10/2/10

Η εξαφάνιση του Σεπτέμβρη



Ήρθε ο Σεπτέμβρης του 2010 και με ρώτησε «Να εξαφανιστώ;» εγώ του απάντησα «Όχι.» αλλά εκείνος δεν με άκουσε. Φαντάζομαι ότι με ρώτησε τυπικά, έτσι για να νιώθει ότι με ρώτησε και να μην αισθάνεται άσχημα που έχει ήδη πάρει την απόφασή του χωρίς να χρειάζεται την δική μου άδεια για να την εφαρμόσει... και ο άτιμος... το έκανε... εξαφανίστηκε... και έτσι έζησα ένα μήνα σε άλλη διάσταση... χωρίς χρόνο και χωρίς χώρο... γιατί μαζί με τον Σεπτέμβρη αποφάσισε να εξαφανιστεί και το σπίτι μου. Δεν λέω... Και αυτό είχε την καλοσύνη να με προειδοποιήσει ρωτώντας με «Να εξαφανιστώ;» και πριν προλάβω να αρθρώσω το «Όχι» μου εξαφανίστηκε κι αυτό, έτσι, απλά, μπροστά στα μάτια μου... Χωρίς σπίτι και χωρίς Σεπτέμβρη πρέπει να το παραδεχτώ πως ένιωθα λίγο χαμένη... αλλά τουλάχιστον είχα τα πράγματα μου... Μέχρι που αποφάσισαν να εξαφανιστούν κι αυτά. Γιατί χωρίς σπίτι ένιωθαν απροστάτευτα. «Να εξαφανιστούμε;» με ρώτησαν. Για κάποιο περίεργο λόγο δεν προσπάθησα να απαντήσω καν. Ήξερα πως δεν έχει νόημα. Δεν περίμεναν καμία απάντηση από εμένα. Και εξαφανίστηκαν. Τώρα δεν ένιωθα μόνο χαμένη. Ένιωθα και μόνη μου. Μετά εξαφανίστηκαν και οι δρόμοι. Μετά και οι άνθρωποι. Και ένιωσα ακόμα πιο μόνη μου. Απέραντα μόνη μου. Δεν ήξερα τι μέρα και τι μήνας είναι. Δεν ήξερα πού είμαι. Τίποτα δεν ήταν ίδιο για εμένα. Φοβόμουν τα βράδυα και αγχωνόμουν τα πρωινά... Όταν μου ζήτησε το φεγγάρι να εξαφανιστεί ήξερα πως δεν θα ζήσω άλλο βράδυ και όταν δεν ένιωσα το φως του ήλιου ήξερα πως είχε αποφασίσει κι αυτός να εξαφανιστεί, αυτός χωρίς καν να με ρωτήσει. «Πάνε και τα πρωινά» σκέφτηκα... Χάθηκε το πρωί και το βράδυ. Χάθηκαν οι μέρες. Δεν σας κρύβω πως ήμουν εκνευρισμένη. Κανένας δεν έδινε λογαριασμό για το τι νιώθω εγώ. Για το τι θέλω εγώ. Καθένας έκανε τα δικά του. Τι να κάνω μόνη μου;Χωρίς χώρο και χρόνο; Θέλησα να εξαφανιστώ κι εγώ... «Να εξαφανιστώ;» ρώτησα το κενό. «Να εξαφανιστώ;» φώναξα στο κενό. «Να εξαφανιστώ; Να εξαφανιστώ; Να εξαφανιστώ;» Επανέλαβα πολλές φορές... αλλά το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Καμία απάντηση δεν ερχόταν από πουθενά. Δεν μπορούσα να κατάλαβω πως όλοι οι υπόλοιποι μπορούσαν να εξαφανιστούν χωρίς να περιμένουν την άδεια μου αλλά εγώ δεν μπορούσα, μου ήταν αδύνατο να εξαφανιστώ χωρίς να πάρω την άδεια... Την άδεια από ποιον; Από το κενό... Αλλά το κενό συνέχιζε να μην απαντάει και εγώ συνέχιζα να μην εξαφανίζομαι. «Τέλεια!» σκέφτηκα και γέλασα ειρωνικά με τον εαυτό μου «Γιατί δεν μπορώ απλά να εξαφανιστώ όπως όλα τα υπόλοιπα;». Και συνέχισα να μένω παρέα με το κενό μου. Και δεν είναι και καμία ευχάριστη παρέα το κενό. Όσο να΄ ναι νιώθεις λίγο κενά στο κενό. Αλλά δεν είχα επιλογή. Ζούσα στην παράλληλη διάσταση ενώ ήξερα πως κάπου αλλού έχουν μαζευτεί όλα τα υπόλοιπα και όλοι οι υπόλοιποι. Οι δρόμοι, οι πλατείες, οι άνθρωποι, το σπίτι μου και μαζί τους και ο Σεπτέμβρης. Τους άφηνε, ο άτιμος, να ζούνε κανονικά τον χρόνο. Ο ήλιος και το φεγγάρι φώτιζαν κανονικά δηλώνοντας τις μέρες και τις νύχτες. Και εγώ καθόμουν στην παράλληλη διάστασή μου και ονειρευόμουν να δω ξανά μια πανσέληνο. Αλλά καμία πανσέληνος δεν ήρθε... 30 μέρες έζησα σε άλλη διάσταση. 30 μέρες έχασα (ή κέρδισα;). 30 ολόκληρες μέρες και νύχτες δεν έζησα κανονικά. 30 μέρες δεν κοιμήθηκα, αλλά δεν ένιωθα και την κούραση του ύπνου, 30 μέρες δεν χρειάστηκε να ξυπνήσω, 30 μέρες δεν ήμουν ανθρώπινη. 30 μέρες χρειάστηκαν να περάσουν για να σκεφτώ... «Μήπως έφταιξα κάπου κι εγώ; Μήπως εξαφανίστηκαν όλοι και όλα για κάποιο λόγο;». Και τότε θυμήθηκα.

