8/29/16

«Χωρίς»



Ένιωθα πάντα ένας άνθρωπος χωρίς ιστορία. Σαν να κατέβηκα από το πουθενά στο τίποτα και απλά να υπήρξα. Χωρίς αφετηρία. Χωρίς ξεκίνημα. Χωρίς αρχή. Και χωρίς καμία αίσθηση του τέλους. Χωρίς καμία σύνδεση με το όποιο παρελθόν και χωρίς καμία σύνδεση με το όποιο μέλλον. Σαν ένα πλάσμα χωρίς όνομα και χωρίς ταυτότητα. Χωρίς οικογένεια. Χωρίς θρησκεία. Χωρίς αίσθηση για το τι είναι πολιτική. Χωρίς τόπο που γεννήθηκα. Χωρίς τόπο που μεγάλωσα. Χωρίς τόπο μέσα στον οποίο κάποτε θα πεθάνω. Χωρίς χώρο και χωρίς χρόνο. Χωρίς ανθρώπους. Χωρίς τους άλλους. Χωρίς εμένα. Χωρίς τον εαυτό μου. Ίσως για αυτό να ενώνομαι με όλο τον κόσμο... Ίσως για αυτό με τέτοια ευκολία η υπαρξή μου υπάρχει παντού, ταυτόχρονα. Χωρίς σύνορα. Το σώμα μου θα μπορούσε να είναι άλλων ανθρώπων κι ας είναι το δικό μου. Το χρώμα μου θα μπορούσε να είναι άλλων ανθρώπων κι ας είναι το δικό μου. Είναι τυχαίο γεγονός. Το ότι βρέθηκα εδώ και όχι εκεί. Θα μπορούσα το ίδιο καλά να είμαι αλλού. Δεν έτυχε. Δεν συνέβηκε. Το πρόσωπό μου θα μπορούσε να είναι άλλο κι ας είναι αυτό. Το χαμόγελό μου το ίδιο εύκολα θα μπορούσε να είναι δάκρυ. Και η όποια κίνησή μου θα μπορούσε το ίδιο εύκολα να είναι η όποια ακινησία. Ίσως για αυτό όταν πήραν το χέρι μου και δοκίμασαν να αφήσουν το δακτυλικό μου αποτύπωμα... συνέβηκε κάτι περίεργο που δεν θα ξεχάσω ποτέ, ούτε κι εκείνοι θα ξεχάσουν... Λένε πως κάθε άνθρωπος στον κόσμο έχει το δικό του μοναδικό δακτυλικό αποτύπωμα... Μα ο δικός μου αντίχειρας... όχι... το σημάδι εκείνο που αφέθηκε δεν ήταν το δικό μου... Και ήρθαν ειδικοί να το κοιτάξουν... να δουν τι θα δουν και τι θα βρουν... Κι εγώ καθόμουν και τους κοιτούσα... Δεν ήξερα τι να πω και τι να κάνω... Αυτό ήταν σίγουρα το δικό μου χέρι... απλά αυτό που άφηνα πίσω μου... δεν ήταν σημάδι με το οποίο θα με ξεχώριζαν... Δεν ξέρω τι συνέβηκε... Έμοιαζε με το αποτύπωμα όχι ενός ανθρώπου... όχι δύο ανθρώπων... όχι πολλών ανθρώπων... αλλά όλων των ανθρώπων... Άλλαζε το σχήμα του συνέχεια... Μπορούσε να γίνει κι αυτός ο άνθρωπος κι ο άλλος... Τότε με κοίταξαν σαν να είμαι επικίνδυνη... Μα εγώ δεν ένιωθα επικίνδυνη... Εγώ ένιωθα απλά εγώ... Μου ζήτησαν να σταθεροποιήσω το σημάδι μου... για να μπορέσουν κάπου, κάπως, να με κατηγοροποιήσουν... Μα αυτό δεν ήταν στο χέρι μου... Δηλαδή το αποτύπωμα ήταν στο χέρι μου αλλά δεν μπορούσα να κάνω κάτι για να το κάνω να σταθεροποιηθεί... Εγώ το άφηνα απλά να αλλάζει... Ένιωθα πάντα άνθρωπος χωρίς ξεχωριστά δακτυλικά αποτυπώματα... Χωρίς σπίτι. Χωρίς κοινωνία. Χωρίς εκπαίδευση. Χωρίς