1/28/13

Περπατούσα στο δρόμο και... (2)



Περπατούσα στο δρόμο και… ήμουν αγχωμένη, όπως πάντα, για ένα σωρό πράγματα όταν... λίγο πριν κατέβω τις σκάλες τρέχοντας για να πάρω το μετρό με πλησίασε μία «σκοτεινή» γυναικεία φιγούρα. Σαν να με χτύπησε ρεύμα, με υποχρέωσε να βγω από τον δικό μου κόσμο και να εστιάσω στον δικό της. Σαν μάγισσα του χθες, σαν μοιρολογίστρα του σήμερα, ήρθε κοντά μου και μου μίλησε ψιθυριστά για το αύριο...

«Θέλεις να μάθεις το μέλλον σου; Θέλεις να σου πω τι θα συμβεί;»

Ήμουν έτοιμη να την προσπεράσω, περισσότερο γιατί βιαζόμουν και όχι γιατί δεν ήθελα να αδράξω την ευκαιρία να βρεθώ με την συγκεκριμένη γυναίκα και να την αφήσω να με επηρεάσει με την μυστικιστική δύναμή της και την αρχαία ενέργειά της. Δεν πίστευα σε αυτά, αλλά δεν μου είχαν πει ποτέ την μοίρα και ήθελα να έχω την εμπειρία και να δω πως μεταμορφώνονται όταν βλέπουν ή πιστεύουν πως βλέπουν ή κάνουν πως βλέπουν ή κάνουν πως πιστεύουν πως βλέπουν το μέλλον. Θεώρησα πως αυτή ήταν μια μοναδική ευκαιρία. Θα ήθελα να έχω περισσότερο χρόνο μαζί της για να την παρατηρήσω... Παρόλα αυτά, αποφάσισα να φύγω γιατί είχα μια σημαντική συνάντηση, για εμένα όλες οι συναντήσεις είναι σημαντικές και δεν πρέπει να αφήνεις κανέναν άνθρωπο να περιμένει, και ήθελα να είμαι στην ώρα μου. Πάνω που πήγα να απαντήσω «όχι» και να κατέβω τις σκάλες, οι οποίες σαν να με καλούσαν να πάω προς αυτές, τα μάτια της με μαγνήτισαν, σαν να τα ήξερα, σαν να τα είχα ξαναδεί, σαν να ήταν γνωστά, σαν να ήταν οικεία... Και αυτό ήταν το σημάδι, το ήξερα αυτό το συναίσθημα, το σημάδι που θα με κρατούσε εκεί και δεν θα μου επέτρεπε να προσπεράσω την στιγμή... Το σημάδι που έκανε εκείνη την επιλογή για εμένα. Θα έμενα από περιέργεια, αλλά όχι απλά και μόνο από περιέργεια, για να δω ποια είναι αυτή η γυναίκα και τι ακριβώς έχει να μου πει, τι έχει να μου δώσει. Της χαμογέλασα και εκείνη σχεδόν τρόμαξε με την αντίδρασή μου. Προφανώς, είχε καιρό να της χαμογελάσει κάποιος...

«Θέλω...» της είπα διστακτικά και ακούστηκα φοβισμένη ενώ δεν ήμουν.

Τότε εκείνη με πήρε από το χέρι και με απομάκρυνε από τις σκάλες οι οποίες ένιωθα να με μαλώνουν που απλά παίρνω μια επιπόλαια απόφαση να αργήσω σε ένα ραντεβού για να μου πουν το μέλλον. Κούνησα το κεφάλι αυστηρά στον έαυτό μου. «Αφήνω την πραγματική μοίρα μου για την φανταστική», σκέφτηκα και αναστέναξα. Είπα στην λογική μου να σωπάσει για λίγο και την ακολούθησα, όχι, την λογική, εκείνη την γυναίκα που με κάθε της βήμα με απομάκρυνε όλο και πιο πολύ από την λογική... Δεν με πήγαινε κάπου που να φοβάμαι... Με τραβούσε ανάμεσα στους διάφορους περαστικούς οι οποίοι μας κοιτούσαν περίεργα ή υποτιμητικά. Ξαφνικά σταμάτησε κάπου που να μην έχει τόσους ανθρώπους γύρω. Απλά στάθηκε σε ένα πιο φωτεινό σημείο, πήρε το χέρι μου, το αριστερό και άρχισε να το μελετάει και να το αγγίζει και να το προσέχει και να το προσεγγίζει σαν να έχει ψυχή...

