11/24/14

Το Κάτι και το Ίδιο Κάτι...


4.

Το Κάτι και το Ίδιο Κάτι

Μερικές φορές νιώθω κάτι... άλλες φορές πάλι συνεχίζω να νιώθω το ίδιο κάτι... Και αυτή η «μικρή» διαφορά από το κάτι στο ίδιο κάτι... είναι που με κάνει να νιώθω, έστω και για λίγο, πως όλα μέσα μου είναι επαναλήψιμα...


11/23/14

Τα Πάντα και Το Τίποτα…


3.

Τα Πάντα και Το Τίποτα…

Μερικές φορές, νιώθω τα πάντα... άλλες φορές πάλι δεν νιώθω τίποτα... Και αυτή η «μικρή» διαφορά από τα πάντα στο τίποτα... είναι που με κάνει να νιώθω, έστω και για λίγο, πως όλα μέσα μου είναι ευμετάβλητα.

11/22/14

Εγώ και Εσύ...


2.

Εγώ και Εσύ...

Μερικές φορές, νιώθω Εγώ... άλλες φορές πάλι νιώθω Εσύ... Και αυτή η «μικρή» διαφορά από το Εγώ στο Εσύ... είναι που κάνει εμένα, έστω και για λίγο, να νιώθω εσένα...

11/21/14

Εδώ και Εκεί... Τώρα και Τότε...


1.

Εδώ και Εκεί... Τώρα και Τότε...

Μερικές φορές νιώθεις πως η ζωή είναι Εδώ και Τώρα... άλλες φορές πάλι νιώθεις πως η ζωή είναι Εκεί και Τότε... Και αυτή η «μικρή» διαφορά... από το Εδώ και το Τώρα στο Εκεί και το Τότε... είναι που κάνει την ζωή σου, έστω και για λίγο, να μην την νιώθεις δική σου...

11/20/14

Όνειρα


(Όνειρα... Όνειρα... Όνειρα... Και αυτό είναι το Όνειρο που είδα πριν μία εβδομάδα ή, μήπως, πριν δύο εβδομάδες... Και μετά από αυτό νομίζω ότι θα αρχίσω να γράφω για την πραγματικότητα και πάλι...)

