12/26/16

24.12.2016 Σάββατο



24.12.2016 Σάββατο
Παραμονή Χριστουγέννων

Σήμερα ξύπνησα 6.30 το πρωί από το κουδούνι... Δεν άντεξα να σηκωθώ αμέσως αλλά δεν μπόρεσα και να ξανακοιμηθώ... Σκεφτόμουν πως θα ήταν παιδιά για τα κάλαντα... και δεν μου άρεσε μετά η ιδέα πώς μπορεί να περίμεναν μέσα στο κρύο απλά για να περάσει η ώρα και για να μου χτυπήσουν ξανά το κουδούνι... Σηκώθηκα... και σηκώθηκε και ο γατούλης μου μαζί... Κοιμόταν στα πόδια μου και δεν μπορώ να πω πως του άρεσε που του χάλασα την ησυχία... Παραπατώντας και με μισόκλειστα μάτια πήγα να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπό μου... αν και δεν μπορώ να πω πως το συνηθίζω... Συνήθως, όταν ξυπνάω είμαι αμέσως εντελώς ξύπνια... και πετάγομαι επάνω... χωρίς να χρειαστώ τίποτα άλλο για να ξυπνήσω... Αλλά χθες δεν κοιμήθηκα και τόσο νωρίς και αυτό το σημερινό 6.30 με ταλαιπώρησε λιγάκι. Ετοίμασα τα σοκολατάκια, ετοίμασα και τα κερματάκια, τα έβαλα όλα πάνω στην άκρη του πιάνου που βρίσκεται απέναντι από την πόρτα. Άκουσα κάποιους να λένε, λίγο αμήχανα, τα κάλαντα στους διπλανούς. Κατάλαβα πως δεν ήταν τα παιδιά που χτύπησαν πρωί πρωί. Δεν ήρθαν στην πόρτα μου και, συνήθως, όσοι μου χτυπάνε το κουδούνι νωρίς, είναι άτομα που με γνωρίζουν. Άνοιξα την πόρτα και φώναξα στα παιδιά των καλάντων που είχαν αρχίσει ήδη να κατεβαίνουν την σκάλα, να έρθουν και από εμένα. Εκείνα γύρισαν, ανεβαίνοντας ξανά την σκάλα, με ενθουσιασμό. Ήταν δύο νεαρά αγόρια. Τους έδωσα σοκολατάκια και κερματάκια... Λίγα και από το ένα και λίγα από το άλλο... Με ρώτησαν και πάλι λίγο αμήχανα αν θέλω να μου πουν τα κάλαντα. Τους είπα πως εγώ, έτσι κι αλλιώς, τα άκουσα τα κάλαντα τους και ότι δεν χρειάζεται να μου τα πουν ξανά. Συνήθως, αφήνω όλα τα παιδιά να πουν τα κάλαντα μέχρι το τέλος. Αν καταλάβω, όμως, πως κάποιος μπορεί να ντρέπεται ή να νιώθει αμήχανα, αν δω στο βλέμμα του πως μπορεί να είναι μια στιγμή που δεν αισθάνεται και τόσο άνετα... μπορεί και να του πω... να μην τα πει... εκτός αν θέλει ο ίδιος να τα πει. Του λέω, δηλαδή, αν θέλεις να μου τα πεις, να μου τα πεις, αν δεν θέλεις να τα πεις, μην τα πεις. Τόσο απλά. Και, καμιά φορά, σε κοιτάνε περίεργα επειδή τους δίνεις την επιλογή. Εκείνοι μου χαμογέλασαν. Μου χάρισαν το πιο όμορφο χαμόγελό τους. Έπειτα έφυγαν... έκλεισα την πόρτα και μετά έκλεισα και τα δύο γατάκια σε ένα δωμάτιο... η γατούλα μου, έτσι κι αλλιώς, κοιμόταν ανάμεσα στα αρκουδάκια... ο γατούλης μου ήθελε να τριγυρίσει λίγο ακόμα... αλλά επειδή ήξερα πως θα ανοιγοκλείσει αρκετές φορές η πόρτα σήμερα... δεν ήθελα να κυνηγάω γατάκια στις σκάλες τις πολυκατοικίας... Έτσι κι αλλιώς, ήταν ώρα που κοιμούνται... και θα ησύχαζαν ακόμα και κλεισμένα στο δωμάτιο... Ύστερα... έκανα δουλειές... Ναι, ναι... Σπιτικές δουλειές... Σκουπισοσφουγγάρισα... έβαλα πλυντήριο ρούχων... έβγαλα πλυντήριο πιάτων... Λίγο από εδώ... Λίγο από εκεί... Χτύπησε ξανά το κουδούνι... Άλλα δύο αγόρια... Αυτά τα γνωρίζω. Οι μικροί μου φίλοι που πια δεν είναι καθόλου μικροί. Μεγάλωσαν αρκετά, ψήλωσαν, άλλαξαν. Μιλήσαμε