Ξύπνησα τρομαγμένη στην μέση της νύχτας από τον εφιάλτη.
Είδα ότι την έχασα.
Πανικόβλητη σηκώθηκα και άρχισα να την ψάχνω.
Δεν ήταν πουθενά.
Δεν ήταν μέσα στα συρτάρια.
Δεν ήταν μέσα στα ντουλάπια.
Δεν ήταν πάνω από τα τραπέζια.
Δεν ήταν κάτω από τις καρέκλες.
Δεν ήταν στα ταβάνια.
Αλλά, ευτυχώς, δεν ήταν ούτε στα πατώματα.
Δεν ήταν σε κανένα σημείο κανενός τοίχου.
Δεν ήταν σε κανένα σημείο καμίας πόρτας.
Πήγα να ξαναξαπλώσω. Απεγνωσμένη.
Λες ο εφιάλτης να είναι αληθινός;
Ξάπλωσα. Απογοητευμένη.
Και ξαφνικά έστριψα το κεφάλι μου απότομα, ακόμα ξαπλωμένη, κάνοντας μια τελευταία απεγνωσμένη κίνηση κοιτάζοντας κάτω από το κρεββάτι.
Δεν ήταν ούτε εκεί.
Έβαλα το κεφάλι μου πάνω στο μαξιλάρι.
Έβαλα το χέρι μου κάτω από το μαξιλάρι.
Ήταν εκεί.
Όχι πάνω ή κάτω από το μαξιλάρι.
Ήταν εδώ.
Την ένιωσα να με διαπερνάει από άκρη σε άκρη.
Παρά τα όσα πέρασε.
Παρά τα όσα πέρασα.
Η αξιοπρέπειά μου...
Η ακεραιότητά μου...
Ήταν ακόμα εδώ.
Και τα μάτια μου άρχισαν να κλείνουν...
Αφού είναι ακόμα εδώ...
Μετά από όλα αυτά...
Το πιθανότερο δεν κινδυνεύει να χαθεί...
Δεν κινδυνεύω να την χάσω...
Είναι εδώ.
Και θα είναι.
Μαζί μου.
Για όσο της το επιτρέπω.
Για όσο της αφήνω χώρο να υπάρχει.
Και κοιμήθηκα...
Ακριβώς την στιγμή που ο ήλιος άρχισε να βγαίνει...
Και ένιωσα την αξιοπρέπεια όλων των ανθρώπων να ανατέλλει...
Και να φωτίζει όλο τον κόσμο του ήθους...
No comments:
Post a Comment