρεις... Πόσο δύσκολη ήταν η διαδρομή μέχρι το σήμερα... Για αυτό... Θα σταματήσεις να μου στέκεσαι εμπόδιο και θα βρεις τρόπο να με υποστηρίξεις... Ή αν δεν μπορείς να με υποστηρίξεις... Θα σωπάσεις... Για λίγο θα σωπάσεις... Θα αφήσω την φωνή σου να επιστρέψει όταν θα είμαι αρκετά ισχυρή για να την χειριστώ... Για την ώρα... Αν δεν έχεις να πεις κάτι που με βοηθάει... Κάτι που με προχωράει... να μην πεις τίποτα.

Είμαι αυτό που είμαι... Και θα φτάσω εκεί που θα φτάσω...

Και κανείς δεν μπορεί να μου στερήσει αυτό που είμαι...
Και το εκεί που θα φτάσω κανείς δεν μπορεί να το ξέρει...

Ούτε εσύ υποσυνείδητό μου... Ούτε εσύ συνειδητό μου... Ούτε εσύ όνειρό μου... Ούτε εσύ πραγματικότητα... Ούτε εσείς συνθήκες... Ούτε εσείς εμπόδια... Ούτε εσείς στόχοι... Ούτε εγώ... Ούτε οι άλλοι... Ούτε ο κόσμος... Ούτε κανείς...

Και, όπου κι αν φτάσω, θα είναι κάπου... Σε ένα άλλο σημείο... Κάπου άλλου από το σήμερα...

Και θέλω και κάτι άλλο... να προσθέσω... Κάτι ακόμα να σου πω...

Μπορεί εσύ να περίμενες να γίνω κάτι περισσότερο... Αλλά εγώ φοβόμουν πως θα γίνω κάτι λιγότερο... Άρα δεν μπορεί... Βρήκαμε μια καλή ισορροπία... Συναντηθήκαμε κάπου στην μέση και με φτιάξαμε... Καλά τα καταφέραμε... Καλά τα καταφέραμε... Μέχρι εδώ...

Και, ειλικρινά, δεν περίμενα να τα καταφέρω να φτάσω μέχρι εδώ...

«Ειλικρινά, δεν το περίμενα να γίνω αυτό που έγινα.»

Είμαι περήφανη για την μέχρι εδώ πορεία...

Πάμε τώρα για την συνέχεια...


9/20/12

Αγαπητό Βlog…



Αγαπητό μου Blog, είχα καιρό να σου γράψω. Δεν είχα καιρό να γράψω γενικά, είχα καιρό να γράψω σε εσένα. Από την μάχη να γράψω εδώ ή εκεί, κέρδισε το εκεί. Υπήρχαν πράγματα που έπρεπε να τα μοιραστώ μόνο με εμένα. Επεξεργασίες που δεν γίνονταν να δημοσιευτούν εδώ. Σκέψεις που έπρεπε να γραφτούν σε κανονικό χαρτί και όχι με το πληκτρολόγιο. Είχα ανάγκη να γυρίσω στην βάση μου. Και αυτό έκανα. Βέβαια, το έκανα με τον δύσκολο τρόπο αλλά δεν γινόταν διαφορετικά. Έπρεπε να με υποχρεώσω να αλλάξω κάτι, να με ταρακουνήσω από τις συνήθειες, να με «ξεκολλήσω» από ευκολίες που είχαν γεννηθεί από τον φόβο. Συμπεριφέρθηκα απότομα, άτσαλα και άγαρμπα στον εαυτό μου αλλά ήταν η μόνη λύση. Καμιά φορά δεν γίνονται σιγά σιγά οι αλλαγές, πρέπει να το πάρεις απόφαση και απλά να το κάνεις, να πηδήξεις στο κενό, να συγκρουστείς με το τέλος του αδιεξόδου και αν βρίσκεσαι σε έναν λαβύρινθο, ίσως, η καλύτερη λύση είναι να σταματήσεις να τρέχεις γύρω γύρω και να αρχίσεις να σκαρφαλώνεις. Το κλειδί είναι πάντα το να δοκιμάζεις διαφορετικούς τρόπους. Τους δοκίμασα, λοιπόν, τους διαφορετικούς μου τρόπους. Σαν να μου έκανα μικρά και μεγάλα ηλεκτροσοκ, το ένα μετά το άλλο. Και τα κατάφερα... με «ξεβόλεψα». Βέβαια, γύρισα στο ίδιο σημείο, όχι, ακριβώς στο ίδιο σημείο, ποτέ ένα σημείο δεν είναι ακριβώς ίδιο με ένα άλλο, αλλά , περίπου, σχεδόν, στο ίδιο σημείο. Είναι ίδιο και δεν είναι. Και αυτό είναι το περίεργο. Όλα είναι ίδια και κάτι έχει αλλάξει...

Εγώ.

Νιώθω αλλαγμένη και ας μην έχει πάρει ακόμα μορφή η αλλαγή μου. Νιώθω δυνατή και ας μην έχει πάρει υπόσταση η δύναμή μου. Και αυτό είναι το κέρδος. Ήρθε ξανά η πίστη στον εαυτό μου, ήρθε ξανά η ελπίδα για κάτι καλύτερο. Παρά τις συνθήκες... Παρά το τι συμβαίνει... Γύρισα και νιώθω έτοιμη. Για αυτό που έρχεται, για αυτό που θα έρθει. Και χωρίς να σημαίνει πως δεν φοβάμαι πια, απλά τώρα δεν είναι ο φόβος που υπερισχύει. Όταν βγεις εξάλλου από τον δικό σου μικρόκοσμο ανακαλύπτεις τους μικρόκοσμους των άλλων και βλέπεις ότι δεν διαφέρουν και πολύ από τον δικό σου.

Υ.Γ. Αγαπητό μου blog, θα σου ζήταγα συγνώμη που έχω τόσο καιρό να σου γράψω... αλλά δεν θα το κάνω για δύο λόγους: 1) Τελείωσα με τα ενοχικά σύνδρομα 2) Αυτό το «εκεί» που σε κέρδισε... Ήταν το ημερολόγιό μου...



9/15/12

Συμμαχία Συμφωνία



Θέλεις να γίνεις ο σύμμαχός μου;
Έχω μια μάχη για να κερδίσω και σε χρειάζομαι...
Και έχεις κι εσύ μια μάχη να κερδίσεις κι ίσως κι εσύ να με χρειάζεσαι...
Θέλεις να γίνω ο σύμμαχός σου;

Πρώτα θα χτίσουμε μια βάση. Θα κάνουμε μια συμφωνία. Θα αρχίσουμε από την αγάπη. Θα κάνουμε το αντίθετο από όλους τους άλλους. Δεν θα περιμένουμε να μας οδηγήσει η πορεία στην αγάπη. Θα αφήσουμε την αγάπη να μας οδηγήσει στην πορεία. Δεν θα αναζητήσουμε το πώς θα φτάσουμε στην αγάπη. Θα χάσουμε πολύ χρόνο χωρίς κανένα λόγο και αιτία. Ξέρω πως μπορείς να το κάνεις. Και ξέρω πως μπορώ να το κάνω κι εγώ. Ξέρω τις δυνάμεις μας. Θέλω να ξεκινήσουμε από την αγάπη. Θέλω να έχω την ασφάλεια του ότι με αγαπάς. Και θέλω να έχεις την ασφάλεια του ότι σε αγαπώ. Αλλιώς καμία μάχη δεν μπορεί να νικηθεί. Αλλιώς η μάχη θα ξεκινήσει με εμάς ήδη ηττημένους. Χωρίς να σε γνωρίζω και χωρίς να με γνωρίζεις, γνωρίζοντας ελάχιστα ο ένας (για) τον άλλον, θα ξεκαθαρίσουμε μεταξύ μας πως η κοινή γερή μας βάση είναι η αγάπη. Έτσι όπως την εννοούμε εμείς, όχι έτσι όπως την βιώνουν οι άλλοι, ούτε όπως την βιώσαμε εμείς στο παρελθόν με άλλους. Θα δημιουργήσουμε την αγάπη, εδώ, τώρα, μεταξύ μας. Και θα είμαστε σίγουροι πως ό, τι κι αν συμβεί στην συνέχεια, τουλάχιστον, κάναμε την καλύτερη αρχή που θα μπορούσε να κάνει ποτέ άνθρωπος. Δεν ξοδέψαμε χρόνο για να φτάσουμε στην αγάπη, ξεκινήσαμε από αυτήν.

Αφού σιγουρευτούμε ότι υπάρχει αγάπη, θα γεννηθεί αμέσως, αυτόματα, η εμπιστοσύνη. Πολύ γερό όπλο όταν πηγαίνεις σε μια μάχη άοπλος.Δεν γίνεται χωρίς εμπιστοσύνη. Θα είμαστε δύο πραγματικοί σύμμαχοι. Θα σου έχω εμπιστοσύνη και θα μου έχεις εμπιστοσύνη. Ό, τι κι αν συμβεί, θέλω να θεωρείς δεδομένη την απόλυτη πίστη μου σε εσένα. Πίστευα, πιστεύω και θα πιστεύω σε εσένα. Η πίστη μου σε εσένα θα μείνει σταθερή. Πριν, κατά την διάρκεια και μετά την μάχη. Όποια κι αν είναι η διαδρομή, όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα, η πίστη μου δεν θα κλονιστεί. Εκτός αν εσύ επιλέξεις να με δώσεις στα χέρια του εχθρού. Αν έρθει η προδοσία, θα φύγει η εμπιστοσύνη. Αν έρθει το μίσος, θα φύγει η αγάπη. Αλλά έχω εμπιστοσύνη σε εμάς. Εμείς δεν θα το αφήσουμε αυτό να συμβεί. Η μάχη μας είναι κοινή. Η δύναμή μας ισχυρή όσο είμαστε μαζί. Δεν θα αφήσουμε τίποτα και κανέναν να μπει ανάμεσά μας. Δεν θα επιτρέψουμε σε καμία συνθήκη να μας συνθλίψει. Μου έχω εμπιστοσύνη. Σου έχω εμπιστοσύνη. Μας έχω εμπιστοσύνη. Και θέλω να έχουμε εμπιστοσύνη όχι μόνο προς τον άλλον αλλά και προς τον έαυτό μας, προς τις δικές μας δυνάμεις. Και, επίσης, προς την κοινή μας αποστολή. Δεν ξέρω αν όλα θα πάνε καλά, αλλά εμείς θα ξέρουμε πως δώσαμε τον καλύτερο έαυτό μας χωρίς να χωριστούμε και αυτό θα σημαίνει πως δεν νικηθήκαμε.

Με την αγάπη και την εμπιστοσύνη θα γεννηθεί και η συνεργασία. Οι κοινοί μας στόχοι, οι κοινές μας σκέψεις και ιδέες, τα κοινά μας συναισθήματα είναι που θα μας κάνουν να βρούμε κοινούς τρόπους δράσης. Θα σχεδιάσουμε την τάκτική μας, θα οργανώσουμε τα βήματά μας, με προσοχή και ενδιαφέρον και θα φροντίσουμε ο καθένας να κάνει αυτό που γνωρίζει καλά να κάνει. Θα μοιράσουμε αυτά που πρέπει να γίνουν ανάλογα με τις ιδιότητές μας και τις γνώσεις μας. Ο καθένας θα παίζει με τα δυνατά χαρτιά του. Και θα είμαστε πάντα σε ετοιμότητα ώστε όταν συμβαίνουν τα απρόσμενα να μπορούμε να υποστηρίξουμε ο ένας τον άλλον και να προστατεύσουμε ο ένας τον άλλον από τον όποιο πιθανό κίνδυνο. Θα ξεκινήσουμε με ένα βασικό σχέδιο αλλά θα είμαστε ευέλικτοι για να προσαρμοστούμε σε ό, τι μπορεί να παρουσιαστεί. Θα με κοιτάζεις και θα σε κοιτάζω,θα με ακούς και θα σε ακούω. Όταν δεν μπορείς να με κοιτάξεις (γιατί είναι εμπόδια μπροστά μας), όταν δεν μπορείς να με ακούσεις (γιατί γύρω μας υπάρχει θόρυβος), θα με νιώθεις και θα σε νιώθω, θα έχουμε την αίσθηση ο ένας του άλλου, οι κεραίες μας θα είναι τεντωμένες έτσι ώστε οι κινήσεις μας να είναι συντονισμένες. Και αυτό θα σημαίνει πως έχουμε βρει τον κοινό μας κώδικα επικοινωνίας.