Ήμασταν πέντε γυναίκες... Όλες υπαρκτά πρόσωπα... Εγώ, τρεις γυναίκες, κοντινά και αγαπημένα πρόσωπα... Και μια γυναίκα, διάσημη και όμορφη ηθοποιός του Χόλλυγουντ (!)... Ήταν και εκείνη φίλη μας... Και μας κυνηγούσαν... Κάπου πάνω σε ένα ψηλό βουνό... Έγινε μια μάχη... Όπου πολεμούσαμε τους εχθρούς με όλες μας τις δυνάμεις... Η γνωστή ηθοποιός έκανε κινήσεις, όπως στις ταινίες... πολεμικής τέχνης... και τούμπες... και στροφές... και γρήγορα, απότομα, χτυπήματα... Κάναμε κι εμείς τέτοια... αλλά λιγότερο... Εκείνη ήταν η καλύτερη μας πολεμίστρια... Μετά, λοιπόν, την έριξαν αναίσθητη... Και ήταν σαν να καταλάβαμε πόσο πιο δυνατοί ήταν αυτοί από εμάς... Δεν θα μπορούσαμε να τους νικήσουμε... Εκείνη... ήταν ακόμα ζωντανή μα αδύναμη... χτυπημένη... Εμείς τρέχαμε ενώ μας κυνηγούσαν... Μπήκαμε σε ένα αυτοκίνητο... Οι τέσσερις μας... Βάλαμε και πίσω ξαπλωμένη την πέμπτη φίλη μας... ακόμα δεν είχε τις αισθήσεις της... Υποτίθεται πως, κάπως, βρήκαμε τρόπο και την κουβαλήσαμε... Και, μέτα, τρέχαμε με το αυτοκίνητο... ενώ μας ακολουθούσαν οι εχθροί με τα αυτοκίνητά τους... Ύστερα... δεν είχαμε μαζί την πέμπτη φίλη μας... και εγώ προσπαθούσα να καταλάβω... πώς και γιατί την αφήσαμε πίσω... αφού νόμιζα πως την είχαμε πάρει μαζί μας... και πως την είχαμε μέσα στο αυτοκίνητό μας... Δεν καταλάβαινα πως επιλέξαμε να αφήσουμε μέσα στην αναταραχή έναν δικό μας άνθρωπο... Την αφήσαμε πίσω;! Χτυπημένη;! Πού; Σε ποιο σημείο ακριβώς έγινε αυτή η επιλογή; Και γιατί δεν επιλέγουμε να επιστρέψουμε; Με πονούσε το ότι αφήσαμε μια φίλη... Αλλά δεν μπορούσαμε να γυρίσουμε πίσω... Έπρεπε να συνεχίσουμε... Επίσης, πέρα από το ότι ένιωθα ανήθικο το ότι αφήσαμε κάποιον της δικής μας ομάδας πίσω... ένιωθα σαν εκείνη να ήταν η μοναδική μας ελπίδα να νικήσουμε... ήταν η δυνατή και η δύναμη της ομάδας μας... Αν εκείνη δεν ήταν μαζί μας... σήμαινε... πως είχαμε χάσει ήδη την μάχη... απλά δεν το γνωρίζαμε... Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα άλλο, όμως, παρά να συνεχίσω... Κατέβαινα το βουνό... Νομίζω εγώ οδηγούσα... Και είχε στροφές... Πολλές στροφές... Και φτάσαμε κάτω... και πήγα στο λιμάνι... Ήταν ένα λιμάνι... πολύ κοντά... στην βάση του βουνού... Βγήκαμε από το αυτοκίνητο... και αρχίσαμε να τρέχουμε... προς τα καράβια... Δε μπορούσαμε να μπούμε σε οποιοδήποτε καράβι... Έπρεπε να βρούμε το καράβι μας... και αν μπαίναμε μέσα σε αυτό... δεν θα κινδυνεύαμε πια... Τρέχαμε και μας ακολουθούσαν... Και, ξαφνικά, ένας τεράστιος γερανός με πιάνει και με σηκώνει και με πηγαίνει όλο και πιο ψηλά και όλο και πιο ψηλά... Βλέπω να τρέχουν οι τρεις γυναίκες... Τις βλέπω όλο και από πιο μακρυά... ο γερανός να με πηγαίνει και προς τα δεξία