1/18/22

Μια φορά κι έναν καιρό...


(Βρήκα κάτι! Βρήκα το Τίποτα! Για χρόνια είχα χάσει το Τίποτα και δεν μπορούσα με τίποτα να το βρω!!! Μετά από τόσοοο καιρόοο, το βρήκα! Και είμαι πολύ χαρούμενη για αυτό! Ναι! Μόλις Τώρα... Βρήκα το Τίποτα...! ΤΟ ΒΡΗΚΑ!!!)!


15/4/2000 Σάββατο


Μια φορά κι έναν καιρό...

Ζούσε Κάποιος. 

Χωρίς Όνομα. 
Χωρίς τόπο γεννήσεως. 
Χωρίς γονείς και αδέρφια.
Χωρίς Τίποτα.

Ή μάλλον... 

είχε Κάτι.

Γνώριζε καλά πως ήταν Παιδί του Τίποτα.

Στο Τίποτα ήταν γεννημένος.
Το Τίποτα ήταν και οι δύο του γονείς.
Και, ίσως, Τίποτα να ήταν και το Όνομά του.

Αυτός ο Κάποιος, ξαφνικά, αναρωτήθηκε

για ποιο λόγο υπάρχει.


Προσοχή: 

Δεν αναρωτήθηκε για το πού γεννήθηκε, 
ούτε για την πιθανή ανωνυμία του, 
ούτε για την, ίσως, χαμένη οικογένειά του. 

Αναρωτήθηκε 

για τον πραγματικό λόγο 
της δικής του προσωπικής ύπαρξης.


Και πάλι Προσοχή: 

Δεν αναρωτήθηκε για τις άλλες υπάρξεις, 
ούτε για το λόγο που υπάρχουν οι άλλες υπάρξεις, 
ούτε για το λόγο ύπαρξης γενικά της ζωής. 

Αναρωτήθηκε μόνο για αυτό: 

Για τον πραγματικό λόγο της Ύπαρξής του.

Της δικής του προσωπικής Ύπαρξης.

 
Αυτός ο Κάποιος αποφάσισε κινούμενος
από αυτήν την μοναδική σκέψη που είχε κάνει μέχρι τότε,
κάθως Τίποτα υπήρχε στο μυαλό του μέχρι την εμφάνιση αυτής της σκέψης,
αποφάσισε, λοιπόν, να αναζητήσει, να ψάξει, να λύσει το μυστήριο της σκέψης του μυαλού του.

Ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο. 

Γνώρισε κι άλλες Υπάρξεις.

Μίλησε μαζί τους.

Γνώρισε πολλές καταστάσεις Υπάρξεων. 

Τον πόλεμο, την εκμετάλλευση, το φόβο, τον έρωτα, τον αγώνα, την επανάσταση, την αδικία, το ψέμα, την υποκρισία, το θάνατο, τη φιλία, την πίστη, τη θρησκεία, την ευτυχία και τόσες άλλες καταστἀσεις. Μα Τίποτα. Τίποτα. Τίποτα. 

Τι κι αν γνώρισε τον πόλεμο, τίποτα.
Τι κι αν ερωτεύτηκε, τίποτα.
Τι κι αν μίλησε με επαναστάτες, τίποτα.
Τι κι αν έκανε φίλους, τίποτα.
Τι κι αν... τίποτα.

Τίποτα ήταν
και στο Τίποτα γυρνούσε.

Τίποτα δεν του αποκάλυπτε 
τη λύση του αινίγματος.

Τον πραγματικό λόγο της Ύπαρξής του.

Έψαξε να βρει τους Μεγάλους Σοφούς του κόσμου, 
μα τίποτα.

Τι κι αν του είπαν σοφά λόγια, τίποτα.

Ο χρόνος κυλούσε
και τίποτα ακόμα. 

Ο Κάποιος είχε σχεδόν απογοητευτεί.

Αποφάσισε να διώξει τη μοναδική του σκέψη 
και ήσυχα και ήρεμα να γυρίσει 
στο ολοκληρωτικό ΤΙΠΟΤΑ του.

Μα τίποτα.

Τώρα πια τίποτα δεν μπορούσε να γίνει.
Η σκέψη του δεν έλεγε να το κουνήσει από εκεί.
Και έτσι ούτε το Τίποτα δεν μπορούσε να το ευχαριστηθεί πια.


Άρχισε πάλι, λοιπόν, τη διαρκή αναζήτηση. 

