7/27/13

Η (δια)θεση μου


«Γιατί κάθισες σε αυτήν την θέση;» με ρώτησε ο Δάσκαλος.

Και εγώ υποχρεώθηκα να παρατηρήσω την θέση μου, μέσα στον χώρο και μέσα στον κόσμο, και να απαντήσω, να προσπαθήσω να απαντήσω, σε αυτό το περίεργο «γιατί»...

Είχα κάτσει πίσω πίσω, στην πιο ψηλή κερκίδα ακριβώς στο κέντρο. Στην αρχή η πρώτη μου αίσθηση ήταν πως απλά συνέβηκε τυχαία και δεν υπήρχε κανένας ιδιαίτερος λόγος που κάθισα σε αυτό το συγκεκριμένο σημείο. Δεν ήθελα να σκεφτώ, δεν ήθελα να αναλύσω, δεν ήθελα να φιλοσοφήσω, δεν ήθελα να αυτοψυχολογηθώ, δεν ήθελα τίποτα... Ήθελα απλά να απαντήσω «Έτυχε.». Όμως ήξερα πως αυτή η απάντηση δεν θα γινόταν δεκτή – αποδεκτή και, επίσης, γνώριζα πως δεν ήταν και απόλυτη αλήθεια. Γιατί τώρα που ήμουν υποχρεωμένη να εξετάσω την επιλογή μου σαν απλός παρατηρητής συνειδητοποίησα πως η εσωτερική μου διάθεση είχε τους λόγους της που με οδήγησε σε αυτήν την εξωτερική θέση... Η διάθεσή μου ευθύνονταν για την θέση μου... Ή μήπως η θέση μου ευθύνονταν για την διάθεσή μου;...

«Γιατί κάθισες σε αυτήν την θέση;» με ρώτησε ξανά ο Δάσκαλος γιατί νόμισε πως δεν τον είχα ακούσει.

Και εγώ απάντησα, προσπάθησα να απαντήσω, σε αυτό το, όχι πια και τόσο περίεργο, «γιατί»...

«Γιατί... Είμαι σε ένα στάδιο της ζωής μου που μου αρέσει να παρατηρώ τους πάντες και τα πάντα. Ενώ είμαι «ανοιχτή»,νιώθω πως είμαι «ανοιχτή», ταυτόχρονα, έχω και την ανάγκη από μια αποστασιοποίηση. Αυτή η αποστασιοποίηση με βοηθάει, με προστατεύει, με κάνει να νιώθω ασφάλεια. Θεωρώ πως διάλεξα αυτό το σημείο πίσω πίσω, ψηλά ψηλά, γιατί αυτό ταιριάζει στην τωρινή διάθεσή μου. Από εδώ βλέπω τα πράγματα από μακρυά και μπορώ να τα παρατηρήσω από απόσταση. Από εδώ μπορώ να γίνω ένας μικρός θεός ή ένας μεγάλος άνθρωπος και να επεξεργαστώ τα όσα συμβαίνουν σε βάθος μα τολμώντας να αφήσω τον έαυτό μου απ’ έξω. Θεωρώ πως διάλεξα το κεντρικό σημείο γιατί δεν νιώθω πια καμία ανάγκη να κρυφτώ. Δεν επιλέγω πια τις γωνίες. Όχι τόσο συχνά όσο παλιά. Μόνο όταν συνειδητά θέλω να γίνω αόρατη, και να περάσω όσο γίνεται απαρατήρητη, τις επιλέγω. Στο κέντρο νιώθω σταθερότητα. Και δύναμη. Και σιγουριά. Είμαι πίσω πίσω, ψηλά ψηλά, κέντρο κέντρο, για να σας βλέπω όλους. Για να είμαι σίγουρη πως δεν χάνω τίποτα και κανέναν. Ούτε αντικείμενα – Ούτε ανθρώπους. Κάθισα με την πλάτη μου στον τοίχο για να μπορώ να έχω σε ευθεία την σπονδυλική μου στήλη. Και επέλεξα να μην κάθεται κανείς μπροστά μου για να μπορώ να τεντώνω τα πόδια μου αν χρειαστεί να κάτσω πολύ ώρα εδώ, επειδή με πονάνε τα γόνατά μου και ήθελα να είμαι σίγουρη πως δεν θα αφήσω τον πόνο να επικρατήσει. Επέλεξα να μην έχω κανέναν δεξιά και αριστερά μου για να έχω περισσότερο χώρο, περισσότερο αέρα. Ήξερα πως κανείς δεν θα επιλέξει αυτές τις κεντρικές θέσεις που, συνήθως, μένουν κενές. Έχω ανάγκη από τον προσωπικό μου χώρο. Και ήθελα να έχω αέρα γύρω μου, μπροστά και στα πλάγια. Για να μπορώ να αναπνεύσω. Αλλά το βασικότερο από όλα... Το βασικότερο από όλα είναι... Κάθισα εδώ για να είμαι όσο πιο μακρυά από εκείνην γίνεται... Κάθισα εδώ για να είμαι όσο πιο μακρυά από την σκηνή γίνεται... Μέχρι να ξαναβρώ την σχέση μου με αυτήν νιώθω την ανάγκη να μείνω μακρυά της...»