και προς τα αριστερά... αλλά πάντα όλο και πιο ψηλά... σχεδόν στα σύννεφα και παραπάνω... Εκείνες είχαν γίνει σχεδόν κουκιδίτσες που κουνιόντουσαν στο έδαφος... και πότε με πήγαινε λίγο πιο χαμηλά ο γερανός και τις έβλεπα πιο καθαρά και πότε με πήγαινε αρκετά πιο ψηλά και τις έβλεπα αχνά... Δεν ήξερα πού με πήγαινε ο γερανός... αλλά ανησυχούσα για τα αγαπημένα μου πρόσωπα που ένιωθα να κινδυνεύουν... Ήθελα να δω αν θα τα καταφέρουν να φτάσουν στο καράβι... Εκείνες μου φωνάζαν από κάτω... Τι κάνω και πού πάω; Με ρωτούσαν... Μου έλεγαν πώς πρέπει να πάω στο καράβι μαζί τους... Αλλά εγώ δεν ήξερα τι να τους πω... Δεν έκανα κάτι... Δεν πήγαινα κάπου... Ο γερανός έκανε κάτι... και ο γερανός με πήγαινε... και δεν είχα ιδέα τι κάνει ούτε πού πάει... Εκείνες μου φώναζαν πως ο γερανός θα με πάει αλλού και να βρω τρόπο να κατέβω για να πάω μαζί τους... Εγώ δεν ένιωθα να υπάρχει τρόπος να φύγω από τον γερανό... Με κρατούσε πολύ γερά... Δεν προσπαθούσα, όμως, κιόλας να ξεφύγω... Δεν με ενδιέφερε ιδιαίτερα τι θα γίνει με εμένα... Απλά ήθελα να δω τι θα γίνει με εκείνες... Ήθελα να συνεχίσουν να τρέχουν για να σωθούν... Είχα αγωνία για το αν θα τα καταφέρουν να φτάσουν στο καράβι... Τις είδα να φτάνουν στην άκρη της προβλήτας... μετά να πηδάνε στο νερό... μία μία... και μετά να κολυμπάνε... και να κολυμπάνε... και να κολυμπάνε... και να φτάνουν στο καράβι... και να ανεβαίνουν πάνω σε αυτό... Και ένιωσα ανακούφιση... Εκείνες, τουλάχιστον, σωθήκαν... Ο γερανός σε όλη την διάρκεια με πήγαινε πιο ψηλά και πιο ψηλά, και στην αρχή φαινόταν να έχει άλλη κατεύθυνση και άλλη διάθεση... ήθελε να με πάει κάπου άλλου... Αγχωνόμουν... αλλά δεν φοβόμουν... Μετά, όμως, όταν εκείνες έφτασαν στο καράβι... ο γερανός... δεν ξέρω αν ηρέμησε κι αυτός όπως εγώ... δεν έχω ιδέα τι έπαθε... και άλλαξε συμπεριφορά... άλλαξε κατεύθυνση... άλλαξε διάθεση... άλλαξε ρυθμό... και άλλαξε και ταχύτητα... πολύ πολύ αργά... με κατέβασε... προσεχτικά... στο καράβι... στο καράβι που ήταν και εκείνες... στο καράβι που δεν κινδυνεύαμε πια... στο καράβι μας... Και είμασταν μαζί οι τέσσερίς μας... και ήταν σαν η πέμπτη φίλη μας να μην υπήρξε ποτέ... σαν να μην ήταν μαζί μας... σαν να μην χάθηκε κάπου στην πορεία της μάχης... γιατί δεν είχαμε κανένα αίσθημα, καμίας απώλειας... καμία θλίψη, κανένας πόνος... Δεν νιώθαμε να μας λείπει κάτι... νιώθαμε μόνο ηρεμία... ήμασταν μαζί... και το καράβι μας κουνιόταν μέσα στην θάλασσα... και εκείνοι δεν μπορούσαν να μας φτάσουν... Παρόλο που υπήρχαν τόσα καράβια γύρω... εκείνοι δεν μπορούσαν να πάρουν κανένα από αυτά... Έμειναν στο λιμάνι... Και, κάπως έτσι, αφήσαμε τον κίνδυνο πίσω μας και ξεκινήσαμε το ταξίδι μας...


