Σεπτέμβριος 2024
Σκεφτόμουν...
να πάω πρώτα για καφέ και μετά στην ακρόαση
ή
να πάω πρώτα στην ακρόαση και μετά για καφέ;
Αποφάσισα το δεύτερο.
Αν έκανα το πρώτο είναι πολύ πιθανό να είχα μια αναταραχή μέσα μου κατά την
διάρκεια του πρωινού καφέ μου και δεν το ήθελα αυτό.
Έφαγα βιαστικά μισή μπανάνα, ήπια πρόχειρα ένα ποτήρι νερό, έκανα γρήγορα
ντους, ντύθηκα, ετοιμάστηκα, εκτύπωσα το βιογραφικό μου και ξεκίνησα, περπατώντας
την Πατησίων από το σπίτι μου μέχρι και το Θησείο.
Ήταν πρωί πρωί Κυριακής οπότε ο δρόμος είχε μια γλυκιά ησυχία.
Έφαγα κι ένα κουλούρι στο δρόμο να με «κρατήσει», να ηρεμήσει λίγο την
πείνα μου γιατί εγώ αν δεν φάω γερό πρωινό δεν λειτουργώ...
Στο Θησείο πήγα να χαθώ αλλά, ευτυχώς, το κατάλαβα εγκαίρως οπότε διόρθωσα
το «λάθος» μου αμέσως, έστριψα στους σωστούς δρόμους, γυρνώντας λίγο προς τα
πίσω, και σύντομα βρέθηκα ξανά να περπατάω προς τον προορισμό μου...
Ακουστικά, μουσική και πρόβα στο μυαλό μου. Εννοείται πρόβα στο μυαλό μου,
κινήσεις και λέξεις, λέξεις και κινήσεις!
Έφτασα περίπου μία ωρα πριν την ώρα της ακρόασης και ήδη ήταν εκεί περίπου
δέκα Άνθρωποι. Δέκα γυναίκες. Δέκα πανέμορφες γυναίκες... Η κάθεμία είχε τη
δική της ξεχωριστή ομορφιά... Καθόντουσαν σκορπισμένες σε ομάδες, ανά δύο ή ανά
τρεις... Για λίγο χάθηκα μέσα στην ομορφιά τους όπως τις είδα από μακριά... κι
όταν έφτασα κοντά τους μού φάνηκαν ακόμα πιο εντυπωσιακές!
Είπα «Καλημέρα» σε όλες τους και ρώτησα τη γνωστή ερώτηση... αν έγραψαν το
όνομά τους, αν υπάρχει κάποιο χαρτί που φαίνεται η σειρά μας... ήμασταν πιο
νωρίς και δεν ήξερα αν είχαμε ξεκινήσει τη διαδικασία των ονομάτων, μου
έγνευσαν καταφατικά και μπήκα στο θέατρο...
Μέσα ήταν μια ευγενική γραμματέας (σπάνιο αυτό και πολυτιμο!). Μου ζήτησε
το βιογραφικό μου, με ρώτησε αν θέλω νερό (αυτό, σε εμένα, δεν έχει ξαναγίνει
ποτέ σε ακρόαση!) και μου είπε να κάτσω όπου θέλω είτε μέσα είτε έξω.
Αφού με χαρά δέχτηκα το νερό (είχα περπατήσει πάνω από μία ώρα για να φτάσω
στο θέατρο και είχα και ζεσταθεί και διψάσει) αποφάσισα να μείνω μέσα. Περίεργο
για εμένα γιατί πάντα στην αναμονή των ακροάσεων επιλέγω το «έξω» αν υπάρχει
αυτή η δυνατότητα όπου μπορείς να έχεις αέρα και να βρεις και μια ήσυχη
μοναχική γωνίτσα. Αυτήν τη φορά, όμως, έτυχε να είναι όλοι έξω και να μην είναι
ακόμα κανείς μέσα, επειδή ήταν πολύ νωρίς. Κάθισα, λοιπόν, σε έναν άδειο πολύ
μικρό χώρο, χαμηλοτάβανο, χωρίς κανέναν, όπου μπορούσα να κάνω την πρόβα μου με
ηρεμία. Από μέσα ακουγόταν ήχος πιάνου... με ταξίδεψε και με γαλήνεψε. Με
συγκίνησε. Αφού με πίεσα να φύγει η προσοχή μου από την πιανιστική μουσική,
εστίασα σε εμένα κι έκανα μερικές φορές πρόβα αυτό που είχα προετοιμάσει να
παρουσιάσω.
