7/5/12

Περπατούσα στο δρόμο και... (5)


Περπατούσα στο δρόμο και... το μυαλό μου ήταν διασκορπισμένο, όπως πάντα, στους δεκαπέντε ανέμους, όταν... άκουσα μικρά βηματάκια να τρέχουν κατά πάνω μου... Δεν πρόλαβα να γυρίσω να κοιτάξω ποιος είναι αυτός που έρχεται όταν ένιωσα δύο παιδικά χέρια να γλιστράνε πάνω από τους ώμους μου και να κλείνουν τα μάτια μου... Αυτό θα ήταν δύσκολο... Το να μαντέψω σε ποιον ανήκουν αυτά τα χέρια! Είχα τόσους μικρούς φίλους σε αυτήν την γειτονιά που θα ήταν αδύνατο να πω το σωστό όνομα! Πήρα μια βαθιά ανάσα για να συγκεντρωθώ. Ήμουν σίγουρη πως ήταν κορίτσι... Τα χέρια της είχαν μακρυά δάχτυλα και το άγγιγμα της ήταν απαλό... και πρέπει να ήταν από τις πιο μεγάλες, αλλά ακόμα μικρές, σε ηλικία φίλες μου γιατί την ένιωθα αρκετά ψηλή... Στην σκέψη μου άρχισαν να περνάνε οι πιθανές έφηβες φιγούρες όπου θα μπορούσαν να ταιριάξουν με τα λιγοστά παραπάνω στοιχεία... Η λίστα μου είχε περιοριστεί σε περίπου δέκα πρόσωπα. Άγγιξα τα χέρια της και με το που τα άγγιξα ήξερα ποια είναι. Δεν ξέρω γιατί. Απλά ήξερα. Είπα το όνομά της και αυτή πανηγύρισε από χαρά. Έβγαλε τα χέρια της και στάθηκε δίπλα μου. Ήταν η μεγαλύτερη αδερφή της φίλης μου που είχα συναντήσει πριν λίγες μέρες και που είχαμε αναλύσει τα χρώματα και τις μουσικές... Χαμογέλασα. Δεν ξέρω πώς γινόταν με αυτά τα παιδιά και κάθε φορά που τα έβλεπα μου φαινόντουσαν πιο έξυπνα και πιο ώριμα. Το βλέμμα της είχε σοβαρέψει και με κοιτούσε σαν να περιμένει κάτι από εμένα αλλά εγώ δεν είχα ιδέα τι ήταν αυτό. Προσπάθησα να θυμηθώ αν της είχα πει ότι θα της φέρω κάτι την επόμενη φορά που θα την δω... Αλλά τα βιβλία που χρειαζόταν επειγόντως τα είχα κατεβάσει από το πατάρι και της τα είχα δώσει, τα χρωματιστά μολύβια που μου είχαν περισσέψει και μου τα είχε ζητήσει τα είχα δώσει στην αδερφή της να της τα δώσει, και εκείνη την ταινία που ήθελε οπωσδήποτε να την δει την είχα δώσει σε εκείνο το αγοράκι να της την δώσει, εκείνον τον ζωηρό φίλο της, το πειραχτήρι, με το περίεργο όνομα που δεν έλεγε με τίποτα να χαραχτεί στην μνήμη μου... Όχι, ήμουν σίγουρη... δεν υπήρχε καμία εκκρεμότητα μεταξύ μας. Τότε εκείνη μου είπε σοβαρά πως θέλει να μιλήσουμε. Και κατάλαβα πως δεν υπήρχε καμία εκκρεμότητα. Κανένα παλιό ζήτημα που δεν έχει λυθεί. Υπήρχε κάτι καινούριο που ήθελε να συζητήθει. Η ατμόσφαιρα είχε γεμίσει από ολοκαίνουριες λεπτές αποχρώσεις συναισθημάτων και ήμουν περίεργη για το τι θα επακολουθούσε. Έπρεπε να το καταλάβω αμέσως... Είχα μερικά δευτερόλεπτα καθυστέρηση αλλά, παρόλα αυτά, το κατάλαβα λίγο πριν το πει... Όταν το βλέμμα της είχε εκείνο το ύφος που μου ήταν τόσο οικείο. Το θέμα μας για σήμερα θα ήταν... τα αγόρια. Τα μάγουλά της είχαν κοκκινίσει λίγο... και ήξερα πως ήταν δική μου δουλειά το να την κάνω να καταλάβει πως δεν υπάρχει τίποτα για το οποίο θα έπρεπε να ντρέπεται. Ήξερα πως δεν γινόταν να κάνει αυτήν την συζήτηση με τους γονείς της. Τους είχα γνωρίσει και τους δύο και ήταν αυστηροί και λίγο, εώς πολύ, συντηρητικοί. Είχα την αίσθηση πως ένας από τους λόγους που με αντιπαθούσαν ήταν γιατί με θεωρούσαν κακή επιρροή για τις κόρες τους. Κάθε φορά που συναντιόμασταν τυχαία με στραβοκοιτούσαν και με έκριναν με το βλέμμα τους απροκάλυπτα. Παρόλα αυτά, αμέσως μετά την πρώτη αυθόρμητη ματιά τους, φορούσαν το ψεύτικο χαμόγελό τους και με χαιρετούσαν καταβάλλοντας υπερβολική προσπάθεια να δείξουν ότι με συμπαθούν. Κι εγώ τους άφηνα να με κρίνουν από μέσα τους και να παίζουν τους ρόλους που έχουν επιλέξει να παίζουν. Και στενοχωριόμουν λίγο για αυτούς... Πόσο δύσκολη πρέπει να είναι η ζωή όταν δεν συμπαθείς κάποιον αλλά νιώθεις πως πρέπει να δείξεις εξαιτίας των καλών τρόπων ότι τον συμπαθείς! Εγώ πάλι μέσα στον δικό μου κόσμο τους συμπαθούσα... Δεν μου ήταν δύσκολο να τους χαμογελάσω. Τους θεωρούσα, βέβαια, εγκλωβισμένους... σε μια φυλακή που έχουν επιλέξει οι ίδιοι να χτίσουν... Αλλά μήπως ο καθένας μας δεν ζει μέσα στην δική του φυλακή; Στα πλαίσια που δεν ξεσπούσαν πάνω στα παιδιά τους με τον οποιοδήποτε τρόπο ήμουν εντάξει απέναντί τους. Και τα αγαπούσαν τα παιδιά τους. Αυτό το ήξερα. Τους φαιρόντουσαν καλά. Προσπαθούσαν να γίνουν καλύτεροι και καλύτεροι γονείς. Αυτό τους το αναγνώριζα. Και δεν ήταν εύκολο να βάζουν τις αντιλήψεις τους, καμιά φορά, στην άκρη. Τέλος πάντων... Τώρα είχα απέναντί μου αυτό το κορίτσι το οποίο μου μιλούσε για το αγόρι που της άρεσε... και με ρώταγε για το τι να κάνει και το πώς πρέπει να συμπεριφερθεί... Να του μιλήσει; Να του τηλεφωνήσει; Να του ζητήσει να βγούνε; Και μου μίλαγε τόσο ενθουσιασμένη για αυτόν! Μου περιέγραφε με τόσες λεπτομέρειες το πώς είναι τα μαλλιά του ή το χαμόγελό του... Το πώς στέκεται ή το πώς περπατάει... Εγώ αποφάσισα να πατήσω τον διακόπτη του παρελθόντος για να ανοίξω το φως στο παρελθόν και να θυμηθώ πως ένιωθα τότε στην αρχή, τι συνέβαινε ακριβώς στο μυαλό μου σε σχέση με το άλλο φύλο. Αφού ήμουν σίγουρη ότι έχω ζωντανή μετάδοση και άμεση επαφή με εκείνο το κομμάτι του έαυτού μου, έριξα όλη μου την προσοχή σε εκείνην. Άκουγα όλη την ιστορία της... Και μου φαινόταν τόσο γλυκιά και τόσο συμπαθητική η διήγησή της... Πώς την κοίταξε... Πώς της μίλησε... Τι της είπε... Τι του είπε... Τι της είπε... Τι του είπε... Τι ένιωσε... Τι σκέφτηκε... Και αφού τελείωσε η ιστορία της... Πριν προλάβω να της πω την γνώμη μου... Το ενδιαφέρον της στράφηκε σε εμένα. Με ρώτησε για εμένα. Ήθελε να μάθει για την δική μου ζωή του τότε. Για το σχολείο... και για τα αγόρια... Με κοιτούσε με μάτια θαυμασμού... «Είμαι σίγουρη πως για εσένα όλα θα ήταν τόσο εύκολα στο σχολείο...» μου είπε... Και εγώ χωρίς να το θέλω γέλασα... Το σχολείο ήταν πολλά πράγματα για εμένα. Αλλά αν κάτι δεν ήταν σίγουρα... αυτό ήταν το «εύκολο»... Και εκείνη ερμηνεύοντας το γέλιο μου λανθασμένα σαν συγκατάβαση συνέχισε... «Θα άρεσες σε τόσα αγόρια...» και εγώ σταμάτησα να γελάω...

