11/20/14

Όνειρα


(Όνειρα... Όνειρα... Όνειρα... Και αυτό είναι το Όνειρο που είδα πριν μία εβδομάδα ή, μήπως, πριν δύο εβδομάδες... Και μετά από αυτό νομίζω ότι θα αρχίσω να γράφω για την πραγματικότητα και πάλι...)

Ήμασταν πέντε γυναίκες... Όλες υπαρκτά πρόσωπα... Εγώ, τρεις γυναίκες, κοντινά και αγαπημένα πρόσωπα... Και μια γυναίκα, διάσημη και όμορφη ηθοποιός του Χόλλυγουντ (!)... Ήταν και εκείνη φίλη μας... Και μας κυνηγούσαν... Κάπου πάνω σε ένα ψηλό βουνό... Έγινε μια μάχη... Όπου πολεμούσαμε τους εχθρούς με όλες μας τις δυνάμεις... Η γνωστή ηθοποιός έκανε κινήσεις, όπως στις ταινίες... πολεμικής τέχνης... και τούμπες... και στροφές... και γρήγορα, απότομα, χτυπήματα... Κάναμε κι εμείς τέτοια... αλλά λιγότερο... Εκείνη ήταν η καλύτερη μας πολεμίστρια... Μετά, λοιπόν, την έριξαν αναίσθητη... Και ήταν σαν να καταλάβαμε πόσο πιο δυνατοί ήταν αυτοί από εμάς... Δεν θα μπορούσαμε να τους νικήσουμε... Εκείνη... ήταν ακόμα ζωντανή μα αδύναμη... χτυπημένη... Εμείς τρέχαμε ενώ μας κυνηγούσαν... Μπήκαμε σε ένα αυτοκίνητο... Οι τέσσερις μας... Βάλαμε και πίσω ξαπλωμένη την πέμπτη φίλη μας... ακόμα δεν είχε τις αισθήσεις της... Υποτίθεται πως, κάπως, βρήκαμε τρόπο και την κουβαλήσαμε... Και, μέτα, τρέχαμε με το αυτοκίνητο... ενώ μας ακολουθούσαν οι εχθροί με τα αυτοκίνητά τους... Ύστερα... δεν είχαμε μαζί την πέμπτη φίλη μας... και εγώ προσπαθούσα να καταλάβω... πώς και γιατί την αφήσαμε πίσω... αφού νόμιζα πως την είχαμε πάρει μαζί μας... και πως την είχαμε μέσα στο αυτοκίνητό μας... Δεν καταλάβαινα πως επιλέξαμε να αφήσουμε μέσα στην αναταραχή έναν δικό μας άνθρωπο... Την αφήσαμε πίσω;! Χτυπημένη;! Πού; Σε ποιο σημείο ακριβώς έγινε αυτή η επιλογή; Και γιατί δεν επιλέγουμε να επιστρέψουμε; Με πονούσε το ότι αφήσαμε μια φίλη... Αλλά δεν μπορούσαμε να γυρίσουμε πίσω... Έπρεπε να συνεχίσουμε... Επίσης, πέρα από το ότι ένιωθα ανήθικο το ότι αφήσαμε κάποιον της δικής μας ομάδας πίσω... ένιωθα σαν εκείνη να ήταν η μοναδική μας ελπίδα να νικήσουμε... ήταν η δυνατή και η δύναμη της ομάδας μας... Αν εκείνη δεν ήταν μαζί μας... σήμαινε... πως είχαμε χάσει ήδη την μάχη... απλά δεν το γνωρίζαμε... Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα άλλο, όμως, παρά να συνεχίσω... Κατέβαινα το βουνό... Νομίζω εγώ οδηγούσα... Και είχε στροφές... Πολλές στροφές... Και φτάσαμε κάτω... και πήγα στο λιμάνι... Ήταν ένα λιμάνι... πολύ κοντά... στην βάση του βουνού... Βγήκαμε από το αυτοκίνητο... και αρχίσαμε να τρέχουμε... προς τα καράβια... Δε μπορούσαμε να μπούμε σε οποιοδήποτε καράβι... Έπρεπε να βρούμε το καράβι μας... και αν μπαίναμε μέσα σε αυτό... δεν θα κινδυνεύαμε πια... Τρέχαμε και μας ακολουθούσαν... Και, ξαφνικά, ένας τεράστιος γερανός με πιάνει και με σηκώνει και με πηγαίνει όλο και πιο ψηλά και όλο και πιο ψηλά... Βλέπω να τρέχουν οι