(Και όπως ξεκαθάριζα τα αρχεία μου... Ανακάλυψα αυτό το κείμενο...)
Τόοοοοοσοοοοοο Ποοοοοολύ!
Κάθε φορά που βλέπω τον μικρό μας του λέω ότι τον αγαπάω. Μετά τον ρωτάω «Ξέρεις πόσο;» και εκείνος με κοιτάει καχύποπτα και πονηρά. Τότε τεντώνω τα χέρια μου όσο πιο πολύ μπορώ, το ένα διαγώνια και πάνω αριστερά και το άλλο διαγώνια και πάνω δεξιά, και το σώμα μου γίνεται σε σχήμα ενός τεράστιου Χ. «Τόοοοοοσοοοοοο ποοοοοολύυυυυυ!» του φωνάζω και εκείνος κυριολεκτικά λάμπει από χαρά. Πολλές φορές, η στιγμή συνοδεύεται από ένα σωρό φράσεις που αρχίζω να λέω γρήγορα και ασταμάτητα... Ό, τι μου κατέβει στο μυαλό... Ένα απίστευτο κατεβατό λέξεων βγαίνει από τα χείλια μου πριν καλά καλά προλάβω να το σκεφτώ... «Ως την πλατεία, Ως τα δέντρα, Ως τα πουλιά που πετάνε, Ως το φεγγάρι, Ως τα αστέρια, Ως τα σύννεφα, Ως τον ουρανό και ακόμα παρά πέρα και πιο πέρα και πιο πάνω και ακόμα πιο πάνω και πιο ψηλά και ακόμα πιο ψηλά...» και τότε εκείνος σκάει στα γέλια. Και αυτό μου αρκεί.
Έχει σημασία και για εμένα και για εκείνον το να του λέω πόσο τον αγαπάααααω. Για αυτό και του το λέω όσο πιο πολύ και όσο πιο συχνά μπορώ.
Από πάντα πίστευα πως δεν υπάρχει μέτρο στην αγάπη. Η αγάπη είναι απλά αγάπη. Και δεν μπορεί να μετρηθεί. Δεν υπάρχει λίγο. Δεν υπάρχει πολύ. Δεν υπάρχει πολύ λίγο. Δεν υπάρχει υπερβολικά πολύ. Δεν υπάρχει «αρκετό». Δεν υπάρχει σωστή δόση αγάπης. Δεν υπάρχει ένα όριο που αν το ξεπεράσεις θα συμβεί μετά κάτι αρνητικό. Θεωρώ ότι είναι μύθος ότι η «υπερβολική» αγάπη μπορεί να «καταστρέψει» ένα παιδί με τον όποιο τρόπο. Η έλλειψη της αγάπης, ναι, μπορεί να του δημιουργήσει διάφορα «προβλήματα» στην πορεία. Αλλά η αγάπη δεν μπορώ να πιστέψω ότι μπορεί να προκαλέσει το όποιο κακό. Θεωρώ ότι η αγάπη είναι η πιο γερή βάση για να πατήσει ένα παιδί και να μεγαλώσει πάνω σε αυτήν. Του δίνει ασφάλεια, ηρεμία, χαρά... Η αγάπη του δίνει αγάπη.
Πριν λίγες μέρες μιλήσαμε στο τηλέφωνο... Δεν μου αρέσουν τα τηλέφωνα... Είναι από τους λίγους άνθρωπους με τους οποίους μπορώ να μιλήσω στο τηλέφωνο... Ήταν ένα πολύ αστείο τηλεφώνημα... Πάντα είναι αστεία τα τηλεφωνήματά μας, όπως και όλοι εξάλλου οι διάλογοί μας. Του μιλάω για τα πάντα, ώριμα και σοβαρά, σαν να μιλάω σε κάποιον μεγάλο και μετά τον ρωτάω να μου πει τα νέα του, κι ας είναι τόσο μικρός, κι ας πιστεύει ότι δεν έχει νέα να μου πει...
