Και όπως άνοιξα τα μάτια μου ακόμα μισοκοιμισμένη, τον είδα να με κοιτάζει με τα μεγάλα όμορφα μάτια του και με το γεμάτο αυθεντικό ενδιαφέρον βλέμμα του... και ενώ υπό κανονικές συνθήκες κάτι τέτοιο θα με τρόμαζε... ξαφνικά να ανοίγω τα μάτια μου και να βλέπω κάποιον μπροστά μου... την συγκεκριμένη στιγμή απλά δεν είχα δυνάμεις ούτε για να τρομάξω... «Τι κάνεις εσύ εδώ;» του είπα βραχνιασμένη... «Πώς μπήκες;»... και συνειδητοποίησα πως δεν είχε νόημα η ερώτηση μου αφού ήταν ο καλύτερος μου φίλος και εγώ του είχα δώσει το κλειδί για όλες εκείνες τις άπειρες φορές που δεν έχω μυαλό στο κεφάλι μου και που ξεχνάω τα κλειδιά στο σπίτι. «Ήρθα να δω ότι είσαι καλά.» μου είπε... «Σε έπαιρνα τηλέφωνο και δεν το άνοιγες. Και ανησύχησα...». «Είναι 8 το πρωί...» απάντησα εγώ «Κοιμάμαι...». Και εκείνος είπε... «Ακριβώς, για αυτό ήρθα... Εσύ ποτέ δεν κοιμάσαι στις 8 το πρωί! Εσύ ξυπνάς από τις 6! Ήθελα να σιγουρευτώ πως σήμερα θα είσαι καλά...». «Θα είμαι.» είπα δυναμικά αν και ακόμα μισοκοιμισμένη και μισοκουρασμένη «Πήγαινε στην δουλειά, να μην αργήσεις...» και άλλαξα πλευρό γυρίζοντάς του την πλάτη... «Δεν πάω πουθενά αν δεν σηκωθείς.» μου είπε και περίμενε εκεί. «Σε παρακαλώ...» ψιθύρισα «Άφησε με, μόνο σήμερα.» «Όχι.» είπε και περίμενε να σηκωθώ. Εγώ ξαναγύρισα πλευρό κοιτάζωντάς τον... Σκεπάστηκα καλά καλά... και είπα σιγά «Θέλω να μείνω για πάντα εδώ.». «Το ξέρω.» είπε εκείνος «Για αυτό και ήρθα. Μετά θα έχω δουλειά και δεν θα μπορώ να σε σηκώσω. Και θα μείνεις όλο το πρωί ξαπλωμένη...» Έκανε μια μικρή περίεργη παύση και μετά η φωνή του ακούστηκε αποφασιστική «Και δικός μου φίλος ήταν.» και εγώ τον κοίταξα σαν να τον παρακαλάω να μην μιλήσουμε για αυτό νιώθωντας τρομοκρατημένη μήπως και θέλει να συζητήσουμε κάτι παραπάνω, δεν είχα καμία όρεξη, δεν είχα διάθεση να αναλύσω τίποτα, δεν είχα τις αντοχές για μια τέτοιου τύπου συζήτηση... εκείνος επανέλαβε την ίδια φράση αλλάζοντας λίγο την σειρά των λέξεων «Ήταν και δικός μου φίλος.» και συνέχισε « Δεν θέλω να μείνεις ξαπλωμένη παρέα με την θλίψη. Όλοι, στενοχωριόμαστε μια τέτοια μέρα. Έχουν περάσει, σχεδόν, δύο χρόνια από τότε. Δεν είναι πολύς καιρός μα ούτε και λίγος. Αλλά δεν θέλω να σε αφήσω μέσα στο σπίτι κλεισμένη μια τέτοια μέρα. Βγες έξω. Πήγαινε στον άερα! Να περπατήσεις που σου αρέσει να περπατάς! Να αναπνεύσεις! Να πιεις εκείνο το αγαπημένο σου τσάι που εμένα δεν μου αρέσει καθόλου και που αναρωτιέμαι πώς στο καλό το πίνεις... Να κάτσεις να γράψεις και να διαβάσεις... Οτιδήποτε άλλο, από το να μείνεις κλεισμένη σε τέσσερις τοίχους... μόνη σου... να σκέφτεσαι... Έλα μαζί μου στην δουλειά αν δεν θέλεις να κάνεις τίποτα άλλο!» Και εγώ γέλασα με αυτό το τελευταίο... «Σε παρακαλώ, θέλω να μείνω εδώ... Άσε με να μείνω εδώ... Θέλω να κοιμηθώ... Έχω δικαίωμα μια τέτοια ημέρα να μείνω το πρωί στο κρεββάτι μου... Θέλω να μείνω ξαπλωμένη... Θα σηκωθώ μετά... Αλήθεια σου λέω... Και θα είμαι καλά...» «Όχι.» επέμεινε εκείνος. «Δεν φεύγω μέχρι να σηκωθείς.» και εγώ κατάλαβα πως το εννοούσε και