Περπατούσα στον δρόμο και... έβρεχε... Όχι, πολύ... Λίγο... Τόσο ώστε να νιώθεις την βροχή χωρίς να την φοβάσαι...
Κάτι συμβαίνει με την βροχή... Είναι αλήθεια πως κάτι συμβαίνει... Και είναι και αυτή η σχέση μου μαζί της... Πάντα την αγαπούσα την βροχή... Την ένιωθα δική μου! Λες και γίνεται να σου ανήκει η βροχή! Ή μήπως ένιωθα εγώ δική της; Σαν εγώ να της ανήκω; Δεν ξέρω... Πάντα ένιωθα ένα με αυτήν... Με ηρεμούσε... Με χαλάρωνε... Με γέμιζε θλίψη... Ή ελπίδα... Έτσι και τώρα... Για κάποιο λόγο... Όταν βρέχει είμαι ευτυχισμένη... Κάτι γίνεται στην ψυχή μου... Μια μεταμόρφωση... Κάτι γίνεται στην σκέψη μου... Μια αλλαγή... Να περπατάω στην βροχή... Απλά να περπατάω...
Ήρθε εκείνος δίπλα μου με την ομπρέλα του και μου είπε με ύφος γοητευτικό:
«Θέλεις να μοιραστούμε την ομπρέλα μου;»
Κάτι συμβαίνει με την βροχή... και οι άνθρωποι αμέσως νιώθουν την ανάγκη να φλερτάρουν... και να ερωτευτούν... Με αυτήν την σκέψη... Χαμογέλασα...
Κούνησα αρνητικά το κεφάλι και βγήκα από την ομπρέλα του...
«Ωχ! Μην μου πεις πως είσαι από αυτούς που νομίζουν ότι ζεις την ζωή όταν βρέχεσαι στην βροχή! Το ξέρεις πως αυτό σημαίνει απλά ότι θα καταλήξεις άρρωστη;»
«Είμαι ήδη άρρωστη!» Φώναξα... και άρχισα να τρέχω...
Και εκείνος σαν παιδί αυθόρμητα με ακολούθησε...
Μερικές φορές, κάνεις πράγματα χωρίς να ξέρεις γιατί τα κάνεις... Και είναι εκείνες οι στιγμές που η ζωή σου μοιάζει με ταινία... Ούτε που ξέρω γιατί έτρεχα! Είχα τόση ανάγκη να τρέξω! Δεν είχε ανθρώπους στον δρόμο... Όλοι είχαν κλειστεί στα σπίτια τους... Και η βροχή... δεν δυνάμωνε μα ούτε και ηρεμούσε... απλά συνέχιζε...
Σταμάτησα να τρέχω και σταμάτησε κι αυτός... Και συνεχίσαμε να περπατάμε...
«Πώς σε λένε;» με ρώτησε...
Και κάπως δεν ήθελα να κάνω την στιγμή μας κοινή η συνηθισμένη... Δεν ξέρω... Τις βαρέθηκα αυτές τις στιγμές τις συνηθισμένες... και με το βλέμμα μου τον παρακάλεσα να μην πάμε σε αυτόν τον διάλογο ποιος είμαι, πού πάω και τι κάνω στην ζωή μου... Δεν ξέρω ποιος είμαι, δεν ξέρω πού πάω και δεν έχω ιδέα τι κάνω στην ζωή μου! Μπορώ για μια στιγμή να ζήσω χωρίς όνομα; Μπορεί να μην με ενδιαφέρει τίποτα άλλο εκτός από αυτό που συμβαίνει τώρα;
«Σε παρακαλώ» είπα ανάμεσα στις σταγόνες «Θέλεις να προσπεράσουμε όλο αυτό το στάδιο... Πώς σε λένε... Πώς με λένε... Με τι ασχολείσαι... Με τι ασχολούμαι... Θέλεις να βγούμε... Δεν θέλω να βγούμε...»