Είχα περάσει γεμάτη άγχος εκείνο το βράδυ. Εκείνο το βράδυ πριν την 1η Σεπτέμβρη. Στριφογυρνούσα στο κρεβάτι μου. Κοιμόμουν και ξυπνούσα ιδρωμένη από εφιάλτες. Λίγο πριν έρθει το πρωί σηκώθηκα από το κρεβάτι και καταριόμουν. Έριχνα κατάρες στον μήνα Σεπτέμβρη. Έβριζα σπρώχνοντας ό, τι έβρισκα μπροστά μου. Από την κούπα με το ζεστό τσάι μέχρι τον γάτο μου που πηγαινοερχόταν κουνώντας χαρούμενος την ουρά του. Είχα νεύρα. Δεν ήθελα να έρθει άλλος ένας Σεπτέμβρης. Από εκείνους που φέρνουν το φθινόπωρο στην ψυχή μου. Που φέρνουν βροχή στα μάτια μου και συννεφιά στην καρδιά μου. Ευχήθηκα να εξαφανιστούν τα πάντα. Και κυρίως να εξαφανιστεί αυτός. Ο
Σεπτέμβρης. Και η ευχή μου πραγματοποιήθηκε. Εξαφανίστηκαν. Εξαφανίστηκε.

«Συγνώμη» ψιθύρισα.

Και εμφανίστηκε μπροστά μου.