Συνέχιζαν να έρχονται ωραίες γυναίκες... Καλλιτεχνικές. Κινηματογραφικές.
Τις χάζευα με την άκρη του ματιού μου όπως περνούσαν από τη γραμματεία, μία
μία, για να αφήσουν κι εκείνες τα βιογραφικά τους. Όλες έμπαιναν για λίγο και όλες
έβγαιναν έξω μετά στον ήλιο και στο φως.
Όταν πια ήρθαν δύο γυναίκες να κάτσουν μέσα στον μικρό χώρο που ήμουν κι
εγώ, είχα πια τελειώσει με την πρόβα μου, είχα ανάγκη να βγω έξω,
ήθελα αέρα, όποτε αφού τις καλημέρισα με χαμόγελο, έφυγα και βγήκα από
τον σκοτεινό εσωτερικό μικρό χώρο στον φωτεινό εξωτερικό μεγάλο χώρο...
Τι όμορφο μέρος!
Τι ωραίος πεζόδρομος!
Τι όμορφη μέρα!
Τι ωραίος καιρός!
Περπάτησα λίγο πάνω κάτω και παρατήρησα τις γυναίκες γύρω μου! Πόσες
διαφορετικές ιστορίες! Τι θα κουβαλάει μέσα της άραγε η κάθεμία! Και τι δεν θα
έδινα για να είμαι μέσα στη σκέψη όλων!
Συνήθως, στις ακροάσεις μιλάω στους Ανθρώπους που είναι εκεί. Γίνονται
αμέσως «φίλοι» μου. Τους νιώθω μια παρέα όλους. Σήμερα, όμως, ήμουν σιωπηλή.
Ένιωθα Αγάπη για όλες τους. Ένιωθα πως μοιραζόμαστε κάτι κοινό. Αλλά ήμουν στα
«διαλογιστικά» μου στάδια όπου επιλέγω να μην μιλάω πολύ. Είναι κάποιες φορές,
όχι λίγες, στη ζωή που επιλέγω τη σιωπή.
Όσο περνούσε η ώρα... πού και πού... έκανα και την πρόβα μου... πέρναγα τα
λόγια μου... και στο μυαλό μου νοητά όλο το κομμάτι...
Χωρίς να το καταλάβω, βρέθηκα να πηγαίνω πάλι πάνω κάτω...
Άκουγα μουσική... Σταματούσα να ακούω μουσική...
Έκανα ό,τι ήθελα για να είμαι ήρεμη και συγκεντρωμένη...
Ό,τι ένιωθα... όπως ένιωθα...
Κάθισα σε κάτι σκαλιά.
Έβγαλα φωτογραφίες.
Ένιωσα ο εαυτός μου.
Ξανασηκώθηκα.
Ξανακάθισα.
Ξαναπερπάτησα.
Η ακρόαση νομίζω είχε πια ξεκινήσει... Είχαν αρχίσει να βλέπουν, μία μία,
μέσα τις κοπέλες... Δεν ήξερα καν τι αριθμό έχω... αλλά ήξερα πως ακόμα ήταν
νωρίς για εμένα...
Κάποια στιγμή, μια γυναίκα που την ένιωθα, ίσως, να είναι λίγο πιο κοντά σε
εμένα ηλικιακά... μού μίλησε... Οπότε καθίσαμε (όρθιες ακόμα) οι δυό μας και
μιλήσαμε τόσο όμορφα και απλά που χαλάρωσα... ακούγοντας και κάποιον άλλον να
βρίσκεται στον δικό του αγώνα ζωής...
Αυτό ήταν... έγινε η αρχή. Βρέθηκα ξαφνικά να μιλάω με αρκετές από τις
γυναίκες που περιμέναμε μαζί...
Και ένιωσα... για μια ακόμα φορά... λιγότερο μόνη.
Κι ας είναι ο δρόμος μου τόσο μοναχικός. Ποτέ δεν με πείραζε η μοναχικότητά
μου. Ίσα ίσα. Πάντα την αποζητούσα και την αναζητούσα.