Αλλά δεν θα είναι αυτός ο μόνος κώδικάς μας. Θα έχουμε κι άλλους κώδικες. Κώδικες άγραφους που υπογράψαμε σιωπηλά με τις ψυχές μας.

Έναν κώδικα Τιμής.

Έναν κώδικα Ηθικής.

Έναν κώδικα Αξιοπρέπειας.

Και αυτούς τους κώδικες θα τους σεβόμαστε, θα τους υπηρετούμε και θα τους υπερασπιστούμε ακόμα και με το τίμημα της ζωής μας.

Σαν τους παλιούς ιππότες αλλά χωρίς ασπίδες, σπαθιά ή πανοπλίες.

Θα έχουμε, λοιπόν, Αγάπη, Εμπιστοσύνη, Συνεργασία, Επικοινωνία οι οποίες θα στηρίζονται πάνω στην Ανθρώπινους κώδικες Ανθρωπιάς μας.

Και επειδή έχουμε μια δύσκολη μάχη να δώσουμε... Πρέπει να φροντίσουμε να λύσουμε και ένα άλλο ζήτημα, λεπτό κι ευαίσθητο. Πρέπει να δούμε ένα βήμα πριν τον εχθρό. Πρέπει να πάρουμε εμείς πρώτα αυτό που αυτός αποζητάει. Πρέπει να τον προλάβουμε. Και τι θέλει ο εχθρός πιο πολύ από όλα; Τι έχει ανάγκη για να οδηγηθεί στην νίκη; Γνώση... Να ξέρει τις αδυναμίες μας. Για αυτό... Δεν γίνεται να γνωρίζω μόνο τα δυνατά χαρτιά σου... Θα πρέπει να μου δείξεις και τα σκισμένα φύλλα που κρατάς, αυτά που θεωρείς άχρηστα, αυτά που δεν θέλεις, αυτά που δεν αντέχεις, που δεν θα ήθελες να βρίσκονται στο χέρι σου. Θα πρέπει να έχεις την δύναμη να μου δείξεις όλο τον έαυτό σου. Αυτά τα μικρά σημεία που σε πονάνε. Αυτά τα τεράστια σημεία που σε απειλούν. Θα μου παρουσιάσεις τον έαυτό σου σε όλο το μεγαλείο του. Με τα προτερήματα και με τα ελαττώματά σου. Με κάθε ειλικρίνεια. Αυτά είναι αυτά που θα χτυπήσει πρώτα ο εχθρός. Σε αυτά θα στοχεύσει για να σε ρίξει κάτω. Πρέπει να τα γνωρίζω πριν από αυτόν. Γνωρίζοντας εσένα, γνωρίζω τα όπλα του εχθρού. Γνωρίζω πώς θα προσπαθήσει να σε χειριστεί, τι κόλπα θα προσπαθήσει να κάνει για να σε διαλύσει. Σου υπόσχομαι, και για εμάς οι υποσχέσεις είναι υποσχέσεις με νόημα και βαρύτητα, πως δεν θα τα χρησιμοποιήσω εναντίον σου. Θα τα χρησιμοποιήσω υπέρ μας. Θα κάνω τις αδυναμίες σου, δύναμή μας. Πώς; Γνωρίζοντάς τες. Το ίδιο φυσικά θα κάνω και εγώ, θα σου πω όλα όσα χρειάζεται να ξέρεις, όλα όσα επιβάλλεται να μάθεις, θα σου δώσω ό, τι γνωρίζω για εμένα... Κι αν πιαστώ αιχμάλωτη... εσύ θα είσαι ο μόνος που θα μπορεί να με ελευθερώσει. Καλύτερα από κάθε άλλον. Εσύ θα μπορείς να βρεις τον δρόμο και τον τρόπο. Αυτό, λοιπόν, θα κάνουμε. Θα γνωριστούμε ουσιαστικά και όπου κι αν βρεθούμε θα τα καταφέρουμε να σωθούμε. Δεν θα σε αφήσω αβοήθητο ούτε μία στιγμή, δεν θα βάλω τον έαυτό μου πάνω από εσένα. Σε αυτήν την μάχη το ξέρουμε και οι δύο δεν χωράνε εγωισμοί. Δεν θα εκμεταλλευτώ την αλήθεια σου ούτε εσύ την δική μου. Γιατί αυτό είναι αυτό που θα κερδίσουμε μέσα από την διαδικασία του παραδεχόμαστε ο ένας στον άλλον ποιοι πραγματικά είμαστε. Η Αλήθεια. Η δική σου. Η δική μου. Η δική μας. Έτσι θα φύγουν τα σύννεφα, θα καθαρίσει το τοπίο και θα μπορέσουμε να καταλάβουμε ποιος πραγματικά είναι ο εχθρός μας. Γνώση χωρίς φραγμούς και Αλήθεια χωρίς όρια, λοιπόν... Θα είναι τα επόμενα βήματά μας...

Όσο για το τι θα έχουμε, τι θα κουβαλήσουμε, μαζί μας... Θα πάρουμε λίγες αποσκευές. Σχεδόν τίποτα. Τα απαραίτητα. Ούτε ασπίδες, ούτε όπλα, ούτε πανοπλίες, ούτε άλογα... Μόνο ό, τι χρειάζεται. Εμάς. Τα ένστικτά μας. Την διαίσθησή μας. Την σωματική δύναμή μας. Την συναισθηματική διάθεσή μας. Την σκέψη μας. Αυτό που είμαστε θα φέρουμε μαζί μας. Τίποτα άλλο. Μόνο αυτό. Δεν χρειαζόμαστε περιττά στοιχεία. Θα μας βαρύνουν. Θα δυσκολέψουν το βήμα μας. Θα μας καθυστερήσουν. Θα μας προσθέσουν ένα φορτίο που θα μας κουράσει πριν καν προλάβουμε να δώσουμε την μάχη. Πρέπει να φτάσουμε απέναντι στον εχθρό ξεκούραστοι, όσο γίνεται. Ούτε σακίδια, ούτε πράγματα, ούτε τίποτα. Μόνο εμάς. Λίγο νερό και λίγο φαγητό μόνο για την αρχή. Στην πορεία θα πρέπει να τραφούμε με φρούτα και καρπούς και από ό, τι άλλο συναντήσουμε και να ξεδιψάσουμε από τις πηγές που θα βρούμε... Θα προσέξουμε την υγεία μας όσο γίνεται και όσο μπορούμε... ωστέ στο κρίσιμο σημείο να έχουμε με το μέρος μας το μέγιστο των δυνάμεών μας. Θα κοιμόμαστε τα βράδυα νωρίς και θα ξυπνάμε τα πρωινά νωρίς και ο ύπνος μας θα μας γεμίζει με ενέργεια και δύναμη.

Αν τα έχουμε όλα αυτά, αν κατέχουμε όλα τα παραπάνω, είμαι σίγουρη πως όλα τα άλλα θα είναι εύκολο να βρεθούν. Τα πρακτικά ζητήματά μας πολύ γρήγορα θα μπουν σε μια σωστή σειρά. Το ποιος οδηγεί και το πότε δεν θα είναι μια τόσο δύσκολη απόφαση για εμάς. Θα ξέρουμε πως όταν οδηγεί ο ένας ο άλλος θα ακολουθεί και θα είναι σε επιφυλακή, έτοιμος να ορμήξει σε ότι επιτεθεί από πίσω μας. Θα ξέρω πως όταν κοιτάω μπροστά εσύ είσαι τα μάτια μου για πίσω. Και όταν είμαι αριστερά εσύ καλύπτεις το δεξιά. Τα σχέδια των διαδρομών μας, οι θέσεις μας, το πού και πώς θα τοποθετηθούμε... όλα θα είναι εύκολα για εμάς. Άρχοντες των διαδρομών μας θα είμαστε εμείς και μόνο εμείς. Κυρίαρχοι των κατευθύνσεων.

Σε περίπτωση τραυματισμού... Η ζωή είναι πάνω από όλα. Όλα σταματάνε. Και πρέπει να βρούμε τρόπο να φροντίσουμε τον τραυματισμένο, να τον κουβαλήσουμε, να τον προστατεύσουμε, να του δέσουμε τα τραύματα, να τον αφήσουμε να ξεκουραστεί. Με κάθε τρόπο πρέπει να σώσουμε την ζωή. Κι εγώ αυτό θα κάνω αν τραυματιστείς. Θα κάνω ό, τι χρειαστεί για να σε σώσω. Θα σου δώσω όσες βοήθειες χρειαστείς, πρώτες και δεύτερες και τρίτες και τέταρτες... Μέχρι να είμαι σίγουρη πως η πληγή σου σταμάτησε να αιμορραγεί και πως η αναπνοή σου απέκτησε τον κανονικό της ρυθμό. Μέχρι να είμαι σίγουρη πως η καρδιά σου συνεχίζει να χτυπάει κανονικά τους παλμούς της. Μέχρι να είμαι σίγουρη πως είσαι ζωντανός.

Σε περίπτωση θανάτου... Η ζωή είναι πάνω από όλα. Τίποτα δεν σταματάει. Δεν με ενδιαφέρει να με σώσεις αν σταματήσω να αναπνέω... Αν η καρδιά μου σταματήσει να χτυπάει, αν δεν νιώθεις σφυγμό, αν το μυαλό μου σταματήσει να λειτουργεί, αν σιγουρευτείς πως αυτό ήταν, τελείωσε, τελείωσα, σε παρακαλώ μην με σώσεις. Δεν θα υπάρχω για να με σώσεις. Να με αφήσεις πίσω. Να συνεχίσεις. Να κερδίσεις εσύ την κοινή μάχη μας. Δεν θέλω να κινδυνέψεις να χαθείς κι εσύ στην προσπάθειά σου να σώσεις κάτι νεκρό. Σου το λέω για να το καταγράψεις μέσα σου όσο πιο απλά και πιο ξεκάθαρα γίνεται. Αν δεν είμαι πια στην ζωή... δεν θα υπάρχει ζωή για να σώσεις. Να μην με σώσεις. Εκεί, σε παρακαλώ, να φανείς εγωιστής. Εκεί, σε παρακαλώ, να μην με σκεφτείς, να μην με κουβαλήσεις, να μην με προστατεύσεις. Να με αφήσεις πίσω. Δεν υπάρχει χρόνος για άσκοπες καθυστερήσεις. Και ο εχθρός... σε εκείνο το σημείο... γνωρίζει πως εσύ θα βρίσκεσαι στην πιο ευάλλωτη στιγμή... Η αδυναμία σου... θα είμαι εγώ. Θα σε κυριεύσουν η εκδικήση και ο θυμός... Και δεν θα βλέπεις καθαρά... Και δεν μπορεί να νικηθεί μια μάχη... αν θολώσει το μυαλό σου, αν σκοτεινιάσει η ψυχή σου... Να φανείς δυνατός. Να συνεχίσεις. Να με αφήσεις πίσω. Θα με τιμήσεις αργότερα. Αφού τελειώσεις την μάχη. Αφού νικήσεις. Τότε να με τιμήσεις. Με το μυαλό και την ψυχή σου. Αλλά σε παρακαλώ, έχω ανάγκη να ξέρω, πως αν δεν είμαι ζωντανή θα με αφήσεις πίσω και θα προχωρήσεις μπροστά. Θα σε σώσεις. Αυτό είναι το μόνο που θα μετράει τότε. Μόνο αυτό. Να επιβιώσεις. Να σωθείς. Να συνεχίσεις.