«Είσαι πολύ χαρούμενος άνθρωπος, γεμάτος αισιοδοξία και ζωή... Ανέμελη, ρομαντική ...»

(Ωχ, σκέφτηκα από μέσα μου, δεν το ξεκινάει καθόλου καλά, με είδε χαμογελαστή και έβγαλε το εύκολο συμπέρασμα που βγάζουν όλοι... )

«... Δεν έχεις πονέσει στην ζωή σου, σοβαρά, σοβαρά δεν έχεις πονέσει. Μιλάμε για πραγματικό πόνο... Για εκείνον τον πόνο που δεν μιλάει κανείς, για εκείνο τον πόνο που δεν αντέχεται, τον αφόρητο, τον απίστευτα οδυνηρό... Εκείνο τον πόνο που δεν τολμάς να κοιτάξεις την μορφή του και να αισθανθείς την ψυχή του... Δεν τον γνωρίζεις... Τον πόνο που πραγματικά πονάει... Δεν έχεις ιδέα τι σημαίνει να πονάς... Να υποφέρεις... Να θρηνείς...»

(Ωχ, ξανασκέφτηκα εγώ από μέσα μου, αυτή όσο πάει το χειροτερεύει... Πού να ήξερε σε τι περίπτωση έχει πέσει και πόσο ένιωθα την τραγική ειρωνία της στιγμής...).

Κούνησα το κεφάλι ουδέτερα, προσπαθώντας να μην κρίνω, για την κάνω να συνεχίσει. Εκείνη σαν να έπιασε κάτι στο βλέμμα μου είπε

«Νομίζεις πως ξέρεις τον πόνο, αλλά δεν τον ξέρεις. Δεν έχεις καμία ιδέα τι σημαίνει πόνος. Δεν το γνωρίζει το σκοτάδι η ψυχή σου. Είσαι αθώα. Είσαι λευκή. Είσαι άγγελος. Μα ακόμα και οι άγγελοι έρχεται η στιγμή που μαθαίνουν πόνος τι θα πει. Τον συναντάνε ξαφνικά μπροστά τους... Βλέπω να έρχεται η στιγμή σου... Βλέπω να σε πλησιάζει μεγάλος πόνος στην ζωή σου και αυτό στην συνέχεια θα σε αποδιοργανώσει, θα σε τρομάξει, θα σε αγχώσει. Δεν θα ξέρεις πώς να τον χειριστείς, δεν θα ξέρεις τι να κάνεις, θα νιώσεις χαμένη και μπερδεμένη... Οι άγγελοι τρομάζουν από το σκοτάδι του πόνου... »

(Εγώ ήδη είχα εστιάσει αλλού... Δεν ξέρω αν ήμουν άγγελος αλλά το κομμάτι του πόνου δεν με είχε τρομάξει καθόλου... Το άκουγα πια σαν μουσικό χαλί... Είχα αφιερώσει τόσο κομμάτι της ζωής μου στον πραγματικό πόνο και στο ουσιαστικό σκοτάδι που τώρα όσο κι αν ακούγεται «ύβρις» δεν ήταν και τόσο εύκολο να με επηρεάσει η πιθανότητα ενός μελλοντικού σκοταδιού... Αλλού είχε πάει το μυαλό μου. Εστίαζα στις λέξεις της που μου φαίνονταν πολύ «εξελιγμένες». Θα περίμενα το λεξιλόγιό της να είναι πιο απλοϊκό. Αλλά αυτό δεν ήταν δίκαιο. Καθόλου δίκαιο. Δεν είχα ιδέα ποια πραγματικά ήταν αυτή η γυναίκα και πώς είχε καταλήξει εκεί... Ποια ήταν η μοίρα της, παρελθοντική ή μελλοντική... Μετά επέστρεψα στο νόημα των λέξεων και γέλασα μέσα μου σε σχέση με αυτά που άκουγα... Μπορεί να είναι και καλό σημάδι που δεν είδε καθόλου πόνο στο πριν και βλέπει στο μετά, αφού στο πρώτο δεν έπεσε και πολύ μέσα μπορεί και στο δεύτερο να έπεσε έξω... Ωραία θα ήταν να μην με περιμένει καθόλου πόνος στο μέλλον... Ωραίο και Αδύνατο...)