σηκώθηκα καθιστή με τα μαλλιά μου άνω κάτω και με αυτά που συνέβαιναν μέσα μου ακόμα πιο άνω κάτω. «Πολύ καλύτερα.» Μου είπε και χαμογέλασε. Σηκώθηκα πολύ αργά... περπάτησα... με την κουβέρτα τυλιγμένη γύρω μου... σέρνοντας τον έαυτό μου και πήγα μέχρι την πόρτα. Την άνοιξα. «Πήγαινε στην δουλειά σου. Θα είμαι μια χαρά.». «Θα είσαι;» με ρώτησε επιφυλακτικά... «Θα είμαι.» και το είπα τόσο σίγουρα που έπεισα ακόμα και τον έαυτό μου. Με αγκάλιασε... «Σε παρακαλώ, μην ξαναξαπλώσεις... Βγες στον αέρα... Κάνε μια βόλτα...» και τον διέκοψα «Ξέρω... Ξέρω... Θα πάω να πιω εκείνο το τσάι που εσύ δεν αγαπάς...» και εκείνος χαμογέλασε. «Και... Μην σκεφτείς...» ξεκίνησε την φράση του «Τον αριθμό...» είπαμε μαζί... Βγήκε από την πόρτα και τον είδα να κατεβαίνει τα σκαλιά γρήγορα με εκείνο το ιδιαίτερο περπάτημά του. Και για λίγο μέσα σε αυτό το περπάτημα ένιωσα την αγάπη. Ήρθε ως εδώ απλά για να δει ότι είμαι καλά. Για αυτό δεν υπάρχουν οι φίλοι; Για να σε αγαπάνε; Για να σε φροντίζουν; Για να σε προσέχουν; Και για να κάνεις κι εσύ το ίδιο για αυτούς; Όταν σε χρειάζονται; Για να είναι εδώ για εσένα και για να είσαι και εσύ εκεί για αυτούς; Έκλεισα την πόρτα... Και με ένα αίσθημα ενοχής πήγα και ξαναξάπλωσα. Μου ήταν αδύνατο να είμαι όρθια μία τέτοια ημέρα... Ένιωθα το σώμα μου βαρύ... Και την ψυχή μου ακόμα πιο βαριά... Στριφογύρισα, δεν μπόρεσα να κοιμηθώ... Η επίδραση του φίλου μου ήταν ακόμα εκεί. Είχε δεν είχε τα κατάφερε! Πέτυχε τον στόχο του! Δεν θα μπορούσα τώρα να ακολουθήσω το αρχικό μου σχέδιο του να μείνω ξαπλωμένη όλη μέρα προσπαθώντας μόνο να κοιμάμαι και να μην σκέφτομαι... Προσπαθώντας να ξεχάσω. Είχε δίκιο. Μήπως όλοι δεν πονούσαμε; Κοίταξα για λίγο το ταβάνι... Κύλησαν δύο δάκρυα στα μάτια μου... Αλλά δύο. Μόνο δύο. Δεν τα άφησα να γίνουν περισσότερα. Και σηκώθηκα... Έκανα μηχανικές κινήσεις απλά και μόνο για να καταφέρω να αντιμετωπίσω τα πρώτα λεπτά της ημέρας... Ή αρχή ήταν δύσκολη... Αυτό το να κάνω ντους... το να ντυθώ... το να φάω... Και μετά έκανα ότι μου είπε ο καλύτερος μου φίλος να κάνω... Βγήκα στον αέρα, περπάτησα, πήρα και τις αναπνοές μου, ήπια και το αγαπημένο μου τσάι, έγραψα και διάβασα, βγήκα από τους τέσσερις τοίχους μου, πέρασα και πιο αργά από την δουλειά του φίλου μου απλά για να δει ότι όλα καλά... Πήρα τηλέφωνο και την υπόλοιπη παρέα... Όλους έναν έναν... Για να τους ακούσω λίγο... Και για να με ακούσουν... ότι είμαι καλά... Πέρασε η μέρα... Όχι, ακριβώς, χωρίς να το καταλάβω... αλλά τουλάχιστον καλύτερα από όσο θα περίμενα να περάσει... και το βράδυ που ξάπλωσα... κύλησαν άλλα δύο δάκρυα... για αυτό το... Σαν σήμερα... που ήταν τα γενέθλια κάποιου... αλλά δεν είναι πια...
Και η ζωή συνεχίζει... Για εμάς τους υπόλοιπους... που είμαστε ακόμα εδώ...
Τέσσερα δάκρυα... για αυτά τα άσβηστα κεριά...
Σκέφτηκα...
Και κύλησε ένα ακόμα δάκρυ. Αλλά μόνο ένα. Πέμπτο και τελευταίο...
Και τα, χωρίς αριθμό, κεριά έμειναν να φωτίζουν στο μυαλό μου χωρίς να υπάρχει κανείς για να τα σβήσει...
No comments:
Post a Comment