10/8/24

Χώροι

 

 

20.09.2024 Παρασκευή

 

Σήμερα πήγα να δω έναν χώρο

(για μια ακόμα φορά, αναζητάω χώρο για μαθήματα, σεμινάρια, πρόβες).

 

Έφτασα νωρίτερα (όπως συνηθίζω να κάνω). Είχα αρκετή διαδρομή, δεν ήξερα πώς και πόσο να την υπολογίσω χρονικά, και, φυσικά, προτίμησα να φτάσω πιο νωρίς από το να φτάσω πιο αργά.

 

Άνοιξα σιγά την πόρτα του Θεάτρου, περπάτησα αργά και αθόρυβα και τους είδα όλους σκορπισμένους γύρω από τη σκηνή.

 

Ο Άνθρωπος με τον οποίο είχα συνάντηση (κι είχα τόσα χρόνια να τον δω!) καθόταν μαζί με έναν άλλον Άνθρωπο, σε δύο καρέκλες, ο ένας απέναντι από τον άλλον και συζητούσαν. Ήταν τόσο όμορφα ταιριαστοί που με συγκίνησε αυτή η αρχική εικόνα. Δύο εντελώς κινηματογραφικές φιγούρες. Στα καθίσματα του κοινού καθόταν μια γυναίκα και λίγο πιο πέρα δίπλα στη σκηνή ήταν ένας νεαρός, ή, μάλλον, ίσως, όχι και τόσο νεαρός, περίπου στην ηλικία μου... Είναι αυτή η ιδιαίτερη «ενδιάμεση» ηλικία...

 

Ρώτησα αν ενοχλώ και μού είπαν πως έχουν τελειώσει κάνοντάς μου νόημα να περάσω. Ο υπεύθυνος του Θεάτρου με γνώρισε στον Άνθρωπο-σκηνοθέτη δίπλα του.

 

Με το που άκουσα το όνομά του, χαμογέλασα. Είχα μια μικρή ιστορία ζωής μαζί του που είμαι σίγουρη πως δεν θα την θυμόταν...

 

Κάθισα σιωπηλά στο κοινό. Παρακολούθησα με ενδιαφέρον όσα συζητούσαν. Άκουσα, για παράδειγμα, να λέγεται για το Θέατρο πως δεν είναι μόνο Τέχνη και ότι είναι και «αγγαροδουλειά» με την έννοια του πόση δουλειά χρειάζεται να κάνει κάποιος στις πρόβες για να φτάσει στις παραστἀσεις.

 

Και πάλι δεν μπόρεσα να συγκρατήσω το χαμόγελό μου. Όχι γιατί μου έλειπε ποτέ η προθυμία αλλά επειδή είμαι από τους ηθοποιούς που ρίχνουν πολλή δουλειά, πάρα πολλή δουλειά, όταν επιλέγουν να ασχοληθούν με κάτι κι αυτό το είχα από πάντα...

 

Όταν τελείωσαν την πρόβα τους, ο σχεδόν συνομήλικός μου, γύρισε να με κοιτάξει. Δώσαμε τα χέρια, γνωριστήκαμε, μού είπε σε σχέση με το τί έργο κάνουν πρόβα και πότε το ανεβάζουν. Ευχήθηκα «καλή επιτυχία» και είπα πως το πιθανότερο θα πάω να τους δω. Ύστερα αυτός και η γυναίκα έφυγαν. Ο υπεύθυνος του χώρου πήγε μέσα, νομίζω στο γραφείο, και έτσι έμεινα, για λίγο, μόνη μου με τον σκηνοθέτη.

 

Δεν άντεξα, λοιπόν, να μην του πω την μικρή ιστορία μας.

 

«Κάποτε μου είχατε στείλει ένα βιβλίο σας...» είπα.

 

Κι έκεινος με κοίταξε με έκπληξη.

 

Δεν με γνώριζε, δεν τον γνώριζα. Αλλά, ναι, ήταν αλήθεια. Μού είχε στείλει ένα βιβλίο του...

 

«Δεν μου δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να σας το πω από κοντά: Το βιβλίο σας μου άρεσε πολύ, μου άρεσε πάρα πολύ. Με άγγιξε η αλήθεια του. Αλήθεια, έχει αλήθεια. Είναι τόσο αληθινό.»