Εκείνη μάλλον κατάλαβε πως το θέμα του πόνου δεν με άγγιζε ιδιαίτερα και πως δεν πετύχαινε τον σκοπό της... Να με «σκοτεινιάσει»... Και αποφάσισε να αλλάξει θέμα...

«Είσαι ευχαριστημένη με την δουλειά σου...»

(Τώρα τι να της πω; Ότι δεν έχω δουλειά; Θα την απογοητεύσω! Ο μονόλογος μέσα μου συνεχιζόταν χωρίς διακοπές... Νομίζω πάντως πως θα ήταν πιο έξυπνο να λέει σε αυτόν που έχει απέναντί της «Δεν είσαι ευχαριστημένος με την δουλειά σου»... Σε αυτήν την φάση οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είναι ευχαριστημένοι με την δουλειά τους... Αν έλεγε κανείς μια τέτοια φράση θα είχε περισσότερες πιθανότητες να πετύχει το σωστό... Ή να λέει «Είσαι αγχωμένος επειδή δεν έχεις δουλειά...» αφού οι περισσότεροι δεν έχουν δουλειά...).

«Κάνεις κάτι που σου αρέσει, που αγαπάς και βγάζεις χρήματα από αυτό, ζεις, τα καταφέρνεις και επιβιώνεις... Δεν έχεις πολλά χρήματα... Αλλά είναι αρκετά για να πληρώνεις τα έξοδά σου...»

(Ωραία θα ήταν... Να βγάζω τόσα όσα χρειάζομαι από κάτι που αγαπάω να κάνω...)

Χαμογέλασα.

Εκείνη άρχισε να νιώθει άβολα και πάλι αλλάζοντας θέμα και πιστεύοντας πως σε αυτό δεν υπάρχει περίπτωση να μην πετύχει τον σκοπό της...

«Τόσο όμορφη κοπέλα και να είσαι με κάποιον που δεν αξίζεις...»

Είπε προσπαθώντας να ρίξει άδεια για να πιάσει γεμάτα... Προσπαθούσε να ζυγίσει την αντίδρασή μου ενώ εγώ προσπαθούσα να κρατήσω ουδέτερη στάση... Αυτή θεώρησε πως έπιασε λαυράκι γιατί ερμήνευσε λάθος μια αχνή γκριμάτσα μου.

«Γιατί; Γιατί το κάνεις αυτό; Πρέπει να την τελειώσεις αυτήν την σχέση. Δεν σου προσφέρει τίποτα. Δεν σου δίνει τίποτα παραπάνω, τίποτα περισσότερο. Πρέπει να τον αφήσεις. Έτσι κι αλλιώς, θα τον αφήσεις, αργά ή γρήγορα.»

(Αααααα, σκέφτηκα εγώ, δεν μου φαίνεται τελικά ότι θα πετύχει τίποτα... ακούγοντας τα όσα έλεγε και διασκεδάζοντας με μια εναλλακτική εκδοχή της ζωής μου...)

«Δεν πρέπει, δεν γίνεται να είσαι με αυτόν... Το όνομά του αρχίζει από Α...»

Κούνησα αρνητικά το κεφάλι...

«Από Π...»

Ξανακούνησα αρνητικά το κεφάλι...

«Από Β... ή μήπως από Κ...»

Ξαναξανακούνησα αρνητικά το κεφάλι...

«Ε, από τι αρχίζει;» με ρώτησε σχετικά εκνευρισμένη...

