12/1/10
Η βιτρίνα
Θυμάμαι ακόμα εκείνα τα Χριστούγεννα.
10 χρόνια, ακριβώς, από σήμερα.
Ήταν 1 Δεκεμβρίου, ημέρα Τετάρτη, το 2010. Απόγευμα προς βράδυ...
Περπατούσα προς το σπίτι μου και, αν και όλα γύρω μου ήταν ήδη φωτεινά και γιορτινά, τίποτα μέσα μου δεν έμοιαζε σωστό. Ήμουν πολύ στενοχωρημένη αλλά αυτή η μόνιμη θλίψη ήταν μια συνηθισμένη κατάσταση για εμένα. Τίποτα δεν μύριζε Χριστούγεννα... Όλα μύριζαν μια μουχλιασμένη απογοήτευση. Δεν ήξερα πώς θα συνεχίσω από εδώ και πέρα και έτρεμα στην ιδέα ότι πλησιάζουν οι οικογενειακές συγκεντρώσεις, οι ανακριτικές συζητήσεις, τα «καλοπροαίρετα» σχόλια των άλλων σε σχέση με εμένα, την ζωή μου, τις επιλογές μου, οι κριτικές... Δεν είχα όρεξη να ακούσω για άλλη μια φορά τις ίδιες ατάκες σαν να παίζω τριάντα χρόνια στο ίδιο έργο με τους ίδιους ηθοποιούς, να με κοιτάνε με το ίδιο ύφος, να έχω τις ίδιες αντιδράσεις και να καταλήγουμε πάντα στο ίδιο τέλος... Καβγάδες, καβγάδες, καβγάδες... Φωνές, τσακωμοί και συγκρούσεις... Όχι, δεν ανυπομονούσα καθόλου να έρθουν αυτά, τα επόμενα ή τα – δέκα χρόνια – αργότερα Χριστούγεννα. Να μου λείπει. Η «ευχάριστη» Χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα, τα στολισμένα δωμάτια, τα υποκριτικά δώρα. Τίποτα δεν ήταν ποτέ αληθινό... και τίποτα δεν θα γινόταν ποτέ αληθινό. Τουλάχιστον, έτσι πίστευα τότε...
Περπατούσα με τα ακουστικά στα αυτιά μου χαμένη στις σκέψεις μου ακούγοντας μουσική...
Τα περισσότερα μαγαζιά ήταν κλειστά λόγω μέρας και ώρας. Οι δρόμοι ήταν σχετικά σκοτεινοί και ταίριαζαν με την συνολική διάθεση μου. Το σκοτάδι γύρω μου με ηρεμούσε.
Πόσο θα ήθελα να συμβεί κάτι όμορφο! Κάτι αληθινά όμορφο!!! Κάτι που να με κάνει να νιώσω το ότι έρχονται οι γιορτές με έναν διαφορετικό τρόπο από όλες τις προηγούμενες χρονιές, κάτι που να με κάνει να χαμογελάσω...
Και ξαφνικά, εκείνη ακριβώς την στιγμή, πριν καλά καλά προλάβω να διατυπώσω την εσωτερική ευχή μου, στο σκοτεινό δρόμο που περπατούσα είδα ένα δυνατό φως... Σαν να ερχόταν από κάπου... από κάπου στα δεξία μου... Προχώρησα κοιτάζωντας δεξιά με περιέργεια ωσπού είδα ένα μικρό κάθετο δρομάκι που ούτε ήξερα ότι υπάρχει... Χωρίς δεύτερη σκέψη έστριψα και, δειλά δειλά, συνέχισα να προχωράω μπροστά...