Έβλεπα γυναίκες να μπαίνουν και να βγαίνουν και πήγα να ρωτήσω πού
βρισκόμαστε για να δω πότε περίπου θα μπω, πότε θα είναι η σειρά μου. Η
συμπαθητική γραμματέας μού είπε πως είναι να μπουν άλλα τέσσερα άτομα και μετά
είμαι εγώ. Ακόμα δεν ήξερα ποιος είναι ο αριθμός μου αλλά δεν με ενδιέφερε...
Θα μετρούσα τις τέσσερις γυναίκες που θα έμπαιναν και θα έβγαιναν... Είχα την
εντύπωση πως θα είμαι το νούμερο δώδεκα ή το δεκατρία; Κάτι τέτοιο... Δεν
ήξερα. Δεν ρώτησα.
Βγήκα έξω. Έκανα άλλη μία πρόβα. Και μετά κάθισα σε κάτι άλλα σκαλιά και
χάθηκα μέσα σε ανθρώπινες συζητήσεις. Λίγο πριν έρθει η σειρά μου, λίγο πριν
μπω στη δική μου ακρόαση, στην παρέα που βρισκόμουν είχαμε ένα ωραίο θέμα
συζήτησης και δεν είχα προλάβει να μιλήσω και να τους πω την άποψή μου. Μέχρι
εκείνο το σημείο, μου άρεσε που τις άκουγα να συζητάνε.
Βγαίνει η γραμματέας να με φωνάξει γιατί θα είμαι η επόμενη...
Σηκώνομαι και βιαστικά και συντομογραφικά, λίγο πριν μπω στον χώρο αναμονής
του θεάτρου, γυρίζω το κεφάλι μου και τους λέω...
«Πάντως, να σας πω, επειδή είμαι αρκετά μεγαλύτερή σας, πως και για εμένα ισχύουν
τα ίδια. Ακριβώς τα ίδια! Δεν τα βγάζεις πέρα... Προσπαθείς να τα βγάλεις
πέρα... Κάπως έτσι!» Κάτι τέτοιο τους είπα... και τις είδα να γελάνε και να
χαμογελάνε και κατέβηκα τα δύο-τρία σκαλιά για να μπω στο θέατρο... στο
διάδρομο...
Βγήκε η προηγούμενή μου και μπήκε ένας άντρας και μια γυναίκα. Κοίταξα
ερωτηματικά τη γραμματέα γιατί νόμιζα πως ήμουν η επόμενη κι εκείνη σαν να
κατάλαβε από το βλέμμα μου τι θα την ρωτούσα μού είπε πως είναι γνωστοί του
σκηνοθέτη έτυχε να περάσουν μια βόλτα από εδώ, θα μείνουν λίγο και θα τελειώσουν
σύντομα. Μού είπε πως είμαι ο αριθμός δέκα και με ρώτησε «Μήπως είσαι το δέκα
το καλό;» και χαμογέλασα-γέλασα «Δεν ήξερα καν τον αριθμό μου...» της είπα
«Τώρα μόλις τον έμαθα...»
Είχα καιρό να το ακούσω αυτό! Το δέκα το καλό! Αλήθεια, πόσο καιρό έχω να
παίξω χαρτιά;
Βγήκε το ζευγάρι, όντως ήταν λίγος ο χρόνος που έμειναν μέσα.
Δεν ξέρω αν ήμουν το δέκα το καλό... αλλά ένιωσα πως ήρθε η ώρα της δικής
μου παρτίδας! Να δείξω ή να κρύψω τα χαρτιά μου (ανάλογα με το τι έχω στα χέρια
μου); Να πάω πάσο; Να κάνω μπλόφα; Να παίξω κι αν, ναι, να διαλέξω ποια χαρτιά;
Ποιον κοροϊδεύω; Μπλόφα δεν θα κάνω. Πάσο δεν θα πάω. Θα παίξω τα χαρτιά της
Αλήθειας μου, κι αν χρειαστεί, θα βγάλω ακόμα και άσσους από τα μανίκια μου!