«Βασικά» της είπα «Είμαι μόνη μου. Οπότε, προφανώς, φαντάζομαι πως αυτό σημαίνει πως δεν είμαι με κάποιον που δεν μου αξίζει. Εκτός αν αυτός που εννοείται είναι... ο εαυτός μου... Αν ο έαυτός μου είναι αυτός που είμαι μαζί του και αυτός που δεν αξίζει... Α... Σε αυτό δεν θα διαφωνήσω! Έχω έναν απαράδεκτο εαυτό! Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο ανυπόφορος είναι! Καμιά φορά με υποτιμάει, με δυσκολεύει, δεν μου συμπεριφέρεται όμορφα... Καμιά φορά, νιώθω πως δεν αξίζει και πολύ την προσοχή μου! Ή, πάλι, μπορεί να θεωρείτε πως αυτός ο κάποιος είναι η μοναξιά και πως δεν μου αξίζει η μοναξιά! Βέβαια, νομίζω πως η μοναξιά δεν αξίζει σε κανέναν άνθρωπο! Οπότε δεν ξέρω...»

Ήθελα να αστειευτώ αλλά δεν την είδα να γελάει ούτε να εκτιμάει την αυτοσάτιρά μου και σταμάτησα να μιλάω. Εκείνη είπε περισσότερο μονολογώντας παρά σαν να απευθύνει τον λόγο της σε εμένα.

«Τόσο ωραία κοπέλα σαν και εσένα και να μην έχει κανέναν; Αυτό δεν το έχω ξανασυναντήσει. Δεν μου έχει συμβεί να ξανακάνω λάθος. Όλοι έχουν κάποιον. Όλοι έχουν κάποιον! Και εσύ! Εσύ να μην έχεις κάποιον;! Και πώς είσαι τόσο χαμογελαστή χωρίς να έχεις κάποιον! ΟΛΟΙ έχουν κάποιον... Οι κοπέλες σαν και εσένα έχουν πάντα κάποιον! ΟΛΕΣ έχουν κάποιον...»

Μιλούσε στον έαυτό της σαν να μην ήμουν μπροστά

(Τέλεια. Σκέφτηκα εγώ. Ώρα είναι να με πιάσουν τα υπαρξιακά μου επειδή όλοι έχουν κάποιον εκτός από εμένα! Κάνε να μην επαναλάβει άλλη μια φορά αυτό το ΟΛΟΙ έχουν κάποιον γιατί ήδη έχει αρχίσει να σφίγγεται το στομάχι μου! ).

Για να την διακόψω και να γλιτώσω το στομάχι μου από περιττή ενόχληση είπα γελώντας

«Μην στενοχωριέστε για το λάθος. Έτσι κι αλλιώς και τα άλλα δεν ήταν σωστά!»

για να χαλαρώσω την κατάσταση αλλά την έκανα χειρότερη.

«Τι εννοείς; Υπονοείς πως δεν βλέπω εγώ το παρελθόν και το μέλλον;»

«Δεν ξέρω τι βλέπετε, έτσι κι αλλιώς, πρέπει να σας πω πως εγώ δεν πιστεύω σε αυτά. Το σίγουρο είναι πως δεν βλέπετε το δικό μου παρελθόν και μέλλον. Είχε πολύ πόνο η ζωή μου και, εσείς, δεν είδατε καθόλου πόνο. Επίσης, αυτήν την στιγμή, δεν δουλεύω πάνω σε κάτι που αγαπώ και σίγουρα δεν βγάζω αρκετά χρήματα για να ζήσω... ».

Κατσούφιασε σαν κοριτσάκι και φάνηκε πως αγχώθηκε πως δεν θα την πληρώσω.

Έβγαλα χρήματα να της δώσω.

«Αφού σου τα είπα όλα λάθος»

«Δεν φταίτε εσείς μπορεί να φταίει η δική μου ζωή που είναι δύσκολη να διαβαστεί! Θα σας δώσω αυτά τα χρήματα με έναν όρο: Να με αφήσετε να σας διαβάσω το χέρι»

«Αφού δεν πιστεύεις σε αυτά.»

«Ναι. Δεν πιστεύω. Μόνο για σήμερα... Θα πιστέψω... Μόνο για σήμερα... όχι μόνο θα πιστέψω αλλά θα εφαρμόσω κι αυτά που μου έμαθε η γιαγιά μου... Βλέπετε η γιαγιά μου, από όταν ήμουν μικρή μου διάβαζε το χέρι... και μου εξηγούσε κάθε φορά τι βλέπει πού... Θέλω να δοκιμάσω την τύχη μου... Μετά από τόσα χρόνια θέλω να δοκιμάσω να έρθω ξανά με αυτήν την πλευρά του έαυτού μου και να προσπαθήσω να δω το μέλλον σας... Θέλω να σας διαβάσω το χέρι... »

Εκείνη δέχτηκε γεμάτη περιέργεια.

