Άφησα πίσω τον εαυτό μου, ανέβηκα σε ένα λεωφορείο, έκλεισαν οι πόρτες, και ο οδηγός ξεκίνησε... Και κάθως έφευγε πρόλαβα να δω τα δικά μου μάτια να με αποχαιρετούν με ένα βλέμμα απόλυτης εγκατάλειψης...
«Πού πας χωρίς εμένα;» με ρωτούσα. «Γιατί με εγκαταλείπεις;»
Και εγώ στρέφοντας το κεφάλι μου προς τον οδηγό και μην κοιτάζοντας πια τον ίδιο τον εαυτό μου προσπάθησα να διώξω την ερώτηση από το θολό μυαλό μου... Μα η ερώτηση όσο κι αν την διώξεις μένει εκεί και σε στοιχειώνει μέχρι να δώσεις μια απάντηση που κάπως να σε ικανοποιεί…
Ταξίδευε το λεωφορείο. Κοίταζα εγώ μπροστά για να μη ζαλιστώ. Το συνηθίζω αυτό μέσα στα αυτοκίνητα. Το να ζαλίζομαι. Άνοιξα το παράθυρο για να μπαίνει αέρας. Πάντα με βοηθάει. Ο αέρας.
Καμία στάση δεν έκανε ο οδηγός. «Πού να πηγαίνει;» αναρωτήθηκα.
Γύρισα το κεφάλι μου πίσω μου. Κανένας επιβάτης. Μόνο εγώ. Περίεργο, σκέφτηκα. Πολύ περίεργο...
Γύρισα το κεφάλι μπροστά μου. Κανένας επιβάτης. Μόνο εγώ. Περίεργο, σκέφτηκα. Πολύ περίεργο...
Σε ένα λεωφορείο, μόνη μου, χωρίς καμία παρέα, χωρίς καν τον ίδιο μου τον εαυτό, να ταξιδεύω, μην ξέροντας για πού... μην ξέροντας γιατί... ταξιδεύοντας... ταξιδεύοντας... πηγαίνοντας προς τα εκεί που κανένας άλλος δεν πάει... ταξιδεύοντας... ταξιδεύοντας...
Πηγαίνοντας στο πίσω μέρος του λεωφορείου ψάχνωντας απεγνωσμένα για έναν ακόμα επιβάτη... κανένας... πουθενά... κανείς... όλες οι θέσεις άδειες... όλες κενές...
Πηγαίνοντας ξανά στο μπροστά μέρος του λεωφορείου, ανάμεσα στις άδειες, κενές, θέσεις, προς τον οδηγό να τον ρωτήσω πού πάμε... να πάρω κάποιο στοιχείο κατεύθυνσης ή προορισμού... Μα ούτε ο οδηγός δεν είναι εκεί...
Πριν λίγο ήταν εκεί ή μήπως νόμισα πως ήταν εκεί; Νόμιζα πως κάποιος οδηγούσε... Μα τώρα ακόμα και η θέση του οδηγού είναι κενή... Με έκπληξη παρακολουθώ το λεωφορείο να πηγαίνει μόνο του λίγο άτσαλα... και να συνεχίζει να πηγαίνει την άγαρμπη πορεία του χωρίς να το οδηγεί κανείς...
Πανικόβλητη πηγαινοέρχομαι μήπως κάποιος κάπου εμφανιστεί μα πουθενά κανείς...
Μόνο εγώ.
Μόνο εγώ χωρίς τον εαυτό μου.
Μόνο εγώ.
Σαν υστερική να πηγαίνω πάνω κάτω, πάνω κάτω, μην ξέροντας τι άλλο μπορώ να κάνω.
Βλαστημώντας που δεν έχω δίπλωμα οδήγησης, που ποτέ δεν ενδιαφέρθηκα να μάθω να οδηγώ ούτε ένα απλό αυτοκίνητο πόσο μάλλον ένα λεωφορείο...
