9/27/15

Παρασκευή 04.09.2015




Είναι περίπου 5.20 το απόγευμα και είμαι στο τρένο. Στο πρώτο βαγόνι. Σηκώνομαι για να καθίσει κάποιος κύριος. Τον είδα από μακρυά. Πηγαίνω όρθια στην μία από τις γωνίες και ακουμπάω... Είμαστε στην αρχή του βαγονιού, απέναντί μου, σχεδόν απέναντί μου προς τα αριστερά μου, η πόρτα του οδηγού. Ένας άνθρωπος σε κάθε γωνία. Και μια φιγούρα στο κεντρικό σημείο, στην κεντρική σιδερένια λαβή. Είναι από εκείνες τις φορές που δεν παρατηρώ τους ανθρώπους... που είμαι χαμένη στις δικές μου σκέψεις... Κοιτάζω έξω από το παράθυρο της πόρτας... και σκέφτομαι κάτι συγκεκριμένο που τώρα δεν μπορώ να θυμηθώ... Έχω χαθεί μέσα σε αυτό... όταν νιώθω μια απειλητική κίνηση από την φιγούρα στο κέντρο προς εμένα... Γυρνάω απότομα το κεφάλι μου και βλέπω μια γυναίκα, έχοντας ένα βλέμμα προς εμένα που αυτήν την στιγμή νομίζω πως δεν θα ξεχάσω ποτέ στην ζωή μου, να έχει σηκώσει το ένα της πόδι ψηλά, με το γόνατο προς την κοιλιά της... Έπειτα έγιναν όλα πολύ γρήγορα... Δεν πρόλαβα να σκεφτώ... Μια κλωτσιά ήρθε κατά πάνω μου, στον θώρακά μου (για κάποιο λόγο έχω την αίσθηση πως στόχευε την κοιλιά, αλλά νομίζω ότι αυτή το πιθανότερο είναι απλά μια δική μου ιδέα που μπορεί να μην έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα), στο αριστερό μέρος του θώρακά μου... Φώναξα. Όχι από τον πόνο. Αντανακλαστικά. Με μια φωνή που δεν είχα ακούσει ποτέ ξανά στην ζωή μου να βγαίνει από μέσα μου. Ήταν μια βαθιά, άγρια, ενστικτώδης φωνή... (θα έλεγα πως αυτού του τύπου είναι οι φωνές που θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει κανείς στις τραγωδίες)... Έπειτα, ακόμα χωρίς να το σκεφτώ, ενστικτωδώς, αυθόρμητα, χωρίς να μπει ακόμα η λογική, την ρώτησα «Τι κάνετε;»... Δεν έχω ιδέα πώς βγήκε ο πληθυντικός σε αυτό το σημείο... Ακόμα το επεξεργάζομαι και δεν μπορώ να το καταλάβω... Δεν είχα προλάβει να σκεφτώ κάτι... και δεν θα περίμενα σε ένα τέτοιο σημείο να μου βγαίνει κάτι σαν ευγένεια (;)... Φυσικά, ο τόνος μου δεν ήταν ευγενικός. Ήταν περίεργος. Η φωνή μου σοβαρή, βαθιά, κοφτή, απότομη... και παραξενεμένη... Το βλέμμα της γυναίκας, κυριολεκτικά είχε γυαλίσει και γυρίσει... Ήταν κοντά μου... και ήμασταν σε έναν σχεδόν άδειο χώρο... ένιωσα την ανάγκη να πάω προς τους ανθρώπους... και πάλι χωρίς να το σκεφτώ... όλα αυτά έγιναν γρήγορα... και λειτούργησα με το ένστικτο επιβίωσης... την έσπρωξα... (και εδώ πρέπει να πω πως είναι ελάχιστες οι στιγμές της ζωής μου που έχω σπρώξει άνθρωπο...)... Όχι ακριβώς δυνατά... μα όχι και μη δυνατά... Ήταν αρκετά δυνατό το σπρώξιμο... για να μου κάνει χώρο και για να περάσω στον διαδρομάκο ανάμεσα στους ανθρώπους... κάπου μέσα σε όλο αυτό, δεν θυμάμαι πριν ή μετά... έχω την αίσθηση πως έκανα τον πληθυντικό ενικό και την ρώτησα «Τι κάνεις;», το βλέμμα της ήταν σαν ένα άγριο θηρίο που θέλει να κατασπαράξει... Είμαι, λοιπόν, στο σημείο που έχω περάσει ανάμεσα στους καθιστούς ανθρώπους... και εκεί έχω την αίσθηση μιας παγωμένης στιγμής... είναι σαν εκεί να αρχίζει να μπαίνει η λογική... Έχω αισθανθεί φόβο, έχω βιώσει βία... Και, όμως, εκείνη η παγωμένη στιγμή έκανε τον φόβο ακόμα μεγαλύτερο και την βία να φαίνεται ακόμα πιο απειλητική... Ούτε ένας άνθρωπος, δεν πήρε θέση. Μπορεί, φυσικά, να μην είχαν δει τι είχε συμβεί. Μπορεί, φυσικά, να νόμιζαν ότι κάτι της είπα ή κάτι της έκανα εγώ... Μπορεί να σκεφτόντουσαν πως δεν γίνεται έτσι απλά κάποιος να χτυπάει κάποιον άλλον... Μπορεί απλά να μην ήθελαν να ανακατευτούν... Μπορεί να έχουμε συνηθίσει τόσο πολύ σε όλα αυτά που συμβαίνουν στο τρένο (κι εγώ με το τρένο κυκλοφορώ και κάθε μέρα συμβαίνει και κάτι άλλο)... Δεν μπορώ να ξέρω γιατί όλα ήταν τόσο παγωμένα... Αλλά είχα απέναντί μου μια γυναίκα που συνέχιζε να με κοιτάζει άγρια και απειλητικά... και είχα γύρω μου ανθρώπους που απλά δεν έκαναν τίποτα... Και για κάποιο λόγο όταν σκέφτομαι αυτήν την στιγμή... μου έρχεται, σαν προέκταση-λογική συνέχεια, μια