 

Εκείνος συνέχιζε να με κοιτάζει, σχεδόν συγκινημένος, και μού είπε πως δεν το θυμόταν και με ρώτησε πώς και μού το έστειλε... Το βιβλίο του... θυμόταν να το στέλνει μόνο σε φίλους του...

 

Μα πώς να το θυμάται! Δεν είχαμε κάνει ποτέ κάποια ουσιαστική γνωριμία από κοντά! Εδώ εγώ όταν τον είδα δεν θα τον αναγνώριζα και δεν θα του έλεγα τίποτα. Από το όνομά του μού ήρθε αμέσως το βιβλίο και στην αρχή δεν ήμουν καν σίγουρη πως είναι αυτός! Όταν είπε κάτι στους ηθοποιούς στη συζήτηση, μετά την πρόβα, σιγουρεύτηκα κι έτσι σκέφτηκα να του μιλήσω...

 

«Δεν πειράζει που δεν το θυμάστε. Πώς να το θυμάστε! Πάνε πολλά χρόνια από τότε. Πάρα πολλά!»

 

«Αν σου άρεσε εκείνο το βιβλίο...» μού είπε ευγενικά «να σου στείλω τότε και το άλλο μου βιβλίο, αυτό που έγραψα τώρα... Αν θες μου δίνεις τη διεύθυνσή σου και...»

 

Η χαρά μου δεν περιγράφονταν!

 

«Εννοείται!» είπα κι έγραψα αμέσως τη διεύθυνσή μου και τού την έδωσα σε ένα χαρτί.

 

Τι απρόσμενη συνάντηση ήταν αυτή! Εγώ είχα έρθει να δω τον χώρο και τώρα, να! Συζητούσα με έναν Άνθρωπο που δεν είχα συζητήσει ξανά!

 

«Μου άρεσε πολύ το βιβλίο σας...» είπα ξανά και το εννοούσα. «Με συγκίνησε ο τρόπος που μιλούσατε για τον καλλιτεχνικό χώρο...»

 

Ήρθε τότε ο συμπαθητικός και προσιτός υπεύθυνος του χώρου (που είμαι σίγουρη πως αν διάβαζε αυτό το κείμενο δεν θα ήθελε καθόλου να περιγράφεται σαν «υπεύθυνος χώρου» καθώς είναι πάνω και πέρα από όλα... μουσικός... καλός μουσικός...).

 

Με το που μπαίνει, λοιπόν, στον χώρο, γυρίζω, αμέσως, και τού λέω με ενθουσιασμό

 

«Μου είχε στείλει κάποτε το βιβλίο του!»

 

Και χαμογελάσαμε-γελάσαμε και οι τρεις μας.

 

«Είδες;» λέει ο σκηνοθέτης-συγγραφέας «Υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που διαβάζουν!»

«Ναι!» είπε και ο μουσικός-υπεύθυνος «Αισιόδοξο το ότι οι νέοι διαβάζουν!»

 

Γέλασα μέσα μου με το «οι νέοι». Οι νέοι... Είναι όπως όταν κι εγώ σκέφτηκα αρχικά σαν «νεαρό» τον συνομήλικό μου στον χώρο...

 

Και οι παλιοί! Και οι παλιοί! Είπα μέσα μου... Δεν ήμαστε και τόσο νέοι πια...

 

Βέβαια, καταλαβαίνω... Ήμουν πιο νέα από τους δύο αυτούς Ανθρώπους και για αυτό το είπαν αυτό... αλλά και πάλι... τέλος πάντων...

 

«Μου αρέσει το διάβασμα. Μου αρέσουν τα βιβλία.» είπα αυθόρμητα...

 

Και κάπως έτσι έκλεισε η συζήτησή μας... Με ένα απλό... Μου αρέσουν τα βιβλία...

 

Χαιρετήσαμε τον σκηνοθέτη...

 

Κι εγώ έμεινα να συζητήσω για τον χώρο και να ρωτήσω μέρες και ώρες και χρήματα... με έναν Άνθρωπο που υπάρχει λόγος που τον συμπαθούν όλοι και που λένε τα καλύτερα για αυτόν...

