6/10/19

Μια Φορά Κι Έναν Καιρό ήταν...

(07.06.2019 Παρασκευή)


Μια Φορά Κι Έναν Καιρό ήταν...


Μια Φορά Κι Έναν Καιρό...
Ήταν ένα βραχιόλι που ήθελε να φορεθεί.
Ήταν κι ένας άνθρωπος που ήθελε να το φορέσει.

Και, παρόλα αυτά, ο άνθρωπος δεν το φορούσε και το βραχιόλι δεν φοριόταν.

Γιατί;
Γιατί το βραχιόλι θρηνούσε και ο άνθρωπος αγχωνόταν.

Ο άνθρωπος αγχωνόταν να το φορέσει μη σπάσει και το βραχιόλι θρηνούσε μη σπάσει πριν φορεθεί...

Έτσι το βραχιόλι έμενε αφόρετο και ο άνθρωπος άπρακτος.

Τόσο πολύ του άρεσε που δεν τολμούσε να το αγγίξει και, κυρίως, δεν τολμούσε να το φορέσει. Νόμιζε πως αν το αφήσει εκεί, ακούνητο στην ίδια θέση, κλεισμένο σε ένα συρτάρι, ολοκαίνουριο και αχρησιμοποίητο, το βραχιόλι θα μείνει απαράλλαχτο. Κι έτσι ο άνθρωπος θα μπορεί να το κοιτάζει και να το θαυμάζει, να το θαυμάζει και να το κοιτάζει, αιώνια. Γιατί μόνο αυτό έκανε. Το κοίταζε και το θαύμαζε. Το θαύμαζε και το κοίταζε.

Μα ο χρόνος όπως περνάει πάνω και μέσα από τους ανθρώπους έτσι περνάει και πάνω και μέσα από τα βραχιόλια.

Τίποτα δεν μένει απαράλλαχτο.
Τίποτα δεν είναι αιώνιο.

Οι ρυτίδες άρχισαν να εμφανίζονται.
Οι χάντρες άρχισαν να ξεθωριάζουν.
Οι δυνάμεις άρχισαν να χάνονται.
Οι κρίκοι άρχισαν να μιζεριάζουν.

Κι ο άνθρωπος «τυφλός» στο παρόν, δεμένος με αλυσίδες στο παρελθόν, έβλεπε μόνο εκείνο που ήθελε να δει. Τέτοια η άρνησή του που η αντίδρασή του ήταν να βλέπει το βραχιόλι ακόμα ολοκαίνουριο κι ας άρχιζε εκείνο να παλιώνει...

Συνέχιζε να μην το φοράει.
Και το βραχιόλι συνέχιζε να θέλει απλά να φορεθεί.

Και μέσα σε αυτήν την Αφόρετη και Αφόρητη Απραξία...
το βραχιόλι σκούριασε
και ο άνθρωπος γέρασε.

Ο άνθρωπος χωρίς να ζήσει.
Το βραχιόλι χωρίς να φορεθεί.

Μα οι αφόρετες στιγμές,
άσπαστες και αθάνατες,
έμειναν να αιωρούνται μεταξύ χεριού και χάντρας...

Και ο άνθρωπος πέθανε.
Και το βραχιόλι έσπασε.

Μόνο του μέσα σε ένα συρτάρι.
Όπως κι ο άνθρωπος,
μόνος του μέσα σε ένα σπίτι.

Το βραχιόλι, πριν σπάσει, συγχώρεσε τον άνθρωπο που δεν το φόρεσε.
Ο άνθρωπος, πριν πεθάνει, συγχώρεσε το βραχιόλι που δεν φορέθηκε.

Μα οι στιγμές;

Δεν συγχώρεσαν.
Ούτε το βραχιόλι.
Ούτε τον άνθρωπο.

Οι στιγμές
είχαν ανάγκη να βιωθούν...
να φορεθούν... να στολιστούν...

Η μόνη τους ευκαιρία να υπάρξουν... ήταν... ένα χέρι κι ένα βραχιόλι... κι αυτά... τις αρνήθηκαν...

Και κάπως έτσι ξεχνάμε ή αρνιόμαστε να φορέσουμε τη ζωή...
Και την αφήνουμε κλειδωμένη σε ένα συρτάρι να σκουριάσει...


No comments:

Post a Comment