Συνάντησα μια βιτρίνα. Μέσα ήταν καθισμένη μια κυρία γύρω στα σαράντα η οποία προφανώς είχε αποφασίσει να εκμεταλλευτεί αυτό το βράδυ Τετάρτης στολίζοντας την βιτρίνα του καταστήματος της. Ήταν γονατισμένη και τοποθετούσε προσεχτικά γύρω της ένα τεράστιο κόκκινο χαρτόνι, στα πόδια της υπήρχαν μαρκαδόροι και χρυσόσκονες. Ήταν προσηλωμένη στην δουλειά της, με την πλάτη της στραμμένη προς τα εμένα. Κάθε της κίνηση ήταν απαλή, γεμάτη φροντίδα και αγάπη. Χωρίς να το θέλω σταμάτησα χαζεύοντας την ιδιαίτερη εικόνα. Το αμυδρό φως που έβγαινε από την βιτρίνα της και αυτή την άγνωστη σε εμένα γυναίκα, καθισμένη σαν μικρό κοριτσάκι που παίζει με το αγαπημένο της παιχνίδι. Ένιωσα ζεστασιά και χαμογέλασα σκεφτόμενη ότι ίσως αυτό που συνέβαινε μπροστά μου να ήταν ό,τι πιο Χριστουγεννιάτικο έζησα ποτέ. Πήγα πολύ κοντά στην βιτρίνα ελπίζοντας ότι θα γυρίσει το κεφάλι της να με κοιτάξει. Ήθελα να δω το πρόσωπο της πρωταγωνίστριας της ιστορίας μου. Εκείνη ήταν τόσο συγκεντρωμένη που δεν μου έδωσε καμία σημασία. Παρατήρησα το υπόλοιπο μαγαζί. Βιβλιοθήκες, βιβλία από πάνω μέχρι κάτω. Ήταν λοιπόν ένα βιβλιοπωλείο... Πόσο χάρηκα που το μέρος που διαδραματιζόταν αυτή η σκηνή ήταν ένα βιβλιοπωλείο! Όλη μου τη ζωή την είχα περάσει μέσα στα βιβλία! Ένιωσα να γεμίζω από ικανοποίηση! Και, χωρίς να το σκεφτώ, πάνω στον αυθορμητισμό μου, της χτύπησα το τζάμι... Ήθελα να την ευχαριστήσω γιατί έφερε έστω και στιγμιαία τα Χριστούγεννα στην καρδιά μου... Έστριψε το κεφάλι της και η καθαρή ματιά της με διαπέρασε. Ήταν τόσο συμπαθητική! Φωτίστηκε όταν με είδε! Της χαμογέλασα. Με χαιρέτησε και αποφάσισα να φύγω...
Συνέχισα να προχωράω μπροστά γιατί ήθελα να δω από που προερχόταν το έντονο φως που είχα δει. Το φως της συγκεκριμένης βιτρίνας ήταν τόσο αμυδρό και ήμουν σίγουρη πως δεν ήταν το αρχικό φως που είχα προσέξει... Είχα δίκιο. Λίγο πιο πέρα είδα ένα μεγάλο μαγαζί που ακτινοβολούσε ένα έντονο λευκό φως. Ένας άντρας ήταν όρθιος, κι αυτός με στραμμένη την πλάτη του προς τα εμένα, σε μια τεράστια βιτρίνα παιχνιδιών και ταχτοποιούσε. Πριν να φτάσω, γύρισε το κεφάλι σαν να γνώριζε πως πηγαίνω προς αυτόν. Μου χαμογέλασε. Και αν κάτι μπορώ να ξεχωρίσω με σιγουριά σε αυτόν τον κόσμο, είναι ένα αληθινό χαμόγελο από ένα ψεύτικο. Και το δικό του ήταν αληθινό. Συνέχισα να περπατάω προς το μέρος του και έφτασα ακριβώς απέναντι του. Μας χώριζε μόνο το τζάμι της βιτρίνας. Με χαιρέτησε με μια ανδρική υπόκλιση μιας άλλης εποχής... Σαν ένας Αναγεννησιακός κύριος που η επόμενη κίνηση του θα ήταν να μου ζητήσει να χορέψουμε. Έκανα κι εγώ την αντίστοιχη γυναικεία υπόκλιση... γελώντας... σαν να νιώθω ότι παίζουμε ένα παιχνίδι ρόλων. Τον κοίταξα και τότε με ρώτησε χωρίς να με ρωτήσει... Χωρίς να ακούω την φωνή του, διαβάζοντας τα χείλια του χωρίς δυσκολία, άκουσα την σχηματισμένη ερώτηση...
«Θα με αγοράσεις;»
«Πόσο κοστίζεις;»
Χωρίς φωνή, τον ρώτησα κι εγώ με την σειρά μου.
Ξεκόλλησε μια ετικέτα από ένα διπλανό παιχνίδι και την κόλλησε πάνω στο ανοιχτόχρωμο πουκάμισό του.
«Τόσο.»
Χαμογέλασα... Άνοιξα την τσάντα μου... Έβγαλα το μικρό πορτοφολάκι μου σε σχήμα αρκουδιού... Το άνοιξα... και του το έδειξα... συνεχίζοντας τον σιωπηλό διάλογο.
«Είσαι πολύ ακριβός για εμένα.»
«Κρίμα.»