 

Κι όταν έφυγα σκεφτόμουν τη μικρή βιβλιο-ιστορία μου...

 

Κάποτε, πριν πολλά πολλά πολλά χρόνια, μπορεί να είναι και σχεδόν είκοσι πια, επειδή αυτό το βιβλίο δεν μπορούσες να το βρεις στα βιβλιοπωλεία, είχε εξαντληθεί;, δεν θυμάμαι, ούτε και τώρα μπορείς να το βρεις, επικοινώνησα με αυτόν τον σκηνοθέτη. Κι εκείνος μού το έστειλε ταχυδρομικά... Ο σκηνοθέτης τώρα μού είπε πως όχι μόνο δεν βρίσκεται στα βιβλιοπωλεία πια... αλλά δεν έχει ούτε ο ίδιος άλλα για να δώσει... και επειδή του μίλησα με τόση συγκίνηση για αυτό προβληματίστηκε μήπως να βρει τρόπο και να βγάλει μερικά ακόμα αντίτυπα... για να μπορεί να δώσει...

 

Αισθάνθηκα πολύ τυχερή... που το έχω στα χέρια μου...

 

Και σκέφτηκα... πως, ίσως, ήρθε η ώρα, μετά από τόσα χρόνια, να το ξαναδιαβάσω...

 

Μπορεί να μη βρήκα ακόμα το χώρο μου... αλλά μέσα από όλα αυτά... μοιάζει σαν να συναντάω, ξανά και ξανά, τον εαυτό μου... κομμάτια του εαυτού μου... κι είναι σαν σκόρπιες σκισμένες σελίδες βιβλίου που δεν μπήκαν ποτέ σε σειρά και που δεν διαβάστηκαν ποτέ... μα που μπορεί να τις συναντήσεις μπροστά σου εκεί που δεν το περιμένεις και κάτι να σου πουν...

 

Αν, φυσικά, έχεις τη διάθεση να τις ακούσεις... να με ακούσεις...

 

Να τις διαβάσεις... Να με διαβάσεις...


Να με ακούσω... Να με διαβάσω...


Σήμερα πήγα να δω έναν χώρο...


και βρήκα μέσα τον εαυτό μου. 




 

 

10/7/24

Μόνο Αυτό (2)

 

24.09.24 Τρίτη

 

Δεν είσαι μόνο αυτό.

Μου είπε.

Εκείνος.

 

Δεν είσαι μόνο αυτό.

Μου είπε.

Εκείνη.

 

Δεν είσαι μόνο αυτό.

Μου είπαν.

Εκείνοι.

 

Δεν είσαι μόνο αυτό.

Μου είπαν.

Όλοι.

 

Κι εγώ ακόμα ένιωθα «Μόνο αυτό».

 

Ο εαυτός μου.

Η σκηνή μου.

Ο χρόνος και η τέχνη.

Οι Άνθρωποι.

 

Γιατί η σκηνή ποτέ δεν είναι «μόνο», «μόνο αυτό».

Η σκηνή είναι τα πάντα και τα χωράει όλα.

 

Ίσως, για αυτό να νιώθω «μόνο αυτό».

Γιατί αυτό το «μόνο αυτό» τα έχει μέσα του όλα.

 

Ακόμα κι εμένα.



Μόνο Αυτό (1)

 

Μόνο Αυτό (1)

 

24.09.24 Τρίτη

 

Είχα καιρό να αισθανθώ τόσο χαμένη.

Νομίζω ότι είναι επειδή με βρήκα.

Νομίζω ότι συνέβηκε επειδή είχα καιρό να με βρω.

 

Πάνω στη σκηνή με βρήκα.

Κάτω από τη σκηνή με έχασα.

 

Πάνω στη σκηνή με βρίσκω.

Κάτω από τη σκηνή με χάνω.

 

Και οι γύρω μου μού λένε.

«Μα δεν είσαι (μόνο) αυτό.»

 

Κι εγώ αισθάνομαι.


Αισθάνομαι.

Αυτό.

 

Μόνο Αυτό.

 

 

Ακρόαση

 

Σεπτέμβριος 2024

 

Σκεφτόμουν...