Νομίζω αυτά είναι αρκετά. Αυτά είναι τα πολύτιμα όπλα μας.

Πριν ξεκινήσουμε... Θέλω να συζητήσουμε και για κάτι άλλο... για την φύση μας. Βλέπεις, εσύ είσαι Άντρας κι εγώ είμαι Γυναίκα. Θέλω να συζητήσουμε για την δική σου φύση και για την δική μου. Πρέπει να με κάνεις να σε καταλάβω και να σε κάνω να με καταλάβεις. Αλλά δεν θα κρίνουμε ο ένας τον άλλον σε σχέση με τους Άντρες και τις Γυναίκες που έχουμε γνωρίζει μέχρι τώρα. Θα ξεχάσουμε ό, τι έχουμε γνωρίσει. Εδώ, είμαι Εγώ και Εσύ, κανένας άλλος. Θέλω να μου μιλήσεις για την φύση σου κι εγώ να σου μιλήσω για την δική μου. Και θέλω να μου μιλήσεις για την αρσενική και για την θηλυκή πλευρά σου, κι εγώ θα σου μιλήσω για την θηλυκή και την αρσενική πλευρά μου. Ο εχθρός μας... το ξέρουμε καλά... είναι και αρσενικός και θηλυκός... Γνωρίζοντας εμάς, γνωρίζουμε κι εκείνον. Θέλω να ξέρουμε όλες τις πλευρές του εχθρού μας. Αρσενικές και Θηλυκές. Όλους τους εχθρούς μας. Αρσενικούς και Θηλυκούς.

Νομίζω αυτά είναι μια καλή ετοιμασία, μια υπέροχη προετοιμασία... Ναι, αν τα κάνουμε όλα αυτά... έχουμε ελπίδα να τα καταφέρουμε... Τώρα το μόνο που μένει... Να μην νιώσουμε ανασφάλεια απέναντι στην ανασφάλεια ή φόβο απέναντι στο φόβο. Ή ανασφάλεια απέναντι στο φόβο και φόβο απέναντι στην ανασφάλεια.

Θα σου πω όμως ακόμα ένα μυστικό για να θυμάσαι... Αν... Αν κάτι γίνει... και δεν φανώ αρκετά δυνατή... Αν κάτι γίνει και δεν φανείς εσύ αρκετά δυνατός... Θα πολεμήσεις εσύ τον εχθρό μου κι εγώ τον εχθρό σου... Ξέρουμε πως ο εχθρός μας είναι κοινός... Μα πως χωρίζεται στον δικό μου εχθρό και στον δικό σου... Είναι ενωμένος και χωρισμένος... Αν επιλέξει να χωριστεί... Αν έρθει το δικό μου μερίδιο του εχθρού και δεν καταφέρω να το νικήσω... Έλα να το πολεμήσεις εσύ. Κι εγώ θα πάω στο δικό σου μερίδιο του εχθρού που μου φαίνεται πολύ πιο προσιτό. Αυτό θα γίνει μόνο αν δεν καταφέρουμε να κάνει ο καθένας αυτό που του αναλογεί, αν για κάποιο λόγο ο εχθρός είναι πιο ισχυρός για εμάς, χρησιμοποιήσει κάποια αδυναμία που δεν είχαμε συνειδητοποιήσει ή κάποιο όπλο που δεν είχαμε υπολογίσει. Ύπουλος ο εχθρός, ύπουλα και τα όπλα του... Ή μαζί και οι δύο και τους δύο εχθρούς, τον δικό μου και τον δικό σου... Αλλά αν δεν υπάρχει ο χρόνος, αν μας έχουν περικυκλώσει, αν δεν υπάρχει ο τρόπος... Θα κάνουμε κάτι που δεν περιμένει ο εχθρός... Θα ανταλλάξουμε θέσεις... Θα πολεμήσεις εσύ για εμένα κι εγώ για εσένα. Θα νικήσεις την μάχη μου και θα νικήσω την δική σου. Η νίκη θα είναι και των δυό μας. Αφού πια είναι σαν να είμαστε ένα.

Τώρα το μόνο που μένει είναι να ονομάσουμε τον εχθρό.

Οι φόβοι αποτελούν τον Φόβο.

Οι ανασφάλειες αποτελούν την Ανασφάλεια.

Ο Φόβος και η Ανασφάλεια.

Έχουμε τέσσερις εχθρούς. Τον Φόβο σου και την Ανασφάλεια σου. Τον Φόβο μου και την Ανασφάλεια μου. Αρσενικές και Θηλυκές πλευρές ενώνονται και μπερδεύονται. Ή χωρίζονται και ανεξαρτητοποιούνται. Κάθε ένας από τους τέσσερις μπορεί να επιλέξει να κοπεί. Όλοι μπορεί να διαλυθούν και σε ακόμα περισσότερους φόβους και ανασφάλειες. Οι φόβοι σου και οι ανασφάλειές μου. Οι φόβοι μου και οι ανασφάλειες σου. Μπορούν να επιλέξουν να είναι πολλοί ή ένας, πολλές ή μία. Είναι πιο πολλοί από εμάς. Θα έλεγε κανείς πως υπερτερούν. Μα και εσύ και εγώ γνωρίζουμε... πως... πως... εμείς τους δημιουργήσαμε. Για κάποιο λόγο. Γνωστό ή άγνωστο. Και μόνο εμείς μπορούμε να τους καταστρέψουμε. Για αυτό σε χρειάζομαι. Γιατί για κάποιο λόγο, γνωστό ή άγνωστο, δεν μπορώ να δώσω αυτήν την μάχη μόνη μου. Σε χρειάζομαι, σε έχω ανάγκη. Θέλω έναν σύμμαχο. Να με βοηθήσει να δώσω την μάχη μου. Και βλέπω στα μάτια σου πως κι εσύ χρειάζεσαι έναν σύμμαχο για την δική σου μάχη.

Εγώ Θέλω να γίνω ο Σύμμαχός σου.
Και σε ρωτάω ξανά:
Θέλεις να γίνεις ο σύμμαχός μου;

Αν θέλεις, τότε έλα μαζί μου...
Πρέπει για αρχή να κάνουμε το πιο δύσκολο από όλα...
Να ξεκινήσουμε από την Αγάπη.

Με Αγάπη

Ο Σύμμαχός σου.



7/5/12

Περπατούσα στο δρόμο και... (5)


Περπατούσα στο δρόμο και... το μυαλό μου ήταν διασκορπισμένο, όπως πάντα, στους δεκαπέντε ανέμους, όταν... άκουσα μικρά βηματάκια να τρέχουν κατά πάνω μου... Δεν πρόλαβα να γυρίσω να κοιτάξω ποιος είναι αυτός που έρχεται όταν ένιωσα δύο παιδικά χέρια να γλιστράνε πάνω από τους ώμους μου και να κλείνουν τα μάτια μου... Αυτό θα ήταν δύσκολο... Το να μαντέψω σε ποιον ανήκουν αυτά τα χέρια! Είχα τόσους μικρούς φίλους σε αυτήν την γειτονιά που θα ήταν αδύνατο να πω το σωστό όνομα! Πήρα μια βαθιά ανάσα για να συγκεντρωθώ. Ήμουν σίγουρη πως ήταν κορίτσι... Τα χέρια της είχαν μακρυά δάχτυλα και το άγγιγμα της ήταν απαλό... και πρέπει να ήταν από τις πιο μεγάλες, αλλά ακόμα μικρές, σε ηλικία φίλες μου γιατί την ένιωθα αρκετά ψηλή... Στην σκέψη μου άρχισαν να περνάνε οι πιθανές έφηβες φιγούρες όπου θα μπορούσαν να ταιριάξουν με τα λιγοστά παραπάνω στοιχεία... Η λίστα μου είχε περιοριστεί σε περίπου δέκα πρόσωπα. Άγγιξα τα χέρια της και με το που τα άγγιξα ήξερα ποια είναι. Δεν ξέρω γιατί. Απλά ήξερα. Είπα το όνομά της και αυτή πανηγύρισε από χαρά. Έβγαλε τα χέρια της και στάθηκε δίπλα μου. Ήταν η μεγαλύτερη αδερφή της φίλης μου που είχα συναντήσει πριν λίγες μέρες και που είχαμε αναλύσει τα χρώματα και τις μουσικές... Χαμογέλασα. Δεν ξέρω πώς γινόταν με αυτά τα παιδιά και κάθε φορά που τα έβλεπα μου φαινόντουσαν πιο έξυπνα και πιο ώριμα. Το βλέμμα της είχε σοβαρέψει και με κοιτούσε σαν να περιμένει κάτι από εμένα αλλά εγώ δεν είχα ιδέα τι ήταν αυτό. Προσπάθησα να θυμηθώ αν της είχα πει ότι θα της φέρω κάτι την επόμενη φορά που θα την δω... Αλλά τα βιβλία που χρειαζόταν επειγόντως τα είχα κατεβάσει από το πατάρι και της τα είχα δώσει, τα χρωματιστά μολύβια που μου είχαν περισσέψει και μου τα είχε ζητήσει τα είχα δώσει στην αδερφή της να της τα δώσει, και εκείνη την ταινία που ήθελε οπωσδήποτε να την δει την είχα δώσει σε εκείνο το αγοράκι να της την δώσει, εκείνον τον ζωηρό φίλο της, το πειραχτήρι, με το περίεργο όνομα που δεν έλεγε με τίποτα να χαραχτεί στην μνήμη μου... Όχι, ήμουν σίγουρη... δεν υπήρχε καμία εκκρεμότητα μεταξύ μας. Τότε εκείνη μου είπε σοβαρά πως θέλει να μιλήσουμε. Και κατάλαβα πως δεν υπήρχε καμία εκκρεμότητα. Κανένα παλιό ζήτημα που δεν έχει λυθεί. Υπήρχε κάτι καινούριο που ήθελε να συζητήθει. Η ατμόσφαιρα είχε γεμίσει από ολοκαίνουριες λεπτές αποχρώσεις συναισθημάτων και ήμουν περίεργη για το τι θα επακολουθούσε. Έπρεπε να το καταλάβω αμέσως... Είχα μερικά δευτερόλεπτα καθυστέρηση αλλά, παρόλα αυτά, το κατάλαβα λίγο πριν το πει... Όταν το βλέμμα της είχε εκείνο το ύφος που μου ήταν τόσο οικείο. Το θέμα μας για σήμερα θα ήταν... τα αγόρια. Τα μάγουλά της είχαν κοκκινίσει λίγο... και ήξερα πως ήταν δική μου δουλειά το να την κάνω να καταλάβει πως δεν υπάρχει τίποτα για το οποίο θα έπρεπε να ντρέπεται. Ήξερα πως δεν γινόταν να κάνει αυτήν την συζήτηση με τους γονείς της. Τους είχα γνωρίσει και τους δύο και ήταν αυστηροί και λίγο, εώς πολύ, συντηρητικοί. Είχα την αίσθηση πως ένας από τους λόγους που με αντιπαθούσαν ήταν γιατί με θεωρούσαν κακή επιρροή για τις κόρες τους. Κάθε φορά που συναντιόμασταν τυχαία με στραβοκοιτούσαν και με έκριναν με το βλέμμα τους απροκάλυπτα. Παρόλα αυτά, αμέσως μετά την πρώτη αυθόρμητη ματιά τους, φορούσαν το ψεύτικο χαμόγελό τους και με χαιρετούσαν καταβάλλοντας υπερβολική προσπάθεια να δείξουν ότι με συμπαθούν. Κι εγώ τους άφηνα να με κρίνουν από μέσα τους και να παίζουν τους ρόλους που έχουν επιλέξει να παίζουν. Και στενοχωριόμουν λίγο για αυτούς... Πόσο δύσκολη πρέπει να είναι η ζωή όταν δεν συμπαθείς κάποιον αλλά νιώθεις πως πρέπει να δείξεις εξαιτίας των καλών τρόπων ότι τον συμπαθείς! Εγώ πάλι μέσα στον δικό μου κόσμο τους συμπαθούσα... Δεν μου ήταν δύσκολο να τους χαμογελάσω. Τους θεωρούσα, βέβαια, εγκλωβισμένους... σε μια φυλακή που έχουν επιλέξει οι ίδιοι να χτίσουν... Αλλά μήπως ο καθένας μας δεν ζει μέσα στην δική του φυλακή; Στα πλαίσια που δεν ξεσπούσαν πάνω στα παιδιά τους με τον οποιοδήποτε τρόπο ήμουν εντάξει απέναντί τους. Και τα αγαπούσαν τα παιδιά τους. Αυτό το ήξερα. Τους φαιρόντουσαν καλά. Προσπαθούσαν να γίνουν καλύτεροι και καλύτεροι γονείς. Αυτό τους το αναγνώριζα. Και δεν ήταν εύκολο να βάζουν τις αντιλήψεις τους, καμιά φορά, στην άκρη. Τέλος πάντων... Τώρα είχα απέναντί μου αυτό το κορίτσι το οποίο μου μιλούσε για το αγόρι που της άρεσε... και με ρώταγε για το τι να κάνει και το πώς πρέπει να συμπεριφερθεί... Να του μιλήσει; Να του τηλεφωνήσει; Να του ζητήσει να βγούνε; Και μου μίλαγε τόσο ενθουσιασμένη για αυτόν! Μου περιέγραφε με τόσες λεπτομέρειες το πώς είναι τα μαλλιά του ή το χαμόγελό του... Το πώς στέκεται ή το πώς περπατάει... Εγώ αποφάσισα να πατήσω τον διακόπτη του παρελθόντος για να ανοίξω το φως στο παρελθόν και να θυμηθώ πως ένιωθα τότε στην αρχή, τι συνέβαινε ακριβώς στο μυαλό μου σε σχέση με το άλλο φύλο. Αφού ήμουν σίγουρη ότι έχω ζωντανή μετάδοση και άμεση επαφή με εκείνο το κομμάτι του έαυτού μου, έριξα όλη μου την προσοχή σε εκείνην. Άκουγα όλη την ιστορία της... Και μου φαινόταν τόσο γλυκιά και τόσο συμπαθητική η διήγησή της... Πώς την κοίταξε... Πώς της μίλησε... Τι της είπε... Τι του είπε... Τι της είπε... Τι του είπε... Τι ένιωσε... Τι σκέφτηκε... Και αφού τελείωσε η ιστορία της... Πριν προλάβω να της πω την γνώμη μου... Το ενδιαφέρον της στράφηκε σε εμένα. Με ρώτησε για εμένα. Ήθελε να μάθει για την δική μου ζωή του τότε. Για το σχολείο... και για τα αγόρια... Με κοιτούσε με μάτια θαυμασμού... «Είμαι σίγουρη πως για εσένα όλα θα ήταν τόσο εύκολα στο σχολείο...» μου είπε... Και εγώ χωρίς να το θέλω γέλασα... Το σχολείο ήταν πολλά πράγματα για εμένα. Αλλά αν κάτι δεν ήταν σίγουρα... αυτό ήταν το «εύκολο»... Και εκείνη ερμηνεύοντας το γέλιο μου λανθασμένα σαν συγκατάβαση συνέχισε... «Θα άρεσες σε τόσα αγόρια...» και εγώ σταμάτησα να γελάω...