Τι να κάνω; Και να κάτσω στο τιμόνι τι μπορώ να κάνω; Δεν έχω ιδέα τι πρέπει να κάνω. Όχι επειδή είμαι γυναίκα (άλλο κι αυτό... να πιστεύουν πως οι γυναίκες οδηγοί είναι χειρότεροι από τους άντρες οδηγούς... ως επιβάτης που δεν ζαλίζεται μόνο όταν βρίσκεται σε όχημα ενός καλού οδηγού, μπορώ να πω με σιγουριά πως ο καλός οδηγός είναι καλός οδηγός ανεξάρτητα από το αν είναι άντρας ή γυναίκα...) αλλά επειδή δεν έμαθα ποτέ. Και δεν είναι δυνατόν να κάνεις πράξη κάτι που δεν έχεις μάθει ούτε στην θεωρία.
Να κοιτάζω το τιμόνι και να μου φαίνεται το πιο τρομαχτικό πράγμα στον κόσμο.
Όλα εύκολα είναι όταν τα κάνουν οι άλλοι. Μα όταν έρχεται η σειρά μας τίποτα δεν είναι τόσο εύκολο.
Κάθομαι στην θέση του οδηγού... δεν ξέρω τι πρέπει να κάνουν τα πόδια μου, πώς να πατήσουν τι, δεν ξέρω τι πρέπει να κάνουν τα χέρια μου, πώς να στρίψουν τι. Αλλά η μόνη μου ελπίδα να επιβιώσω είναι να πάρω το τιμόνι στα χέρια μου και να κάνω ό, τι καταλαβαίνω. Να το στρίψω όπως να’ ναι, όπου να’ ναι...
Γιατί κανείς δεν με έμαθε να οδηγώ;
Γιατί κανείς δεν μου έδωσε τα εφόδια για να οδηγήσω;
Γιατί εγώ δεν έμαθα να οδηγώ;
Τι μπορεί να κάνει ένα τιμόνι μέσα σε χέρια που δεν γνωρίζουν να το χειριστούν;
Παρακολουθώ με τρόμο το λεωφορείο να πηγαίνει και να πηγαίνει...
Ευτυχώς ο δρόμος είναι ευθεία χωρίς εμπόδια. Όσο δεν βρίσκω εμπόδια μπροστά μου μου επιτρέπεται απλά να το αφήσω να πηγαίνει και να πηγαίνει...
Αλλά τι θα κάνω στο πρώτο εμπόδιο που θα συναντήσω;
Ακόμα κι αν είναι το πιο απλό εμποδιάκι του κόσμου δεν θα μου είναι δυνατόν να το ξεπεράσω...
Πόσο τρέμω στο να εμφανιστεί και το πιο μικρό πετραδάκι του κόσμου μπροστά μου;!
Πόσο απροετοίμαστη νιώθω!
Πιάνω το τιμόνι δειλά και δοκιμάζω... λίγο δεξιά λίγο αριστερά...
Τουλάχιστον, για να προσπαθήσω να μην με γκρεμίσει το πιο μικρό εμποδιάκι του κόσμου.
Τώρα που το σκέφτομαι ευτυχώς δεν έχω επιβάτες. Αν είχα επιβάτες θα τους ταλαιπωρούσα κι αυτούς μαζί μου.
Ευτυχώς, που είμαι μόνη μου...
Μα τον έαυτό μου;
Αυτόν ίσως και να έπρεπε να τον έχω μαζί μου... Ίσως αν τον είχα μαζί μου να ήξερε εκείνος να πάρει το τιμόνι...
Ίσως...
Αλλά, όχι, ούτε εκείνος θα ήξερε... Το ίδιο απεγνωσμένος θα ήταν με εμένα...
Απλά...
Έχω την αίσθηση πως θα ήμουν πιο δυνατή και πιο σίγουρη αν τον είχα μαζί μου...
Και σαν από θαύμα...
Ξέρω, ακριβώς, τι πρέπει να κάνω...