«Δεν ήθελα να σε προσβάλλω. Δεν φταις εσύ αν εγώ δεν ξέρω τι μου γίνεται. Σε συμπαθώ πολύ. Πραγματικά. Είσαι από τους αγαπημένους μήνες. Μου αρέσει η αίσθηση σου. Το δροσερό αεράκι σου το λατρεύω. Ξέρεις... Αυτό το αεράκι που χτυπάει απαλά στο δέρμα μου και μου δηλώνει τον ερχομό σου... Μου αρέσεις. Μου αρέσουν οι μυρωδιές σου... Μου αρέσουν οι βροχές σου... Μου αρέσεις εσύ. Έτσι όπως είσαι. Είναι δικό μου λάθος αν φέρνω το δικό μου άγχος και το φορτώνω σε εσένα. Εσύ δεν φταις σε τίποτα. Είμαι αδικαιολόγητη. Θα πρέπει να τα βρω καλύτερα με τον εαυτό μου. Είναι δικό μου λάθος αν σε φοβάμαι. Η αλήθεια είναι πως δεν φοβάμαι εσένα. Φοβάμαι τις αποφάσεις μου. Φοβάμαι το τι θα γίνει από εδώ και πέρα. Φοβάμαι αυτά που σκέφτομαι και αυτά που θα κάνω. Αλλά δεν σε φοβάμαι. Σε αγαπώ. Αυτή είναι η αλήθεια. Σε αγαπώ. Και δεν ήταν σωστό να ζητήσω να εξαφανιστείς. Ήταν λάθος μου. Σε χρειάζομαι. Και σε θέλω κοντά μου».

Και εμφανίστηκε ο ήλιος.

Και εμφανίστηκε το φεγγάρι.

Και εμφανίστηκαν οι άνθρωποι.

Και εμφανίστηκαν οι δρόμοι.

Και εμφανίστηκαν τα πράγματά μου.

Και εμφανίστηκε το σπίτι.

Και έγινε κάτι... απίστευτο.

Δεν θα με πιστέψετε.

Και... εμφανίστηκε ο Σεπτέμβρης.

Ξαναέζησα τον Σεπτέμβρη!

Τον Σεπτέμβρη που έχασα... δεν τον έχασα...

Με αφήσε να τον ζήσω.

Με μοναδική προϋπόθεση να μην χρεώνω πια στους μήνες τις ανθρώπινες αδυναμίες μου.

Γύρισε ο χρόνος πίσω εκείνο το βράδυ πριν την 1η Σεπτέμβρη.
Σταμάτησα να στριφογυρίζω.
Και κοιμήθηκα.
Και ξύπνησα.

Και...

Έζησα τον πιο όμορφο Σεπτέμβρη που έζησα ποτέ.

Χωρίς άγχος.

Χωρίς φόβο.

Χαρούμενη που μου δόθηκε μια δεύτερη ευκαιρία.

Γιατί ο Σεπτέμβρης του 2010 είναι ο Σεπτέμβρης του 2010. Δεν είναι σαν κανέναν άλλον Σεπτέμβρη. Και αν εξαφανιζόταν και δεν επέστρεφε δεν θα είχα την δυνατότητα να τον ξαναζήσω. Ποτέ. Αλλά εμφανίστηκε και με άφησε να τον ζήσω...

Χόρεψα μέσα στις βροχές του.

Χαμογέλασα στα σύννεφά του.

Μέσα μου καμία βροχή και καμία συννεφιά.

Όλα ήταν πιο όμορφα.

Ζούσα το φθινόπωρο με φθινοπωρινή διάθεση, φθινοπωρινά αισθήματα, φθινοπωρινές σκέψεις...

Αλλά η καρδιά μου ήταν φωτεινή και τα μάτια μου έλαμπαν.

Και το πιο περίεργο ήταν πως κι αυτό το φως άνηκε στο φθινόπωρο...

«Σε ευχαριστώ, Σεπτέμβρη» ψιθύρισα πριν κοιμηθώ εκείνο το βράδυ πριν την 1η Οκτώβρη. Και κοιμήθηκα με ανυπομονησία για το επόμενο πρωί και τον καινούριο μήνα που θα έμπαινε...

No comments:

Post a Comment