για φυσική, για πληροφορική, για ηλεκτρονικά παιχνίδια, για το σχολείο (στο ίδιο σχολείο έτυχε να πήγα κι εγώ πριν πολλά πολλά χρόνια), για τις χριστουγεννιάτικες γιορτές που τους αρέσουν πιο πολύ από όλες τις γιορτές, για το ότι μπορούν να κοιμηθούν αυτές τις ημέρες μέχρι ό,τι ώρα θέλουν, για το ότι αυτοί ήταν αυτοί που μου χτύπησαν στις 6.30 το κουδούνι και μετά αποφάσισαν να περιμένουν. Αυτό το τελευταίο ο ένας ήθελε να μου το πει, ο άλλος όχι. Αλλά ο πρώτος του είπε να μην ντρέπεται και να μου το πουν. Έτσι γελώντας παραδέχτηκαν πως αυτοί ήταν που χτύπησαν το κουδούνι μου στις 6.30 και μετά αποφάσισαν πως μάλλον θα ήταν καλύτερα να περιμένουν λίγο ακόμα και μετά να το ξαναχτυπήσουν. Ήθελαν συζήτηση. Να μιλήσουν, να τους ακούσω, να μιλήσω, να με ακούσουν. Μου είπαν και τα κάλαντα, αν και τους είπα να κάνουν ό,τι θέλουν. Αν θέλουν να μου τα πουν, αν όχι, όχι. Είναι κι αυτές οι ηλικίες, αγόρια γυμνασίου... που νόμιζα πως μπορεί να μην θέλουν να τα πουν... ίσως να μην αισθάνονται αρκετά παιδιά... Όμως μου τα είπαν... μέχρι το τέλος... Τους έδωσα σοκολατάκια και κερματάκια... και έκλεισα την πόρτα... Νιαούριζε κλεισμένος ο γατούλης μου, ήθελε να τριγυρίσει... Η γατούλα τίποτα, ήσυχη... Πήγα στο δωμάτιο... χάϊδεψα και τους δύο... και μετά επέστρεψα στις δουλειές μου... Μπήκα λίγο στο ίντερνετ... έβαλα και λίγη Χριστουγεννιάτικη μουσική... Μουσική... Έπειτα άκουσα φωνές στην πολυκατοικία... αλλά όχι παιδικές, ούτε χαρούμενες, ούτε τραγουδιστικές... Μεγαλίστικες, δυνατές, γκρινιάρικες, φωναχτές φωνές... Ακόμα δεν είχε ξεκινήσει η ημέρα και τσακωνόντουσαν στην πολυκατοικία... Ένας άντρας, μια γυναίκα κι άλλη μια γυναίκα... Δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν... Κάποιοι επειδή δεν ήθελαν... Κάποιοι επειδή δεν μπορούσαν... Για παράδειγμα, η μία γυναίκα έχει χάσει το μυαλό της... Αναρωτιέμαι... αν μεγαλώσω αν θα χάσω κι εγώ το μυαλό μου... Πολύ πιθανό... να είμαι από αυτούς που θα χάσουν το μυαλό τους... ή που θα χαθούν μέσα σε αυτό... Δεν αντέχεται αυτός ο κόσμος... και δεν είναι τίποτα να περάσεις την λεπτή γραμμή της λογικής... Για εμένα είναι σίγουρο... θα είναι πολύ εύκολο να περάσω στον κόσμο του παραλόγου όταναν μεγαλώσω... Πιο πιθανό να με κερδίσει το παράλογο παρά να μείνω στο λογικό... Τσακωνόντουσαν και φώναζαν... φώναζαν και τσακωνόντουσαν... Ωραίες αγαπημένες γιορτές... όπου όλοι δείχνουν αγαπημένοι μα σχεδόν κανένας δεν είναι... Πήγα να ακούσω το τι συμβαίνει στην αρχή απλά για να δω αν φωνάζαν στα παιδιά από τα κάλαντα (γιατί τα έχω δει κι αυτά να γίνονται κι άλλα χειρότερα ακόμα και από αυτά) αλλά, όταν είδα πως είναι μεταξύ μεγάλων και πώς δεν ήταν θέμα αρκετά σοβαρό για να ασχοληθώ με αυτό, επέστρεψα στις δουλειές μου. Μετά από λίγο χτύπησε το κουδούνι. Μια μητέρα με ένα κοριτσάκι κι ένα αγοράκι. Δεν τους έχω ξαναδεί. Γλυκά, ευχές, χαμόγελα. Μου έστελναν φιλάκια μέχρι να κλείσω την πόρτα μου. Αποφάσισα να κάνω ντους γρήγορα για να μην χάσω κάποιον που μπορεί να χτυπήσει το κουδούνι. Ντύθηκα