«Δεν άρεσα και σε τόσο πολλά αγόρια...» της είπα κλείνοντας της πονηρά το μάτι.

«Αποκλείεται! Αφού είσαι τόσο όμορφη!» είπε τόσο αυθόρμητα που χωρίς να το θέλω με συγκίνησε...

«Στα μάτια σου είμαι σίγουρα όμορφη... Επειδή με αγαπάς... Αλλά να έχεις στο μυαλό σου πως δεν με βλέπουν όλοι έτσι... Ούτε τώρα... Ούτε τότε... Όταν ήμουν στην ηλικία σου... Όταν ήμουν σε εκείνη την τόσο δύσκολη ηλικία...»

«Σε παρακαλώ μίλησέ μου για τότε! Πες μου κάτι για εσένα! Για το σχολείο! Πες μου, μια σχολική ιστορία!!!» Kαι ο ενθουσιασμός της με αιφνιδίασε...

«Είχα σκοπό να σου κάνω μία συζήτηση για τα αγόρια... Θέλω να σου πω κάποια πραγματάκια για το αγόρι που σου αρέσει... Νομίζω πως κάτι έχω να σου πω πάνω στο συγκεκριμένο θέμα σε σχέση με την ιστορία σου... Και φοβάμαι πως δεν υπάρχει χρόνος για να γίνουν και τα δύο σήμερα... Θα πρέπει να διαλέξεις, λοιπόν, θέλεις ιστορία για τα αγόρια ή ιστορία για το σχολείο; Βέβαια, θα μπορούσα να πω μια ιστορία που να τα συνδυάζει και τα δύο... » «Για το σχολείο! Για το σχολείο!» Και ήξερα πως αυτό σήμαινε πως ήθελε να αποφύγει την συζήτηση των αγοριών... Σεβάστηκα την επιλογή της και είπα... «Για το σχολείο, λοιπόν!» Εκείνη ακούμπησε σε έναν τοίχο και κατάλαβα πως ήθελε να σταματήσουμε το περπάτημα... Ήταν η ώρα που θα λέγαμε ιστορία, λοιπόν... Σταμάτησα κι εγώ και άρχισα να μιλάω...

«Το σχολείο δεν ήταν εύκολο για εμένα. Το σχολείο για πολλά παιδιά δεν είναι εύκολο. Αυτό το ξέρεις κι εσύ ίσως καλύτερα από εμένα. Το σκηνικό που μου περιέγραψες πριν τρεις μήνες που έγινε στην αυλή του σχολείου σας ήταν σκληρό. Η συμπεριφορά εκείνου του δασκάλου που μου είχες περιγράψει πριν έξι μήνες ήταν απαράδεκτη. Και στην αρχή της χρονιάς, θυμάσαι, φυσικά και θυμάσαι, δεν γίνεται να μην το θυμάσαι, αυτή η φράση που μου είπες ότι σου είπε ο συμμάθητής σου... Δεν έχω λόγια για αυτήν την φράση... Καμιά φορά, ακόμα την σκέφτομαι και αναρωτιέμαι τι μπορεί να οδηγήσει ένα παιδί στο να μιλήσει έτσι σε μια συμμαθήτριά του... Τα πράγματα για εμένα στο σχολείο ήταν κάπως έτσι... Περίπου κάπως έτσι... Όπως τα βιώνεις κι εσύ... Ήταν όλα απέραντα δύσκολα... Για αυτό γέλασα όταν μου είπες ότι το σχολείο πρέπει να ήταν εύκολο για εμένα... Πολλά πράγματα ήταν το σχολείο για εμένα. Αλλά κανένα από αυτά δεν θα μπορούσε να οριστεί ως «εύκολο». Είναι γεγονός. Για εμένα ΤΙΠΟΤΑ δεν ήταν εύκολο στο σχολείο... Δεν ήμουν με τους δυνατούς, δεν ήμουν με τους αδύναμους... Δεν ήμουν με τους μεν, δεν ήμουν με τους δε... Ήμουν μια ολόκληρη άλλη κατηγορία από μόνη μου, δεν μπορούσα να χωρέσω πουθενά... Δεν περνούσα απαρατήρητη, φαινόμουν σε όλους παράξενη και περίεργη... Ορισμένες φορές, όταν το επέλεγα, γινόμουν αόρατη... Άλλες φορές, όταν αποφάσιζα να γίνω ορατή, ήμουν αυτή που κρατούσε τις ισορροπίες... Που μπορούσε να καταλάβει όλες τις πλευρές... Που έβρισκε τις λύσεις σε όλα τα προβλήματα... Υποστήριζα τους αδύναμους και έβαζα στην θέση τους τους δυνατούς, προσπαθούσα να φέρω την δικαιοσύνη και να επαναφέρω την τάξη... Δεν μιλούσα πολύ αλλά όταν επέλεγα να μιλήσω αντιπροσώπευα το σωστό και το λογικό... και πάντα μέσα από το πρίσμα της κατανόησης και της αγάπης για όλους και για όλα... Ένιωθα μόνη μου... Ένιωθα πολύ μόνη μου... Δεν έβρισκα νόημα σε τίποτα... Μου φαίνονταν όλα παράλογα... Απλά έκανα υπομονή... Για να περάσουν οι ώρες της παράνοιας... Παρατηρούσα... Προσπαθούσα... Και το μυαλό μου ήταν πάντα κάπου αλλού... Κάποια στιγμή συνέβηκε κάτι με νόημα... Δεν κράτησε για πολύ... Αλλά μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια τα δύσκολα... αυτό μου έδωσε δύναμη... ακόμα και αν δεν κράτησε πολύ καιρό... Και τώρα θα σου πω μια όμορφη ιστορία... Και θα έχεις την τιμή, μικρή μου δεσποινίς, να είσαι η πρώτη που θα την ακούσει... Κάποια στιγμή... Κάποια στιγμή μαζευτήκαμε έξι άτομα... ήμασταν όλοι οι παράξενοι του σχολείου... και αποφασίσαμε να φτιάξουμε κάτι δικό μας... Ήταν μια περίεργη παρέα... Τρία αγόρια και τρία κορίτσια στην εφηβεία... Και δεν ξέρω πώς έγινε... Ήμασταν ένας από κάθε τάξη... Ένα κορίτσι από την α γυμνασίου, ένα κορίτσι από την β γυμνασίου, ένα από την γ γυμνασίου... και μετά τρία αγόρια από την α,β,γ, λυκείου αντίστοιχα... Προφανώς, η κάθε χρονιά είχε από έναν «παράξενο». Μας δώσαμε ένα όνομα «Υπερασπιστές της Αλήθειας» και δώσαμε όρκο να υπερασπιζόμαστε την Αλήθεια! Δεν μπορείς να φανταστείς το τι έγινε... Είχαν ενοχληθεί καθηγητές και μαθητές από τους Υπερασπιστές... Γιατί όσο ωραία κι αν είναι η αλήθεια... δεν είναι εύκολο να την εφαρμόσεις στο σχολείο... Φαντάσου τι έγινε... π.χ. όταν σηκώθηκα και είπα σε έναν καθηγητή, μπροστά σε όλη την τάξη, πως θεωρώ ότι η συμπεριφορά του προς έναν συγκεκριμένο μαθητή ήταν άδικη και πως για εμένα ήταν προσβλητικό να παραμένω στην τάξη και να είμαι αυτόπτης μάρτυρας μιας τέτοιας σκληρής συμπεριφοράς... Ο καθηγητής σταμάτησε να ασχολείται με τον συμμάθητή μου και με πήρε μαζί του στο γραφείο. Εγώ χαμογέλασα στον συμμαθητή μου, είχα πετύχει τον στόχο μου... Είχα σταματήσει αυτό που συνέβαινε... Ακόμα θυμάμαι το βλέμμα του συμμαθητή μου... Απορία και Ευγνωμοσύνη... Δεν είχε καταλάβει γιατί τον είχα υπερασπιστεί... Νομίζω ήταν από τα άτομα που ούτε είχε προσέξει την ύπαρξή μου πιο πριν... Αργότερα γίναμε φίλοι... Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία... Ναι, ήταν δύσκολο να υπερασπίζεσαι την αλήθεια... Και μιας και μιλούσαμε και για αγόρια πριν... Οι Υπερασπιστές της Αλήθειας έλεγαν την αλήθεια για όλα τα θέματα... Υπήρχε κάποιος που μου άρεσε πολύ, τόσο τόσο τόσο πολύ! Ήταν μεγαλύτερος μου κάποια χρόνια και ντρεπόμουν να πάω να του μιλήσω. Όμως οι Υπερασπιστές έπρεπε να νικάνε τους φόβους τους ή, τουλάχιστον, να προσπαθούν να τους νικήσουν... Έτσι πήγα και του είπα. «Ανήκω στους Υπερασπιστές της Αλήθειας...» ήμουν έτοιμη να συνεχίσω αλλά εκείνος με διέκοψε για να μου πει, ακόμα θυμάμαι την φράση και ήταν αυτές ακριβώς οι λέξεις, «Τους έχω ακούσει. Είναι αυτοί που κάνουν άνω κάτω όλο το σχολείο στο όνομα της Αλήθειας...» μου μίλησε τόσο γλυκά που για μια στιγμή νόμιζα πως η φωνή μου εξαφανίστηκε... Δεν περίμενα να με διακόψει, ούτε να γνωρίζει την ύπαρξη της μικρής μας ομάδας... Χρειάστηκα όλο το θάρρος του κόσμου για να συνεχίσω, για να τον κοιτάξω στα μάτια και να του πω «Ακριβώς. Στο όνομα, λοιπόν, αυτής της Αλήθειας που υπερασπίζομαι... Θέλω να σου πω πως μου αρέσεις. Μου αρέσεις πολύ. Και ήθελα απλά να το ξέρεις.»... ».