Έπιασα το παγωμένο χέρι της και άρχισα να το παρατηρώ... και να μιλάω σιγά...

«Λίγα πράγματα βλέπω... Βασικά... Ένα μόνο πράγμα βλέπω καθαρά. Τα άλλα είναι θολά... Τα σκονισμένα πράγματα που βλέπω... Είναι πόνος... Ναι, εσείς έχετε ζήσει σίγουρα μέσα στον πόνο. Ίσως για αυτό δεν αναγνωρίζετε τον πόνο μου... Γιατί εσείς μπορεί να ζήσατε τόσο πόνο... που ακόμα και οι μεγάλοι πόνοι σαν φαίνονται μικροί...» Εκείνη χαμογέλασε κι εγώ συνέχισα... «Κάνατε πολλές διαφορετικές δουλειές μέχρι να καταλήξετε εδώ.Έχουν περάσει πολλά αυτά τα χέρια και ακόμα περισσότερα αυτή η καρδιά...»

Εκείνη με ρώτησε...

«Και το ένα πράγμα... Το ένα πράγμα που βλέπεις... Το καθαρό... τι είναι;»

Και εγώ συνέχισα...

« Έχετε μια κόρη. Γύρω στα 12. Τριγυρνάει στους δρόμους. Όπως και εσείς. Είναι πολύ όμορφη. Ψηλή για την ηλικία της. Έχει καστανά μαλλιά. Σας έχει ανάγκη, σας χρειάζεται, το μόνο που θέλει είναι ένα φιλί το πρωί και μια αγκαλιά το βράδυ. Φοβάται. Αυτό που χρειάζεται το έχετε ήδη. Μην αγχώνεστε πως δεν έχετε αρκετά να της δώσετε. Μπορείτε να της προσφέρετε το πιο απλό πράγμα στον κόσμο. Αυτό που δεν κοστίζει τίποτα.»

Εκείνη είχε παγώσει και το σώμα της είχε ανατριχιάσει... Εγώ συνέχισα...

«Το όνομά της αρχίζει από... Χ...»

Εκείνη τράβηξε το χέρι της απότομα και με κοίταξε τρομοκρατημένη

«Τι είσαι μάγισσα;»

Τι σουρεαλιστικό σκηνικό ήταν αυτό! Μια τέτοια γυναίκα να στέκει φοβισμένη απέναντί μου και να με ρωτάει έντρομη με τα μάτια ανοιχτά και με βλέμμα κοφτερό αν εγώ, ΕΓΩ, είμαι μάγισσα! Για λίγο σκέφτηκα πως θα είχε ενδιαφέρον να την αφήσω να το πιστεύει. Αλλά αγαπάω την Αλήθεια σχεδόν όσο και την Αγάπη.

«Όχι, δεν είμαι μάγισσα, συγνώμη, δεν ήθελα να σας τρομάξω, δεν ήταν αυτή η πρόθεση μου... Η αλήθεια είναι πως...»

Με κοίταξε ερωτηματικά... και εγώ απάντησα όσο πιο γρήγορα μπορούσα με μια αναπνοή...

«Γνώρισα την κόρη σας πριν μία εβδομάδα περίπου στο ίδιο σημείο, ήθελε να μου διαβάσει το χέρι αλλά εγώ βιαζόμουν, όπως και σήμερα, και...»

«Και πώς...;»

«Τα μάτια σας. Είναι ίδια. Και διαβάζετε και οι δύο το χέρι. Δεν ήταν δύσκολο να τα συνδέσω.»

«Και το όνομά της σου το είπε η ίδια;» Ρώτησε αυστηρά και το ύφος της με άγχωσε για τον αν θα τιμωρηθεί η μικρή Χριστίνα επειδή πιάνει συζητήσεις με αγνώστους...

«Όχι... Την φώναξε η φίλη της... Και άκουσα το όνομά της. Και άκουσα και κάποια πράγματα που είπε στην φίλη της, όπως είδατε, μου αρέσει να παρατηρώ και πολλές φορές ακούω τις συζητήσεις των ανθρώπων που τυχαίνει να βρίσκονται κοντά μου.»