κωμικοτραγική σκηνή του να αρχίζει εκείνη τις κλωτσιές της κι εγώ να μην ξέρω πού να κρυφτώ... Ένιωσα απόλυτα αβοήθητη. Και, ευτυχώς, ευτυχώς (;), ευτυχώς (!), μια κυρία με ρώτησε «Σε χτύπησε;»... Ω! Πόσο την ευχαριστώ αυτήν την κυρία για αυτήν την ερώτηση!!! Σαν να ένιωσα πως κάποιος απλά έκανε κάτι... και ας ήταν το πιο απλό πράγμα στο κόσμο... απάντησα με μια άλλη πιο ήρεμη φωνή (πολύ διαφορετική από όλες τις προηγούμενες)... «Με κλώτσησε.». Κι ένιωσα ξαφνικά σαν μικρό κοριτσάκι. Έπειτα κάτι με ρώτησε... αν είμαι καλά, αν πονάω... Κι εγώ το μόνο που απάντησα ήταν πως «Φοβήθηκα.» Μόνο αυτό... Και ήταν αλήθεια, δεν ήξερα αν ήταν το σοκ ή η αδρεναλίνη, δεν είχα νιώσει καθόλου πόνο... αλλά φόβο... είχα νιώσει... Σε όλη αυτήν την διάρκεια... που δεν ήταν μεγάλη... γιατί όλα εξακολουθούσαν να κυλάνε γρήγορα... Η γυναίκα συνέχιζε να με κοιτάζει... αλλά δεν έκανε κίνηση προς τα εμένα... Έπειτα σήκωσε τον δεξί της ώμο, κάνοντας μια κίνηση προς τα μπροστά, αυτές τις μάγκικες που θέλουν καυγά και μου είπε «Κάτεβά. Κάτω. Εγώ κι εσύ. Κάτω.». Και με αυτήν την κίνηση με προκαλούσε υποτίθεται να κατέβω να παλέψω μαζί της... Τότε άκουσα μια ακόμα φωνή, μιας νεαρής γυναίκας να λέει πως θα καλέσουμε την ασφάλεια... πως θα το πούμε στον οδηγό... Ω! Πόσο την ευχαριστώ και αυτήν την κοπέλα... που ούτε το πρόσωπό της δεν κατάφερα να δω... Δεν πρόλαβα να την ευχαριστήσω... Και γύρισε τότε η «επιθετική» γυναίκα και σε εκείνην... και της είπε μετά να πάνε κάτω με αυτήν και την έβρισε... και η κοπέλα πάλι κάτι είπε για τον οδηγό... Και έπειτα άνοιξαν οι πόρτες... και κατέβηκε... η αγριεμένη γυναίκα... μόνη της... στην Ομόνοια. Όλα αυτά συνέβησαν από Βικτώρια προς Ομόνοια... Σε μία μόνο στάση... Και εγώ πήγαινα... «Πού κατεβαίνεις;» με ρώτησε η κυρία που στεκόταν δίπλα μου που με είχε ρωτήσει αν με χτύπησε και αν πονάω... «Μοναστηράκι.» είπα... αλλά ήμουν σαν χαμένη... Η φωνή μου τώρα ήταν σιγανή... «Δεν πιστεύω να κλάψεις!» μου είπε... δεν ένιωθα ότι είμαι έτοιμη να κλάψω... αλλά κάπως θα φαινόμουν... δεν έχω ιδέα πώς... «Όχι.» της είπα... «Μην κλάψεις!» επανέλαβε. Τότε ήταν σαν να έβγαζε νόημα, αργότερα όταν σκέφτηκα αυτήν την σκηνή... θεώρησα... πως κάτι γίνεται με την ανάγκη των ανθρώπων να μην εκφράζονται δημόσια τα συναισθήματα... Γιατί ήταν «κακό» να κλάψω; Είχα, μόλις, υποστεί από το πουθενά, βία... και είχα τρομάξει... γιατί να μην κλάψω; Δεν είναι φοβερό; Να βρίσκεσαι σε ένα τέτοιο σημείο... και κάποιος να σου λέει να μην κλάψεις; Πριν κατέβω... Της ψιθύρισα... (ειλικρινά, δεν έχω ιδέα γιατί το είπα ψιθυριστά)... πως την ευχαριστώ... και εκείνη μου απάντησε... δεν θυμάμαι ακριβώς τι... κάτι σαν... «Μα τι λες τώρα...»... κάτι τέτοιο... Ήθελα να την ευχαριστήσω απλά και μόνο επειδή ένιωσα να νοιάζεται κάποιος... και μετά σκέφτηκα πως δεν είπα και στην άλλη κοπέλα, ευχαριστώ, που πήγε να με υπερασπιστεί... κι ας μην με γνωρίζει... κι ας μην γνωρίζει τι ακριβώς συνέβηκε... και δεν κρατήθηκε, όπως όλοι οι άλλοι στο να μην μιλήσει και να μην κάνει τίποτα... Αλλά όλα έγιναν γρήγορα... και δεν ήμουν σίγουρη για αυτήν την φωνή από πού είχε έρθει... ποια ακριβώς ήταν η κοπέλα που μιλούσε... είχα χαθεί εντελώς... στο σοκαριστικό σκηνικό... Κατέβηκα, λοιπόν, Μοναστηράκι... και... έκλαψα. Έτρεχαν δάκρυα στα μάτια μου και δεν μπορούσα να τα σταματήσω... Δεν ήταν η στενοχώρια... ήταν η βία... Δεν ήταν μόνο ο φόβος... ήταν η εξουσία του φόβου... Και αυτό... το να κάνει κάποιος κάτι και το κανείς γύρω να μην κάνει τίποτα... Δεν ξέρω. Έχω καιρό να αισθανθώ αυτό το απόλυτο συναίσθημα του αβοήθητου. Ένιωσα αβοήθητη. Ένιωσα πόσο εύθραυστη είναι η ησυχία... Και πόσο ο κόσμος δεν ξέρει τι να κάνει μπροστά στην βία... Με πονούσε λίγο το χέρι... Το αριστερό... Το κοίταξα... Είχα σόλα παπουτσιού και στο χέρι μου και στο φόρεμά μου στον θώρακά μου... Δεν είχα καταλάβει ότι έβαλα το χέρι μπροστά... Όλα είχαν γίνει αντανακλαστικά...