Αφήνω το τιμόνι... Πατάω το κουμπί, αυτό το κόκκινο στρογγυλό κουμπάκι που βρίσκεται κοντά στα τρία άλλα, που ανοίγει την πόρτα... την μπροστινή... Η ταχύτητα δεν είναι και τόσο μεγάλη... Σηκώνομαι... Πατάω και τα υπόλοιπα κουμπιά, να ανοίξουν όλες οι πόρτες... Και ο αέρας μπαίνει με δύναμη... Και το λεωφορείο τρέχει με ταχύτητα... Ούτε που ξέρω πώς βρέθηκα εδώ... Τι κι αν οι άλλοι οδηγούν λεωφορείο; Τι κι αν οι άλλοι γνωρίζουν τι πρέπει να κάνουν με το τιμόνι; Ή δεν γνωρίζουν αλλά απλά κάνουν ότι γνωρίζουν αδιαφορώντας για τα ατυχήματα που προκαλούν γύρω τους; Τι κι αν οι άλλοι δεν ενδιαφέρονται αν τους έμαθαν να οδηγούν... και θεωρούν αυτονόητο... πως αφού τους έδωσαν ένα τιμόνι πρέπει να τα βγάλουν πέρα με αυτό; Εγώ δεν θέλω να τα βγάλω πέρα έτσι... Στραβά κουτσά... Πατώντας περαστικούς... Χτυπώντας αδέσποτα... Και βάζοντας σε κίνδυνο εμένα και τους άλλους... Δεν με ενδιαφέρει αυτό το ταξίδι... Ποτέ δεν με ενδιέφερε... Αυτό το παράλογο... Να πρέπει απλά να τα βγάλω πέρα... Μην έχοντας ιδέα τι να κάνω... Περπάτησα πάνω κάτω... Κοιτάζοντας τις ανοιχτές πόρτες... Μην μπορώντας να επιλέξω... Βρέθηκα ξανά στην μπροστινή ανοιχτή πόρτα... Από εδώ θα είναι πιο δύσκολο... Είναι πιο μικρή... Πιο στενή... Αποφασίζω να πάω στην δεύτερη, που είναι μία από τις κεντρικές... Έτσι κι αλλιώς, καμιά φορά, δεν έχει σημασία ποια πόρτα θα επιλέξεις... Καμιά φορά, όλες οι πόρτες σε οδηγούν στον ίδιο δρόμο απλά εσύ δεν το γνωρίζεις... Πήρα μια ανάσα, ένιωσα τον αέρα και πήδηξα στο κενό... Κατρακύλησα πρώτα στο τσιμέντο... και μετά στα χορτάρια λίγο πιο πέρα... Τραυματίστηκα λιγάκι... Ευτυχώς, όχι πολύ... Γρατζουνίστηκα... Στα χέρια μου... Και στα γόνατά μου... και χτύπησα και λίγο στην πλάτη μου... Όχι, όμως στο κεφάλι μου... Αυτό κατάφερα να το προστατεύσω... Άφησα το λεωφορείο να φεύγει χωρίς εμένα... Άδειο... Και, προς μεγάλη μου έκπληξη, δεν ένιωθα απόλυτη εγκατάλειψη... Ένιωθα απόλυτη ανακούφιση... Σηκώθηκα... Και ήξερα ακριβώς τι πρέπει να κάνω... Μα δεν είναι το λεωφορείο που έχει σημασία!!! Εγώ είμαι! Άρχισα να περπατάω προς τα πίσω... και ήξερα πως και εκείνος θα περπατάει προς τα εμένα... Θα συναντηθούμε κάπου στην μέση της διαδρομής ... Δεν έπρεπε από την αρχή να σε έχω αφήσει... Δεν έχω ιδέα πως μου ήρθε αυτή η ιδέα! Να μπω σε ένα λεωφορείο!!! Ίσως είναι που έβλεπα όλους τους άλλους να μπαίνουν σε ένα λεωφορείο και να προχωράνε πιο γρήγορα από εμένα... Ακόμα και στραβά κουτσά... Αλλά εγώ δεν μπορώ να το κάνω αυτό, Εαυτέ μου... Δεν γίνεται... Δεν γίνεται να σε θυσιάσω έτσι απλά... Μου είναι αδύνατον να σε αφήσω έτσι... Δεν μπορώ να προχωρήσω χωρίς εσένα... Και δεν με νοιάζει να πάω όλο τον δρόμο περπατητά αν χρειαστεί... Αρκεί να σε έχω μαζί μου... Δεν με νοιάζει να κάνω ακόμα και μισό βήμα... Αρκεί να είναι μαζί σου... Αρκεί να μην είναι στραβό... Αρκεί να μην είναι κουτσό... Αρκεί να είναι ανθρώπινο και αληθινό...