Μπήκε η γραμματέας να αφήσει το βιογραφικό μου και αμέσως μετά ακολούθησα
εγώ. Και, καθώς περνούσα την πόρτα, αισθάνθηκα πως το παιχνίδι ξεκινάει. Τικ
Τακ. Τικ Τακ.
Βγήκε η γραμματέας ενώ εγώ άφηνα την μικρή μου τσάντα πλάτης στα καθίσματα
του κοινού και πήρα μαζί μου την πλαϊνή μου τσάντα στη σκηνή. Την άφησα στην
άκρη χωρίς να ανέβω ακόμα επάνω στη σκηνή και γύρισα προς τον σκηνοθέτη. Πήγα
να του δώσω το χέρι μου κι εκείνος μου είπε πως μπήκα γεμάτη ενέργεια (ιδέα δεν
είχα πώς μπήκα!), «φουριόζα» (εγώ δεν ένιωθα φουριόζα!) και πως του αρέσουν οι
άνθρωποι που είναι έτσι! (Ειλικρινά αναρωτιόμουν πώς μπήκα γιατί είχα την
αίσθηση πως για τα δικά μου δεδομένα η είσοδος μου ήταν «χαλαρή» και όχι τόσο...
ενεργητική! Παρόλα αυτά, μού φάνηκε αστείο πως όσο κι αν τελικά χαμηλώνω την
ενέργεια μου πάλι, για τα δεδομένα των άλλων, υψηλή είναι...). Δώσαμε τα χέρια
και μου είπε να ανέβω στη σκηνή να με δει. Ανέβηκα και στάθηκα σε ένα σημείο
ακίνητη. Ήρθε πολύ κοντά μου «Έρχομαι κοντά σου. Θέλω να σε δω.», μού είπε.
Πήγε από δεξιά μου, πήγε από αριστερά μου, στάθηκε μπροστά μου. Με κοίταζε όπως
κοιτάνε συνήθως οι κινηματογραφικοί σκηνοθέτες όχι τόσο οι θεατρικοί. Με
περιεργαζόταν διαφορετικά... Σαν να θέλει να δει τις γωνίες μου, τα προφίλ
μου, τα χαρακτηριστικά μου, τις λεπτομέρειες, πώς «γράφω» στο φως... Δεν
ξέρω... Με κοίταζε με έναν ιδιαίτερα διαφορετικά δημιουργικό τρόπο... Δεν νομίζω
να με έχουν ξανακοιτάξει σε θεατρική ακρόαση έτσι. Τον ρώτησα αν θέλει να κατεβάσω
τα μαλλιά μου κι εκείνος μού είπε να μην τα κατεβάσω ενώ συνέχιζε να με
κοιτάζει από κοντά.
Ήταν και ο βοηθός του μέσα. Δεν είπε ούτε μία λέξη. Σιωπηλός σε όλη την
διάρκεια. Σιωπηλός, σοβαρός και συμπαθητικός.
Ο σκηνοθέτης, αφού με κοίταξε πολύ καλά, έσπασε τη σιωπή ρωτώντας με από
πού είμαι. Του είπα πως έχω γεννηθεί και μεγαλώσει εδώ αλλά του μίλησα για τα
δύο νησιά μου, τη Σάμο και την Κέρκυρα, έχω την αίσθηση, όμως, πως τα έλεγα όλα
ανακατεμένα. Εκείνος μού είπε πως έχω την Κερκυραϊκή ατμόσφαιρα κι εγώ του είπα
πως την Κέρκυρα, δυστυχώς, δεν την έχω ζήσει πολύ, αν και οι Κερκυραίοι, όντως,
μού λένε πως μοιάζω με Κερκυραία. Με ρώτησε για τις σπουδές μου. Μίλησα για τις
σχολές από τις οποίες έχω περάσει και με ρώτησε για τη σχέση μου με τον
σκηνοθέτη μίας από τις σχολές. Η αλήθεια είναι πως αυτό ήθελα να το αποφύγω,
γιάτι δεν μου αρέσει να μιλάω σε κάποιον του καλλιτεχνικού χώρου για κάποιον άλλον
του καλλιτεχνικού χώρου, για αυτό και αποφεύγω ονόματα. Του είπα, λοιπόν, πως
σε εκείνη τη δουλειά, γιατί συνεργάστηκα και μαζί με αυτόν τον σκηνοθέτη, εμείς
κάναμε πρόβες με έναν άλλον Άνθρωπο, δουλεύαμε σωματικό θεάτρο και ακροβατικά,
δεν κάναμε πρόβες τόσο με τον ίδιο τον σκηνοθέτη, κάτι που ήταν και η αλήθεια.