«Και αυτός τι έκανε;» με ρώτησε με αγωνία η μικρή μου Φίλη.

«Τίποτα... Έμεινε να με κοιτάζει χωρίς να λέει τίποτα... Και μετά έγω έφυγα τρέχοντας... Και την επόμενη μέρα... Πήγε και το είπε στους φίλους του... Και έτσι άρχισε να με πειράζει η παρέα του... Ξέρεις πώς είναι το σχολείο... Έγραφαν το όνομά του στο θρανίο μου... Μου έπαιρναν την τσάντα και έβαζαν διάφορα χαρτάκια μέσα και καλά με μηνύματα από αυτόν... Και άλλα τέτοια... Δύο εβδομάδες μετά, μετά από 14 ημέρες καθημερινού και επώδυνου σχολικού πειράγματος, πήγα ξανά μπροστά του, τον κοίταξα στα μάτια και του είπα... «Δεν μου αρέσεις.» Και ήταν αυτός ο σύντομος διάλογός μας... «Δεν είπες ότι θα λες πάντα την αλήθεια;» «Ναι.» «Δεν ανήκεις στους Υπερασπιστές της Αλήθειας;» «Ναι.» «Τότε γιατί λες ψέμματα;»

«Γιατί του έλεγες ψέμματα;» με ρώτησε, αυτήν την φορά, με απορία η μικρή μου Φίλη.

«Δεν του έλεγα ψέμματα κι αυτό είπα και σε εκείνον «Δεν λέω ψέμματα. Σταμάτησες να μου αρέσεις. Δεν συμπεριφέρθηκες σωστά... Τώρα όλη η παρέα σου γελάει μαζί μου. Κι εγώ θα την αφήσω να γελάει. Αλλά εσύ θα γνωρίζεις πως θα γελάει για κάτι που δεν ισχύει πια. Μου άρεσες γιατί σε θεωρούσα ιδιαίτερο. Έξυπνο και ευγενικό. Σοφό και σοβαρό. Νόμιζα πως ήσουν διαφορετικός. Εσύ συμπεριφέρθηκες όπως όλα τα παιδιά του σχολείου. Πήρες κάτι όμορφο και το έκανες γελοίο... Ούτε καν αστείο... Το έκανες γελοίο. Ξέρω πως σου αρέσω... Ένας από τους λόγους για τους οποίους μου άρεσες είναι γιατί έχω δει τον τρόπο που με κοιτάζεις... Είμαι σίγουρη πως σου αρέσω... Αλλά αποδείχτηκε πως δεν θα είχες το θάρρος να κάνεις παρέα μαζί μου... Θα σου χαλούσα την εικόνα... Ε, λοιπόν, μείνε με την φτιαγμένη εικόνα σου και την παρέα σου που τόσο αγαπάς. Αλλά θέλω να ξέρεις πως έχω έναν μαγικό διακόπτη προστασίας... Όταν κάποιος δεν μου συμπεριφέρεται σωστά αυτόματα πατιέται ο διακόπτης και σταματάει να μου αρέσει... Δεν μου αρέσεις πια.»

«Και τι έγινε μετά;» τώρα η μικρή μου Φίλη είχε αγχωθεί...

«Τίποτα δεν έγινε. Για ένα χρόνο οι φίλοι του με κορόιδευαν... Και εκείνος με κοίταζε από μακρυά σιωπηλός... Δεν γέλασε ποτέ ξανά μαζί τους... Απλά δεν έπαιρνε καμία θέση... Και καμιά φορά αυτό είναι το χειρότερο... Το να μην μπορείς να υποστηρίξεις καμία θέση... Να παρατηρείς να λένε ή να κάνουν κάτι σε κάποιον... Και εσύ να μην λες τίποτα... Κάποια στιγμή, το όλο σκηνικό ξεθύμανε... Έτσι γίνεται πάντα με τα σκηνικά του σχολείου... Βρίσκουν κάτι άλλο να ασχοληθούν... Και μετά σε ξεχνάνε... Οι φίλοι του σταμάτησαν να γελάνε μαζί μου... Αυτός συνέχισε να με κοιτάζει... Δεν μου μίλησε ποτέ... Απλά συνέχισε να με κοιτάζει... Αλλά εμένα, έτσι κι αλλιώς, δεν μου άρεσε πια... Αυτή ήταν η αλήθεια...»

Η μικρή μου Φίλη με ξαναδιέκοψε και είπε, σχεδόν, μελαγχολικά

«Ωραίος μου ακούγεται ο διακόπτης σου... Απλά να τον πατάς και να σου αρέσει ή να μην σου αρέσει κάποιος... Και ακόμα πιο ωραίο το να είσαι Υπερασπιστής της Αλήθειας!!!»

Και εγώ, παίρνοντας ασυναίσθητα την δική της μελάγχολία στην φωνή μου, συνέχισα...