(Αυτά, τα τελευταία, ήταν ψέμματα, δεν είμαι περήφανη για αυτό, αλλά δεν θα ήθελα να μάθει η μητέρα της πως την προηγούμενη εβδομάδα η κόρη της δεν μου είπε το χέρι και αντί για αυτό καθίσαμε και μιλήσαμε για την ζωή και μου είπε η ίδια το όνομά της όπως και για το πόσο ανάγκη έχει την μητέρα της. Ευτυχώς, ήταν και η φίλη της μαζί οπότε είχα μια πιστευτή δικαιολογία.).

«Σας έχει ανάγκη.»

Ετοιμάστηκε να βγάλει από την τσέπη της τα λεφτά για να μου τα επιστρέψει.

«Μπορείτε να τα κρατήσετε. Δεν τα θέλω...»

Και συμπλήρωσα

«Η ιστορία με την γιαγιά μου ήταν αληθινή. Η γιαγιά μου... Σε κάποιο στάδιο της ζωής της τριγυρνούσε στους δρόμους κι έλεγε την μοίρα στους ανθρώπους κι έτσι κατάφερε να ταίσει την μεγάλη οικογένειά της. Συνήθιζε να λέει πως από όσες δουλειές έκανε στην ζωή της αυτή ήταν η αγαπημένη της...».

Εκείνη σχεδόν αναστατωμένη μου είπε... «Να τα πάρεις, να τα πάρεις πίσω...Δεν μου αξίζουν... Εσύ μου έδωσες κάτι πιο σημαντικό... Εγώ σου είπα... Σου είπα...»

«Μου είπατε μια διαφορετική εκδοχή του εαυτού μου. Για λίγο, σχεδόν, την ζήλεψα. Μόνο για λίγο... Στην αρχή... Μέχρι να πείτε για τον πόνο που θα έρθει... Βλέπετε, μου είπατε πως δεν έχω πονέσει στην ζωή μου σοβαρά... και αν δεν είχα περάσει τόσο πόνο στην ζωή μέχρι σήμερα θα ήμουν ένας πολύ ευτυχισμένος άνθρωπος φαντάζομαι... Και αν ήμουν ευχαριστημένη με την δουλειά μου, αν έκανα μια δουλειά που αγαπάω και αν έβγαζα τόσα χρήματα ώστε να μπορώ να ζω από αυτήν... Ε, το πιθανότερο, θα ήμουν πολύ καλά... Βέβαια, μετά μου είπατε πως θα έρθει μεγάλος πόνος, ε ποιος μπορεί να αποφύγει τον πόνο για πάντα; Αν είχα κάνει τόση ζωή χωρίς πόνο, κάποια στιγμή θα ερχόταν κι αυτός... Αν είχα ζήσει τόσα χρόνια χωρίς πόνο θα είχα κάνει μια εντελώς διαφορετική ζωή... Όσο για τον άνθρωπο που δεν μου αξίζει... Δεν πιστεύω πως τα πράγματα είναι τόσο απλά... Δεν πιστεύω πως υπάρχουν άνθρωποι που αξίζουν και που δεν αξίζουν... υπάρχουν καταστάσεις που αξίζουν και που δεν αξίζουν... Όλοι οι άνθρωποι αξίζουν... Και, με αυτήν την έννοια, όλοι μου αξίζουν...»

Εκείνη αγχώθηκε μην με επηρεάσουν όσα μου είχε ήδη πει, αισθάνθηκε ακόμα πιο άσχημα από πριν, και είδα στα μάτια της έναν δισταγμό και μετά μια απόφαση σαν να είναι έτοιμη για μια στιγμιαία κρίση ειλικρίνειας.

«Σου είπα... Σου είπα ψέμματα, δεν τα είδα στο χέρι σου αυτά, δεν τα είδα, τα βγάζω από το μυαλό μου, σε είδα χαμογελαστή και ήθελα να σε κάνω... να μην χαμογελάς... Ξέρεις... Όταν πονάς... Θέλεις κι ο άλλος να πονάει... Είναι περίεργη παγίδα ο πόνος... Περίεργη παγίδα... Σε καταπίνει... Και θέλεις να καταπιεί και τον άλλον μαζί σου... Η ζωή μου είναι τόσο δύσκολη, δεν διαβάζω το χέρι, αυτές οι γραμμές για εμένα είναι απλά γραμμές...»