«Δεν άρεσα και σε τόσο πολλά αγόρια...» της είπα κλείνοντας της πονηρά το μάτι.

«Αποκλείεται! Αφού είσαι τόσο όμορφη!» είπε τόσο αυθόρμητα που χωρίς να το θέλω με συγκίνησε...

«Στα μάτια σου είμαι σίγουρα όμορφη... Επειδή με αγαπάς... Αλλά να έχεις στο μυαλό σου πως δεν με βλέπουν όλοι έτσι... Ούτε τώρα... Ούτε τότε... Όταν ήμουν στην ηλικία σου... Όταν ήμουν σε εκείνη την τόσο δύσκολη ηλικία...»

«Σε παρακαλώ μίλησέ μου για τότε! Πες μου κάτι για εσένα! Για το σχολείο! Πες μου, μια σχολική ιστορία!!!» Kαι ο ενθουσιασμός της με αιφνιδίασε...

«Είχα σκοπό να σου κάνω μία συζήτηση για τα αγόρια... Θέλω να σου πω κάποια πραγματάκια για το αγόρι που σου αρέσει... Νομίζω πως κάτι έχω να σου πω πάνω στο συγκεκριμένο θέμα σε σχέση με την ιστορία σου... Και φοβάμαι πως δεν υπάρχει χρόνος για να γίνουν και τα δύο σήμερα... Θα πρέπει να διαλέξεις, λοιπόν, θέλεις ιστορία για τα αγόρια ή ιστορία για το σχολείο; Βέβαια, θα μπορούσα να πω μια ιστορία που να τα συνδυάζει και τα δύο... » «Για το σχολείο! Για το σχολείο!» Και ήξερα πως αυτό σήμαινε πως ήθελε να αποφύγει την συζήτηση των αγοριών... Σεβάστηκα την επιλογή της και είπα... «Για το σχολείο, λοιπόν!» Εκείνη ακούμπησε σε έναν τοίχο και κατάλαβα πως ήθελε να σταματήσουμε το περπάτημα... Ήταν η ώρα που θα λέγαμε ιστορία, λοιπόν... Σταμάτησα κι εγώ και άρχισα να μιλάω...

«Το σχολείο δεν ήταν εύκολο για εμένα. Το σχολείο για πολλά παιδιά δεν είναι εύκολο. Αυτό το ξέρεις κι εσύ ίσως καλύτερα από εμένα. Το σκηνικό που μου περιέγραψες πριν τρεις μήνες που έγινε στην αυλή του σχολείου σας ήταν σκληρό. Η συμπεριφορά εκείνου του δασκάλου που μου είχες περιγράψει πριν έξι μήνες ήταν απαράδεκτη. Και στην αρχή της χρονιάς, θυμάσαι, φυσικά και θυμάσαι, δεν γίνεται να μην το θυμάσαι, αυτή η φράση που μου είπες ότι σου είπε ο συμμάθητής σου... Δεν έχω λόγια για αυτήν την φράση... Καμιά φορά, ακόμα την σκέφτομαι και αναρωτιέμαι τι μπορεί να οδηγήσει ένα παιδί στο να μιλήσει έτσι σε μια συμμαθήτριά του... Τα πράγματα για εμένα στο σχολείο ήταν κάπως έτσι... Περίπου κάπως έτσι... Όπως τα βιώνεις κι εσύ... Ήταν όλα απέραντα δύσκολα... Για αυτό γέλασα όταν μου είπες ότι το σχολείο πρέπει να ήταν εύκολο για εμένα... Πολλά πράγματα ήταν το σχολείο για εμένα. Αλλά κανένα από αυτά δεν θα μπορούσε να οριστεί ως «εύκολο». Είναι γεγονός. Για εμένα ΤΙΠΟΤΑ δεν ήταν εύκολο στο σχολείο... Δεν ήμουν με τους δυνατούς, δεν ήμουν με τους αδύναμους... Δεν ήμουν με τους μεν, δεν ήμουν με τους δε... Ήμουν μια ολόκληρη άλλη κατηγορία από μόνη μου, δεν μπορούσα να χωρέσω πουθενά... Δεν περνούσα απαρατήρητη, φαινόμουν σε όλους παράξενη και περίεργη... Ορισμένες φορές, όταν το επέλεγα, γινόμουν αόρατη... Άλλες φορές, όταν αποφάσιζα να γίνω ορατή, ήμουν αυτή που κρατούσε τις ισορροπίες... Που μπορούσε να καταλάβει όλες τις πλευρές... Που έβρισκε τις λύσεις σε όλα τα προβλήματα... Υποστήριζα τους αδύναμους και έβαζα στην θέση τους τους δυνατούς, προσπαθούσα να φέρω την δικαιοσύνη και να επαναφέρω την τάξη... Δεν μιλούσα πολύ αλλά όταν επέλεγα να μιλήσω αντιπροσώπευα το σωστό και το λογικό... και πάντα μέσα από το πρίσμα της κατανόησης και της αγάπης για όλους και για όλα... Ένιωθα μόνη μου... Ένιωθα πολύ μόνη μου... Δεν έβρισκα νόημα σε τίποτα... Μου φαίνονταν όλα παράλογα... Απλά έκανα υπομονή... Για να περάσουν οι ώρες της παράνοιας... Παρατηρούσα... Προσπαθούσα... Και το μυαλό μου ήταν πάντα κάπου αλλού... Κάποια στιγμή συνέβηκε κάτι με νόημα... Δεν κράτησε για πολύ... Αλλά μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια τα δύσκολα... αυτό μου έδωσε δύναμη... ακόμα και αν δεν κράτησε πολύ καιρό... Και τώρα θα σου πω μια όμορφη ιστορία... Και θα έχεις την τιμή, μικρή μου δεσποινίς, να είσαι η πρώτη που θα την ακούσει... Κάποια στιγμή... Κάποια στιγμή μαζευτήκαμε έξι άτομα... ήμασταν όλοι οι παράξενοι του σχολείου... και αποφασίσαμε να φτιάξουμε κάτι δικό μας... Ήταν μια περίεργη παρέα... Τρία αγόρια και τρία κορίτσια στην εφηβεία... Και δεν ξέρω πώς έγινε... Ήμασταν ένας από κάθε τάξη... Ένα κορίτσι από την α γυμνασίου, ένα κορίτσι από την β γυμνασίου, ένα από την γ γυμνασίου... και μετά τρία αγόρια από την α,β,γ, λυκείου αντίστοιχα... Προφανώς, η κάθε χρονιά είχε από έναν «παράξενο». Μας δώσαμε ένα όνομα «Υπερασπιστές της Αλήθειας» και δώσαμε όρκο να υπερασπιζόμαστε την Αλήθεια! Δεν μπορείς να φανταστείς το τι έγινε... Είχαν ενοχληθεί καθηγητές και μαθητές από τους Υπερασπιστές... Γιατί όσο ωραία κι αν είναι η αλήθεια... δεν είναι εύκολο να την εφαρμόσεις στο σχολείο... Φαντάσου τι έγινε... π.χ. όταν σηκώθηκα και είπα σε έναν καθηγητή, μπροστά σε όλη την τάξη, πως θεωρώ ότι η συμπεριφορά του προς έναν συγκεκριμένο μαθητή ήταν άδικη και πως για εμένα ήταν προσβλητικό να παραμένω στην τάξη και να είμαι αυτόπτης μάρτυρας μιας τέτοιας σκληρής συμπεριφοράς... Ο καθηγητής σταμάτησε να ασχολείται με τον συμμάθητή μου και με πήρε μαζί του στο γραφείο. Εγώ χαμογέλασα στον συμμαθητή μου, είχα πετύχει τον στόχο μου... Είχα σταματήσει αυτό που συνέβαινε... Ακόμα θυμάμαι το βλέμμα του συμμαθητή μου... Απορία και Ευγνωμοσύνη... Δεν είχε καταλάβει γιατί τον είχα υπερασπιστεί... Νομίζω ήταν από τα άτομα που ούτε είχε προσέξει την ύπαρξή μου πιο πριν... Αργότερα γίναμε φίλοι... Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία... Ναι, ήταν δύσκολο να υπερασπίζεσαι την αλήθεια... Και μιας και μιλούσαμε και για αγόρια πριν... Οι Υπερασπιστές της Αλήθειας έλεγαν την αλήθεια για όλα τα θέματα... Υπήρχε κάποιος που μου άρεσε πολύ, τόσο τόσο τόσο πολύ! Ήταν μεγαλύτερος μου κάποια χρόνια και ντρεπόμουν να πάω να του μιλήσω. Όμως οι Υπερασπιστές έπρεπε να νικάνε τους φόβους τους ή, τουλάχιστον, να προσπαθούν να τους νικήσουν... Έτσι πήγα και του είπα. «Ανήκω στους Υπερασπιστές της Αλήθειας...» ήμουν έτοιμη να συνεχίσω αλλά εκείνος με διέκοψε για να μου πει, ακόμα θυμάμαι την φράση και ήταν αυτές ακριβώς οι λέξεις, «Τους έχω ακούσει. Είναι αυτοί που κάνουν άνω κάτω όλο το σχολείο στο όνομα της Αλήθειας...» μου μίλησε τόσο γλυκά που για μια στιγμή νόμιζα πως η φωνή μου εξαφανίστηκε... Δεν περίμενα να με διακόψει, ούτε να γνωρίζει την ύπαρξη της μικρής μας ομάδας... Χρειάστηκα όλο το θάρρος του κόσμου για να συνεχίσω, για να τον κοιτάξω στα μάτια και να του πω «Ακριβώς. Στο όνομα, λοιπόν, αυτής της Αλήθειας που υπερασπίζομαι... Θέλω να σου πω πως μου αρέσεις. Μου αρέσεις πολύ. Και ήθελα απλά να το ξέρεις.»... ».