«Ο διακόπτης δεν ήταν και τόσο εύκολη υπόθεση... Δεν μπορώ να πω πως αυτό μπορώ να το κάνω τώρα, τουλάχιστον όχι με όλους... Ούτε τότε μπορούσα να το κάνω με όλους τους ανθρώπους... Με κάποιους... Με το συγκεκριμένο αγόρι πραγματικά απλά συνέβηκε... Απλά δεν μου συμπεριφέρθηκε σωστά... Και απλά σταμάτησε να μου αρέσει... Δηλαδή... Με την ίδια απλότητα που δεν μου συμπεριφέρθηκε σωστά με την ίδια απλότητα σταμάτησε να μου αρέσει... Όσο για τους Υπερασπιστές της Αλήθειας... Υπήρχαν στιγμές που δεν ήταν και τόσο ωραίο... Πολλές φορές δεν ήταν καθόλου ευχάριστο... Μας βάζαμε σε πολλούς μπελάδες... Κάποια στιγμή μας πήγαν και τους έξι στο γραφείο και μας ζήτησαν να σταματήσουμε αυτό το «παιχνίδι» γιατί δεν μπορεί όλο το σχολείο να ασχολείται μαζί μας... Κάποιοι μαθητές είχαν κάνει παράπονα για εμάς... Ορισμένοι καθηγητές γκρίνιαζαν... Ο διευθυντής απείλησε με αποβολή και πήρε τους γονείς μας τηλέφωνο... Όλοι οι άλλοι γονείς έτρεξαν αγχωμένοι στο σχολείο! Αλλά οι γονείς μου, οι δικοί μου γονείς, είχαν πολύ πλάκα! Είπαν ότι δεν μπορούν να έρθουν στο σχολείο γιατί δουλεύουν και οι δύο για να θρέψουν τόσα παιδιά... και δεν μπορούν να ασχοληθούν με τις ανοησίες του διευθυντή... Και ότι ακόμα και να μπορούσαν να έρθουν το μόνο που θα έλεγαν θα ήταν ότι ανήκουν κι αυτοί στους Υπερασπιστές της Αλήθειας... Ότι έχουν ακούσει από εμένα τα πάντα για τους Υπερασπιστές και δεν άκουσαν ούτε ένα γεγονός στο οποίο να τους φάνηκε παράλογη η παρέμβασή μας... Ότι μας γνώριζαν και τους έξι και ότι ήμασταν αξιόλογα άτομα και είχαν εμπιστοσύνη στην κρίση μας... Και ότι αν το σχολείο θέλει να πάρει την θέση του να πνίγει κάθε πρωτοτυπία και να εξανεμίζει και την παραμικρή έμπνευση αυτοί δεν πρόκειται να γίνουν κομμάτι αυτής της διαδικασίας... Είπαν, επίσης, πως κατά την γνώμη τους, οι καθηγητές θα έπρεπε να είναι ανοιχτοί στο να μαθαίνουν από τα παιδιά... και όχι να τρέμουν στην πρώτη διαφορετική δυσκολία που μπορεί να τους παρουσιάζεται... Και πως κανονικά οι καθητητές θα έπρεπε να ενδιαφέρονται από μόνοι τους για την δικαιοσύνη και για την αλήθεια και να προστατεύουν τα παιδιά από απαράδεκτες καταστάσεις είτε αυτές προέρχονται από τους μαθητές είτε από τους ίδιους τους καθηγητές... Είπαν, πως φυσικά αν θεωρούσαν πως έκανα κάτι λάθος, ευχαρίστως θα μου μιλούσαν και έτσι πάντα κάνουν όταν νιώθουν πως κάτι δεν είναι σωστό κατά την δική τους άποψη... Αλλά δεν πιστεύουν πως εγώ έκανα κάτι λάθος... Ότι με έχουν μεγαλώσει σαν ανεξάρτητο άνθρωπο και έχουν εμπιστοσύνη στις επιλογές μου... Ότι είναι πολύ περήφανοι για εμένα και με υποστηρίζουν σε ό, τι κι αν κάνω... Κι ότι αν θέλουν να μου δώσουν αποβολή να μου την δώσουν, με την ευχή τους, απλά να τους ενημερώσουν για να έρθουν να με πάρουν από το σχολείο... Είχε πολύ γέλιο εκείνο το τηλέφωνο... Ήμουν μπροστά και άκουγα τις απαντήσεις του διευθυντή... Όταν έκλεισε το τηλέφωνο ήταν εξαγριωμένος... Τελικά, την πήραμε την αποβολή...»

«Πήρες ΕΣΥ αποβολή;!» Η Φίλη μου με κοίταζε χωρίς να πιστεύει αυτά που ακούει!

«Όχι, μόνο εγώ και οι έξι μας... Και κάπου εκεί τελείωσε η ιστορία μας... Γιατί όλοι οι υπόλοιποι γονείς δεν ήταν σαν τους δικούς μου... Οι πέντε από τους έξι, όλοι εκτός από εμένα, πέρα από την πολυήμερη αποβολή, έφαγαν τιμωρία και από τους γονείς τους... Μας είχε απειλήσει και ο διευθυντής ότι, έτσι και ξανακούσει το οτιδήποτε σε σχέση με αυτήν την μικρή μας ομάδα, θα μας κάνει τον βίο αβίωτο... Ε, παιδιά ήμασταν δεν θέλαμε και πολύ να τρομοκρατηθούμε... Και αποφασίσαμε να αφήσουμε στην άκρη τους Υπερασπιστές...»

«Τι κρίμα... Και τι κάνουν οι Υπερασπιστές τώρα;» Με ρώτησε και τα μάτια της είχαν ένα ιδιαίτερο βλέμμα που δεν είχα ξαναδεί στα δικά της τα μάτια...

«Δεν ξέρω... Ειλικρινά, δεν ξέρω... Έχω χρόνια να τους δω... Αλλά όταν τους σκέφτομαι... Θέλω να πιστεύω ότι ακόμα αγωνίζονται ενάντια στην αδικία... Ακόμα προσπαθούν για αυτό που προσπαθούσαμε τότε...»

Αναστενάξαμε και οι δύο... Μείναμε για λίγο σιωπηλές... Και μετά ήταν εκείνη που επέλεξε να μιλήσει πρώτη...

«Τι ωραία ιστορία! Θα μου πεις κι άλλη ιστορία από το σχολείο σου; Σε παρακαλώ!»

Εγώ γέλασα και αμέσως μετά σοβάρεψα και της είπα...

«Έχω μερικές ιστορίες του σχολείου που θα μπορούσα να τις μοιραστώ μαζί σου... Παρόλα αυτά, ξέρω πως δεν είναι αυτό το πραγματικό θέμα για το οποίο θέλεις να μιλήσουμε... Μέσα στις επόμενες ημέρες, λοιπόν, θα κανονίσουμε μια γερή συζήτηση για το θέμα που σε απασχολεί... Για την ώρα, μέχρι να ξανασυναντηθούμε... Θέλω να ξέρεις... Πως εγώ δεν είμαι και ο ιδανικότερος άνθρωπος στο να δίνει συμβουλές πάνω σε αυτά τα θέματα... Εγώ απλά θα σου έλεγα να υπερασπιστείς την αλήθεια σου... Δεν είναι τυχαίο που και σήμερα χωρίς να το καταλάβω οδηγήθηκα να σου μιλήσω για τους Υπερασπιστές της Αλήθειας... Αυτό θα σου έλεγα να κάνεις και τώρα... Να πας να μιλήσεις σε αυτόν που σου αρέσει... Εγώ αυτό θα έκανα... Αλλά δεν μπορώ να πω πως η αλήθεια με έχει οδηγήσει πάντα στο επιθυμητό αποτέλεσμα... Είναι πολύ πιθανό ο φίλος σου να τρομάξει ή να αγχωθεί ή να οτιδήποτε άλλο... Ίσως η καλύτερη λύση είναι... να δεις πού βρίσκεται ο φίλος σου... Σε ποιο σημείο είναι εκείνος σε σχέση με εσένα... Να αρχίσετε να μιλάτε περισσότερο... Για να έχεις περισσότερα στοιχεία για αυτόν... αλλά και περισσότερα στοιχεία δικά σου σε σχέση με αυτόν... Να δεις πώς νιώθεις μαζί του... Αυτό είναι μια καλή αρχή... Και μετά βλέπεις τι θα γίνει... τι θα κάνεις... ανάλογα με το τι θα κάνει κι αυτός... Να προχωρήσεις βήμα βήμα... Αυτό πάντα είναι μια σοφή συμβουλή... Το βήμα βήμα...»