Μουρμούρισε και κατσούφιασε σαν μικρό παιδάκι. Τότε χαμογέλασε πονηρά και το ύφος του δεν ήταν καθόλου παιδικό πια. Με κοίταζε στα μάτια πολύ σοβαρά ρωτώντας με
«Εσύ πόσο κοστίζεις; Μπορώ να σε αγοράσω;»
Το σκέφτηκα λίγο κοιτάζοντας πάνω δεξιά...
Έβγαλα ένα χαρτάκι και ένα στυλό από την τσάντα μου... άρχισα να γράφω... σταμάτησα να γράφω...
Με κοίταξε ερωτηματικά.
Κούνησα αρνητικά το κεφάλι.
«Δεν μπορείς να με αγοράσεις.»
Με κοίταξε με ακόμη μεγαλύτερη απορία και περιέργεια στα μάτια του.
Κόλλησα το χαρτάκι μου στο τζάμι με την γραμμένη πλευρά προς αυτόν.
«Μπορείς να με κερδίσεις.»
Χαμογέλασε κοιτάζωντας τους σκόρπιους αριθμούς.
Έσκασα στα γέλια και απομακρύνθηκα.
«Καλές γιορτές»
Του φώναξα από μακρυά, φεύγοντας...
Και εκείνος έμεινε να με κοιτάζει έτσι όπως δεν με κοίταξε ποτέ κανείς.
Και έφυγα.
Ένα λεπτό αργότερα χτύπησε το κινητό μου.
Δεν με άφησε να περιμένω.
Δύο λεπτά αργότερα έκλεισα το κινητό μου.
Δεν με άφησε να αναρωτιέμαι πώς είναι η φωνή του.
Τρία λεπτά αργότερα κατευθυνόμουν προς αυτόν.
Δεν με άφησε να γίνω μια φευγαλέα φιγούρα στη ζωή του.
Πέντε λεπτά αργότερα βρισκόμουν μαζί του.
Δεν με άφησε να φαντάζομαι πώς θα ήταν να βρίσκομαι μαζί του.
Επτά λεπτά αργότερα συζητούσαμε.
Δεν με άφησε να νιώσω αμήχανα.
Δέκα λεπτά αργότερα γνώριζα πως αυτός είναι ο άνθρωπος της ζωής μου.
Δεν με άφησε να έχω ίχνος αμφισβήτησης.
Ένα χρόνο αργότερα.
Δεν με άφησε.
Δύο χρόνια αργότερα.
Δεν με άφησε.
Τρία χρόνια αργότερα.
Δεν με άφησε.
Πέντε χρόνια αργότερα.
Δεν με άφησε.
Επτά χρόνια αργότερα
Δεν με άφησε.
Δέκα χρόνια αργότερα.
Δεν με άφησε.
Δεν με άφησε ποτέ.
Είμαστε ακόμα μαζί. Είναι ο άντρας που επέλεξα να έχω δίπλα μου για πάντα. Είμαι η γυναίκα που έπελεξε να έχει δίπλα του για πάντα. Τον διάλεξα από το πρώτο δευτερόλεπτο. Με διάλεξε από την πρώτη στιγμή.
Όταν ρωτάνε τα παιδιά μας πώς γνωριστήκαμε... Εκείνος χαμογελάει. Λέει πώς πέρασα έξω από μια βιτρίνα και τον αγόρασα. Εγώ χαμογελάω. Η δική μου εκδοχή είναι διαφορετική. Λέω πως πέρασα έξω από μια βιτρίνα και με κέρδισε. Τα παιδιά ρωτάνε πόση ήταν η τιμή του. Εκείνος απαντάει ένα χαμόγελο. Τα παιδιά ρωτάνε πώς με κέρδισε. Εγώ απαντάω με ένα χαμόγελο. Τα παιδιά χαμογελούν και πηγαίνουν στα δωμάτιά τους. Εμείς χαμογελάμε.
Το Χριστουγεννιάτικο δέντρο μας φωτίζει.
Υποκλίνεται μπροστά μου. Υποκλίνομαι μπροστά του.
Υποκλινόμαστε μπροστά στην αγάπη.
Και μετά...
σαν άνθρωποι που βγήκαμε από μια άλλη εποχή
χορεύουμε...
Τώρα κάθε Χριστούγεννα μυρίζουν Χριστουγεννιάτικα...
Τώρα όλα μου φαίνονται αληθινά. Τώρα όλα τα νιώθω αληθινά.
Τώρα όλα είναι αληθινά.
Τόσο αληθινά...
Σαν εκείνη την πρώτη μέρα που γνωριστήκαμε...
Μόνο που τώρα δεν μας χωρίζει τίποτα.
Ούτε καν το τζάμι μιας βιτρίνας...
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment