3/10/18

Όνειρο-Εφιάλτης



(Όνειρο πριν μερικές μέρες. Εφιάλτης.)

Ήμουν σε ένα καταπράσινο τοπίο. Σε κάτι λόφους. Σε κάτι βουνά. Με πάρα πολύ κόσμο. Πολλοί άνθρωποι, σαν να έχουμε πάει όλοι μαζί εκδρομή ή για πικ νικ. Σαν να είμαστε μία ομάδα, κάτι σαν πρόσκοποι. Και παίζαμε διάφορα παιχνίδια. Οι άλλοι έπαιζαν. Εγώ περισσότερο κοιτούσα και παρατηρούσα και περπατούσα. Κάποια στιγμή, θα έπαιζαν «βαρελάκια». Αλλά ομαδικά βαρελάκια. Άρχισαν να δένονται ανά ομάδες πολλά άτομα (καμία δεκαριά σε κάθε ομάδα) με σκοινί , όλοι μαζί, στην μέση τους γύρω γύρω, και μετά θα έπεφταν και θα κυλούσαν τον λόφο-κατηφόρα. Εγώ δεν ήθελα να παίξω, να δεθώ, να κατρακυλήσω. Δεν είχα ενθουσιαστεί καθόλου με την όλη ιδέα του να κατρακυλήσω δεμένη με άλλους τον λόφο. Με έβαλαν, όμως, με το ζόρι. Εκεί που είχαν δεθεί οκτώ-εννιά άτομα ή και παραπάνω, αυτοί που ήταν έξω από το ανθρώπινο κουβάρι με έσπρωξαν τελευταία γελώντας και παίζοντας και μην καταλαβαίνοντας πως εγώ δεν θέλω να είμαι εκεί ή καταλαβαίνοντας πως δεν θέλω να παίξω αλλά μην δίνοντάς ιδιαίτερη σημασία στο συναίσθημά μου παρασυρμένοι από την γενικότερη ατμόσφαιρα και πιστεύοντας πως μπορεί να νομίζω πως δεν θα μου αρέσει αλλά τελικά θα μου αρέσει. Μας έδεσαν όλους μαζί. Δεν ένιωθα καθόλου καλά. Μας έσπρωξαν κι αρχίσαμε να κατρακυλάμε. Το πλάνο του ονείρου εδώ αλλάζει. Αυτό με τρελαίνει στα όνειρά μου. Που έχουν, τρομάρα τους, και σκηνοθετική άποψη. Από εκεί που μέχρι εκείνο το σημείο το πλάνο ήταν γενικό, απλό και αποστασιοποιημένο (σαν να το βλέπεις απ’ έξω παρατηρητής) τώρα το πλάνο έγινε μέσα από τα δικά μου τα μάτια (από την δική μου οπτική γωνία), κατρακυλούσε κι αυτό μαζί μου. Έβλεπα, λοιπόν, εικόνες να περνάνε γρήγορα και ασταμάτητα, κάτι πέτρες, κάτι πράσινα, λευκό χρώμα, γαλάζιο, πράσινο, λευκό ξανά, χρωματικές εναλλαγές χωρίς να μπορώ να πω τι βλέπω αφού απλά υποτίθεται πως κατρακυλάω. Δεν ένιωθα καλά, καθόλου καλά, και αναρωτιόμουν πώς βρέθηκα πάλι σε αυτήν την θέση αφού εγώ δεν ήθελα να είμαι εκεί. Κάποια στιγμή σταματήσαμε να κυλάμε. Σηκώθηκα και δεν ήμουν δεμένη μαζί με άλλους. Είχαν όλοι διασκορπιστεί. Κοίταξα γύρω μου και η θέα ήταν τρομακτική. Σκηνικό πολέμου. Αίματα παντού. Διαμελισμένα σώματα. Τραυματισμένοι. Πεθαμένοι. Τι είχε συμβεί; Πώς είχαμε περάσει από την κατάσταση του πανηγυριού στην κατάσταση του πολέμου; Υποτίθεται πως παίζαμε ένα παιχνίδι. Δεν μπορούσα να καταλάβω. Μετά κατάλαβα. Το τοπίο είχε κοφτερές πέτρες και αιχμηρά αντικείμενα κάτω, πεταμένα, μαχαίρια, πριόνια, σιδερικά επικίνδυνα. Ήταν ένα άγριο τοπίο. Και στο παιχνίδι-βαρελάκι που κάναμε οι άνθρωποι χτύπησαν, τραυματίστηκαν ή ακόμα και σκοτώθηκαν... Εγώ δεν είχα πάθει τίποτα. Δεν ήμουν τραυματισμένη και σίγουρα δεν ήμουν πεθαμένη. Ήμουν ζωντανή. Στεκόμουν εκεί ανάμεσα σε αυτούς τους ανθρώπους, στην μέση αυτού του πολεμικού σκηνικού, μην ξέροντας τι να κάνω, κοιτάζοντας γύρω μου... Σκεφτόμουν πως το είχα νιώσει πως δεν ήταν καθόλου καλή ιδέα αυτό το παιχνίδι. Γιατί είχα πάρει μέρος; Γιατί το είχα αφήσει να συμβεί;

(Αλλά ήταν πέρα από εμένα...)

Ξύπνησα τρομαγμένη.
Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά.
Οι εικόνες έντονες στο μυαλό μου.
Και το συναίσθημα;
Τρόμος. Φόβος.
Και, κυρίως, απέραντη στενοχώρια...

(Είναι πέρα από εμένα...)


No comments:

Post a Comment