«Αν και δεν πιστεύω σε αυτά... Οι γραμμές ποτέ δεν είναι απλά γραμμές μπορεί να μην μπορούν να μας πουν το μέλλον αλλά κάτι μπορούν να μας πουν, ίσως μπορούν να μας πουν το παρελθόν.»

Με κοίταξε ερωτηματικά κι εγώ συνέχισα

«Π.χ Αυτή η γραμμή εδώ; Μου την έκανε πριν δύο εβδομάδες η γατούλα μου. Κι αυτή εδώ η γραμμή έγινε όταν πήγα να κόψω ψωμί πριν ένα μήνα, ήμουν αφηρημένη γιατί σκεφτόμουν κάτι. Κι αυτή εδώ η γραμμή έγινε όταν έπεσα από το ποδήλατό μου ήμουν ερωτευμένη και απλά σκεφτόμουν κάποιον...»

Εκείνη με κοίταζε χωρίς να μπορεί να μιλήσει... Σαν να γεννήθηκε ξαφνικά μια άμυνα, μια ασπίδα, επειδή εκτέθηκε και μου ομολόγησε πως δεν διαβάζει πραγματικά την μοίρα... Είπα για να την προλάβω.

«Μην το κάνετε αυτό. Δεν είναι ανάγκη να το κάνετε αυτό για εμένα. Δεν είναι ανάγκη να παραδεχτείτε την αλήθεια αν δεν είστε έτοιμη για αυτό. Δεν είναι ανάγκη να μου πείτε κάτι που δεν θέλετε. Δεν είναι ανάγκη να μου πείτε κάτι από ενοχές ή επειδή αισθάνεστε άβολα ή άσχημα. Πείτε την αλήθεια στην κόρη σας. Για αυτήν την αλήθεια οφείλετε να είστε έτοιμη. Για αυτήν την αλήθεια δεν έχετε δικαίωμα να αισθάνεστε άβολα. Είναι παιδί σας και σας έχει ανάγκη. Δεν έχει κανέναν άλλον στον κόσμο. Για την αλήθεια της αγάπης είμαστε πάντα έτοιμοι. Είτε το γνωρίζουμε είτε όχι. Αυτήν την αλήθεια να εκφράσετε. Αυτή έχει ανάγκη περισσότερο την αλήθεια σας από εμένα. Μην σπάσετε την εικόνα σας μπροστά μου αν είναι να μετανιώσετε για αυτό. Εγώ ήδη ξέχασα όσο μου είπατε. Για εμένα, διαβάζετε ακόμα το χέρι. Αν και δεν θεωρώ ότι είναι σωστό να τρομάζετε τους ανθρώπους. Γιατί μπορεί να τους επηρεάζετε αργότερα με έναν τρόπο που δεν μπορείτε να φανταστείτε. Και να είστε υπεύθυνη για πράγματα που αν τα γνωρίζατε μπορεί να επιλέγατε να μην τα λέγατε. Αυτά που βγάζετε από την φαντασία σας μπορεί να είναι αρκετά για να επηρεάσουν την πραγματικότητα κάποιου... Και αυτό έχει μια βαρύτητα και μια ευθύνη. Υπάρχουν άνθρωποι που σας πιστεύουν. Αυτό που κάνετε είναι πολύ σοβαρό. Αλλά είναι δική σας επιλογή. Και το τι λέτε και το τι κάνετε πώς βλέπετε. Εγώ δεν θέλω ούτε μπορώ να σας κρίνω. Εγώ δεν είμαι στην θέση σας. Αύριο μπορεί να βρεθώ εγώ στην θέση σας. Στον δρόμο. Να τριγυρνάω... Και να ψάχνω πώς να επιβιώσω... Και δεν ξέρω πώς θα συμπεριφερθώ τότε... Κανείς δεν ξέρει...»

«Πάρε τα χρήματά σου... Θέλω να τα πάρεις...»