«Και αυτός τι έκανε;» με ρώτησε με αγωνία η μικρή μου Φίλη.

«Τίποτα... Έμεινε να με κοιτάζει χωρίς να λέει τίποτα... Και μετά έγω έφυγα τρέχοντας... Και την επόμενη μέρα... Πήγε και το είπε στους φίλους του... Και έτσι άρχισε να με πειράζει η παρέα του... Ξέρεις πώς είναι το σχολείο... Έγραφαν το όνομά του στο θρανίο μου... Μου έπαιρναν την τσάντα και έβαζαν διάφορα χαρτάκια μέσα και καλά με μηνύματα από αυτόν... Και άλλα τέτοια... Δύο εβδομάδες μετά, μετά από 14 ημέρες καθημερινού και επώδυνου σχολικού πειράγματος, πήγα ξανά μπροστά του, τον κοίταξα στα μάτια και του είπα... «Δεν μου αρέσεις.» Και ήταν αυτός ο σύντομος διάλογός μας... «Δεν είπες ότι θα λες πάντα την αλήθεια;» «Ναι.» «Δεν ανήκεις στους Υπερασπιστές της Αλήθειας;» «Ναι.» «Τότε γιατί λες ψέμματα;»

«Γιατί του έλεγες ψέμματα;» με ρώτησε, αυτήν την φορά, με απορία η μικρή μου Φίλη.

«Δεν του έλεγα ψέμματα κι αυτό είπα και σε εκείνον «Δεν λέω ψέμματα. Σταμάτησες να μου αρέσεις. Δεν συμπεριφέρθηκες σωστά... Τώρα όλη η παρέα σου γελάει μαζί μου. Κι εγώ θα την αφήσω να γελάει. Αλλά εσύ θα γνωρίζεις πως θα γελάει για κάτι που δεν ισχύει πια. Μου άρεσες γιατί σε θεωρούσα ιδιαίτερο. Έξυπνο και ευγενικό. Σοφό και σοβαρό. Νόμιζα πως ήσουν διαφορετικός. Εσύ συμπεριφέρθηκες όπως όλα τα παιδιά του σχολείου. Πήρες κάτι όμορφο και το έκανες γελοίο... Ούτε καν αστείο... Το έκανες γελοίο. Ξέρω πως σου αρέσω... Ένας από τους λόγους για τους οποίους μου άρεσες είναι γιατί έχω δει τον τρόπο που με κοιτάζεις... Είμαι σίγουρη πως σου αρέσω... Αλλά αποδείχτηκε πως δεν θα είχες το θάρρος να κάνεις παρέα μαζί μου... Θα σου χαλούσα την εικόνα... Ε, λοιπόν, μείνε με την φτιαγμένη εικόνα σου και την παρέα σου που τόσο αγαπάς. Αλλά θέλω να ξέρεις πως έχω έναν μαγικό διακόπτη προστασίας... Όταν κάποιος δεν μου συμπεριφέρεται σωστά αυτόματα πατιέται ο διακόπτης και σταματάει να μου αρέσει... Δεν μου αρέσεις πια.»

«Και τι έγινε μετά;» τώρα η μικρή μου Φίλη είχε αγχωθεί...

«Τίποτα δεν έγινε. Για ένα χρόνο οι φίλοι του με κορόιδευαν... Και εκείνος με κοίταζε από μακρυά σιωπηλός... Δεν γέλασε ποτέ ξανά μαζί τους... Απλά δεν έπαιρνε καμία θέση... Και καμιά φορά αυτό είναι το χειρότερο... Το να μην μπορείς να υποστηρίξεις καμία θέση... Να παρατηρείς να λένε ή να κάνουν κάτι σε κάποιον... Και εσύ να μην λες τίποτα... Κάποια στιγμή, το όλο σκηνικό ξεθύμανε... Έτσι γίνεται πάντα με τα σκηνικά του σχολείου... Βρίσκουν κάτι άλλο να ασχοληθούν... Και μετά σε ξεχνάνε... Οι φίλοι του σταμάτησαν να γελάνε μαζί μου... Αυτός συνέχισε να με κοιτάζει... Δεν μου μίλησε ποτέ... Απλά συνέχισε να με κοιτάζει... Αλλά εμένα, έτσι κι αλλιώς, δεν μου άρεσε πια... Αυτή ήταν η αλήθεια...»

Η μικρή μου Φίλη με ξαναδιέκοψε και είπε, σχεδόν, μελαγχολικά

«Ωραίος μου ακούγεται ο διακόπτης σου... Απλά να τον πατάς και να σου αρέσει ή να μην σου αρέσει κάποιος... Και ακόμα πιο ωραίο το να είσαι Υπερασπιστής της Αλήθειας!!!»

Και εγώ, παίρνοντας ασυναίσθητα την δική της μελάγχολία στην φωνή μου, συνέχισα...

«Ο διακόπτης δεν ήταν και τόσο εύκολη υπόθεση... Δεν μπορώ να πω πως αυτό μπορώ να το κάνω τώρα, τουλάχιστον όχι με όλους... Ούτε τότε μπορούσα να το κάνω με όλους τους ανθρώπους... Με κάποιους... Με το συγκεκριμένο αγόρι πραγματικά απλά συνέβηκε... Απλά δεν μου συμπεριφέρθηκε σωστά... Και απλά σταμάτησε να μου αρέσει... Δηλαδή... Με την ίδια απλότητα που δεν μου συμπεριφέρθηκε σωστά με την ίδια απλότητα σταμάτησε να μου αρέσει... Όσο για τους Υπερασπιστές της Αλήθειας... Υπήρχαν στιγμές που δεν ήταν και τόσο ωραίο... Πολλές φορές δεν ήταν καθόλου ευχάριστο... Μας βάζαμε σε πολλούς μπελάδες... Κάποια στιγμή μας πήγαν και τους έξι στο γραφείο και μας ζήτησαν να σταματήσουμε αυτό το «παιχνίδι» γιατί δεν μπορεί όλο το σχολείο να ασχολείται μαζί μας... Κάποιοι μαθητές είχαν κάνει παράπονα για εμάς... Ορισμένοι καθηγητές γκρίνιαζαν... Ο διευθυντής απείλησε με αποβολή και πήρε τους γονείς μας τηλέφωνο... Όλοι οι άλλοι γονείς έτρεξαν αγχωμένοι στο σχολείο! Αλλά οι γονείς μου, οι δικοί μου γονείς, είχαν πολύ πλάκα! Είπαν ότι δεν μπορούν να έρθουν στο σχολείο γιατί δουλεύουν και οι δύο για να θρέψουν τόσα παιδιά... και δεν μπορούν να ασχοληθούν με τις ανοησίες του διευθυντή... Και ότι ακόμα και να μπορούσαν να έρθουν το μόνο που θα έλεγαν θα ήταν ότι ανήκουν κι αυτοί στους Υπερασπιστές της Αλήθειας... Ότι έχουν ακούσει από εμένα τα πάντα για τους Υπερασπιστές και δεν άκουσαν ούτε ένα γεγονός στο οποίο να τους φάνηκε παράλογη η παρέμβασή μας... Ότι μας γνώριζαν και τους έξι και ότι ήμασταν αξιόλογα άτομα και είχαν εμπιστοσύνη στην κρίση μας... Και ότι αν το σχολείο θέλει να πάρει την θέση του να πνίγει κάθε πρωτοτυπία και να εξανεμίζει και την παραμικρή έμπνευση αυτοί δεν πρόκειται να γίνουν κομμάτι αυτής της διαδικασίας... Είπαν, επίσης, πως κατά την γνώμη τους, οι καθηγητές θα έπρεπε να είναι ανοιχτοί στο να μαθαίνουν από τα παιδιά... και όχι να τρέμουν στην πρώτη διαφορετική δυσκολία που μπορεί να τους παρουσιάζεται... Και πως κανονικά οι καθητητές θα έπρεπε να ενδιαφέρονται από μόνοι τους για την δικαιοσύνη και για την αλήθεια και να προστατεύουν τα παιδιά από απαράδεκτες καταστάσεις είτε αυτές προέρχονται από τους μαθητές είτε από τους ίδιους τους καθηγητές... Είπαν, πως φυσικά αν θεωρούσαν πως έκανα κάτι λάθος, ευχαρίστως θα μου μιλούσαν και έτσι πάντα κάνουν όταν νιώθουν πως κάτι δεν είναι σωστό κατά την δική τους άποψη... Αλλά δεν πιστεύουν πως εγώ έκανα κάτι λάθος... Ότι με έχουν μεγαλώσει σαν ανεξάρτητο άνθρωπο και έχουν εμπιστοσύνη στις επιλογές μου... Ότι είναι πολύ περήφανοι για εμένα και με υποστηρίζουν σε ό, τι κι αν κάνω... Κι ότι αν θέλουν να μου δώσουν αποβολή να μου την δώσουν, με την ευχή τους, απλά να τους ενημερώσουν για να έρθουν να με πάρουν από το σχολείο... Είχε πολύ γέλιο εκείνο το τηλέφωνο... Ήμουν μπροστά και άκουγα τις απαντήσεις του διευθυντή... Όταν έκλεισε το τηλέφωνο ήταν εξαγριωμένος... Τελικά, την πήραμε την αποβολή...»

«Πήρες ΕΣΥ αποβολή;!» Η Φίλη μου με κοίταζε χωρίς να πιστεύει αυτά που ακούει!