Ενώ κοίταζε το βιογραφικό μου μού είπε πως θα ήθελε να το δει με περισσότερη προσοχή,
ίσως το δει αργότερα, αλλά πως, δυστυχώς, τώρα δεν υπάρχει ο χρόνος μα δεν πειράζει
γιατί θα δει εμένα και θα με ακούσει.
Με ρώτησε τι έχω ετοιμάσει και του είπα πως θα δείξω ένα απόσπασμα από την
τελευταία μου παράσταση.
Έβγαλα από την τσάντα μου κάτι και το ακούμπησα στην σκηνή. Με ρώτησε τι
είναι αυτό. Και απάντησα η μουσική μου. Εκείνος κάπως έμοιασε έκπληκτος ή
σχεδόν εντυπωσιασμένος. Νομίζω πως κάτι ψιθύρισε σε σχέση με αυτό...
Έβαλα τη μουσική μου και ξεκίνησα...
Την ώρα που έλεγα τα λόγια μου... εκείνος πάλι με περιεργαζόταν... σαν να
ήθελε να με δει από διαφορετικές οπτικές γωνίες... Ερχόταν κοντά μου, πιο κοντά
μου, πολύ κοντά μου, με κοίταζε από δεξιά, από αριστερά, από το κέντρο, έφευγε
μακριά μου, πιο μακριά μου, πολύ μακριά μου και μετά ξαναερχόταν πολύ κοντά
μου, γύρω μου, παντού.
Κι εγώ συνέχιζα απόλυτα εστιασμένη και συγκεντρωμένη, κοιτάζοντας σε ένα
σημείο απέναντί μου και μόνο μία στιγμή μπέρδεψα τα λόγια μου και είπα άλλα...
μα είμαι σχεδόν σίγουρη, πως δεν φάνηκε καθόλου, το πρόσθεσα χωρίς άγχος μέσα
στην ατμόσφαιρα που ήμουν και αμέσως μετά βρήκα σε ποιο σημείο του κειμένου
βρισκόμουν και συνέχισα από εκεί... Απλά έμοιασε σαν να έχει μια μικρή
επανάληψη το κείμενο σε μία-δύο φράσεις... αλλά ταίριαξε σαν να ήταν μέσα στον
ρόλο... είχα αποφασίσει, φυσικά, πως δεν θα διακόψω για τίποτα στον κόσμο...
Στο τέλος, πήγε ξανά μακριά μου και έτσι τον κοίταξα... Τα τελευταία μου
λόγια τα είπα σε αυτόν... Ήθελα να δει στην ακρόασή μου και την απεύθυνση και
την αμεσότητα... να είμαι σίγουρη πως θα έχει λάβει και αυτό το στοιχείο μου...
Τελείωσε η μουσική.
Τελείωσε το κείμενο.
Έκλεισα τον ήχο.
Ἠρθε ξανά κοντά μου, με κοίταξε μέσα στα μάτια, βαθιά μέσα στα μάτια, και
μου είπε:
«Είσαι διαφορετική. Είσαι πολύ διαφορετική. Είσαι διαφορετική. Είσαι καλή.
Είσαι πολύ καλή. Και δεν το λέω αυτό σε όλους. Δεν θα πω τίποτα, αν είναι. Τα
λέω σε εσένα. Είσαι πολύ καλή. Είσαι εσωτερική και, ταυτόχρονα, είσαι
εξωτερική. Έχεις βρει την ισορροπία. Είσαι εσωτερικευμένα εξωτερική,
εξωτερικευμένα εσωτερική. (σε αυτό το σημείο χαμογέλασα γιατί μου θύμισε το πώς
μιλάω εγώ!). Με συναίσθημα. Με φωνή. Είσαι αισθαντική. Αληθινή. Είσαι
διαφορετική. Και τα ξέρεις όλα αυτά που σου λέω, δεν τα ξέρεις; Εσύ για εσένα;»
«Τα ξέρω.» είπα με σιγουριά.