 

να πάω πρώτα για καφέ και μετά στην ακρόαση

ή

να πάω πρώτα στην ακρόαση και μετά για καφέ;

 

Αποφάσισα το δεύτερο.

 

Αν έκανα το πρώτο είναι πολύ πιθανό να είχα μια αναταραχή μέσα μου κατά την διάρκεια του πρωινού καφέ μου και δεν το ήθελα αυτό.

 

Έφαγα βιαστικά μισή μπανάνα, ήπια πρόχειρα ένα ποτήρι νερό, έκανα γρήγορα ντους, ντύθηκα, ετοιμάστηκα, εκτύπωσα το βιογραφικό μου και ξεκίνησα, περπατώντας την Πατησίων από το σπίτι μου μέχρι και το Θησείο.

 

Ήταν πρωί πρωί Κυριακής οπότε ο δρόμος είχε μια γλυκιά ησυχία.

 

Έφαγα κι ένα κουλούρι στο δρόμο να με «κρατήσει», να ηρεμήσει λίγο την πείνα μου γιατί εγώ αν δεν φάω γερό πρωινό δεν λειτουργώ...

 

Στο Θησείο πήγα να χαθώ αλλά, ευτυχώς, το κατάλαβα εγκαίρως οπότε διόρθωσα το «λάθος» μου αμέσως, έστριψα στους σωστούς δρόμους, γυρνώντας λίγο προς τα πίσω, και σύντομα βρέθηκα ξανά να περπατάω προς τον προορισμό μου...

 

Ακουστικά, μουσική και πρόβα στο μυαλό μου. Εννοείται πρόβα στο μυαλό μου, κινήσεις και λέξεις, λέξεις και κινήσεις!

 

Έφτασα περίπου μία ωρα πριν την ώρα της ακρόασης και ήδη ήταν εκεί περίπου δέκα Άνθρωποι. Δέκα γυναίκες. Δέκα πανέμορφες γυναίκες... Η κάθεμία είχε τη δική της ξεχωριστή ομορφιά... Καθόντουσαν σκορπισμένες σε ομάδες, ανά δύο ή ανά τρεις... Για λίγο χάθηκα μέσα στην ομορφιά τους όπως τις είδα από μακριά... κι όταν έφτασα κοντά τους μού φάνηκαν ακόμα πιο εντυπωσιακές!

 

Είπα «Καλημέρα» σε όλες τους και ρώτησα τη γνωστή ερώτηση... αν έγραψαν το όνομά τους, αν υπάρχει κάποιο χαρτί που φαίνεται η σειρά μας... ήμασταν πιο νωρίς και δεν ήξερα αν είχαμε ξεκινήσει τη διαδικασία των ονομάτων, μου έγνευσαν καταφατικά και μπήκα στο θέατρο...

 

Μέσα ήταν μια ευγενική γραμματέας (σπάνιο αυτό και πολυτιμο!). Μου ζήτησε το βιογραφικό μου, με ρώτησε αν θέλω νερό (αυτό, σε εμένα, δεν έχει ξαναγίνει ποτέ σε ακρόαση!) και μου είπε να κάτσω όπου θέλω είτε μέσα είτε έξω.

 

Αφού με χαρά δέχτηκα το νερό (είχα περπατήσει πάνω από μία ώρα για να φτάσω στο θέατρο και είχα και ζεσταθεί και διψάσει) αποφάσισα να μείνω μέσα. Περίεργο για εμένα γιατί πάντα στην αναμονή των ακροάσεων επιλέγω το «έξω» αν υπάρχει αυτή η δυνατότητα όπου μπορείς να έχεις αέρα και να βρεις και μια ήσυχη μοναχική γωνίτσα. Αυτήν τη φορά, όμως, έτυχε να είναι όλοι έξω και να μην είναι ακόμα κανείς μέσα, επειδή ήταν πολύ νωρίς. Κάθισα, λοιπόν, σε έναν άδειο πολύ μικρό χώρο, χαμηλοτάβανο, χωρίς κανέναν, όπου μπορούσα να κάνω την πρόβα μου με ηρεμία. Από μέσα ακουγόταν ήχος πιάνου... με ταξίδεψε και με γαλήνεψε. Με συγκίνησε. Αφού με πίεσα να φύγει η προσοχή μου από την πιανιστική μουσική, εστίασα σε εμένα κι έκανα μερικές φορές πρόβα αυτό που είχα προετοιμάσει να παρουσιάσω.