«Όχι, μόνο εγώ και οι έξι μας... Και κάπου εκεί τελείωσε η ιστορία μας... Γιατί όλοι οι υπόλοιποι γονείς δεν ήταν σαν τους δικούς μου... Οι πέντε από τους έξι, όλοι εκτός από εμένα, πέρα από την πολυήμερη αποβολή, έφαγαν τιμωρία και από τους γονείς τους... Μας είχε απειλήσει και ο διευθυντής ότι, έτσι και ξανακούσει το οτιδήποτε σε σχέση με αυτήν την μικρή μας ομάδα, θα μας κάνει τον βίο αβίωτο... Ε, παιδιά ήμασταν δεν θέλαμε και πολύ να τρομοκρατηθούμε... Και αποφασίσαμε να αφήσουμε στην άκρη τους Υπερασπιστές...»

«Τι κρίμα... Και τι κάνουν οι Υπερασπιστές τώρα;» Με ρώτησε και τα μάτια της είχαν ένα ιδιαίτερο βλέμμα που δεν είχα ξαναδεί στα δικά της τα μάτια...

«Δεν ξέρω... Ειλικρινά, δεν ξέρω... Έχω χρόνια να τους δω... Αλλά όταν τους σκέφτομαι... Θέλω να πιστεύω ότι ακόμα αγωνίζονται ενάντια στην αδικία... Ακόμα προσπαθούν για αυτό που προσπαθούσαμε τότε...»

Αναστενάξαμε και οι δύο... Μείναμε για λίγο σιωπηλές... Και μετά ήταν εκείνη που επέλεξε να μιλήσει πρώτη...

«Τι ωραία ιστορία! Θα μου πεις κι άλλη ιστορία από το σχολείο σου; Σε παρακαλώ!»

Εγώ γέλασα και αμέσως μετά σοβάρεψα και της είπα...

«Έχω μερικές ιστορίες του σχολείου που θα μπορούσα να τις μοιραστώ μαζί σου... Παρόλα αυτά, ξέρω πως δεν είναι αυτό το πραγματικό θέμα για το οποίο θέλεις να μιλήσουμε... Μέσα στις επόμενες ημέρες, λοιπόν, θα κανονίσουμε μια γερή συζήτηση για το θέμα που σε απασχολεί... Για την ώρα, μέχρι να ξανασυναντηθούμε... Θέλω να ξέρεις... Πως εγώ δεν είμαι και ο ιδανικότερος άνθρωπος στο να δίνει συμβουλές πάνω σε αυτά τα θέματα... Εγώ απλά θα σου έλεγα να υπερασπιστείς την αλήθεια σου... Δεν είναι τυχαίο που και σήμερα χωρίς να το καταλάβω οδηγήθηκα να σου μιλήσω για τους Υπερασπιστές της Αλήθειας... Αυτό θα σου έλεγα να κάνεις και τώρα... Να πας να μιλήσεις σε αυτόν που σου αρέσει... Εγώ αυτό θα έκανα... Αλλά δεν μπορώ να πω πως η αλήθεια με έχει οδηγήσει πάντα στο επιθυμητό αποτέλεσμα... Είναι πολύ πιθανό ο φίλος σου να τρομάξει ή να αγχωθεί ή να οτιδήποτε άλλο... Ίσως η καλύτερη λύση είναι... να δεις πού βρίσκεται ο φίλος σου... Σε ποιο σημείο είναι εκείνος σε σχέση με εσένα... Να αρχίσετε να μιλάτε περισσότερο... Για να έχεις περισσότερα στοιχεία για αυτόν... αλλά και περισσότερα στοιχεία δικά σου σε σχέση με αυτόν... Να δεις πώς νιώθεις μαζί του... Αυτό είναι μια καλή αρχή... Και μετά βλέπεις τι θα γίνει... τι θα κάνεις... ανάλογα με το τι θα κάνει κι αυτός... Να προχωρήσεις βήμα βήμα... Αυτό πάντα είναι μια σοφή συμβουλή... Το βήμα βήμα...»

Μου χαμογέλασε...

«Θα περιμένω την γερή συζήτησή μας... γιατί πραγματικά την χρειάζομαι...»

«Αν την χρειάζεσαι, δεν χρειάζεται να περιμένουμε κάποια τυχαία συνάντηση στον δρόμο για να συζητήσουμε... Ξέρεις που θα με βρεις...»

«Σε ευχαριστώ! Θα μου πεις όταν συναντηθούμε και καμία ιστορία ακόμα από το σχολείο;»

«Όσες θες! Μπορεί να σου μιλήσω για τους Ιππότες της Ισότητας και της Ισορροπίας...»

«Γουάοοοοο! Τι είναι αυτό πάλι;»

«Μια άλλη όμορφη, ιδιαίτερη, και σπάνια ιστορία σχολική!»

«Οι δικές μου σχολικές ιστορίες δεν έχουν τόσο ενδιαφέρον...»

«Α, πίστεψέ με, ούτε οι περισσότερες δικές μου... Απλά έχω μία-δύο που νομίζω πως αξίζουν να ειπωθούν...»

Όλα αυτά ειπώθηκαν τόσο γρήγορα μέσα σε μια ατμόσφαιρα αμοιβαίου ενθουσιασμού...

Με την επόμενη ερώτησή της επέστρεψα στην πραγματικότητα του χρόνου...

«Τι ώρα είναι;»

Της έδειξα το ρολόι μου και εκείνη χοροπήδησε!

«Αμάν! Πρέπει να φύγω!»

Με την απότομη αντίδρασή της αυτόματα κοίταξα κι εγώ την ώρα στο χέρι μου και πετάχτηκα κι εγώ με την σειρά μου!

«Αμάν! Φοβάμαι πως είναι ώρα που πρέπει να φύγουμε και οι δύο!!!»

Ειλικρινά, δεν έχω ιδέα πως περνάει τόσο γρήγορα ο χρόνος με τους μικρούς μου Φίλους...

Φύγαμε τρέχοντας προς αντίθετες κατευθύνσεις όταν την άκουσα να μου φωνάζει από μακρυά

«Εϊ, Υπερασπιστή της Αλήθειας!»

Έστριψα το κεφάλι μου και την είδα να με χαιρετάει τρέχοντας ακόμα

«Σε αγαπάωωωωωωωωω!»

Και με αυτήν την φράση συνέχισε να τρέχει χωρίς να περιμένει καμία απάντηση από εμένα γιατί είχε ήδη αργήσει να πάει στον προόρισμό της...

Εγώ έτρεξα μέχρι που έφτασα στην στάση του λεωφορείου... Και υποχρεωτικά σταμάτησα για να μπω στην ατμόσφαιρα της αναμονής και ήταν από τις λίγες φορές που αυτή η αναμονή δεν μου φάνηκε καθόλου εκνευριστική ή βαρετή... Το αντίθετο μάλιστα... ήταν ευχάριστη και συγκινητική...

Τριγυρνούσε στο μυαλό μου ο όρκος των Υπερασπιστών...

Γιατί είχαμε και όρκο... Τον δικό μας όρκο...

Και μας σκέφτηκα... Τους έξι μας... Ακόμα και αφού «απαγορεύτηκαν» οι Υπερασπιστές... Σε εκείνα τα διαλείμματα... που μαζευόμασταν σε μια γωνία μόνο και μόνο για να ψιθυρίσουμε τον όρκο μας... και να πάρουμε ενέργεια από αυτόν... Και αντλούσαμε δύναμη για να αντέξουμε όλα όσα συνέβαιναν στο σχολείο...

Εκείνο το σχολείο που σε εμάς τους έξι δεν είχε συμπεριφερθεί καθόλου καλά... Που εμένα δεν μου είχε συμπεριφερθεί καθόλου καλά... Γιατί σε κάθε μία ευχάριστη ιστορία αντιστοιχούσαν τόσες δυσάρεστες και δεν ήταν ήταν καθόλου καλή ισορροπία αυτή για μια παιδική ψυχή...

Και άκουσα τις λέξεις στο μυαλό μου...

Σε αυτό το σχολείο δεν υπάρχει Δικαιοσύνη
Καμία Αξία όρθια δεν έχει απομείνει
Κανείς δεν ενδιαφέρεται να κάνει το σωστό
Κανείς δεν αγαπάει, δεν έχει σεβασμό

Για αυτό και εμείς θα ενωθούμε
Για αυτό και εμείς θα ενωθούμε
για να υπερασπιστούμε
για να υπερασπιστούμε
Κάθε συνάνθρωπο σύμμαθητή μας
Κάθε συνάνθρωπο καθήγητή μας
Που δεν αντέχει να υπερασπιστεί
Τα όμορφα που υπάρχουν πάνω σε αυτήν την γη.

Με κάθε τίμημα την Αλήθεια θα υπηρετούμε,
για αυτήν αναπνέουμε, για αυτήν μονάχα ζούμε,
αν θέλεις και εσύ να είσαι Υπερασπιστής,
θα πρέπει πάντα την Αλήθεια να ψάχνεις για να βρεις

Και αν μας ρωτάτε: Πού κρύβεται η ηθική;
Η απάντηση είναι: Σε κάθε κίνησή μας
Και αν μας ρωτάτε: Που κρύβεται η ζωή;
Η απάντηση είναι: Σε κάθε ανάπνοή μας.

Και ας είμαστε έξι κάποτε θα γίνουμε εφτά...
Σιγά σιγά θα φτάσουμε και τους δέκα εφτά...
Θα μεγαλώσουμε και Θα επεκταθούμε
Θα αλλάξουμε τον κόσμο, κάποτε Θα σωθούμε

Και όλα αυτά που οι άλλοι μας υποχρεώνουν
Δεν μας ραγίζουν και δεν μας λιώνουν
Και όλα αυτά που γίνονται χωρίς να μας ρωτήσουν
Δεν θα μας σπάσουν και δεν θα μας λυγίσουν

Για πάντα εμείς θα προσπαθούμε
Απέναντι στο άδικο θα επαναστατούμε
Με την Αγάπη να μας καθοδηγεί
Θα χτίσουμε την καινούρια κοινή μας αρχή

Είμαστε οι Υπερασπιστές
Της Αγάπης οι αγωνιστές
Είμαστε οι Αγωνιστές
Της Αλήθειας οι Υπερασπιστές.

Και τότε άκουσα την πόρτα του λεωφορείου μπροστά μου να κλείνει, είχα χαθεί τόσο στις σκέψεις μου που δεν το είχα δει να έρχεται, δεν το είχα ακούσει να σταματάει, έκανα σήμα στον οδηγό να μου ανοίξει, αλλά εκείνος δεν μου άνοιξε, και είδα το λεωφορείο να φεύγει και να απομακρύνεται... Αλλά δεν θύμωσα, δεν εκνευρίστηκα, δεν αγχώθηκα... Και τους είδα... Εκεί μέσα στο λεωφορείο σε μια γωνία στα πίσω καθίσματα... Να απομακρύνονται από εμένα και αυτοί... Και να με χαιρετάνε...

Και το λεωφορείο έστριψε... Και το λεωφορείο έφυγε...

Και με την ευχή... να είναι καλά οι υπόλοιποι πέντε Υπερασπιστές, όπου κι αν είναι...

Και με την εικόνα έξι παιδιών να ψιθυρίζουν...

Ξεκίνησα να περπατάω...

Ψιθυρίζοντας μαζί τους...

«Σε αυτό τον κόσμο δεν υπάρχει Δικαιοσύνη... Καμία Αξία όρθια δεν έχει απομείνει...»

Και ακούγοντας παραλλαγμένο όλο τον όρκο στο μυαλό μου...