Μου χαμογέλασε...

«Θα περιμένω την γερή συζήτησή μας... γιατί πραγματικά την χρειάζομαι...»

«Αν την χρειάζεσαι, δεν χρειάζεται να περιμένουμε κάποια τυχαία συνάντηση στον δρόμο για να συζητήσουμε... Ξέρεις που θα με βρεις...»

«Σε ευχαριστώ! Θα μου πεις όταν συναντηθούμε και καμία ιστορία ακόμα από το σχολείο;»

«Όσες θες! Μπορεί να σου μιλήσω για τους Ιππότες της Ισότητας και της Ισορροπίας...»

«Γουάοοοοο! Τι είναι αυτό πάλι;»

«Μια άλλη όμορφη, ιδιαίτερη, και σπάνια ιστορία σχολική!»

«Οι δικές μου σχολικές ιστορίες δεν έχουν τόσο ενδιαφέρον...»

«Α, πίστεψέ με, ούτε οι περισσότερες δικές μου... Απλά έχω μία-δύο που νομίζω πως αξίζουν να ειπωθούν...»

Όλα αυτά ειπώθηκαν τόσο γρήγορα μέσα σε μια ατμόσφαιρα αμοιβαίου ενθουσιασμού...

Με την επόμενη ερώτησή της επέστρεψα στην πραγματικότητα του χρόνου...

«Τι ώρα είναι;»

Της έδειξα το ρολόι μου και εκείνη χοροπήδησε!

«Αμάν! Πρέπει να φύγω!»

Με την απότομη αντίδρασή της αυτόματα κοίταξα κι εγώ την ώρα στο χέρι μου και πετάχτηκα κι εγώ με την σειρά μου!

«Αμάν! Φοβάμαι πως είναι ώρα που πρέπει να φύγουμε και οι δύο!!!»

Ειλικρινά, δεν έχω ιδέα πως περνάει τόσο γρήγορα ο χρόνος με τους μικρούς μου Φίλους...

Φύγαμε τρέχοντας προς αντίθετες κατευθύνσεις όταν την άκουσα να μου φωνάζει από μακρυά

«Εϊ, Υπερασπιστή της Αλήθειας!»

Έστριψα το κεφάλι μου και την είδα να με χαιρετάει τρέχοντας ακόμα

«Σε αγαπάωωωωωωωωω!»

Και με αυτήν την φράση συνέχισε να τρέχει χωρίς να περιμένει καμία απάντηση από εμένα γιατί είχε ήδη αργήσει να πάει στον προόρισμό της...

Εγώ έτρεξα μέχρι που έφτασα στην στάση του λεωφορείου... Και υποχρεωτικά σταμάτησα για να μπω στην ατμόσφαιρα της αναμονής και ήταν από τις λίγες φορές που αυτή η αναμονή δεν μου φάνηκε καθόλου εκνευριστική ή βαρετή... Το αντίθετο μάλιστα... ήταν ευχάριστη και συγκινητική...

Τριγυρνούσε στο μυαλό μου ο όρκος των Υπερασπιστών...

Γιατί είχαμε και όρκο... Τον δικό μας όρκο...

Και μας σκέφτηκα... Τους έξι μας... Ακόμα και αφού «απαγορεύτηκαν» οι Υπερασπιστές... Σε εκείνα τα διαλείμματα... που μαζευόμασταν σε μια γωνία μόνο και μόνο για να ψιθυρίσουμε τον όρκο μας... και να πάρουμε ενέργεια από αυτόν... Και αντλούσαμε δύναμη για να αντέξουμε όλα όσα συνέβαιναν στο σχολείο...

Εκείνο το σχολείο που σε εμάς τους έξι δεν είχε συμπεριφερθεί καθόλου καλά... Που εμένα δεν μου είχε συμπεριφερθεί καθόλου καλά... Γιατί σε κάθε μία ευχάριστη ιστορία αντιστοιχούσαν τόσες δυσάρεστες και δεν ήταν ήταν καθόλου καλή ισορροπία αυτή για μια παιδική ψυχή...

Και άκουσα τις λέξεις στο μυαλό μου...

Σε αυτό το σχολείο δεν υπάρχει Δικαιοσύνη
Καμία Αξία όρθια δεν έχει απομείνει
Κανείς δεν ενδιαφέρεται να κάνει το σωστό
Κανείς δεν αγαπάει, δεν έχει σεβασμό

Για αυτό και εμείς θα ενωθούμε
Για αυτό και εμείς θα ενωθούμε
για να υπερασπιστούμε
για να υπερασπιστούμε
Κάθε συνάνθρωπο σύμμαθητή μας
Κάθε συνάνθρωπο καθήγητή μας
Που δεν αντέχει να υπερασπιστεί
Τα όμορφα που υπάρχουν πάνω σε αυτήν την γη.

Με κάθε τίμημα την Αλήθεια θα υπηρετούμε,
για αυτήν αναπνέουμε, για αυτήν μονάχα ζούμε,
αν θέλεις και εσύ να είσαι Υπερασπιστής,
θα πρέπει πάντα την Αλήθεια να ψάχνεις για να βρεις

Και αν μας ρωτάτε: Πού κρύβεται η ηθική;
Η απάντηση είναι: Σε κάθε κίνησή μας
Και αν μας ρωτάτε: Που κρύβεται η ζωή;
Η απάντηση είναι: Σε κάθε ανάπνοή μας.

Και ας είμαστε έξι κάποτε θα γίνουμε εφτά...
Σιγά σιγά θα φτάσουμε και τους δέκα εφτά...
Θα μεγαλώσουμε και Θα επεκταθούμε
Θα αλλάξουμε τον κόσμο, κάποτε Θα σωθούμε

Και όλα αυτά που οι άλλοι μας υποχρεώνουν
Δεν μας ραγίζουν και δεν μας λιώνουν
Και όλα αυτά που γίνονται χωρίς να μας ρωτήσουν
Δεν θα μας σπάσουν και δεν θα μας λυγίσουν

Για πάντα εμείς θα προσπαθούμε
Απέναντι στο άδικο θα επαναστατούμε
Με την Αγάπη να μας καθοδηγεί
Θα χτίσουμε την καινούρια κοινή μας αρχή

Είμαστε οι Υπερασπιστές
Της Αγάπης οι αγωνιστές
Είμαστε οι Αγωνιστές
Της Αλήθειας οι Υπερασπιστές.

Και τότε άκουσα την πόρτα του λεωφορείου μπροστά μου να κλείνει, είχα χαθεί τόσο στις σκέψεις μου που δεν το είχα δει να έρχεται, δεν το είχα ακούσει να σταματάει, έκανα σήμα στον οδηγό να μου ανοίξει, αλλά εκείνος δεν μου άνοιξε, και είδα το λεωφορείο να φεύγει και να απομακρύνεται... Αλλά δεν θύμωσα, δεν εκνευρίστηκα, δεν αγχώθηκα... Και τους είδα... Εκεί μέσα στο λεωφορείο σε μια γωνία στα πίσω καθίσματα... Να απομακρύνονται από εμένα και αυτοί... Και να με χαιρετάνε...

Και το λεωφορείο έστριψε... Και το λεωφορείο έφυγε...

Και με την ευχή... να είναι καλά οι υπόλοιποι πέντε Υπερασπιστές, όπου κι αν είναι...

Και με την εικόνα έξι παιδιών να ψιθυρίζουν...

Ξεκίνησα να περπατάω...