11/19/14

Κι άλλο Όνειρο...


(Και μιας και γράψαμε για Όνειρα χθες... αυτό είναι το Όνειρο που είδα πριν δύο (ή, μήπως, τρεις;) ημέρες...)

Ήμουν μαζί με ένα κοντινό μου άτομο. Περπατούσαμε μαζί στον δρόμο (ή, μήπως, ήμασταν μαζί μέσα στο ίδιο αυτοκίνητο;)... Στρίβουμε σε ένα δρομάκι και, ξαφνικά, βλέπουμε, στο απέναντι πεζοδρόμιο από το δικό μας, έναν άνθρωπο γονατισμένο και φυλακισμένο... Είχε χειροπέδες, και στα δύο του χέρια, που τον κρατούσαν ακινητοποιημένο στον τοίχο (ή, μήπως, ήταν στα κάγκελα;) που βρίσκονταν πίσω του... Στην μέση του δρόμου, αιχμάλωτος... Είναι σαν να τον έχουν φυλακίσει εκεί πολλοί άνθρωποι... Σαν να είναι κάπως... αιχμάλωτος του κόσμου... Τα χέρια του, κοκκινισμένα και μελανιασμένα... Το κοντινό μου άτομο πηγαίνει κοντά του... έχουμε ένα μεγάλο ασημί κλειδί... και με αυτό τον ελευθερώνει ξεκλειδώνοντας τις χειροπέδες του... Ο άνθρωπος νιώθει ευγνωμοσύνη επειδή σταμάτησε ο πόνος... Όσο τα χέρια του ήταν στις χειροπέδες βασανιζόταν... Όχι μόνο από τον πόνο που του προκαλούσαν οι χειροπέδες, αλλά και από έναν μεγαλύτερο, ισχυρότερο, πόνο... από αυτόν τον πόνο που προκαλούν τα χειρότερα βασανιστήρια... Γνωρίζει πως θα τον ξαναπιάσουν σύντομα και πως ο πόνος θα ξαναρχίσει αλλά δεν τον ενδιαφέρει... Νιώθει ελεύθερος, έστω και για λίγο... Σηκώνεται και φεύγει; (Και τον κυνηγάνε;)... Νομίζω... Ή μένει στο ίδιο σημείο και περιμένει; (Να τον ξαναπιάσουν;)... Δεν θυμάμαι... Το σίγουρο είναι πως νιώθω πως σύντομα θα τον ξανααιχμαλωτίσουν... Το κοντινό μου άτομο επιστρέφει σε εμένα και μετά, από την μια στιγμή στην άλλη, βρισκόμαστε σε ένα σπίτι, στο σπίτι μου... Εκεί είναι ένα άλλο κοντινό μου άτομο που δεν είναι πια στην ζωή. Δεν θέλει να έχουμε βοηθήσει τον φυλακισμένο... και εμείς δεν θέλουμε να καταλάβει ότι τον βοηθήσαμε... Κρύβουμε το κλειδί... Το οποίο είναι και φλασάκι με ηλεκτρονικά αρχεία (!)... Το κρύβω πάνω σε ένα κουρτινόξυλο... Αλλά το κοντινό άτομο που είναι κατά του φυλακισμένου... δεν μας πιστεύει... ότι δεν βοηθήσαμε τον φυλακισμένο... και αρχίζει να ψάχνει για το κλειδί σε όλο το σπίτι... Ξέρει πως αν βρει το κλειδί αυτή θα είναι η απόδειξη ότι βοηθήσαμε τον αιχμάλωτο... Εγώ αγχώνομαι... Στο δωμάτιο με το κουρτινόξυλο έχει ξαφνικά πολύ κόσμο... διάφορα