Συνέχισα να περπατάω... Και συνέχισα να περπατάω... Και συνέχισα να περπατάω...

Μέχρι σήμερα...

Ψιθυρίζοντας τον όρκο μας...

Μέχρι σήμερα...

Ψιθυρίζοντας τον όρκο έξι παιδικών ψυχών...


7/1/12

Περπατούσα στο δρόμο και... (1)




Περπατούσα στο δρόμο και… ήμουν χαμένη, όπως πάντα, στο δικό μου κόσμο όταν άκουσα μια παιδική φωνούλα να φωνάζει το όνομά μου. Σταμάτησα τον βιαστικό βήματισμό μου, γύρισα το κεφάλι μου απότομα και είδα ένα κοριτσάκι να τρέχει τρέχοντας κατά πάνω μου. Με αγκάλιασε τόσο σφιχτά που για μια στιγμή δεν μπόρεσα να αναπνεύσω. Χαμογέλασα και την κοίταξα. Δεν είχα και τόσο καιρό να την δω αλλά κιόμως είχε αλλάξει τόσο πολύ! (Ο χρόνος των μικρών είναι τελειώς διαφορετικός από τον χρόνο των μεγάλων...). Είχε ψηλώσει, είχε μεγαλώσει και είχε ομορφύνει! Ήταν μία από τους μικρούς μου φίλους της γειτονιάς! Με κοιτούσε χαμογελαστή και χαρούμενη και η ψυχή μου γέμισε αμέσως με φως! (Ο κόσμος των μικρών είναι τελείως διαφορετικός από τον κόσμο των μεγάλων...).

Περπατήσαμε μαζί τον υπόλοιπο δρόμο ενώ άκουγα με προσοχή όλα της τα νέα. Για το σχολείο, τα μαθήματα, τους βαθμούς, τους δασκάλους, τους φίλους, την γιορτή που θα γίνει σε λίγες μέρες, το καλοκαίρι που έρχεται...

Μου έδειξε το φόρεμά της... Της είπα πως μου αρέσει πολύ και πως το κόκκινο είναι το αγαπημένο μου χρώμα. Το πρόσωπό της έλαμψε ενώ κουνούσε το κεφάλι της με ενθουσιασμό λέγοντας με ένα πονηρό τεράστιο χαμόγελο πως και εκείνης το αγαπημένο της χρώμα είναι το κόκκινο. Εγώ αναρωτήθηκα αν πραγματικά ήταν το αγαπημένο της χρώμα ή αν απλά έγινε το αγαπημένο της χρώμα την στιγμή που της δήλωσα ότι ήταν το δικό μου αγαπημένο χρώμα... Είχε σημασία για εκείνη να έχουμε το ίδιο αγαπημένο χρώμα... Μου έδειξε τα πράσινα της παπούτσια και φαινόταν σαν να περιμένει να δει την αντίδρασή μου στο χρώμα πράσινο. Τότε εγώ της είπα πως αγαπάω όλα τα χρώματα γιατί κάθε χρώμα είναι μοναδικό και έχει την δική του προσωπικότητα! Της εξήγησα πως κάθε διάθεση μου έχει διαφορετικό χρώμα και κάθε συναίσθημά μου έχει διαφορετική απόχρωση χρώματος. Μετά, βέβαια, επειδή έχω τρομοκρατηθεί λιγάκι από αυτά που ακούν τα κακόμοιρα παιδάκια από τους μεγάλους έσπευσα να προσθέσω πως το λέω μεταφορικά. Πως η φαντασία μου βάζει χρώματα στις διαθέσεις και στα συναισθήματα... και μετά από μία περίεργη ανάλυση περί πραγματικότητας και μη πραγματικότητας, που παραδόξως η μικρή μου φίλη έμοιαζε να την καταλαβαίνει χωρίς να μπερδεύεται, κατέληξα απλά – ούτε έχω ιδέα πώς ξαναγύρισα εκεί στην αρχή της συζήτησής μας- στο ότι λατρεύω όλα τα χρώματα. Εκείνη φάνηκε ικανοποιημένη από την απάντησή μου και, σχεδόν, ανακουφισμένη, γιατί δεν σήμαινε ότι επειδή το αγαπημένο της χρώμα είναι το κόκκινο δεν μπορεί να αγαπάει και όλα τα υπόλοιπα χρώματα.

Μετά μου είπε ενθουσιασμένη τα πάντα σε σχέση με τα ψεύτικα παιδικά τατουαζ που της είχα δώσει στην προηγούμενη συνάντησή μας. Από τις πεταλούδες στις νεράιδες και από τα λουλουδάκια στα ουράνια τόξα και έτσι απλά, χωρίς να το καταλάβουμε, οδηγηθήκαμε να συζητάμε πάλι για τα διάφορα χρώματα και από εκεί περάσαμε στην ομορφιά της φύσης και μετά, ούτε που θυμάμαι πώς, στην μαγεία της μουσικής! Μου ζήτησε να της γράψω κάποια τραγούδια που ήθελε να ακούσει και εκεί μοιραστήκαμε την αγάπη μας για τις διάφορες μελωδίες. Και, όπως συμβαίνει και με τα χρώματα, της εξήγησα πως για εμένα κάθε είδος μουσικής είναι ξεχωριστό και έχει τον δικό του χαραχτήρα! Από τα ελληνικά στα ξένα και από την κλασική μουσική στο ροκ...

Κι έπειτα περάσαμε στις «σοβαρές» μας συζητήσεις. Πάντα κάνουμε και σοβαρές συζητήσεις!!! Αφού περάσαμε μια ταχύτατη «βόλτα» από την οικονομικοπολιτική κρίση αποφασίσαμε να περπατήσουμε λίγο πιο αργά, κυριολεκτικά και μεταφορικά, και μιλήσαμε για τα προβλήματα των οικογενειών, τις φωνές, τους καβγάδες, τα διαζύγια, τις διαλυμένες σχέσεις, τους χωρισμένους γονείς, τα αβοήθητα παιδιά, τα διάφορα ιδρύματα που υπάρχουν και που δεν είναι πάντα το καταλληλότερο περιβάλλον για να βρεθεί κανείς, την σωματικοψυχολογική κακοποίηση, την έλλειψη αγάπης, την εγκλωβισμένη κοινωνία και την ανύπαρκτη επικοινωνία... και το πιο φοβερό είναι ότι εγώ δεν ξεκίνησα ούτε ένα από τα παραπάνω θέματα! Εγώ απλά ακολουθούσα αυτά που εκείνη ήθελε και είχε την ανάγκη να συζητήσει και προσπαθούσα να προλαβαίνω τον ρυθμό της σκέψης της (που άρχιζε να αυξάνεται σιγά σιγά και να γίνεται όλο και πιο γρήγορος και όλο και πιο γρήγορος σε αντίθεση με το περπάτημά μας που γινόταν όλο και πιο αργό και όλο και πιο αργό) και να της απαντάω απλά και αληθινά σε ό, τι με ρωτούσε.

Στο τέλος, και ενώ είχα εξαντληθεί από τις τόσες ερωτήσεις (και από όλο αυτό το τρέξιμο των λέξεων!), ήρθε εκείνη η ερώτηση στην οποία δεν ήξερα τι να απαντήσω... Πάντα υπάρχει τουλάχιστον μία τέτοια ερώτηση (αν είμαι τυχερή αλλιώς είναι περισσότερες ερωτήσεις!) η οποία θα με φέρει αντιμέτωπη με τον εαυτό μου και την ζωή μου και η οποία θα με δυσκολέψει με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο... Απλά εύχομαι κάθε φορά να καταφέρω να προσπεράσω το σημείο όσο πιο γρήγορα και όσο πιο ανώδυνα γίνεται μέσα μου έτσι ώστε να μπορέσω να δώσω μια τίμια απάντηση στο άτομο που έχω απέναντί μου. Ευτυχώς, αυτή ήταν μία από τις καλές μου μέρες. Η ερώτηση με έστησε κυριολεκτικά στον τοίχο αλλά για λίγα μόνο δευτερόλεπτα... Σχεδόν για μια στιγμή μόνο... γιατί μετά, ευτυχώς, ήρθε η απλή και αληθινή απάντησή μου στην επιφάνεια για να μου αποδείξει πως δεν με προδίδει ο εαυτός μου και πως μέχρι τώρα, δεν μπορεί, κάτι έχω καταφέρει, κάτι έχω καταλάβει... Καλά προχωράω στην ζωή... Εξάλλου, ένα καλό κριτήριο για να καταλαβαίνεις πως τα πας στην ζωή σου είναι το αν μπορείς - το να μπορείς - να απαντάς στις ερωτήσεις των παιδιών. Αν νιώθεις καλά με τον εαυτό σου και με τις επιλογές σου καμία ερώτηση δεν σε τρομάζει.

Η ερώτηση, λοιπόν, ήταν...

«Είσαι ψυχολόγος;»

Αυτή ήταν η αρχική ερώτηση. Όχι η ερώτηση που με έστησε στον τοίχο. Η ερώτηση πριν την Ερώτηση. Αυτή η ερώτηση δεν με τρόμαξε ούτε με άγχωσε για τίποτα. Μου έκανε εντύπωση, βέβαια, γιατί έτυχε να γίνει την ίδια εβδομάδα που τριγυρνούσε μέσα μου, ανάμεσα στις διάφορες σκέψεις μου, η σκέψη του, πόσες φορές, έχει χρειαστεί να παίξω τον ρόλο του ψυχολόγου στις σχέσεις μου σε αυτήν την ζωή... Αλλά η έκπληξη κράτησε λίγο όταν θυμήθηκα ότι τα παιδιά έχουν κάτι απίστευτες ειδικές κεραίες στο κεφαλάκι τους για να πιάνουν τα σήματα που εκπέμπονται από εσένα και, έτσι, καμιά φορά, ρωτάνε την κατάλληλη ερώτηση στον κατάλληλο άνθρωπο την κατάλληλη στιγμή. Ναι, με εξέπληξε αλλά δεν ήταν αυτή η ερώτηση που με ακινητοποίησε. Η συνέχεια αυτής της ερώτησης ήταν εκείνη που με έστησε στον τοίχο...

Στην πρώτη, απλή, ερώτηση κούνησα αρνητικά το κεφάλι. Με ρώτησε αν ήμουν ψυχολόγος κι εγώ, πολύ απλά, δεν ήμουν ψυχολόγος.

Και τότε εκείνη σχεδόν εκνευρίστηκε μαζί μου! Με κοίταξε δύσπιστα και με ρώτησε σχεδόν θυμωμένη...

«Γιατί;»

... Και αυτή ήταν η Ερώτηση που με έστησε στον τοίχο. Ή μήπως ήταν ο τρόπος που έγινε ή το συναίσθημα που την ακολουθούσε ή ένας συνδυασμός όλων των παραπάνω; Γιατί πριν προλάβω να σκεφτώ το οτιδήποτε, εκείνη είδε την σπάνια στιγμή αδυναμίας. Είδε το βλέμμα μου να φεύγει και την σκέψη μου να χάνεται. Και αυτό ήταν αρκετό, άρπαξε την ευκαιρία της παύσης μου για να συνεχίσει...