Ψιθυρίζοντας μαζί τους...

«Σε αυτό τον κόσμο δεν υπάρχει Δικαιοσύνη... Καμία Αξία όρθια δεν έχει απομείνει...»

Και ακούγοντας παραλλαγμένο όλο τον όρκο στο μυαλό μου...

Συνέχισα να περπατάω... Και συνέχισα να περπατάω... Και συνέχισα να περπατάω...

Μέχρι σήμερα...

Ψιθυρίζοντας τον όρκο μας...

Μέχρι σήμερα...

Ψιθυρίζοντας τον όρκο έξι παιδικών ψυχών...


7/1/12

Περπατούσα στο δρόμο και... (1)




Περπατούσα στο δρόμο και… ήμουν χαμένη, όπως πάντα, στο δικό μου κόσμο όταν άκουσα μια παιδική φωνούλα να φωνάζει το όνομά μου. Σταμάτησα τον βιαστικό βήματισμό μου, γύρισα το κεφάλι μου απότομα και είδα ένα κοριτσάκι να τρέχει τρέχοντας κατά πάνω μου. Με αγκάλιασε τόσο σφιχτά που για μια στιγμή δεν μπόρεσα να αναπνεύσω. Χαμογέλασα και την κοίταξα. Δεν είχα και τόσο καιρό να την δω αλλά κιόμως είχε αλλάξει τόσο πολύ! (Ο χρόνος των μικρών είναι τελειώς διαφορετικός από τον χρόνο των μεγάλων...). Είχε ψηλώσει, είχε μεγαλώσει και είχε ομορφύνει! Ήταν μία από τους μικρούς μου φίλους της γειτονιάς! Με κοιτούσε χαμογελαστή και χαρούμενη και η ψυχή μου γέμισε αμέσως με φως! (Ο κόσμος των μικρών είναι τελείως διαφορετικός από τον κόσμο των μεγάλων...).

Περπατήσαμε μαζί τον υπόλοιπο δρόμο ενώ άκουγα με προσοχή όλα της τα νέα. Για το σχολείο, τα μαθήματα, τους βαθμούς, τους δασκάλους, τους φίλους, την γιορτή που θα γίνει σε λίγες μέρες, το καλοκαίρι που έρχεται...

Μου έδειξε το φόρεμά της... Της είπα πως μου αρέσει πολύ και πως το κόκκινο είναι το αγαπημένο μου χρώμα. Το πρόσωπό της έλαμψε ενώ κουνούσε το κεφάλι της με ενθουσιασμό λέγοντας με ένα πονηρό τεράστιο χαμόγελο πως και εκείνης το αγαπημένο της χρώμα είναι το κόκκινο. Εγώ αναρωτήθηκα αν πραγματικά ήταν το αγαπημένο της χρώμα ή αν απλά έγινε το αγαπημένο της χρώμα την στιγμή που της δήλωσα ότι ήταν το δικό μου αγαπημένο χρώμα... Είχε σημασία για εκείνη να έχουμε το ίδιο αγαπημένο χρώμα... Μου έδειξε τα πράσινα της παπούτσια και φαινόταν σαν να περιμένει να δει την αντίδρασή μου στο χρώμα πράσινο. Τότε εγώ της είπα πως αγαπάω όλα τα χρώματα γιατί κάθε χρώμα είναι μοναδικό και έχει την δική του προσωπικότητα! Της εξήγησα πως κάθε διάθεση μου έχει διαφορετικό χρώμα και κάθε συναίσθημά μου έχει διαφορετική απόχρωση χρώματος. Μετά, βέβαια, επειδή έχω τρομοκρατηθεί λιγάκι από αυτά που ακούν τα κακόμοιρα παιδάκια από τους μεγάλους έσπευσα να προσθέσω πως το λέω μεταφορικά. Πως η φαντασία μου βάζει χρώματα στις διαθέσεις και στα συναισθήματα... και μετά από μία περίεργη ανάλυση περί πραγματικότητας και μη πραγματικότητας, που παραδόξως η μικρή μου φίλη έμοιαζε να την καταλαβαίνει χωρίς να μπερδεύεται, κατέληξα απλά – ούτε έχω ιδέα πώς ξαναγύρισα εκεί στην αρχή της συζήτησής μας- στο ότι λατρεύω όλα τα χρώματα. Εκείνη φάνηκε ικανοποιημένη από την απάντησή μου και, σχεδόν, ανακουφισμένη, γιατί δεν σήμαινε ότι επειδή το αγαπημένο της χρώμα είναι το κόκκινο δεν μπορεί να αγαπάει και όλα τα υπόλοιπα χρώματα.

Μετά μου είπε ενθουσιασμένη τα πάντα σε σχέση με τα ψεύτικα παιδικά τατουαζ που της είχα δώσει στην προηγούμενη συνάντησή μας. Από τις πεταλούδες στις νεράιδες και από τα λουλουδάκια στα ουράνια τόξα και έτσι απλά, χωρίς να το καταλάβουμε, οδηγηθήκαμε να συζητάμε πάλι για τα διάφορα χρώματα και από εκεί περάσαμε στην ομορφιά της φύσης και μετά, ούτε που θυμάμαι πώς, στην μαγεία της μουσικής! Μου ζήτησε να της γράψω κάποια τραγούδια που ήθελε να ακούσει και εκεί μοιραστήκαμε την αγάπη μας για τις διάφορες μελωδίες. Και, όπως συμβαίνει και με τα χρώματα, της εξήγησα πως για εμένα κάθε είδος μουσικής είναι ξεχωριστό και έχει τον δικό του χαραχτήρα! Από τα ελληνικά στα ξένα και από την κλασική μουσική στο ροκ...

Κι έπειτα περάσαμε στις «σοβαρές» μας συζητήσεις. Πάντα κάνουμε και σοβαρές συζητήσεις!!! Αφού περάσαμε μια ταχύτατη «βόλτα» από την οικονομικοπολιτική κρίση αποφασίσαμε να περπατήσουμε λίγο πιο αργά, κυριολεκτικά και μεταφορικά, και μιλήσαμε για τα προβλήματα των οικογενειών, τις φωνές, τους καβγάδες, τα διαζύγια, τις διαλυμένες σχέσεις, τους χωρισμένους γονείς, τα αβοήθητα παιδιά, τα διάφορα ιδρύματα που υπάρχουν και που δεν είναι πάντα το καταλληλότερο περιβάλλον για να βρεθεί κανείς, την σωματικοψυχολογική κακοποίηση, την έλλειψη αγάπης, την εγκλωβισμένη κοινωνία και την ανύπαρκτη επικοινωνία... και το πιο φοβερό είναι ότι εγώ δεν ξεκίνησα ούτε ένα από τα παραπάνω θέματα! Εγώ απλά ακολουθούσα αυτά που εκείνη ήθελε και είχε την ανάγκη να συζητήσει και προσπαθούσα να προλαβαίνω τον ρυθμό της σκέψης της (που άρχιζε να αυξάνεται σιγά σιγά και να γίνεται όλο και πιο γρήγορος και όλο και πιο γρήγορος σε αντίθεση με το περπάτημά μας που γινόταν όλο και πιο αργό και όλο και πιο αργό) και να της απαντάω απλά και αληθινά σε ό, τι με ρωτούσε.