ασπροκόκκινα. Και φόρεσα και το κόκκινο μπουφάν μου που ανακάλυψα πως δεν είχε χαλασμένο φερμουάρ. Τι χαρά ήταν αυτή! Δεν θυμόμουν πως είχα πάει να το φτιάξουν! Είναι ωραίο να μην είσαι τεμπέλης... καμιά φορά! Χάρηκα, λοιπόν, με αυτό το απλό γεγονός πως μπορώ να φοράω ξανά το κόκκινο μπουφάν μου... Έβαλα και το αγαπημένο κόκκινο σκουφάκι που έχω από μικρή, κόκκινο κασκόλ και κόκκινα γάντια. Πόσο αγαπημένο μου χρώμα το κόκκινο! Πόσο χρώμα δικό μου! Έβαλα και τα άσπρα μου αθλητικά παπούτσια και ήμουν έτοιμη πια να βγω στον έξω κόσμο! Άφησα μήνυμα στο τραπέζι της κουζίνας, αν τελειώσουν τα σοκολατάκια να δώσουν μπισκοτάκια στα παιδιά των καλάντων. Είχα μπισκοτάκια στο ντουλάπι. Τα σοκολατάκια μπορεί να τελείωναν... τα κερματάκια μπορεί να τελείωναν... αλλά τα μπισκοτάκια έφταναν σίγουρα για όλους. Βέβαια, όλο το σπίτι κοιμόταν. Δεν ήξερα αν θα χτυπήσει το κουδούνι και αν θα το ανοίξει κανείς. Φίλησα τα γατάκια που κοιμόντουσαν πια κι αυτά... Ο γατούλης λίγο άνοιξε τα μάτια για να με στραβοκοιτάξει που έφευγα... Η γατούλα ακόμα απλά ήσυχη και νυσταγμένη... Έκλεισα την πόρτα πίσω μου και βγήκα στον έξω κόσμο... και... περπάτησα... περπάτησα... περπάτησα... Ένα είναι πάντα σίγουρο για εμένα... Αισθάνομαι... πώς να περιγράψω το πώς αισθάνομαι... όταν περπατάω... αισθάνομαι... εγώ. Σαν να μπαίνουν όλα στην θέση τους. Ή σαν να επιτρέπεται να μένουν όλα ταραγμένα. Περπατάω και νιώθω εγώ και είμαι εγώ. Και επειδή πέρασα πρόσφατα αμυγδαλίτιδα και δέκα ημέρες αντιβίωση... είχα καιρό να περπατήσω έτσι πολύ... και να το ευχαριστηθώ... Από το σπίτι μέχρι την Βικτώρια... Στην Βικτώρια σκέφτηκα μήπως να πάρω τρένο... αλλά είδα πώς το επόμενο θα ερχόταν σε δέκα λεπτά... Δέκα λεπτά! Σε δέκα λεπτά είμαι Ομόνοια σκέφτηκα... Κι έτσι... περπάτησα... Ομόνοια... περπάτησα... Μοναστηράκι... Ξέχασα να γράψω πως έφαγα και κάτι πεντανόστιμο στον δρόμο... κουλούρι ζεστό σε σχήμα φλογέρας με μέσα τυρί φιλαδέλφια... Αγαπημένη γεύση... Ήρθα και κάθισα στο στέκι μου... δεν είχε το ρόφημα που ήθελα... είχε τελειώσει γιατί το θέλει όλος ο κόσμος... και έτσι ήπια έναν καφέ λάτε φουντούκι... με μία δόση καφέ... γιατί δεν είμαι και τόσο πολύ του καφέ... αν και τον τελευταίο καιρό έχει αρχίσει να μου αρέσει... Κι εκεί που νομίζεις πως δεν είσαι και τόσο πολύ κάτι... έτσι απλά... γίνεται κάτι... γίνεσαι κάτι... Μάλλον μεγαλώνω... Και τώρα... είναι ακόμα αρχή της ημέρας... κι εγώ γράφω... δεν ξέρω γιατί γράφω... και δεν νομίζω να έχουν ενδιαφέρον αυτά που γράφω... για κανέναν άλλον... πέρα από εμένα... Αλλά όπως και με το περπάτημα... μου έλειψε το γράψιμο... Το να κάθομαι σε μια γωνίτσα... και απλά να γράφω... χωρίς να το σκεφτώ πολύ... χωρίς να το προετοιμάσω πολύ... χωρίς να απαιτώ από εμένα να έχει την καλύτερη ιδέα του κόσμου και να την εκφράσει με τον καλύτερο τρόπο του κόσμου... απλά να γράφω... Αισθάνομαι... πώς να περιγράψω το πώς αισθάνομαι... όταν γράφω... αισθάνομαι... εγώ. Σαν να μπαίνουν όλα στην θέση τους. Ή σαν να επιτρέπεται να μένουν όλα ταραγμένα. Γράφω και