Είχε γυρίσει όλο τον κόσμο, είχε προσπαθήσει με όλες τις Υπάρξεις.


Άρχισε τώρα να αναζητάει 
τη λύση του προβλήματος
στους νόμους της φύσης.

Έψαξε κάτω από τις πέτρες
και ανάμεσα στα βουνά.

Βούλιαξε στη λάσπη
και έψαξε στα φυτά.

Ακόμα και στη φυσική σιωπή
τίποτα δεν βρήκε.


Πολλές άλλες Υπάρξεις 
αναρωτήθηκαν
για αυτόν τον Τίποτα
ή μάλλον τον Κάποιον
που αναζητούσε κάτι
και δεν έβρισκε τίποτα.

Τον ακολούθησαν.
Και αποφάσισαν να βρουν κι αυτές 
τον λόγο της δικής τους Ύπαρξης.

Σιγά σιγά, όλες οι υπάρξεις του κόσμου,
ακόμα και οι Μεγάλοι Σοφοί,
έψαχναν, αναζητούσαν παντού.

Μα τίποτα.

Κανείς δεν έβρισκε τίποτα.

Πολλές υπάρξεις απογοητευμένες
πήγαιναν στον Κάποιον
και ζητούσαν τη βοήθειά του
ή, τουλάχιστον, ζητούσαν απλά
ἐνα ίχνος ελπίδας
ότι ο ίδιος ο Κάποιος
είχε βρει τη λύση.

Μα ο Κάποιος δεν την είχε βρει.
Και αυτό τους έλεγε.
Την Αλήθεια του.
Ότι ακόμα αναζητούσε.

Κάποτε μετά από πολύ πολύ καιρό

ο Κάποιος αρρώστησε βαριά.

Κουρασμένος, 
ξαπλωμένος σε ένα βράχο
δίπλα στη θάλασσα 
ήταν έτοιμος για τον ερχομό του θανάτου.

Τόσες πολλές Υπάρξεις Υπήρχαν γύρω του.

Ο Κάποιος κοιτούσε τη θάλασσα, άκουγε τις αχνές φωνές των διαφόρων Υπάρξεων, μύριζε των αέρα και σιγά σιγά αποφάσισε ότι θα πέθαινε, αργά και χωρίς ποτέ να μάθει τίποτα.

Όλες οι άλλες Υπάρξεις αμίλητες πια παρακολουθούσαν τη σκηνή του θανάτου.

Και ξαφνικά... κλείνοντας τα μάτια...

Αυτός ο Κάποιος, 
ο ήρωας του παραμυθιού μας, 
Εκείνη τη στιγμή, 
λίγο πριν πεθάνει, 
πετάχτηκε επάνω και φώναξε 
όσο πιο δυνατά μπορούσε

"ΤΟ ΒΡΗΚΑ!"

Οι άλλες Υπάρξεις άφωνες αναζητούσαν τη λύση του μυστικού.

Μα ο Κάποιος πέθανε.

Ναι. Πέθανε αμέσως μετά τη φωνή του.

Οι άλλες Υπάρξεις έφυγαν στενοχωρημένες
και κάθεμία τράβηξε πάλι το δικό της δρόμο αναζήτησης.

Έφυγαν όλες οι Υπάρξεις.

Και το νεκρό σώμα του Κάποιου 
είχε μείνει ακόμα στο βράχο
πεσμένο,
ακίνητο.

Τότε ο Κἀποιος άνοιξε τα μάτια του.

Μουρμούρισε.

Τόσο σιγά που κανείς δεν θα μπορούσε να το ακούσει.

Μόνο η θάλασσα.

Και από αυτήν έρχεται το μήνυμά του.

"Ο δικός μου προσωπικός λόγος Ύπαρξης ήταν 
να οδηγήσω και τις άλλες Υπάρξεις 
στην διαρκή αναζήτηση
του δικού τους λόγου Ύπαρξης."

Και λέγοντας αυτές τις λέξεις... πέθανε. 

Γνώριζε 
ότι αν πριν 
είχε φωνάξει 
τη λύση του γρίφου
Όλοι θα νόμιζαν πως αυτός ήταν ο λόγος της δικής τους Ύπαρξης 
και όχι της Ύπαρξης του Κάποιου.

Με αυτή τη σκέψη

ήταν τότε

που ο Κάποιος 
είχε το θάρρος 
να κάνει δήθεν ότι πέθανε
για να διώξει όλες τις Υπάρξεις από γύρω του 
και να πεθάνει πραγματικά.



No comments:

Post a Comment