Αφού είχαμε τελειώσει, λοιπόν, τις διάφορες απίστευτες συζητήσεις μας... μου λέει «Σε αγαπάω τόοοοοοσοοοοοο ποοοοοολύυυυυυ!» και άκουγα από το ακουστικό ότι άνοιγε τα χεράκια του για να μου δείξει πόσο πολύ με αγαπάει... Μετά άρχισε να με ρωτάει με ενθουσιασμό «Με βλέπεις; Με βλέπεις; Με βλέπεις;». Κι εγώ του εξήγησα γελώντας πως μέσα από το τηλέφωνο δεν μπορούμε να δούμε ο ένας τον άλλον, μπορούμε να ακούσουμε κάποιον αλλά δεν μπορούμε να τον δούμε, και πως δεν μπορώ να τον δω αλλά δεν έχει σημασία γιατί ξέρω πώς κάνει την μαγική κίνηση μας... και μετά του είπα «Κι εγώ Σε αγαπάω τόοοοοοσοοοοοο ποοοοοολύυυυυυ!» κρατώντας το ακουστικό ανάμεσα στο κεφάλι και στον ώμο μου και ανοίγοντας τα χέρια μου όσο πιο πολύ μπορώ ακόμα κι αν ξέρω πως δεν μπορεί να με δει. Κάπου εκεί αναρωτήθηκα γιατί κάνω την κίνηση αφού δεν μπορεί να με δει, αλλά είχε να κάνει με την αλήθεια της στιγμής, φαντάζομαι!. Μετά πρόσθεσα «Ξέρω πως δεν μπορείς να με δεις αλλά τώρα ανοίγω τα χέρια μου και...» και πάω να του περιγράψω τι κάνω αλλά εκείνος με σταματάει με ενθουσιασμό φωνάζοντας και επαναλαμβάνοντας πολλές φορές «Σε βλέπω! Σε βλέπω! Σε βλέπω!». Και εγώ άρχισα να γελάω...
Γιατί ξαφνικά όλα μου φάνηκαν περιττά.
Με «χτύπησε» η πραγματικότητα, όχι η πραγματικότητα πραγματικότητα, όχι η συνολική πραγματικότητα, όχι η δική μου πραγματικότητα, με χτύπησε η δική του πραγματικότητα και ίσως και η πραγματικότητα όλων των παιδιών.
Όλες οι προηγούμενες εξηγήσεις και επεξηγήσεις ήταν περιττές.
Εκείνος μπορούσε να με δει μέσα από το τηλέφωνο. Με έβλεπε καθαρά, σαν να στέκομαι μπροστά του, σαν να βρίσκομαι δίπλα του, σαν να είμαι εκεί. Δεν είχε καμία απολύτως σημασία το ότι βρισκόμουν τόσο μακρυά από αυτόν ούτε το ότι μιλούσαμε μέσα από ένα περίεργο κατασκεύασμα που κάνει παράσιτα, που κόβει τον ήχο όποτε του κατέβει, που πατάς κουμπάκια για να ακούσεις τον άλλον ή για να σταματήσεις να τον ακούς. Τίποτα από αυτά δεν είχε σημασία. Με έβλεπε, όπως τις λίγες φορές που συναντιόμαστε από κοντά, να ανοίγω τα χέρια μου και να του λέω πως τον αγαπάω.
Με προσγείωσε (για την ακρίβεια με απογείωσε!) στην πραγματικότητά του. Με τον τρόπο του μου υπενθύμισε πως ο δικός του κόσμος έχει τους δικούς του κανόνες.
Τα παιδιά μπορούν να δουν μέσα από το τηλέφωνο, οι μεγάλοι δεν μπορούν.
Υπάρχει κάτι πέρα από αυτό που βλέπουμε, υπάρχει κάτι πέρα από αυτό που ακούμε. Υπάρχει αυτό που νιώθουμε. Και αυτό είναι αυτό που μικραίνει τις αποστάσεις και που διαλύει όσα μας χωρίζουν.
Και όταν κλείσαμε το τηλέφωνο...
Ένιωσα πως αυτό που νιώθω, είναι πέρα από αυτό που βλέπω και από αυτό που ακούω, χωρίς να σημαίνει ότι την καταργεί, ξεπερνάει την όποια πραγματικότητα.
Γιατί;
Γιατί...
Είναι...
Τόοοοοοσοοοοοο ποοοοοοολύυυυυυυ...
Πολύ όμορρφο το κείμενό σου.
ReplyDeleteΞέρεις;Έχω κι εγώ μικρό αδερφό και του έχω φοβερή αδυναμία.Εμείς αυτό το "τόοοοοοοοοσοοοοοο ποοοοολύ" το δικό σας, το αποκαλούμε "το μικρό μας μυστικό". Σε καταλαβαίνω απόλυτα.
Είναι ευλογία... :)
Nα είσαι καλά... :)
Σε ευχαριστώ... :)
Τι όμορφο!!! «Το μικρό σας μυστικό». Πολύ γλυκό... Σε ευχαριστώ που το μοιράστηκες μαζί μου... Να είστε πάντα καλά και οι δύο!
DeleteΠάντα χαίρομαι όταν σε ξαναβρίσκω εδώ e-Rose :-)
Να έχεις μια υπέροχη ημέρα και σήμερα και κάθε μέρα! ... Να είναι όλες οι μέρες γεμάτες μικρά μυστικά ... :-)