νιώθω εγώ και είμαι εγώ. Καμιά φορά... αλήθεια... όσο χαμένος κι αν αισθάνεσαι... ο εαυτός σου... ακόμα γνωρίζει πολύ καλά... ποια είναι τα πράγματα τα οποία σε ηρεμούν... Εννοώ... ανάμεσα στις μεγάλες ερωτήσεις της ζωής «Ποιος είμαι;» «Πού πάω;» «Τι κάνω με την ζωή μου;» «Τι θέλω για το μέλλον μου;» «Τι θέλω για το παρόν μου;» «Ποιο είναι το νόημα της ζωής;» «Ποια είναι η ουσία της ύπαρξης;» «Ποιο είναι το νόημα της ζωής μου;» «Ποια είναι η ουσία της ύπαρξής μου;» είναι ωραίο να υπάρχουν κάποιες μικρές απαντήσεις «Μου αρέσει να περπατάω.» « Μου αρέσει να γράφω.» «Μου αρέσει να τραγουδάω.» «Μου αρέσει να χορεύω.» «Μου αρέσει να παίζω.» «Μου αρέσουν οι όμορφες εικόνες και η ωραία μουσική, οι όμορφες ιστορίες και η ωραία αισθητική». Και επειδή έρχονται, πλησιάζουν, είναι σχεδόν εδώ, είναι ήδη εδώ, οι ημέρες του απολογισμού είναι ωραίο να υπάρχει ένα αντίβαρο σε όλη αυτήν την τάση του αυτομαστιγώματος «Δεν είμαι αυτό που ήθελα να είμαι.» «Δεν κάνω τα πράγματα όπως θέλω να τα κάνω.» «Δεν είμαι αρκετή.» «Δεν είμαι καλή.» «Δεν είμαι αρκετά καλή σε αυτό που κάνω.» «Δεν έχω γνώσεις και ποτέ δεν θα τις βρω.» «Έχω χάσει το εδώ.» «Έχω χάσει το εκεί.» «Έχω χάσει ακόμα και το πιο μακρυά από το εδώ ή το εκεί.» «Έχω χάσει τον δρόμο.» «Έχω χάσει αυτό που ήμουν.» «Έχω χάσει αυτό που είμαι.» «Έχω χάσει ακόμα κι αυτό που θα ήθελα να είμαι.» «Έχω χάσει εμένα.» και άλλα και άλλα και άλλα... φράση και μαστίγωμα... Ναι, είναι ωραία να υπάρχει κάποιο αντίβαρο «Δεν πειράζει.» «Είμαι απλά εγώ.» «Η ζωή μου είναι απλά η ζωή μου.» «Προσπαθώ να κάνω το καλύτερο που μπορώ (ακόμα κι αν δεν τα καταφέρνω).» «Προσπαθώ να γίνω αυτό που θα ήθελα να είμαι (ακόμα κι αν είμαι ακόμα μακρυά από αυτό).»... φράση και μη μαστίγωμα... Δεν ξέρω γιατί τα γράφω όλα αυτά... Ίσως να είναι το περπάτημα... που με έκανε να νιώθω πως θέλω να γράψω... όπως και τώρα το γράψιμο... με κάνει να νιώθω πως θέλω να περπατήσω... Συνδέονται αυτά τα δύο στενά... περπάτημα και γράψιμο... γράψιμο και περπάτημα... για εμένα... στα μάτια τα δικά μου... στα χέρια της γραφής και στα πόδια της διαδρομής... συνδέονται... Το ένα με οδηγεί στο άλλο... και το άλλο με οδηγεί στο ένα... Ακόμα δεν έχω στολίσει... και ακόμα δεν έχω καθαρίσει... Δεν πρόλαβα... είχα μέχρι χθες ομάδες και μαθήματα... Υπέροχες ομάδες και υπέροχα μαθήματα... Κυρίως, υπέροχοι άνθρωποι... Έχουν να γίνουν πολλά... και τώρα και μετά... Και τώρα αφού έγραψα... θα περπατήσω... Θα πάω σπίτι... και θα κάνω όλα όσα έχω να κάνω... Ό, τι μπορέσω... Ό,τι προλάβω... Χωρίς άγχος... Χωρίς πίεση... Και η δική μου Παραμόνη ακόμα κι αν με βρει χωρίς στολισμένο σπίτι θα με βρει με στολισμένη ψυχή... Πόσο εύχομαι σε όλους για όλους... ό,τι καλύτερο... να έχουμε γενναιότητα για να σώσουμε τα όνειρα και δύναμη για να τα υπερασπιστούμε... Να προστατεύσουμε τις λέξεις και τα συναισθήματά μας... από όλο αυτό το μη ανθρώπινο πλαίσιο... και να τα εκφράσουμε... και να εκφραστούμε... και να δημιουργήσουμε... και να δημιουργούμε... και να ζήσουμε... και να ζούμε...