Στο τέλος, και ενώ είχα εξαντληθεί από τις τόσες ερωτήσεις (και από όλο αυτό το τρέξιμο των λέξεων!), ήρθε εκείνη η ερώτηση στην οποία δεν ήξερα τι να απαντήσω... Πάντα υπάρχει τουλάχιστον μία τέτοια ερώτηση (αν είμαι τυχερή αλλιώς είναι περισσότερες ερωτήσεις!) η οποία θα με φέρει αντιμέτωπη με τον εαυτό μου και την ζωή μου και η οποία θα με δυσκολέψει με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο... Απλά εύχομαι κάθε φορά να καταφέρω να προσπεράσω το σημείο όσο πιο γρήγορα και όσο πιο ανώδυνα γίνεται μέσα μου έτσι ώστε να μπορέσω να δώσω μια τίμια απάντηση στο άτομο που έχω απέναντί μου. Ευτυχώς, αυτή ήταν μία από τις καλές μου μέρες. Η ερώτηση με έστησε κυριολεκτικά στον τοίχο αλλά για λίγα μόνο δευτερόλεπτα... Σχεδόν για μια στιγμή μόνο... γιατί μετά, ευτυχώς, ήρθε η απλή και αληθινή απάντησή μου στην επιφάνεια για να μου αποδείξει πως δεν με προδίδει ο εαυτός μου και πως μέχρι τώρα, δεν μπορεί, κάτι έχω καταφέρει, κάτι έχω καταλάβει... Καλά προχωράω στην ζωή... Εξάλλου, ένα καλό κριτήριο για να καταλαβαίνεις πως τα πας στην ζωή σου είναι το αν μπορείς - το να μπορείς - να απαντάς στις ερωτήσεις των παιδιών. Αν νιώθεις καλά με τον εαυτό σου και με τις επιλογές σου καμία ερώτηση δεν σε τρομάζει.

Η ερώτηση, λοιπόν, ήταν...

«Είσαι ψυχολόγος;»

Αυτή ήταν η αρχική ερώτηση. Όχι η ερώτηση που με έστησε στον τοίχο. Η ερώτηση πριν την Ερώτηση. Αυτή η ερώτηση δεν με τρόμαξε ούτε με άγχωσε για τίποτα. Μου έκανε εντύπωση, βέβαια, γιατί έτυχε να γίνει την ίδια εβδομάδα που τριγυρνούσε μέσα μου, ανάμεσα στις διάφορες σκέψεις μου, η σκέψη του, πόσες φορές, έχει χρειαστεί να παίξω τον ρόλο του ψυχολόγου στις σχέσεις μου σε αυτήν την ζωή... Αλλά η έκπληξη κράτησε λίγο όταν θυμήθηκα ότι τα παιδιά έχουν κάτι απίστευτες ειδικές κεραίες στο κεφαλάκι τους για να πιάνουν τα σήματα που εκπέμπονται από εσένα και, έτσι, καμιά φορά, ρωτάνε την κατάλληλη ερώτηση στον κατάλληλο άνθρωπο την κατάλληλη στιγμή. Ναι, με εξέπληξε αλλά δεν ήταν αυτή η ερώτηση που με ακινητοποίησε. Η συνέχεια αυτής της ερώτησης ήταν εκείνη που με έστησε στον τοίχο...

Στην πρώτη, απλή, ερώτηση κούνησα αρνητικά το κεφάλι. Με ρώτησε αν ήμουν ψυχολόγος κι εγώ, πολύ απλά, δεν ήμουν ψυχολόγος.

Και τότε εκείνη σχεδόν εκνευρίστηκε μαζί μου! Με κοίταξε δύσπιστα και με ρώτησε σχεδόν θυμωμένη...

«Γιατί;»

... Και αυτή ήταν η Ερώτηση που με έστησε στον τοίχο. Ή μήπως ήταν ο τρόπος που έγινε ή το συναίσθημα που την ακολουθούσε ή ένας συνδυασμός όλων των παραπάνω; Γιατί πριν προλάβω να σκεφτώ το οτιδήποτε, εκείνη είδε την σπάνια στιγμή αδυναμίας. Είδε το βλέμμα μου να φεύγει και την σκέψη μου να χάνεται. Και αυτό ήταν αρκετό, άρπαξε την ευκαιρία της παύσης μου για να συνεχίσει...

«Γιατί δεν είσαι ψυχολόγος; Αφού βοηθάς τα παιδιά! Αφού εμένα με έχεις βοηθήσει τόσες φορές από όταν ήμουν μικρή! Μου έχεις δώσει τόσες συμβουλές! Μας έχει δώσει τόσες συμβουλές! Όλα τα παιδιά της πλατείας σε αγαπάνε! Όλη η γειτονιά σε αγαπάει! Θα μπορούσες να βοηθήσεις τόσο κόσμο! Θα μπορούσες να βοηθήσεις τόσα παιδιά! Αφού αγαπάς τα παιδιά! Γιατί; Γιατί δεν είσαι ψυχολόγος; Δεν θέλεις να γίνει καλύτερος ο κόσμος; Δεν θέλεις να βοηθήσεις κι εσύ στο να γίνει καλύτερος ο κόσμος; Γιατί δεν είσαι ψυχολόγος; Γιατί;»

Και εγώ μπροστά σε αυτό το απρόσμενο ξέσπασμα δεν μπορούσα να βρω καμία απάντηση αρκετά ικανοποιητική... Εξάλλου, είναι γνωστό πως δεν τα πάω καθόλου καλά με όποια ερώτηση ξεκινάει με το «Γιατί» ! Μου πήρε μερικά δευτερόλεπτα... να ξαναοργανώσω το μυαλό μου. Έτσι κι αλλιώς, όλα είχαν γίνει μέσα σε δευτερόλεπτα... Την κοίταξα ψύχραιμα και άφησα την αλήθεια μου να μιλήσει αντί για εμένα...