Και εκείνος μου είπε γελώντας «Έτσι μου λες ευγενικά πως δεν θέλεις να βγούμε;»
«Έτσι σου λέω ευγενικά πως τα βαριέμαι όλα αυτά στο σήμερα. Μπορείς να κάνεις αυτήν την στιγμή να αξίζει; Πες μου κάτι σημαντικό. Κάτι με ουσία. Κάτι που δεν θα το ξεχάσω στο αύριο. Κάτι που θα μείνει. Να έχω να σκέφτομαι πως συνάντησα έναν άγνωστο και αυτό που μοιραστήκαμε ήταν πιο οικείο από αυτά που βιώνω με τους οικείους... Κάτι με νόημα! Μπορείς να μου πεις κάτι που να έχει κάποιο νόημα; Κάτι που δεν λες σε κανέναν άλλον; Κάτι που θα πεις σε εμένα, τώρα, εδώ και θα το ακούσω μόνο εγώ και οι σταγόνες;»
Και το πρόσωπό του σκοτείνιασε...
Έκλεισε την ομπρέλα του και έμεινε στην βροχή και αυτός... Χωρίς καμία ασπίδα προστασίας πια...
«Αυτή η στιγμή είναι πραγματικά σαν κινηματογραφική ταινία... Τώρα είναι το σημείο που ο άντρας φιλάει την γυναίκα και κάνει αυτήν την στιγμή να αξίζει... Αλλά εγώ δεν μπορώ να το κάνω αυτό...»
«Και δεν θα σου ζητούσα να το κάνεις... Βρες άλλο τρόπο να κάνεις την στιγμή να αξίζει... Ας πούμε... Να...»
Άνοιξα την τσάντα μου...
Και έβγαλα από μέσα ένα μικρό, μικρούτσικο, τετραδιάκι...
«Δεν σε γνωρίζω, μα στο χαρίζω...»
Με κοίταξε έκπληκτος χωρίς να το πιστεύει...
«Μου χαρίζεις ένα μικρό ροζ τετράδιο;»
«Ναι. Σου το χαρίζω. Είναι τα δικά μου μυστικά της ζωής. Και σου τα χαρίζω.»
Άνοιξε απότομα την ομπρέλα του για να το προστατεύσει από την βροχή... και εγώ γέλασα...
Και μετά, κρατώντας το, στα χέρια του, στριφογυρίζοντάς το, στα δάχτυλά του, άρχισε να μιλάει ανάμεσα στους ήχους της βροχής... ασταμάτητα...
«Παραιτήθηκα από την δουλειά μου σήμερα. Το πιστεύεις; Σήμερα. Και συναντάω μία άγνωστη κοπέλα και μου δίνει τα μυστικά της ζωής! Και τι μπορεί να ξέρει αυτή για την ζωή; Και τι μπορεί να ξέρει για τα μυστικά της; Τι μπορεί να ξέρει; Θέλεις να κάνω αυτήν την στιγμή να αξίζει; Ορίστε, λοιπόν... Θα σου πω αυτά που έλεγα σήμερα στον καθρέφτη... Δεν γίνεται να είμαι εγώ αυτό το πρόσωπο. Δεν είναι αυτό το σώμα το δικό μου. Δεν γίνεται να είναι αυτή η ζωή μου. Κάτι δεν έκανα σωστά. Πώς βρέθηκα να είμαι σε μια δουλειά που δεν μου αρέσει; Πώς γίνεται να νιώθω πως δεν χρησιμοποιούν το μυαλό μου; Να κάθομαι σε ένα γραφείο... σε μια οθόνη... και να βαριέμαι... και να μην πληρώνομαι... και να κουράζομαι... και να αγχώνομαι... και να νιώθω πως ζω την ζωή κάποιου άλλου; Ήμουν πάντα ο έξυπνος, ο μορφωμένος, ο καλύτερος... ο πρώτος... Πώς βρέθηκα να μην μπορώ να κουνηθώ... Να μην αντέχω να πάω ούτε ένα βήμα