12/23/16

Όνειρο Νούμερο 2



Κοιτάζει τους ανθρώπους χωρίς να τους κοιτάζει.
Κοιτάζω τους ανθρώπους χωρίς να τους κοιτάζω.
Είναι αυτός αλλά είμαι κι εγώ.
Είμαι εγώ αλλά είναι κι αυτός.
Έπειτα, έκλαμψη, συνειδητοποίηση.
Έκλαμψη συνειδητοποίησης και συνειδητοποίηση έκλαμψης.
Αρχίζει να βλέπει τους ανθρώπους.
Αρχίζω να βλέπω τους ανθρώπους.
Με μια ματιά του...
Με μια ματιά μου...
κάτω από κάθε πρόσωπο, δίπλα από κάθε άνθρωπο... εμφανίζονται... τα βασικά στοιχεία με μικρά γραμματάκια σας υποτίτλους... Όνομα... Επώνυμο... Τόπος Γεννήσεως... Ύψος... Βάρος... Στοιχεία εξωτερικά ή ακόμα και εσωτερικά για τον χαραχτήρα τους... Στοιχεία ουσιαστικά για την ζωή τους... Σοβαρά γεγονότα που τους στιγμάτισαν... Στιγμές που θα τις κουβαλάνε αιώνια...
Τώρα βλέπει.
Τώρα βλέπω.
Πραγματικά.
Μέσα από τα μάτια του;
Μέσα από τα μάτια μου;
Ένα σώμα έχουμε. Με ένα σώμα κινούμαστε.
Νιώθω πως είμαι στο σώμα του κι ας μην είμαι εγώ.
Νιώθω πως είμαι στο σώμα του κι ας είμαι εγώ.
Με τα ίδια μάτια βλέπουμε και οι δύο.
Τώρα βλέπουμε.
Πραγματικά.
Τους άλλους.
Τον κόσμο.
Τον εαυτό μας.




12/19/16

Και ξέρεις;



(Η αλήθεια είναι πως γράφτηκε πρόχειρα και χωρίς πολύ σκέψη...)