τρεις γυναίκες... Τις βλέπω όλο και από πιο μακρυά... ο γερανός να με πηγαίνει και προς τα δεξία και προς τα αριστερά... αλλά πάντα όλο και πιο ψηλά... σχεδόν στα σύννεφα και παραπάνω... Εκείνες είχαν γίνει σχεδόν κουκιδίτσες που κουνιόντουσαν στο έδαφος... και πότε με πήγαινε λίγο πιο χαμηλά ο γερανός και τις έβλεπα πιο καθαρά και πότε με πήγαινε αρκετά πιο ψηλά και τις έβλεπα αχνά... Δεν ήξερα πού με πήγαινε ο γερανός... αλλά ανησυχούσα για τα αγαπημένα μου πρόσωπα που ένιωθα να κινδυνεύουν... Ήθελα να δω αν θα τα καταφέρουν να φτάσουν στο καράβι... Εκείνες μου φωνάζαν από κάτω... Τι κάνω και πού πάω; Με ρωτούσαν... Μου έλεγαν πώς πρέπει να πάω στο καράβι μαζί τους... Αλλά εγώ δεν ήξερα τι να τους πω... Δεν έκανα κάτι... Δεν πήγαινα κάπου... Ο γερανός έκανε κάτι... και ο γερανός με πήγαινε... και δεν είχα ιδέα τι κάνει ούτε πού πάει... Εκείνες μου φώναζαν πως ο γερανός θα με πάει αλλού και να βρω τρόπο να κατέβω για να πάω μαζί τους... Εγώ δεν ένιωθα να υπάρχει τρόπος να φύγω από τον γερανό... Με κρατούσε πολύ γερά... Δεν προσπαθούσα, όμως, κιόλας να ξεφύγω... Δεν με ενδιέφερε ιδιαίτερα τι θα γίνει με εμένα... Απλά ήθελα να δω τι θα γίνει με εκείνες... Ήθελα να συνεχίσουν να τρέχουν για να σωθούν... Είχα αγωνία για το αν θα τα καταφέρουν να φτάσουν στο καράβι... Τις είδα να φτάνουν στην άκρη της προβλήτας... μετά να πηδάνε στο νερό... μία μία... και μετά να κολυμπάνε... και να κολυμπάνε... και να κολυμπάνε... και να φτάνουν στο καράβι... και να ανεβαίνουν πάνω σε αυτό... Και ένιωσα ανακούφιση... Εκείνες, τουλάχιστον, σωθήκαν... Ο γερανός σε όλη την διάρκεια με πήγαινε πιο ψηλά και πιο ψηλά, και στην αρχή φαινόταν να έχει άλλη κατεύθυνση και άλλη διάθεση... ήθελε να με πάει κάπου άλλου... Αγχωνόμουν... αλλά δεν φοβόμουν... Μετά, όμως, όταν εκείνες έφτασαν στο καράβι... ο γερανός... δεν ξέρω αν ηρέμησε κι αυτός όπως εγώ... δεν έχω ιδέα τι έπαθε... και άλλαξε συμπεριφορά... άλλαξε κατεύθυνση... άλλαξε διάθεση... άλλαξε ρυθμό... και άλλαξε και ταχύτητα... πολύ πολύ αργά... με κατέβασε... προσεχτικά... στο καράβι... στο καράβι που ήταν και εκείνες... στο καράβι που δεν κινδυνεύαμε πια... στο καράβι μας... Και είμασταν μαζί οι τέσσερίς μας... και ήταν σαν η πέμπτη φίλη μας να μην υπήρξε ποτέ... σαν να μην ήταν μαζί μας... σαν να μην χάθηκε κάπου στην πορεία της μάχης... γιατί δεν είχαμε κανένα αίσθημα, καμίας απώλειας... καμία θλίψη, κανένας πόνος... Δεν νιώθαμε να μας λείπει κάτι... νιώθαμε μόνο ηρεμία... ήμασταν μαζί... και το καράβι μας κουνιόταν μέσα στην θάλασσα... και εκείνοι δεν μπορούσαν να μας φτάσουν... Παρόλο που υπήρχαν τόσα καράβια γύρω... εκείνοι δεν μπορούσαν να πάρουν κανένα από αυτά... Έμειναν στο λιμάνι... Και, κάπως έτσι, αφήσαμε τον κίνδυνο πίσω μας και ξεκινήσαμε το ταξίδι μας...


No comments:

Post a Comment