«Ωραία... Πολύ ωραία...» είπε ο Δάσκαλος. «Ανέβα τώρα στην σκηνή. Κοίταξε το σημείο που καθόσουν. Και με την φαντασία σου τοποθέτησε τον έαυτό σου εκεί.»

Κατέβηκα από τις κερκίδες.
Ανέβηκα στην σκηνή.

Κοίταξα τον φανταστικό έαυτό μου.
Στην φανταστική μου θέση.

«Τι βλέπεις;» με ρώτησε ο Δάσκαλος.

«Βλέπω... πως... Είναι γελοίο... Αλλά... Βλέπω... πως δημιούργησα μια μικρή σκηνή... μια μικρότερη σκηνή... Το φως πέφτει πιο δυνατό εκεί, σαν προβολέας... Δεν το είχα προσέξει αυτό... Πάντα κυνηγάω το φως για να μπορώ να κρατάω σημειώσεις αλλά... Αυτό... Αυτό το φως... Αυτή η θέση... Είναι... Σαν μια μικρή σκηνή...»

«Ακριβώς!» είπε ο Δάσκαλος. «Αυτή η θέση είναι μια μικρή σκηνή. Κοίταξε τους άλλους. Πώς κάθονται; Είναι σαν να μαζεύτηκαν γύρω σου. Σαν κοινό. Σαν θεατές. Ούτε καν σαν ηθοποιοί. Κοίταξε την στάση στα σώματά τους. Παρατήρησέ τους. Εγώ έφτιαξα αυτήν την θέση, εγώ άλλαξα σήμερα το πρωί ένα από τα φώτα να χτυπάει, διακριτικά λίγο περισσότερο, εκείνη ακριβώς την θέση. Ήθελα να δω ποιος θα καθίσει εκεί. Φαντάσου την έκπληξή μου όταν είδα ότι από όλους, εσύ πήγες και κάθισες εκεί. Νομίζω πως αυτό είναι το σημερινό σου μάθημα. Όσο μακρυά και να κάτσεις από την σκηνή σου δεν μπορείς να ξεφύγεις από αυτήν. Εκείνη θα έρθει να σε βρει. Δεν ήθελες να βρίσκεσαι κοντά στην μεγάλη σκηνή και για αυτό δημιούργησες την μικρή σκηνή σου χωρίς να το καταλάβεις. Ήθελα να σου το πω... Έχω δει την πάλη σου τον τελευταίο καιρό... Και αυτό που θέλω να σου τονίσω είναι... Η σκηνή δεν είναι κάτι έξω από εσένα. Είναι κάτι μέσα σε εσένα. Κάτι που το κουβαλάς και που το δημιουργείς γύρω σου κάθε στιγμή. Φοβάσαι να ανέβεις στην σκηνή και δεν έχεις καταλάβει πως ήδη βρίσκεσαι μέσα σε αυτήν. Στο κέντρο του ανύπαρκτου φόβου σου! Στο κέντρο της υπαρκτής σκηνής σου!»

Έγω έμεινα ακίνητη και αμίλητη.

«Ωραία... Πολύ ωραία...» είπε ξανά ο Δάσκαλος. «Κατέβα τώρα από την σκηνή. Κοίταξε το σημείο που στεκόσουν. Και με την φαντασία σου τοποθέτησε τον έαυτό σου εκεί.»

Κατέβηκα από την σκηνή.
Ανέβηκα στις κερκίδες.

Κοίταξα τον φανταστικό έαυτό μου.
Στην φανταστική μου θέση.

«Το βλέπεις;» με ρώτησε ο Δάσκαλος.

Κάτω στην πραγματική μεγάλη σκηνή ο φανταστικός έαυτός μου που στεκόταν τώρα δεν μου φαινόταν και τόσο διαφορετικός από τον πραγματικό έαυτό μου που καθόταν τώρα πάνω στην φανταστική μικρή σκηνή...

Ενώθηκαν οι δύο σκηνές. Έφυγαν οι αποστάσεις. Έγιναν μία.
Ενώθηκαν και οι δύο εαυτοί. Έφυγαν οι αντιστάσεις. Έγιναν ένας.

Και ο φόβος εξαφανίστηκε.
Και η σκηνή εμφανίστηκε.

Και βρέθηκα σαν ένας εαυτός, στο κέντρο μιας σκηνής.
Και βρέθηκα σαν μια μόνο ψυχή, σε μια μόνο σκηνή.

«Γιατί κάθισες σε αυτήν την θέση;» με ρώτησε ξανά ο Δάσκαλος.

«Γιατί είναι η Σκηνή μου.» απάντησα και ένιωθα τα μάτια μου να λάμπουν!

Και είδα τον Δάσκαλο να χαμογελάει... Και ένιωσα όλους μας να κάνουμε μια κίνηση προς τα μπροστά... Γιατί δεν είχαμε δει ποτέ ξανά τον Δάσκαλο να χαμογελάει... Και ήταν σαν να θέλαμε να σιγουρευτούμε πως όντως χαμογελούσε...

Και, ναι, ήταν χαμόγελο... Αυτό στο πρόσωπό του ήταν χαμόγελο...

Και είχε τον ήχο χειροκροτήματος... Αυτό το χαμόγελο...

Και μετά βγήκε από την τάξη χωρίς να μας πει τίποτα άλλο...


No comments:

Post a Comment