Και ξέρεις;

Και ξέρεις ποιο είναι το κακό με το να είσαι ήδη ώριμος από όταν είσαι παιδί; Πώς είναι πιο δύσκολο να ωριμάσεις αργότερα... Έτσι δεν αισθάνεσαι σχεδόν καμία εξέλιξη... Μένεις στάσιμος σε μια ωριμότητα που υπήρχε λόγω ζωής σχεδόν από πάντα... Και όλοι μιλάνε για το πόσο αλλάζουν με τον χρόνο... κι εσύ αισθάνεσαι το πόσο ίδιος έχεις μείνει... Επειδή δεν υπήρξες παιδί... δεν μπορείς να υπάρξεις και ενήλικος... Οι ηλικίες έχουν τόσο ανακατευτεί... που κανένας αριθμός δεν ήταν και δεν είναι καθαρός... Ακόμα με μπερδεύει το τι υποτίθεται πως μπορεί να κάνει κανείς με εκείνα τα παιδιά που δεν υπήρξαν ποτέ παιδιά... Πώς πρέπει να τα κοιτάξεις και πώς να τα συμβουλεύσεις; Όταν έχουν χάσει την παιδική και την εφηβική τους ηλικία πώς μπορείς να τους κάνεις να κερδίσουν έστω την ενήλική τους ζωή; Πώς μπορείς να γεμίσεις κάπως τα κενά; Πώς μπορείς να «διορθώσεις» κάπως τα «στραβά»; Πώς μπορείς να τα κάνεις να πιστέψουν στον εαυτό τους όταν κανείς ποτέ δεν πίστεψε σε αυτά; Πώς μπορείς να ορίσεις μέσα τους την αγάπη που δεν γνώρισαν ποτέ; Πώς μπορείς να τα κάνεις να αισθανθούν και να γνωρίσουν αυτά που φαίνονται αυτονόητα μα για εκείνα δεν ήταν; Πώς να σπάσεις τον κύκλο της ανακύκλωσης αυτών που βίωσαν; Πώς να σταματήσεις τον λαβύρινθο του πόνου; Κοίταζοντας σε αυτά τα βλέμματα που ποτέ δεν υπήρξαν παιδικά πώς είναι δυνατόν να μην βιώσεις πόσο άχρηστη είναι η κοινωνία που δεν μπόρεσε να τα βοηθήσει; Πόσο αδύναμοι οι γύρω άνθρωποι; Πώς είναι δυνατόν να μην υπήρξε κανένα χέρι να τα προστατεύσει, κανένα πρόσωπο να τα υπερασπιστεί; Ξανά και ξανά αναρωτιέμαι... πόσο δύσκολο είναι να βοηθήσεις ουσιαστικά... αυτά τα παιδιά που δεν είναι παιδιά όταν θα έπρεπε να είναι παιδιά... και στην συνέχεια... αυτά τα ίδια παιδιά όταν πια μεγαλώσουν... Είναι τόσο εύκολα όλα έξω από τις καταστάσεις... αλλά για τους ανθρώπους που καταλαβαίνουν τις καταστάσεις και δεν τα βλέπουν όλα απόμακρα και αποστασιωποιημένα... που μπαίνουν στην θέση όλων των ανθρώπων... που ακούν και αισθάνονται... είναι διαφορετικά... Δεν είναι εύκολο να προσπεράσει κάποιος αυτά που δεν προσπερνιούνται... Και μην αρχίσουμε πάλι για την θέληση... κάποιες φορές η θέληση δεν αρκεί... χρειάζεται παραπάνω από απλή θέληση για να ξεπεραστεί το παρελθόν... Όταν έχει διαμορφωθεί το μυαλό σου και ο χαραχτήρας σου σε άγριες καταστάσεις δεν είναι εύκολο να απομακρυνθείς από ό,τι είναι βίαιο για την ψυχή ή για το σώμα... Ο τρόπος σκέψης σου έχει σχηματιστεί... Ο τρόπος αντιμετώπισης έχει οριστεί... Πόσο πολύ πιο δύσκολο να αλλάξουν αυτά στην πορεία; Ανατριχιάζω... στις «ζημιές» που γίνονται στα παιδιά όλου του κόσμου... Αυτά είναι το μέλλον... και επιτρέπουμε... πόσο εγκληματικό είναι αυτό!... να μεγαλώνουν... πληγωμένα... διαλυμένα... Δηλαδή στο τώρα... αφήνουμε να διαμορφώνεται η αρχή του προβληματικού μέλλοντός μας... Πώς μπορώ να κοιτάξω αυτά τα παιδικά βλέμματα... και να μην αισθανθώ... «Λυπάμαι για αυτό που συμβαίνει. Όταν είσαι παιδί, είσαι όπου έτυχες να γεννήθηκες και όπως έτυχε να μεγάλωσες. Καταλαβαίνω. Αισθάνομαι. Και βλέπω όχι μόνο αυτό που συμβαίνει στο τώρα σου μα και αυτό που θα σημαίνει για το μετά σου.»... Πώς μπορώ να μην πω... σε όλα αυτά τα παιδικά βλέμματα... που συνήθως... δεν έχουν πού να κοιτάξουν και από πού να πιαστουν...