«Το ξέρω ότι τα ξέρεις. Χρειάζεται υπομονή σε αυτόν τον χώρο. Κρατάω το
βιογραφικό σου. Θα ήθελα να συνεργαστώ μαζί σου. Και είσαι διαφορετική προς τα
πάνω. Γιατί υπάρχει και διαφορετικό προς τα κάτω. Αλλά εσύ; Είσαι διαφορετική
προς τα πάνω. Θα ήθελα πολύ να συνεργαστώ μαζί σου...»
Έτσι μού είπε και μού φίλησε το χέρι! Με σεβασμό.
Με κοιτούσε... σαν να είμαι κάτι εντελώς διαφορετικό...
Βγήκα και τα κορίτσια με ρώτησαν πώς τα πήγα...
Ήμουν ήρεμη, ευχαριστημένη, ικανοποιημένη, συγκινημένη.
«Πήγα πολύ καλά...» ψιθύρισα... και ευχήθηκα σε όλες τους «Καλή επιτυχία».
Σε όσες με ρωτούσαν πώς είναι μέσα... τους περιέγραψα λίγο το χώρο (για
εμένα έχει σημασία πάντα και ο χὠρος πού βρίσκομαι και το πώς είναι η σκηνή)
και τους μίλησα και λίγο για το πώς ένιωσα με τους Ανθρώπους (άνετα, οικεία,
ζεστά).
Τις χαιρέτησα, με αρκετές πρόλαβα να ανταλλάξω και στοιχεία, ονόματα,
τηλέφωνα... Μού έλεγαν πως είμαι πολύ επικοινωνιακή... και πως έχω ωραία
ενέργεια... εγώ μας ένιωθα όλες με ωραία ενέργεια... Τις είχα συμπαθήσει...
Έφυγα με ένα μεγάλο χαμόγελο... και με μια γαλήνια καρδιά...
Και πήγα και συνάντησα την αδερφή μου, που είχε πάει ώρα πριν, στο κέντρο
της Αθήνας, στο στέκι μας, για καφέ! Δεν είχα πιει ακόμα καφέ και είχαν περάσει
τρεις ώρες αναμονής μέχρι να μπω στην ακρόαση!
Αφού ήπια τον ζεστό καφέ μου και έφαγα το κέικ και τα μπισκοτάκια... χαλάρωσα
στην ησυχία μου...
Σηκωθήκαμε, γυρίσαμε περπατητά και συζητήσαμε... και όπως μίλαγα για την
ακρόαση... και ήμασταν συγκινημένες και οι δύο... η αδερφή μου που ήξερε όλη
την πορεία μου και που είχε ζήσει όλη τη μέχρι τώρα ζωή μου να με ξεχωρίζουν σε
όλες τις ακροάσεις αλλά τελικά να μην με παίρνουν στις δουλειές... μού έπιασε
το χέρι και μού είπε...
«Ούτε μία στιγμή στη ζωή μας δεν αμφισβητήσαμε το ότι είσαι ηθοποιὀς...».
Γνωρίζαμε και οι δύο πως, το πιθανότερο, δεν έκανε καμία διαφορά.
Το πιθανότερο, δεν θα με έπαιρναν ούτε σε αυτήν την δουλειά.
Αλλά αυτό δεν μείωνε καθόλου την αξία.
Την αξία αυτού που ήμουν και αυτού που είμαι.
Ούτε τη σημασία.
Τη σημασία όσων λέγονται και όσων γίνονται.
Την σημασία αυτού που συμβαίνει στις δικές μου ακροάσεις, που είναι μια
άλλη πραγματικότητα σκηνής και ζωής.
Αυτό που συνέβηκε θα το κουβαλούσα μέσα μου για αυτό που είναι. Θα κρατούσα
όλα τα καλά... Το βλέμμα του σκηνοθέτη και τις λέξεις και τις σκέψεις και τα
συναισθήματα που γεννήθηκαν...
Μετά περπατήσαμε στη σιωπή...
Και
Σκεφτόμουν...
Τελικά ήταν καλύτερα...
Ήταν καλύτερα...
Που πήγα πρώτα στην ακρόαση και μετά για καφέ...
Δεν υπήρχε μέσα μου καμία αναταραχή...