παραπέρα; Πώς με έκαναν να μην θέλω να πάω πουθενά; Να μου αρκούν ούτε καν τα λίγα μα τα ελάχιστα; Ανασφαλής και χωρίς αξιοπρέπεια... Μου πήραν ό,τι είχα... Είμαι πιο μεγάλος από εσένα σε ηλικία... Και σε αυτές τις ηλικίες δεν έχεις το κουράγιο, να ξεκινήσεις από την αρχή ούτε την δύναμη να τα βροντήξεις όλα στον αέρα και να φύγεις... Να φύγεις... Να πας πού; Αλλού; Νόμιζα πως η ζωή μου είχε μπει σε μια σειρά... Μα δεν υπάρχει σειρά... Δεν υπάρχει καν ζωή... Και απλά ξύπνησα και παραιτήθηκα! Σαν να έχω την δυνατότητα να ζήσω από κάτι άλλο! Σαν να έχω την ευχέρεια να βρεθώ χωρίς εργασία... σε μια τέτοια εποχή! Και όμως το έκανα! Και ξέρεις γιατί το έκανα; Εξαιτίας της βροχής! Ξύπνησα και έβρεχε και είπα... ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΣΗΚΩΘΩ! Αυτό είπα. ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ. Δεν είπα ΔΕΝ ΘΕΛΩ. Είπα... ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ. Γιατί ξεπεράστηκαν τα όρια... Το «δεν θέλω» ήταν πριν χρόνια... ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ!!!!! Τόσο απλά. Και παραιτήθηκα. Απλά παραιτήθηκα. Από την μία στιγμή στην άλλη... βρέθηκα χωρίς δουλειά! Πόσο τρελό με θεωρείς; (Έβαλε το τετραδιάκι μου στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του και έκλεισε την ομπρέλα του). Πιστεύεις πως αυτό είναι τρέλα; Το να στέκεσαι και να βρέχεσαι στην βροχή; Πιστεύεις πως είναι τρέλα το να τρέχεις στην βροχή; Πιστεύεις πως είναι τρέλα το να μιλάς με μία άγνωστη στην βροχή; Πιστεύεις πως είναι τρέλα το να σου μιλάω; Ή είναι μεγαλύτερη τρέλα το να παραιτείσαι από μία δουλειά στην οποία ήσουν 20 χρόνια; 20 ΧΡΟΝΙΑ! Σχεδόν από την ηλικία την δική σου στην δική μου! Όση η απόστασή μας... Αυτή η απόστασή μας είναι τα χρόνια που ήμουν σε αυτήν την δουλειά, που δεν μου άρεσε, που δεν είχε τίποτα από τον εαυτό μου, που δεν έκανα τίποτα που να έχει νόημα!!! Αυτό το νόημα... Αυτό το να αξίζει... Ε, δεν το είχαν αυτά τα 20 χρόνια μου! Πιστεύεις πώς επιστρέφεται ο χρόνος; Αυτός ο χρόνος; Πιστεύεις πως η ζωή επιστρέφεται; Ξαναβιώνεται; Γυρνάνε 20 χρόνια; Και τι γίνεται μετά από αυτά τα 20 χρόνια; Που δεν σου άρεσαν; Τι συμβαίνει; Όταν νιώθεις πως εκεί που αξίζεις σεβασμό σε υποτιμάνε; Σε προσβάλουν; Σε πετάνε; Σε πατάνε; Πες μου... Αυτό το κουστούμι που φοράω, νομίζεις πως με εκφράζει; Αυτό το σακάκι; Νομίζεις πως είμαι εγώ; ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ. Ποτέ δεν ήμουν... Και αυτό το πουκάμισο δεν είμαι εγώ... Και αυτό το παντελόνι δεν είμαι εγώ... Και αυτά τα παπούτσια δεν είναι εγώ... Ακόμα και αυτή η ομπρέλα... ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΓΩ. Μπορείς να το καταλάβεις; Μπορείς να το αισθανθείς (έκανε ένα βήμα προς τα εμένα). Όσα βλέπεις σε εμένα...ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΓΏ. Δεν υπάρχει τίποτα δικό μου πάνω μου! Ακόμα και την γραβάτα την διάλεξαν άλλοι... Εμένα ποτέ δεν μου άρεσαν οι γραβάτες... Τις ένιωθα πάντα σαν θηλιές στο λαιμό...Σαν να σε πνίγουν καθημερινά... Ξέρεις τι είναι να ξυπνάς ένα πρωινό και να ανακαλύπτεις πως δεν είσαι εσύ; Πώς να το ξέρεις; Είσαι τόσο μικρή... Μπορείς να το φανταστείς; Να είσαι εσύ και να μην είσαι; Ξέρεις πως είναι να μην είσαι ευτυχισμένος; Νιώθω... Δεν ξέρω τι νιώθω... Δεν είμαι εγώ αυτός...»
(Άνοιξε τα χέρια δείχνοντας τον εαυτό του...)
(Έκανα ένα βήμα προς αυτόν...)
«Ξέρω.»
(Και τον αγκάλιασα...)
«Ξέρω.»
Και το μόνο που μου ήρθε στο μυαλό ειναι αυτή η φράση που λέω και στον εαυτό μου όταν θέλω να ηρεμήσω... Με κάνει να κλαίω... αλλά με κάνει να νιώθω και καλά...
«Δεν φταις εσύ.»
(Φταίει ο κόσμος που είναι τρελός.)
«Δεν φταις εσύ.»
(Φταίει η ζωή που είναι δύσκολη.)
«Δεν φταις εσύ.»
(Φταίνε οι άνθρωποι που είναι σκληροί.)
«Δεν φταις εσύ.»
(Φταίει η κοινωνία που είναι παράλογη.)
«Δεν φταις εσύ.»
Μόνο αυτό μπορούσα να πω. (Οι παρενθέσεις γράφονταν στο μυαλό μου.). Αλλά δεν ήταν αυτό το μόνο που μπορούσα να κάνω. Πήρα την ομπρέλα του και την άφησα κάτω. Πήρα το ένα χέρι του και το πέρασα στην μέση μου. Και το άλλο χέρι του το έβαλα μέσα στο δικό μου. Αφού ήταν η στιγμή σαν ταινία την έκανα ταινία... και έτσι χορέψαμε στην βροχή... και μέσα σε αυτόν τον χόρο χώρεσαν όλα τα 20 χρόνια που δεν επιστρέφονται... και ήταν καλύτερα από ταινία... γιατί εκεί που κανονικά πέφτουν οι τίτλοι τέλους... εμάς η ιστορία συνέχισε...
Είναι περίεργη η ζωή... Δεν ξέρεις τι στιγμές μπορεί να σου φέρει...
Έχω την αίσθηση πως αυτός ο χορός συνέχισε για πάντα... Μέχρι την επόμενη βροχή... Μέχρι το επόμενο μοναχικό περπάτημά μου... Μέχρι την επόμενη αληθινή ιστορία μου...
Κάτι συμβαίνει με την βροχή... και οι άνθρωποι βιώνουν στιγμές... από τις οποίες δεν μπορούν να κρυφτούν...
Κάτι συμβαίνει με την βροχή... και ξεθολώνει το τοπίο... Και ίσως για αυτό την αγαπάω τόσο πολύ... Επειδή μέσα της είναι πιο εύκολο να γεννηθεί και να εμφανιστεί η αλήθεια...
Κάτι συμβαίνει με την βροχή... και καθαρίζει την ζωή...
No comments:
Post a Comment