«Δεν φταις εσύ.»

Αυτό. Μόνο αυτό.


12/16/16

Όνειρο Νούμερο 1



Είμαι σε μια θάλασσα μαζί με μια γνωστή μου (που στην πραγματικότητα έχω να την δω πολύ καιρό) και με χτυπάνε (και μας χτυπάνε) τα κύμματα και ο αέρας. Έντονα, δυνατά, προς όλες τις κατευθύνσεις. Αγχώνομαι, φοβάμαι. Τα κύμματα με βγάζουν στην στεριά. Είμαι πια μόνη μου, χωρίς την γνωστή μου, σε ένα μέρος όπου μοιάζει με μικρή πόλη αλλά με στενάκια νησιού και όπου οι άνθρωποι είναι περίεργοι. Τα πρόσωπά τους αυστηρά και αποστασιοποιημένα. Σαν να είναι δικό τους το μέρος, μόνο δικό τους. Σαν αυτή η περιοχή να τους ανήκει. Όλους όσους έρχονται τους αντιμετωπίζουν ως ανεπιθύμητους. Ένα μικρό αγόρι γυρίζει με κοιτάζει και μου λέει «Γεια σας, κυρία Ιρίδα.». «Γιατί με λες, Ίριδα;» τον ρωτάω μα εκείνος δεν μου απαντάει... Συνεχίζω να προχωράω στα πέτρινα στενάκια ανάμεσα στους ανθρώπους... άλλοι κάθονται, άλλοι στέκονται... όλοι με κοιτάζουν... και αρχίζουν να με χαιρετάνε κι άλλοι λέγοντας «Γειά σας, κυρία Ίριδα.». «Γιατί με λέτε, Ίριδα;» τους ρωτάω μα δεν λαμβάνω καμία απάντηση... αν και ακούω κάποιον να ψιθυρίζει... νομίζω το αρχικό αγόρι... «Από το Ίρις.»... και μετά μουρμουρίζουν κι άλλοι... «Από το Ίρις.»... Κι εγώ τότε καταλαβαίνω την αλήθεια χωρίς να μου την πουν... απλά την αισθάνομαι... Λένε «Ίριδα» όλους τους ανθρώπους που δεν θέλουν πραγματικά να γνωρίσουν... Για κάποιο λόγο δεν θέλουν να μάθουν το πραγματικό μου όνομα... Όλες τις «ανεπιθύμητες» γυναίκες τις λένε «Ίριδες» και όλους τους «ανεπιθύμητους» άντρες κάποιο άλλο ανδρικό όνομα που τώρα δεν θυμάμαι... Έχουν βρει ένα ίδιο όνομα για όλους. Για όλους όσους δεν θέλουν να μάθουν το όνομά τους, δεν θέλουν να τους γνωρίζουν ουσιαστικά... Λένε το ίδιο όνομα χτίζοντας τοίχο στην επικοινωνία μας. Με λένε «Ίριδα» και ενώ είναι ένα πανέμορφο όνομα... δεν είναι το δικό μου. Δεν είμαι εγώ. Δεν νιώθω εγώ. Δεν ξέρω γιατί το κάνουν αυτό. Δεν θέλουν να μάθουν το όνομά μου. Δεν θέλουν να συνδεθούν μαζί μου. Αγχώνομαι, φοβάμαι. Ξυπνάω...

Με μια ερώτηση στο μυαλό μου... «Γιατί με λες, Ίριδα;»...