Νιώθει κανείς πως είναι θέμα χρόνου να αρχίσουν οι άνθρωποι να τρώνε ο ένας τον άλλον...

Η γυναίκα δεν φαινόταν καλά... δεν ήταν καλά... αλλά και πάλι... τι σημαίνει αυτό;... Μια στροφή του μυαλού είναι για να περάσεις από το «είμαι καλά» στο «δεν είμαι καλά»... Το βλέμμα της... Το βλέμμα της με τρόμαξε πολύ... Ανέβαινα τα σκαλιά, περπατούσα ανάμεσα στους ανθρώπους, και δάκρυα συνέχιζαν να τρέχουν... Στην σκέψη μου ήρθαν τα πιο κοντινά μου άτομα... Πόσο ήθελα να μιλήσω σε αυτά!!! Επίσης, είχα συνέχεια την αίσθηση ότι θα την δω μπροστά μου... Επειδή κατέβηκε Ομόνοια... Φοβόμουν πως θα την συναντήσω στο Μοναστηράκι... Να... αυτή είναι η εξουσία του φόβου... Ή μία από τις πρώτες σκέψεις μου ήταν να μην ξαναμπώ σε τρένο... δεν σκεφτόμουν λογικά... Φανταζόμουν πως δεν θα μπορώ πια να κυκλοφορώ... Σκεφτόμουν πως θα μου μείνει κανένα παράξενο κουσούρι... Μάλιστα, πρόλαβε το μυαλό να κάνει και αυτοσάτιρα... Δεν φτάνει που προσπαθούσα να ξεπεράσω έναν φόβο με τα αυτοκίνητα από όταν μας χτύπησε με μια φίλη μου ένα αυτοκίνητο πεζούς, πρωί πρωί, στην Πατησίων... Τώρα δεν θα μπορούσα να μπαίνω μέσα στα τρένα... Αρχίζουν και μου τελειώνουν τα μεταφορικά μέσα... Απίστευτο... Το πόσο άμεσα μπαίνει μέσα σου ο φόβος... η ανασφάλεια... Η βία ασκεί εξουσία... Μία στιγμή αρκεί να σε τρομοκρατήσει... Και μετά δεν είναι μόνο αυτή η στιγμή... αλλά το τι έχει κάνει αυτή η στιγμή στην ζωή σου... Και δεν μιλάω τώρα για αυτήν την κλωτσιά... αυτή η κλωτσιά... ήταν αυτή η κλωτσιά... πάει πέρασε... και θέλω να πιστεύω... ότι θα το ξεπεράσω... Μιλάμε συνολικά... Για την βία που ασκείται... γιατί; Γιατί έτσι. Χωρίς κανένα λόγο και αιτία...