 

Συνέχιζαν να έρχονται ωραίες γυναίκες... Καλλιτεχνικές. Κινηματογραφικές. Τις χάζευα με την άκρη του ματιού μου όπως περνούσαν από τη γραμματεία, μία μία, για να αφήσουν κι εκείνες τα βιογραφικά τους. Όλες έμπαιναν για λίγο και όλες έβγαιναν έξω μετά στον ήλιο και στο φως.

 

Όταν πια ήρθαν δύο γυναίκες να κάτσουν μέσα στον μικρό χώρο που ήμουν κι εγώ, είχα πια τελειώσει με την πρόβα μου, είχα ανάγκη να βγω έξω, ήθελα αέρα, όποτε αφού τις καλημέρισα με χαμόγελο, έφυγα και βγήκα από τον σκοτεινό εσωτερικό μικρό χώρο στον φωτεινό εξωτερικό μεγάλο χώρο...

 

Τι όμορφο μέρος!

Τι ωραίος πεζόδρομος!

 

Τι όμορφη μέρα!

Τι ωραίος καιρός!

 

Περπάτησα λίγο πάνω κάτω και παρατήρησα τις γυναίκες γύρω μου! Πόσες διαφορετικές ιστορίες! Τι θα κουβαλάει μέσα της άραγε η κάθεμία! Και τι δεν θα έδινα για να είμαι μέσα στη σκέψη όλων!

 

Συνήθως, στις ακροάσεις μιλάω στους Ανθρώπους που είναι εκεί. Γίνονται αμέσως «φίλοι» μου. Τους νιώθω μια παρέα όλους. Σήμερα, όμως, ήμουν σιωπηλή. Ένιωθα Αγάπη για όλες τους. Ένιωθα πως μοιραζόμαστε κάτι κοινό. Αλλά ήμουν στα «διαλογιστικά» μου στάδια όπου επιλέγω να μην μιλάω πολύ. Είναι κάποιες φορές, όχι λίγες, στη ζωή που επιλέγω τη σιωπή.

 

Όσο περνούσε η ώρα... πού και πού... έκανα και την πρόβα μου... πέρναγα τα λόγια μου... και στο μυαλό μου νοητά όλο το κομμάτι...

 

Χωρίς να το καταλάβω, βρέθηκα να πηγαίνω πάλι πάνω κάτω...

Άκουγα μουσική... Σταματούσα να ακούω μουσική...

Έκανα ό,τι ήθελα για να είμαι ήρεμη και συγκεντρωμένη...

Ό,τι ένιωθα... όπως ένιωθα...

 

Κάθισα σε κάτι σκαλιά.

Έβγαλα φωτογραφίες.

Ένιωσα ο εαυτός μου.

 

Ξανασηκώθηκα.

Ξανακάθισα.

Ξαναπερπάτησα.

 

Η ακρόαση νομίζω είχε πια ξεκινήσει... Είχαν αρχίσει να βλέπουν, μία μία, μέσα τις κοπέλες... Δεν ήξερα καν τι αριθμό έχω... αλλά ήξερα πως ακόμα ήταν νωρίς για εμένα...

 

Κάποια στιγμή, μια γυναίκα που την ένιωθα, ίσως, να είναι λίγο πιο κοντά σε εμένα ηλικιακά... μού μίλησε... Οπότε καθίσαμε (όρθιες ακόμα) οι δυό μας και μιλήσαμε τόσο όμορφα και απλά που χαλάρωσα... ακούγοντας και κάποιον άλλον να βρίσκεται στον δικό του αγώνα ζωής...

 

Αυτό ήταν... έγινε η αρχή. Βρέθηκα ξαφνικά να μιλάω με αρκετές από τις γυναίκες που περιμέναμε μαζί...

 

Και ένιωσα... για μια ακόμα φορά... λιγότερο μόνη.