άτομα... συζητάνε, γελάνε... σαν να αδιαφορούν για ό,τι συμβαίνει... μοιάζει, όμως, και σαν να είναι με το μέρος μου... Πάω, σκαρφαλώνω και κατεβάζω το κλειδί από εκεί για να το βάλω σε άλλη θέση... Αλλάζω κρυψώνες συνέχεια στο κλειδί... έτσι ώστε το άτομο που ψάχνει το κλειδί να μην το βρει... Το κρύβω μέσα σε μια μικρή ανθοδέσμη με πλαστικά λουλούδια... και το βάζω μέσα σε ένα συρτάρι... Αυτή είναι η τελευταία μου κρυψώνα... Έρχεται το άτομο που το ψάχνει κρατώντας μια ψεύτικη, όμορφη, χρωματιστή, νεράιδα με μια διάφανη, στρογγυλή, γυάλινη, σφαίρα και πιστεύει ότι έχω κρύψει το κλειδί μέσα στην σφαίρα της νεράιδας... Προσπαθεί να σπάσει το γυαλί για να βρει το κλειδί... αλλά εκείνο δεν σπάει με τίποτα... Η στρογγυλή σφαίρα μένει ανέπαφη... και εγώ λέω πως αυτή η νεράιδα με την μαγική της σφαίρα δεν είναι δική μου... δεν μου ανήκει... και πως είναι ένος άλλου κοντινού μου προσώπου... Τότε σταματάει να προσπαθεί να σπάσει την γυάλα... και μετά από λίγο σταματάει να ψάχνει και το κλειδί... και φεύγει από το σπίτι... χωρίς να το βρει... Ένα άλλο άτομο, όμως, το μόνο άτομο που δεν είναι τόσο κοντινό αλλά και πάλι είναι πολύ πολύ αγαπητό, βγάζει ανακοίνωση και λέει, δεν το κάνει για κακό, πως το άτομο που πίστευε ότι βοηθήσαμε τον φυλακισμένο είχε δίκιο γιατί, όντως, τον βοηθήσαμε... Βγάζει την ανακοίνωση μέσα από ένα μέσο μαζικής ενημέρωσης... Λέει, επίσης, στην ίδια ανακοίνωση, πως απλά δεν βρήκε το κλειδί που ήταν στην τάδε θέση... και είπε μία από τις προηγούμενες θέσεις που το είχα κρύψει... μία από τις προηγούμενες κρυψώνες μου... δεν αποκαλύπτει το πού βρίσκεται τώρα... αλλά εγώ αγχώθηκα ότι θα ακούσει την ανακοίνωση το άτομο που δεν πρέπει να την ακούσει και θα αρχίσει πάλι να ψάχνει για το κλειδί και θα βρει την πρόσφατη, τωρινή, τελευταία, κρυψώνα μου... Φοβόμουν... Πως θα βρεθούν τα λουλούδια με το κλειδί... Δεν ήξερα αν πρέπει να αλλάξω πάλι κρυψώνα... Φοβόμουν... Και το όνειρο τελείωσε κάπου εκεί... Πριν να έρθει το άτομο που θα άρχιζε να ψάχνει ξανά... Ίσως, βέβαια, και να μην ερχόταν... γιατί ο χρόνος περνούσε... και δεν ερχόταν... Ήμουν μόνη μου... χωρίς κανένα άτομο γύρω μου... και φοβόμουν μην βρεθεί το κλειδί που έδωσε σε έναν άνθρωπο την, έστω και προσωρινή, ελευθερία του...