«Γιατί δεν είσαι ψυχολόγος; Αφού βοηθάς τα παιδιά! Αφού εμένα με έχεις βοηθήσει τόσες φορές από όταν ήμουν μικρή! Μου έχεις δώσει τόσες συμβουλές! Μας έχει δώσει τόσες συμβουλές! Όλα τα παιδιά της πλατείας σε αγαπάνε! Όλη η γειτονιά σε αγαπάει! Θα μπορούσες να βοηθήσεις τόσο κόσμο! Θα μπορούσες να βοηθήσεις τόσα παιδιά! Αφού αγαπάς τα παιδιά! Γιατί; Γιατί δεν είσαι ψυχολόγος; Δεν θέλεις να γίνει καλύτερος ο κόσμος; Δεν θέλεις να βοηθήσεις κι εσύ στο να γίνει καλύτερος ο κόσμος; Γιατί δεν είσαι ψυχολόγος; Γιατί;»

Και εγώ μπροστά σε αυτό το απρόσμενο ξέσπασμα δεν μπορούσα να βρω καμία απάντηση αρκετά ικανοποιητική... Εξάλλου, είναι γνωστό πως δεν τα πάω καθόλου καλά με όποια ερώτηση ξεκινάει με το «Γιατί» ! Μου πήρε μερικά δευτερόλεπτα... να ξαναοργανώσω το μυαλό μου. Έτσι κι αλλιώς, όλα είχαν γίνει μέσα σε δευτερόλεπτα... Την κοίταξα ψύχραιμα και άφησα την αλήθεια μου να μιλήσει αντί για εμένα...

Και η Αλήθεια μου είπε (και την άκουγα κι εγώ να μιλάει με ενδιαφέρον γιατί ήθελα να μάθω κι εγώ τι θα πει!) πως, ναι, είναι αλήθεια ότι αγαπάω τα παιδιά. Και όχι μόνο τα παιδιά ότι αγαπάω τους ανθρώπους. Και, ναι, είναι αλήθεια πως μου αρέσει να βοηθάω τα παιδιά και τους μεγάλους όταν νιώθω πως υπάρχει κάτι που μπορώ να πω ή να κάνω και που μπορεί να βοηθήσει. Αλλά από το να αγαπάς τα παιδιά μέχρι το να γίνεις ψυχολόγος υπάρχει τεράστια απόσταση. Θα έπρεπε να σπουδάσω, να διαβάσω, να αποκτήσω τις γνώσεις, να νιώσω έτοιμη, να το θέλω πάρα πάρα πάρα πολύ, να βοηθήσει λίγο και η ζωή, να σπρώξει λίγο και η τύχη, και μετά να γίνω ψυχολόγος. Έπειτα της μίλησα για την μεγάλη ευθύνη που έχει ένας ψυχολόγος. Και για το πόσο λίγη σχέση έχει το επάγγελμα του ψυχολόγου με αυτό που κάνω εγώ, που, πού και πού, δίνω καμία συμβουλή η οποία μπορεί να είναι σωστή, μπορεί να είναι και λάθος. Εγώ απλά λέω την γνώμη μου με βάση αυτά που με έχει μάθει η δική μου ζωή αλλά αυτό δεν είναι αρκετό για το επάγγελμα του ψυχολόγου. Και, μετά από όλα αυτά (και άλλα τόσα!), με άκουσα να μιλάω σε σχέση με το επάγγελμα που έχω επιλέξει να κάνω. Το επάγγελμα που μου αρέσει, το επάγγελμα που αγαπάω, το επάγγελμα που ήθελα και θέλω πάρα πάρα πάρα πάρα πάρα πολύ. Της είπα πως... Πως αυτό ήταν το όνειρό μου από όταν ήμουν στην δική της ηλικία. Πως αυτό είναι αυτό που θέλω να κάνω στην ζωή μου. Αυτό είναι αυτό που προσπαθώ να κάνω, ανεξάρτητα από το αν τα καταφέρνω ή όχι. Πως προσπαθώ να αλλάζω τον κόσμο μέσα από την τέχνη μου αλλά και μέσα από την ζωή μου. Με αυτό που είμαι καθημερινά. Με το πώς συμπεριφέρομαι στους άλλους κάθε στιγμή. Πως δεν χρειάζεται να είμαι ή να γίνω ψυχολόγος για να βοηθάω τους ανθρώπους γύρω μου ή για να κάνω καλύτερο τον κόσμο. Πως αγαπάω την ψυχολογία αλλά αγαπάω πολλά πράγματα και δεν γίνεται να γίνουμε όλα τα πράγματα. Μπορούμε να γίνουμε πολλά, πάρα πολλά, πιο πολλά από όσα πιστεύουμε, αλλά είναι δύσκολο να τα καταφέρουμε να γίνουμε όλα, (και εκεί πρόσθεσε η αλήθεια μου και με εξέπληξε κι εμένα) χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι αδύνατο, μπορεί κάποιος να μπορεί να τα καταφέρει και όλα... Έπειτα η Αλήθεια μου μίλησε για την σχέση μου με την Αγάπη. Και είπε η Αλήθεια μου... και είπα εγώ... πως, καμιά φορά, οι άνθρωποι μεταφράζουν λίγο διαφορετικά αυτήν την αγάπη που έχω για τα πάντα θέλοντας να βάλουν «τίτλο» στην αγάπη μου... Αγαπάω τα παιδιά και νομίζουν πως θα έπρεπε να είμαι δασκάλα, αγαπάω τους ανθρώπους και νομίζουν πως θα έπρεπε να γίνω ψυχολόγος, μέχρι σήμερα έχουν δώσει πολλά «ονόματα» στην αγάπη μου αλλά κανένα δεν είναι σωστό. Γιατί εγώ πιστεύω πως η αγάπη είναι πάνω και πέρα από κάθε επάγγελμα, κάθε τίτλο, κάθε «ταμπέλα». Η αγάπη μου δεν έχει όνομα. Η αγάπη μου είναι απλά αγάπη. Δεν χρειάζεται να είσαι ψυχολόγος για να αγαπάς τους ανθρώπους, δεν χρειάζεται να είσαι δάσκαλος για να αγαπάς τα παιδιά, δεν χρειάζεται να είσαι γυμναστής για να αγαπάς την γυμναστική, δεν χρειάζεται να είσαι μουσικός για να αγαπάς την μουσική... (και είπε άλλα τόσα παραδείγματα η Αλήθειά μου που ούτε εγώ δεν ήξερα ότι υπήρχαν όλα αυτά μέσα μου, ότι αγαπάω τόσο πολλά με τόσους διαφορετικούς τρόπους!). Και άκουγα την φωνή μου να λέει ότι εγώ απλά πιστεύω πως όλοι οι άνθρωποι θα έπρεπε να έχουν ενδιαφέρον για τα πάντα και τους πάντες γύρω τους. Πώς έχω πάρα πολύ αγάπη μέσα μου και τα χωράει όλα και τους χωράει όλους. Πως είμαι εδώ, για ό, τι χρειαστεί, και πως για αυτήν θα υπάρχει πάντα χώρος και χρόνος στην ζωή μου. Πως ένα κομματάκι της καρδιάς μου της ανήκει. Πως η θέση της μέσα μου είναι μοναδική και ξεχωριστή. Σαν τα χρώματα, σαν την μουσική. Έπειτα της είπα πως δεν δίνω πάντα τις σωστές συμβουλές, δεν είναι όλα όσα λέω σωστά. Και πρέπει να κρίνει, πάντα πρέπει να κρίνει, ακόμα και από αυτά που της λέω εγώ και από αυτά που της λένε οι άλλοι, τι θέλει να κρατήσει και τι θέλει να αφήσει... Πώς στόχος της πρέπει να είναι να βρει εκείνη τι την εκφράζει, εκείνη τι πιστεύει, εκείνη ποια είναι και ποια θέλει να γίνει. Και στο τέλος, όπως συνηθίζω να κάνω στο τέλος, όπως συνηθίζει η Αλήθεια μου να κάνει, της απάντησα με μια απλή συγκεκριμένη φράση σε αυτό που με ρώτησε:

«Δεν είμαι ψυχολόγος γιατί δεν θέλω να ειμαι ψυχολόγος.»

«Αν ήθελα να ήμουν ψυχολόγος θα προσπαθούσα με όλες μου τις δυνάμεις να γίνω ψυχολόγος. Για την ώρα πολεμάω με όλες μου τις δυνάμεις για να γίνω αυτό που θέλω να είμαι.»

Και πρόσθεσε η αλήθεια μου, και πρόσθεσε η φωνή μου και πρόσθεσε η ψυχή μου και πρόσθεσα εγώ...

«Θέλω να είμαι αυτό που είμαι τώρα και να γίνομαι όλο και καλύτερη σε αυτό. Αν αλλάξει αυτό που θέλω να είμαι, τότε θα αλλάξει και αυτό που θα γίνω και τότε θα αλλάξει και αυτό που θα είμαι. Αλλά για την ώρα, θέλω να προσπαθήσω λίγο ακόμα, λίγο, λίγο ακόμα, μήπως καταφέρω να κάνω το όνειρο πραγματικότητα... Θέλω να είμαι πάνω από όλα Καλλιτέχνης. Θέλω να γίνω Καλλιτέχνης.»

Και τότε σκέφτηκα εγώ... «Μα, ίσως, το όνειρο να είναι ήδη εδώ... Ίσως να... Είμαι Καλλιτέχνης.»

Και πρόσθεσε η αλήθεια μου, και πρόσθεσε η φωνή μου και πρόσθεσε η ψυχή μου και πρόσθεσα εγώ...

«Θέλω να είμαι αυτό που είμαι τώρα και να γίνομαι όλο και καλύτερη σε αυτό. Θέλω να είμαι πάνω από όλα Άνθρωπος. Θέλω να γίνω Άνθρωπος.»

Εκείνη με κοίταξε με τα πανέμορφα σχιστά ματάκια της και μου είπε πως της έχω αλλάξει όλη της την ζωή. Με αγκάλιασε ακόμα πιο σφιχτά από ό, τι με είχε αγκαλιάσει πριν. Μου είπε πως της έδωσα και της δίνω ελπίδα και πως θα κυνηγήσει το όνειρό της όποιο κι αν θα είναι αυτό. Και τότε άρχισε να μου εξηγεί το δικό της όνειρο... και δεν είχε καμία ανάγκη να μοιάζει το δικό της όνειρο με το δικό μου... Περιέγραφε το Όνειρό της... Και ήξερα πως μιλούσε η Αλήθεια της... Και είδα το όνειρό της τόσο καθαρά όσο έβλεπα και βλέπω το δικό μου...

Και με ξανααγκάλιασε για τρίτη φορά, πιο σφιχτά και ακόμα πιο σφιχτά.

Και η ψυχή μου ένιωσε το βάρος της ευθύνης αλλά και την απεραντοσύνη της αγάπης.

Και ευχαρίστησα μέσα μου την Μεγάλη Αλήθεια μου που ήξερε τι να πει και τι να κάνει.

Και ευχαρίστησα μέσα μου την Μικρή Φίλη μου που ήξερε τι να πει και τι να κάνει για να βγάλει στην επιφάνεια την Αλήθεια μου αλλά και που είχε το θάρρος να μου αποκαλύψει την Αλήθεια της.

Και εκείνη την ώρα που ανταλλάζαμε Αλήθειες... πέρασε μια φίλη... μια φίλη της φίλης μου... Και αρχίσαμε να συζητάμε οι τρεις μας. Και είχα να κάνω τόσο ωραία συζήτηση πολύ καιρό...

Και συζητήσαμε και οι τρεις μαζί...
Και συνεχίσαμε και οι τρεις μαζί...

Ή μάλλον και οι έξι.

Εμείς και οι Αλήθειες μας.

Τρεις Άνθρωποι και Τρεις Αλήθειες...

Και για λίγο χάθηκα στον χρόνο και στον κόσμο των μικρών... και ήταν τόσο... πώς να το πω;... Τόσο... πώς να το γράψω;... Τόσο... πώς να το περιγράψω;... Τόσο... Τόσο τι;

Τόσο φωτεινά...

Έτσι θα ήθελα να είναι και ο χρόνος και ο κόσμος των μεγάλων...