«Όχι, θα τα κρατήσετε εσείς... Και θα με βοηθήσετε όταν χρειαστώ την βοήθειά σας... Αν την χρειαστώ... Μπορεί να έρθει κάποια στιγμή στην ζωή μας που να ξανασυναντηθούμε... Και τότε... Μπορεί εσείς να είστε αυτή που θα με βοηθήσει...»

«Σε ευχαριστώ, κοπέλα μου, σε ευχαριστώ... Για αυτά που μου είπες... Για την μικρή μου... Την μικρή μου, αλήθεια την αγαπώ... Την αγάπω... Αλλά δεν της το λέω... Δεν της το λέω... »

Είπε και έφυγε... Μιλώντας στον εαυτό της... Σαν κάποια ηρωίδα παραμυθιού... απομακρύνθηκε...

Πήγα κι εγώ στα σκαλιά του μετρό και κάθισα... Και σκεφτόμουν... Τι ήταν αυτό που με άγγιξε και με επηρέασε... Τι ήταν το δικό μου άλυτο θέμα... Ακόμα και το τεράστιο θέμα του τεράστιου πόνου... δεν με ενόχλησε, δεν με ταρακούνησε, δεν με πόνεσε ο πόνος... Αλλά η μοναξιά... Γιατί πονούσε τόσο πολύ η μοναξιά; Τι συνέβαινε σε αυτό το κομμάτι του έαυτού μου;

Σηκώθηκα και άρχισα να κατεβαίνω τα σκαλιά... Κάθε σκαλί και μία σκέψη...

Και εκείνη την στιγμή μου τηλεφώνησε ο φίλος μου, αυτός που θα συναντούσα, για να μου πει πως ακυρώνεται η σημερινή μας συνάντηση και μου ζητούσε συγνώμη που δεν θα έρθει και που δεν με ειδοποίησε νωρίτερα... Γιατί θεώρησε αυτονόητο πως εγώ θα ήμουν ήδη στο σημείο συνάντησής μας... (πάντα είμαι στην ώρα μου, τόσο πάντα, που οι φίλοι που με γνωρίζουν από πάντα, θα ήταν αδύνατο να φανταστούν πως, ακόμα και για μία μόνο φορά, θα έφτανα μετά από αυτούς στο ραντεβού.)... Χωρίς να προλάβω να του πω ότι δεν ήμουν εκεί... Αυτός συνέχιζε να μιλάει... Μίλαγε και μίλαγε και μίλαγε, ενώ προσπαθούσα να τον διακόψω για να του πω πως δεν πειράζει... Δεν είμαι ούτε εγώ ακόμα εκεί... Δεν έχω φτάσει... Και ζήταγε τόσα συγνώμη, τόσα πολλά, πολλά συγνώμη, που άρχισαν να χάνουν το νόημά τους... Και έκλεισε το τηλεφώνο χωρίς να ακούσει ούτε μία λέξη από όσα προσπάθησα να του πω...

Και στο σκαλιά του μετρό... Ανάμεσα στους τόσους ανθρώπους που ανεβοκατεβαίνουν... Ανάμεσα σε τόσο κόσμο...

Αναστέναξα... Και ένιωσα μόνη μου...

Και, ναι, ήξερα γιατί με πονάει τόσο πολύ η μοναξιά... Η μοναξια ποτέ δεν με τρόμαζε... Την γνώριζα και με γνώριζε καλά... Απλά... πού και πού... Πονάει...

Κοίταξα τις γραμμές στο χέρι μου... Και έπειτα κοίταξα τις γραμμές του τρένου...

Δεν με φοβίζουν οι γραμμές του χεριού... Του τρένου με φοβίζουν... Εκείνου του μοναχικού τρένου... που τρέχει... τρέχει... τρέχει... σταματάει... σταματάει... σταματάει... Που συναντάει τόσους ανθρώπους... που κουβαλάει τόσα αντικείμενα... Μα που είναι μόνο του. Εντελώς, μόνο του... Και στο μέλλον του δεν φαίνεται... Καμία παρέα... Η μόνη του παρέα είναι οι γραμμές πάνω στις οποίες κυλάει... Δεν με φοβίζουν οι γραμμές της ζωής... Του τρένου με φοβίζουν...



No comments:

Post a Comment