11/18/14

Όνειρο


(Αυτές τις ημέρες βλέπω πολλά περίεργα όνειρα... και μου ήρθε στο μυαλό και αυτό το Όνειρο... που είχα δει και γράψει πριν πολλούς μήνες...)

Ήμουν μαζί με κάποιους ανθρώπους... Εξόριστους... Διαφορετικούς... Παραγκωνισμένους από την κοινωνία... Νομίζω ήμουν στο προαύλιο μιας φυλακής ή κάτι τέτοιο... Απέναντί μου ήταν χωρισμένοι (ή μήπως εγώ τους είχα χωρίσει;) σε δύο ομάδες... Άντρες και Γυναίκες... Αριστερά οι άντρες και δεξιά οι γυναίκες... και εγώ τους μίλαγα... Είχα πάει εκεί για να τους εμψυχώσω, να τους ενθαρρύνω, να τους δώσω δύναμη... Τους έλεγα πως μπορεί να λειτουργήσει... το διαφορετικό... πως μπορούμε να βρούμε έναν κοινό κώδικα επικοινωνίας... δικό μας... ήταν δύσπιστοι στην αρχή... Τους έφερα και σαν παράδειγμα τον Θίασό μου... Τους είπα πως αν λειτούργησε με την Ομάδα μου... Μπορεί να λειτουργήσει και με αυτούς... Είδα στα μάτια τους την ελπίδα και στα βλέμματά τους την εμπιστοσύνη τους προς εμένα... Με όλα όσα τους έλεγα (και ήταν πολλά και διάφορα όσα είπα και όλα αληθινά) ένιωθα να τους πείθω... να τους φέρνω με το μέρος μου... Μπορούμε να κάνουμε κάτι διαφορετικό με την διαφορετικότητά μας... Ήταν σαν ο κόσμος, η κοινωνία να θέλει να τους κρατάει στην αδράνεια, στην άγνοια, στο περιθώριο και οι ίδιοι μέσα από εμένα να ένιωσαν ότι μπορούν να αλλάξουν... και τον εαυτό τους και την κατάσταση... Όμως την ώρα που οι φρουροί-φύλακες αντιλήφθηκαν αυτήν την σημαντική στιγμιαία αλλαγή άρχισε η σύγκρουση... πήγαν να τους μαζέψουν και εκείνοι, φυσικά, αντιστάθηκαν... Δράσεις... Αντιδράσεις... Χαμός στο προαύλιο... Μάχη... Θολό τοπίο... Ανθρώπινες φιγούρες... Σκιές που συγκρούονται... και γίνονται καπνός... Εγώ ήμουν χαμένη... Δεν πρόλαβα να καταλάβω τι συμβαίνει... Θεωρούσα τόσο άδικο αυτό που συμβαίνει... και δεν πρόλαβα... δεν πρόλαβα να συνδεθώ με αυτούς τους ανθρώπους... Μου στέρησαν την επικοινωνία... και μου στέρησαν και την δύναμη της ομάδας... και την προέκταση του καθένα από αυτούς τους ανθρώπους... κανένας από αυτούς δεν θα έβλεπε τις δυνατότητές του... Τι μπορούσε να γίνει... Τι μπορούσε να κάνει... Ήμουν σε μία γωνίτσα κάτω... Πότε ξέσπασε όλο αυτό;... Μαζεμένη με αίματα στο μέτωπό μου... Δεν μπορούσα να καταλάβω... Μόνο στην προοπτική της αλλαγής πήγαν να τους-μας μαζέψουν... Και ήρθε εκείνος... Από όλους τους ανθρώπους του κόσμου... Ήρθε αυτός... Με βρήκε... Ήξερε που είμαι... Δεν ήξερα πώς το ήξερε πως θα είμαι εκεί... Ήρθε μπροστά μου και ένιωσα ανακούφιση, γαλήνη και ασφάλεια που τον είδα... Είχε ξεσπάσει πόλεμος σε όλο τον κόσμο... Είχε ξεκινήσει από εδώ αλλά είχε εξαπλωθεί παντού... Με πήρε και με πήγε με την μηχανή σπίτι του... Φοβόταν... όταν ήρθε να με πάρει δεν τον ένιωθα να φοβάται...Τώρα έβαζε κάτι κούτες πίσω από την πόρτα για να μην μας βρουν... Με ανέβασε από κάτι σκάλες και πήγαμε στον πάνω όροφο... έμοιαζε με σοφίτα... Φοβόταν πως θα έρθουν... Τους ακούγαμε... Ήταν παντού στους δρόμους... Τον κοίταξα... Νόμιζα πως δεν θα είναι στην ζωή... Νόμιζα πως τον είχα χάσει... Για πάντα... Μου είπε πως αυτός ήταν καλά... αλλά πως χάθηκαν δύο φίλοι μας από την ζωή... Δεν το πίστευα ότι δεν ήταν πια στην ζωή... αυτός και αυτή... Δεν ήμασταν ασφαλείς... Τον ένιωθα να φοβάται και φοβόμουν κι εγώ... Στρατιώτες παντού... Στους δρόμους... Στα σπίτια... Θα μας έβρισκαν αν μέναμε εκεί... Φύγαμε ξανά... Χωρίς να ξέρουμε πού να πάμε... Συνάντησα μετά και κάποιον άλλον που νόμιζα πως δεν ήταν στην ζωή και τελικά ήταν... αλλά δεν ήταν το ίδιο πρόσωπο... ήταν και δεν ήταν... Δεν ήξερα πια ποιος ζει και ποιος όχι... Αναταραχή... Δεν ήξερα ποιον να ακολουθήσω... Με ποιον να πάω... Για κάποιο λόγο δεν μπορούσαμε να είμαστε όλοι μαζί... Ήξερα με ποιον ήθελα να είμαι... Με αυτόν που ξεπέρασε τον φόβο του για να έρθει να με βρει... Για να είμαστε μαζί... Και όσο δύσκολο κι αν μου ήταν άφησα αυτόν που δεν ήξερα ακριβώς ποιος είναι... και ποια είναι η σύνδεσή του μαζί μου... για να φύγω με αυτόν... που μέσα στο χάος πάρα τον φόβο του με έκανε να νιώσω έστω και για λίγο ανακούφιση, γαλήνη και ασφάλεια. Με αυτόν που πάντα ένιωθα αγάπη. Και ενώ ο κόσμος γκρεμιζόταν... όσο κρατούσα το δικό του χέρι... ένιωθα πως δεν θα γκρεμιστώ κι εγώ... Ήμουν μαζί του κι αυτό ήταν αρκετό... Τι άλλο να ζητήσει κανείς όταν όλα διαλύονται πέρα από το να είναι με τον άνθρωπο που αγαπάει; Και συνεχίσαμε να τρέχουμε... Δεν ήξερα αν αυτό ήταν το τέλος του κόσμου ή αρχή του...