παιδεία. Χωρίς δρόμο. Χωρίς πορεία. Χωρίς όνειρα. Χωρίς υγεία. Πώς να είναι υγιής αυτός που είναι μαζί με τις αρρώστιες; Πώς να είναι δυνατός αυτός που βρίσκεται μαζί με τις αδυναμίες; Πώς να βρει την ειρήνη αυτός που βρίσκεται διαρκώς σε πόλεμο; Πώς μπορεί να επιβιώσει αυτός που ζει μέσα σε ατελείωτες μάχες; Όταν δεν υπάρχει καμία παύση ξεκούρασης, καμία ανάσα απόλυτης ησυχίας; Πώς να σωπάσει αυτός που γεννιέται μέσα στις κραυγές; Πώς να γαληνέψει αυτός που μεγαλώνει μέσα στις διαταραχές; Πώς να καταφέρει να κάνει κανείς καλύτερο έναν ολόκληρο κόσμο ή έστω ένα μέρος του, όταν είναι κι αυτός κομμάτι της παράνοιας, κομμάτι του παραλόγου; Ένιωθα πάντα χωρίς ρόλο σε μια παράσταση που δεν έχει καν ξεκινήσει, σε μια ταινία που δεν έχει καν γυριστεί... Όχι γιατί δεν υπήρχε κανένας ρόλος για εμένα... μα γιατί ήμουν όλοι οι ρόλοι μαζί... Όχι γιατί δεν υπήρχε σενάριο αλλά γιατί δεν χρειαζόταν σενάριο... Ποιες λέξεις μπορούν να περιγράψουν την ζωή; Ποιες φράσεις μπορούν να εξηγήσουν την αλήθεια; Και το μυαλό μας πώς να το μεταφέρουμε έξω από το μέσα μας; Πώς να υπάρξουμε έξω από εμάς; Ένιωθα πάντα χωρίς ουσία, χωρίς νόημα. Και όταν οι άλλοι μου έλεγαν να κοιτάξω μόνο τον εαυτό μου, εγώ κοίταζα τους άλλους. Έτσι κι αλλιώς, ένιωθα πως είμαστε όμοιοι. Κοιτάζοντας τους άλλους, καταλάβαινα πόσο πιο ενωμένοι είμαστε από όσο νομίζουμε, πόσο πιο όμοιοι από όσο νιώθουμε. Κι όταν μου έλεγαν πως έτσι κάνουν οι άνθρωποι κοιτάζουν το συμφέρον τους και πως πρέπει να κάνω κι εγώ το ίδιο... Εγώ δεν το έκανα γιατί δεν μπορούσα να αντιληφθώ τι σημαίνει η λέξη «συμφέρον». Ένιωθα πάντα χωρίς... συμφέρον. Κι όταν μου έλεγαν πως θα χαθώ μέσα στο ενδιαφέρον μου για τους ανθρώπους... και όταν μου έλεγαν πως θα σβήσω μέσα στο ενδιαφέρον μου για τον κόσμο... εγώ αναρωτιόμουν... γιατί άραγε νομίζουν πως αυτό είναι επιλογή... Κι αν αισθανόμουν όλα τα συναισθήματα κι αν βίωνα όλες τις σκέψεις... ήταν... γιατί ήμουν πάντα... ένας άνθρωπος... χωρίς έλλειψη φαντασίας... χωρίς έλλειψη ανθρωπιάς... Και δεν μπορούσα να το σταματήσω... αυτό το να κοιτάζω λίγο πιο πέρα... αυτό το να αισθάνομαι λίγο πιο σε βάθος... Ένιωθα πάντα «χωρίς». Για αυτό αναζητούσα τα «με». Προσπαθούσα να ζω «με». Με αγάπη. Με εμπιστοσύνη. Με κάτι οτιδήποτε που να δίνει, έστω και δειλό, νόημα, έστω και αχνή, ουσία ανάμεσα σε όλα αυτά τα «χωρίς».

Κι αν έζησα χωρίς ασφάλεια ήταν γιατί αποφάσισα να ζήσω με γενναιότητα.

Και, ίσως, δεν υπάρχει πιο γενναίο πράγμα από το να ζει κανείς με ζωή την - χωρίς ζωή - ζωή μας.


No comments:

Post a Comment