Και ανάμεσα σε άλλα λεωφορεία... που πήγαιναν στραβά κουτσά... που συγκρούονταν μεταξύ τους... που οι οδηγοί τσακώνονταν μεταξύ τους χωρίς να καταλαβαίνουν πως δεν ευθύνονται απαραίτητα μόνο αυτοί για την κατάσταση που επικρατεί... Ανάμεσα σε χαμένους θλιμμένους εαυτούς που περιμένουν σε θλιμμένες χαμένες στάσεις τους οδηγούς που υπεροπτικά επέλεξαν να τους αφήσουν για να προχωρήσουν... Ανάμεσα σε τραυματισμένους εαυτούς που χτύπησαν τα τρελαμένα λεωφορεία των αγχωμένων οδηγών... Σε μια γενικότερη ατμόσφαιρα πανικού και χάους... (όσο ήμουν μέσα στο λεωφορείο ήμουν τόσο εστιασμένη μέσα στο δικό μου αδιέξοδο και δεν μου είχε δοθεί η ευκαιρία να αντιληφθώ το πόσο είναι το μέγεθος του παραλόγου)... Αποφεύγωντας τις ρόδες και τα οχήματα... των δυστυχισμένων, απογοητευμένων, αγανακτισμένων, απεγνωσμένων, οδηγών...
Άρχισα να περπατάω προς τα εμένα...
Και όταν είδα τα μάτια μου... Ήξερα πως είναι τα δικά μου...
Και φώναζοντας «Συγνώμη» στον έαυτό μου (γιατί τον άφησα πίσω αντί να τον αφήσω να με τραβήξει μπροστά) με όλη την δύναμη της ψυχής μου έτρεξα να τον αγκαλιάζω...
Και εκείνη την στιγμή της αγκαλιάς, της σύνδεσης, της συνάντησης... Ήξερα πως δεν έχω ανάγκη κανένα τιμόνι και κανένα λεωφορείο... Μόνο εμένα έχω ανάγκη για να συνεχίζω...
(Εγώ είμαι το τιμόνι του έαυτού μου!)
Και αυτό είναι αρκετό... Και συνεχίσαμε τον υπόλοιπο δρόμο μαζί... Ήταν περίεργα μέχρι να γνωριστούμε... Ήταν πανέμορφα όταν γνωριστήκαμε... Και ήταν υπέροχα όταν τα καταφέραμε να συνεχίσουμε μαζί...
(Εγώ είμαι το τιμόνι του έαυτού μου!)
Είχα το θάρρος να πιάσω το τιμόνι και να με γυρίσω προς τα εμένα. Και δεν χρειάζεται δίπλωμα οδήγησης για αυτό. Το μόνο που χρειάζεται είναι επαφή. Επαφή με αυτό που νιώθεις. Επαφή με αυτό που σκέφτεσαι. Επαφή με αυτό που συμβαίνει. Και, κυρίως, επαφή με το πραγματικό σου όχημα. Τον Έαυτό σου.
(Εγώ είμαι το τιμόνι του έαυτού μου! Και ο έαυτός μου είναι το όχημα! Ή ο έαυτός μου είναι το τιμόνι και εγω το όχημα! Ή, ακόμα καλύτερα, εγώ και ο έαυτός μου είμαστε και τιμόνι και όχημα μαζί! Δεν μπορείς να μας διαχωρίσεις!)
Αυτός είναι ο πιο εύκολος δρόμος... και ο πιο ανώδυνος...
Αυτός που βλέπω...
Με...
Τα μάτια μου, τα δικά μου...
No comments:
Post a Comment