Και η Αλήθεια μου είπε (και την άκουγα κι εγώ να μιλάει με ενδιαφέρον γιατί ήθελα να μάθω κι εγώ τι θα πει!) πως, ναι, είναι αλήθεια ότι αγαπάω τα παιδιά. Και όχι μόνο τα παιδιά ότι αγαπάω τους ανθρώπους. Και, ναι, είναι αλήθεια πως μου αρέσει να βοηθάω τα παιδιά και τους μεγάλους όταν νιώθω πως υπάρχει κάτι που μπορώ να πω ή να κάνω και που μπορεί να βοηθήσει. Αλλά από το να αγαπάς τα παιδιά μέχρι το να γίνεις ψυχολόγος υπάρχει τεράστια απόσταση. Θα έπρεπε να σπουδάσω, να διαβάσω, να αποκτήσω τις γνώσεις, να νιώσω έτοιμη, να το θέλω πάρα πάρα πάρα πολύ, να βοηθήσει λίγο και η ζωή, να σπρώξει λίγο και η τύχη, και μετά να γίνω ψυχολόγος. Έπειτα της μίλησα για την μεγάλη ευθύνη που έχει ένας ψυχολόγος. Και για το πόσο λίγη σχέση έχει το επάγγελμα του ψυχολόγου με αυτό που κάνω εγώ, που, πού και πού, δίνω καμία συμβουλή η οποία μπορεί να είναι σωστή, μπορεί να είναι και λάθος. Εγώ απλά λέω την γνώμη μου με βάση αυτά που με έχει μάθει η δική μου ζωή αλλά αυτό δεν είναι αρκετό για το επάγγελμα του ψυχολόγου. Και, μετά από όλα αυτά (και άλλα τόσα!), με άκουσα να μιλάω σε σχέση με το επάγγελμα που έχω επιλέξει να κάνω. Το επάγγελμα που μου αρέσει, το επάγγελμα που αγαπάω, το επάγγελμα που ήθελα και θέλω πάρα πάρα πάρα πάρα πάρα πολύ. Της είπα πως... Πως αυτό ήταν το όνειρό μου από όταν ήμουν στην δική της ηλικία. Πως αυτό είναι αυτό που θέλω να κάνω στην ζωή μου. Αυτό είναι αυτό που προσπαθώ να κάνω, ανεξάρτητα από το αν τα καταφέρνω ή όχι. Πως προσπαθώ να αλλάζω τον κόσμο μέσα από την τέχνη μου αλλά και μέσα από την ζωή μου. Με αυτό που είμαι καθημερινά. Με το πώς συμπεριφέρομαι στους άλλους κάθε στιγμή. Πως δεν χρειάζεται να είμαι ή να γίνω ψυχολόγος για να βοηθάω τους ανθρώπους γύρω μου ή για να κάνω καλύτερο τον κόσμο. Πως αγαπάω την ψυχολογία αλλά αγαπάω πολλά πράγματα και δεν γίνεται να γίνουμε όλα τα πράγματα. Μπορούμε να γίνουμε πολλά, πάρα πολλά, πιο πολλά από όσα πιστεύουμε, αλλά είναι δύσκολο να τα καταφέρουμε να γίνουμε όλα, (και εκεί πρόσθεσε η αλήθεια μου και με εξέπληξε κι εμένα) χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι αδύνατο, μπορεί κάποιος να μπορεί να τα καταφέρει και όλα... Έπειτα η Αλήθεια μου μίλησε για την σχέση μου με την Αγάπη. Και είπε η Αλήθεια μου... και είπα εγώ... πως, καμιά φορά, οι άνθρωποι μεταφράζουν λίγο διαφορετικά αυτήν την αγάπη που έχω για τα πάντα θέλοντας να βάλουν «τίτλο» στην αγάπη μου... Αγαπάω τα παιδιά και νομίζουν πως θα έπρεπε να είμαι δασκάλα, αγαπάω τους ανθρώπους και νομίζουν πως θα έπρεπε να γίνω ψυχολόγος, μέχρι σήμερα έχουν δώσει πολλά «ονόματα» στην αγάπη μου αλλά κανένα δεν είναι σωστό. Γιατί εγώ πιστεύω πως η αγάπη είναι πάνω και πέρα από κάθε επάγγελμα, κάθε τίτλο, κάθε «ταμπέλα». Η αγάπη μου δεν έχει όνομα. Η αγάπη μου είναι απλά αγάπη. Δεν χρειάζεται να είσαι ψυχολόγος για να αγαπάς τους ανθρώπους, δεν χρειάζεται να είσαι δάσκαλος για να αγαπάς τα παιδιά, δεν χρειάζεται να είσαι γυμναστής για να αγαπάς την γυμναστική, δεν χρειάζεται να είσαι μουσικός για να αγαπάς την μουσική... (και είπε άλλα τόσα παραδείγματα η Αλήθειά μου που ούτε εγώ δεν ήξερα ότι υπήρχαν όλα αυτά μέσα μου, ότι αγαπάω τόσο πολλά με τόσους διαφορετικούς τρόπους!). Και άκουγα την φωνή μου να λέει ότι εγώ απλά πιστεύω πως όλοι οι άνθρωποι θα έπρεπε να έχουν ενδιαφέρον για τα πάντα και τους πάντες γύρω τους. Πώς έχω πάρα πολύ αγάπη μέσα μου και τα χωράει όλα και τους χωράει όλους. Πως είμαι εδώ, για ό, τι χρειαστεί, και πως για αυτήν θα υπάρχει πάντα χώρος και χρόνος στην ζωή μου. Πως ένα κομματάκι της καρδιάς μου της ανήκει. Πως η θέση της μέσα μου είναι μοναδική και ξεχωριστή. Σαν τα χρώματα, σαν την μουσική. Έπειτα της είπα πως δεν δίνω πάντα τις σωστές συμβουλές, δεν είναι όλα όσα λέω σωστά. Και πρέπει να κρίνει, πάντα πρέπει να κρίνει, ακόμα και από αυτά που της λέω εγώ και από αυτά που της λένε οι άλλοι, τι θέλει να κρατήσει και τι θέλει να αφήσει... Πώς στόχος της πρέπει να είναι να βρει εκείνη τι την εκφράζει, εκείνη τι πιστεύει, εκείνη ποια είναι και ποια θέλει να γίνει. Και στο τέλος, όπως συνηθίζω να κάνω στο τέλος, όπως συνηθίζει η Αλήθεια μου να κάνει, της απάντησα με μια απλή συγκεκριμένη φράση σε αυτό που με ρώτησε:

«Δεν είμαι ψυχολόγος γιατί δεν θέλω να ειμαι ψυχολόγος.»

«Αν ήθελα να ήμουν ψυχολόγος θα προσπαθούσα με όλες μου τις δυνάμεις να γίνω ψυχολόγος. Για την ώρα πολεμάω με όλες μου τις δυνάμεις για να γίνω αυτό που θέλω να είμαι.»

Και πρόσθεσε η αλήθεια μου, και πρόσθεσε η φωνή μου και πρόσθεσε η ψυχή μου και πρόσθεσα εγώ...

«Θέλω να είμαι αυτό που είμαι τώρα και να γίνομαι όλο και καλύτερη σε αυτό. Αν αλλάξει αυτό που θέλω να είμαι, τότε θα αλλάξει και αυτό που θα γίνω και τότε θα αλλάξει και αυτό που θα είμαι. Αλλά για την ώρα, θέλω να προσπαθήσω λίγο ακόμα, λίγο, λίγο ακόμα, μήπως καταφέρω να κάνω το όνειρο πραγματικότητα... Θέλω να είμαι πάνω από όλα Καλλιτέχνης. Θέλω να γίνω Καλλιτέχνης.»

Και τότε σκέφτηκα εγώ... «Μα, ίσως, το όνειρο να είναι ήδη εδώ... Ίσως να... Είμαι Καλλιτέχνης.»

Και πρόσθεσε η αλήθεια μου, και πρόσθεσε η φωνή μου και πρόσθεσε η ψυχή μου και πρόσθεσα εγώ...

«Θέλω να είμαι αυτό που είμαι τώρα και να γίνομαι όλο και καλύτερη σε αυτό. Θέλω να είμαι πάνω από όλα Άνθρωπος. Θέλω να γίνω Άνθρωπος.»

Εκείνη με κοίταξε με τα πανέμορφα σχιστά ματάκια της και μου είπε πως της έχω αλλάξει όλη της την ζωή. Με αγκάλιασε ακόμα πιο σφιχτά από ό, τι με είχε αγκαλιάσει πριν. Μου είπε πως της έδωσα και της δίνω ελπίδα και πως θα κυνηγήσει το όνειρό της όποιο κι αν θα είναι αυτό. Και τότε άρχισε να μου εξηγεί το δικό της όνειρο... και δεν είχε καμία ανάγκη να μοιάζει το δικό της όνειρο με το δικό μου... Περιέγραφε το Όνειρό της... Και ήξερα πως μιλούσε η Αλήθεια της... Και είδα το όνειρό της τόσο καθαρά όσο έβλεπα και βλέπω το δικό μου...

Και με ξανααγκάλιασε για τρίτη φορά, πιο σφιχτά και ακόμα πιο σφιχτά.

Και η ψυχή μου ένιωσε το βάρος της ευθύνης αλλά και την απεραντοσύνη της αγάπης.

Και ευχαρίστησα μέσα μου την Μεγάλη Αλήθεια μου που ήξερε τι να πει και τι να κάνει.

Και ευχαρίστησα μέσα μου την Μικρή Φίλη μου που ήξερε τι να πει και τι να κάνει για να βγάλει στην επιφάνεια την Αλήθεια μου αλλά και που είχε το θάρρος να μου αποκαλύψει την Αλήθεια της.

Και εκείνη την ώρα που ανταλλάζαμε Αλήθειες... πέρασε μια φίλη... μια φίλη της φίλης μου... Και αρχίσαμε να συζητάμε οι τρεις μας. Και είχα να κάνω τόσο ωραία συζήτηση πολύ καιρό...

Και συζητήσαμε και οι τρεις μαζί...
Και συνεχίσαμε και οι τρεις μαζί...

Ή μάλλον και οι έξι.

Εμείς και οι Αλήθειες μας.

Τρεις Άνθρωποι και Τρεις Αλήθειες...

Και για λίγο χάθηκα στον χρόνο και στον κόσμο των μικρών... και ήταν τόσο... πώς να το πω;... Τόσο... πώς να το γράψω;... Τόσο... πώς να το περιγράψω;... Τόσο... Τόσο τι;

Τόσο φωτεινά...

Έτσι θα ήθελα να είναι και ο χρόνος και ο κόσμος των μεγάλων...