12/28/18

Θυμάμαι να κοιτάζω... (24.12.2018, Δευτέρα)




(Αυτές τις ημέρες... κοιτάζω εικονούλες... και γράφω ποιηματάκια... Δεν έχω τα δικαιώματα για τις εικονούλες... απλά έρχονται στο δρόμο μου και με εμπνέουν να γράψω κάτι μέσα από αυτές... είναι η πρώτη φορά που βάζω εικόνες στο ιστολόγιό μου κι ελπίζω να μην υπάρξει θέμα με το ότι δεν είναι δικές μου και με το ότι δεν έχω τα πνευματικά δικαιώματα. Δυστυχώς, δεν έχω ψάξει να βρω τους δημιουργούς των εικόνων... ίσως, κάποια στιγμή, φροντίσω να το κάνω... κανονικά θα έπρεπε να το έχω ήδη κάνει... Σκέφτηκα να βάλω εδώ τα ποιηματάκια χωρίς τις εικονούλες... αλλά... νομίζω πως λειτουργούν πιο όμορφα μαζί... οπότε μοιράζομαι και τις εικόνες (που δεν είναι δικές μου) και τα ποίηματα (που είναι δικά μου)... κι αν υπάρξει κάποιο θέμα δικαιωμάτων (που ελπίζω να μην υπάρξει!) με κάποιον ή με κάποιους από τους δημιουργούς εννοείται οι εικονούλες θα βγουν αμέσως... Ζητάω συγνώμη από τους δημιουργούς που δεν ξέρω ούτε τα ονόματά τους... και χωρίς να τους ξέρω τους ευχαριστώ για τις δημιουργίες τους που με οδήγησαν κι εμένα στο να δημιουργήσω... Η δημιουργία φέρνει δημιουργία... Αγάπησα τις εικόνες... Αγάπησα και τις λέξεις...)







Θυμάμαι να κοιτάζω...


Θυμάμαι να κοιτάζω τις βιτρίνες με αναμονή,
νομίζω ήταν Χριστούγεννα, κάποια Παραμονή,
ήθελα ένα κουλούρι, ήθελα ένα ψωμί,
ήθελα ένα μπισκότο, μα πώς να πληρωθεί;
Κοίταζα τα βάζα με τα ωραία γλυκά,
κι ένιωθα εκεί μέσα πως βρίσκεται η χαρά,
έβλεπα ένα δέντρο, ψηλό και στολισμένο,
και, κάπως, μου φαινόταν να 'ναι δυστυχισμένο,
γιατί δεν βρίσκεται στην φύση, γιατί είναι κομμένο;
γιατί δεν νιώθει ελεύθερο και νιώθει προδομένο;
έβλεπα, γύρω γύρω, πολλά πολλά κεριά,
και λίγο παρά πέρα μια άδεια ζυγαριά,
σκεφτόμουν "Τι κρίμα! Να λιώνει έτσι γρήγορα το φως...
ζυγίζονται άραγε της ζωής τα όποια "προσεχώς";"
έχασα τον χωροχρόνο σε αυτό το μαγαζί,
πιο πέρα γελαστές φωνές, μια γιαγιά μ' ένα παιδί,
του κράταγε το χέρι, του έλεγε να προσέχει,
κι εγώ σκεφτόμουν "Πάλι άρχισε να ψιλοβρέχει...
Γιατί να μην έχω κάποιου το χέρι να κρατήσω;
Γιατί να μην έχω κάπου να μείνω για να ζήσω;
Πώς θα εξελιχθώ και πώς θα μεγαλώσω;
Πώς θα αντέξω και πώς θα επιβιώσω;
Κοίταξα τα γάντια μου, κοίταξα το κόκκινο κασκόλ μου,
κοίταξα γύρω μου, έφτιαξα το αόρατο χολ μου,
ονειρεύτηκα τραπεζάκια με διάφορους μεζέδες,
ωραία μελομακάρονα και άσπρους κουραμπιέδες,
είδα και πρόσωπα, έναν μπαμπά, μία μαμά,
είχα και αδέρφια, και παππού και γιαγιά...
κι εκεί στο χιόνι μόνο με ισχυρή φαντασία,
έφτιαξα οικογένεια κι ένιωσα ευτυχία...
και έζησα με μάτια δακρυσμένα,
αυτά που γι' άλλους είναι δεδομένα...


No comments:

Post a Comment