Είχα και συναντήσεις εκείνη την ημέρα... Ήταν μια μέρα πριν ξεκινήσω τα σεμινάρια μου... Είχα τρεις συναντήσεις... Θα γνώριζα τρεις καινούριους ανθρώπους... Δεν ήθελα να το ακυρώσω... Δεν ήθελα, όμως, ούτε να είμαι με δάκρυα στα μάτια... Και προσπαθούσα να δω πώς θα καταφέρω να το ξεπεράσω... μέσα σε λίγη ώρα... Επικοινώνησα με όσους ήθελα και έπρεπε να επικοινωνήσω... Ένιωθα πως αν το μοιραστώ... έστω και γραπτά... έστω και ηλεκτρονικά... θα μοιραστεί κάπως το βάρος... και, αλήθεια, μοιράστηκε... Έπειτα πήρα ανάσες... Ζήτησα από τον εαυτό μου να κάνει αυτό που του ζητάω αρκετές φορές να κάνει... Υπέρβαση... Και έκανα τις συναντήσεις μου...

Και εδώ αξίζει να αναφέρω... και λίγο από την συνέχεια...

Στην πρώτη συνάντηση... ήρθε μια κοπελίτσα... με την δική της ενέργεια... με την δική της φωνή... με την δική της αίσθηση... Στο τέλος της συνάντησής μας... Εντελώς αυθόρμητα, κι ενώ στην ουσία η γνωρίμια μας μόλις είχε γίνει, με αγκάλιασε... Μια αγκαλιά... αυθεντική... πρέπει να ομολογήσω πως σπανίζει στην εποχή μας...

Χωρίς να μιλήσω για τις σκέψεις ή τα συναισθήματα... Χωρίς να μιλήσω για το τι μου συνέβηκε εσωτερικά εκείνη την στιγμή... Θέλω να φανταστείτε... ένα σώμα που του δίνουν μια κλωτσιά... και μετά... ένα σώμα που το αγκαλιάζουν... Μόνο αυτό θέλω να σκεφτείτε... Μόνο αυτό... Δεν χρειάζεται τίποτα, μα τίποτα, παραπάνω... Αυτό αρκεί. Ήταν σαν να μου έδωσε αυτό που είχα ανάγκη, αυτό που τα κοντίνα μου άτομα δεν ήταν εκείνη την στιγμή εκεί για να μου το δώσουν γιατί απλά έτυχε να είναι μακρυά... Ήταν σαν να μου έδωσε το αντίδοτο στην βία που μόλις είχα βιώσει... χωρίς καν να το γνωρίζει...

Μετά από αυτήν την αγκαλιά...

Έκανα και τις δύο άλλες συναντήσεις... και ήρθαν δύο άλλοι άνθρωποι... με την δική τους ατμόσφαιρα και την δική τους φωνή... και σαν να είδα άλλους δύο κόσμους... διαφορετικούς, μοναδικούς, ιδιαίτερους...

Και έπειτα είδα, και έπειτα μίλησα, και έπειτα συζήτησα... με τα κοντινά μου άτομα... και άλλοι κόσμοι... Αυτούς τους γνωρίζω καλύτερα...

Μόνο οι άνθρωποι μπορούν να μας σώσουν από την βία των ανθρώπων...

Πάνω που πήγε να χαθεί η πίστη μου στην ανθρωπότητα... βρέθηκε ξανά...

Και ξαναμπήκα στο τρένο. Και ξαναμπαίνω στο τρένο.

Το γνωρίζω. Δεν είμαστε ασφαλείς. Όλοι φοβόμαστε. Όμως δεν είναι τρόπος ζωής να ζεις μέσα στον φόβο...

Και όσο υπάρχουν αγκαλιές... θα υπάρχουν και άνθρωποι...

Και όσο θα υπάρχουν άνθρωποι...

Δεν θα αφήσω ούτε τον φόβο να ασκεί εξουσία στην ζωή μου...
Ούτε την εξουσία να ασκεί φόβο στην ζωή μου...


No comments:

Post a Comment