 

Κι ας είναι ο δρόμος μου τόσο μοναχικός. Ποτέ δεν με πείραζε η μοναχικότητά μου. Ίσα ίσα. Πάντα την αποζητούσα και την αναζητούσα.

 

Έβλεπα γυναίκες να μπαίνουν και να βγαίνουν και πήγα να ρωτήσω πού βρισκόμαστε για να δω πότε περίπου θα μπω, πότε θα είναι η σειρά μου. Η συμπαθητική γραμματέας μού είπε πως είναι να μπουν άλλα τέσσερα άτομα και μετά είμαι εγώ. Ακόμα δεν ήξερα ποιος είναι ο αριθμός μου αλλά δεν με ενδιέφερε... Θα μετρούσα τις τέσσερις γυναίκες που θα έμπαιναν και θα έβγαιναν... Είχα την εντύπωση πως θα είμαι το νούμερο δώδεκα ή το δεκατρία; Κάτι τέτοιο... Δεν ήξερα. Δεν ρώτησα.

 

Βγήκα έξω. Έκανα άλλη μία πρόβα. Και μετά κάθισα σε κάτι άλλα σκαλιά και χάθηκα μέσα σε ανθρώπινες συζητήσεις. Λίγο πριν έρθει η σειρά μου, λίγο πριν μπω στη δική μου ακρόαση, στην παρέα που βρισκόμουν είχαμε ένα ωραίο θέμα συζήτησης και δεν είχα προλάβει να μιλήσω και να τους πω την άποψή μου. Μέχρι εκείνο το σημείο, μου άρεσε που τις άκουγα να συζητάνε.

 

Βγαίνει η γραμματέας να με φωνάξει γιατί θα είμαι η επόμενη...

 

Σηκώνομαι και βιαστικά και συντομογραφικά, λίγο πριν μπω στον χώρο αναμονής του θεάτρου, γυρίζω το κεφάλι μου και τους λέω...

 

«Πάντως, να σας πω, επειδή είμαι αρκετά μεγαλύτερή σας, πως και για εμένα ισχύουν τα ίδια. Ακριβώς τα ίδια! Δεν τα βγάζεις πέρα... Προσπαθείς να τα βγάλεις πέρα... Κάπως έτσι!» Κάτι τέτοιο τους είπα... και τις είδα να γελάνε και να χαμογελάνε και κατέβηκα τα δύο-τρία σκαλιά για να μπω στο θέατρο... στο διάδρομο...

 

Βγήκε η προηγούμενή μου και μπήκε ένας άντρας και μια γυναίκα. Κοίταξα ερωτηματικά τη γραμματέα γιατί νόμιζα πως ήμουν η επόμενη κι εκείνη σαν να κατάλαβε από το βλέμμα μου τι θα την ρωτούσα μού είπε πως είναι γνωστοί του σκηνοθέτη έτυχε να περάσουν μια βόλτα από εδώ, θα μείνουν λίγο και θα τελειώσουν σύντομα. Μού είπε πως είμαι ο αριθμός δέκα και με ρώτησε «Μήπως είσαι το δέκα το καλό;» και χαμογέλασα-γέλασα «Δεν ήξερα καν τον αριθμό μου...» της είπα «Τώρα μόλις τον έμαθα...»

 

Είχα καιρό να το ακούσω αυτό! Το δέκα το καλό! Αλήθεια, πόσο καιρό έχω να παίξω χαρτιά;

 

Βγήκε το ζευγάρι, όντως ήταν λίγος ο χρόνος που έμειναν μέσα.

 

Δεν ξέρω αν ήμουν το δέκα το καλό... αλλά ένιωσα πως ήρθε η ώρα της δικής μου παρτίδας! Να δείξω ή να κρύψω τα χαρτιά μου (ανάλογα με το τι έχω στα χέρια μου); Να πάω πάσο; Να κάνω μπλόφα; Να παίξω κι αν, ναι, να διαλέξω ποια χαρτιά; Ποιον κοροϊδεύω; Μπλόφα δεν θα κάνω. Πάσο δεν θα πάω. Θα παίξω τα χαρτιά της Αλήθειας μου, κι αν χρειαστεί, θα βγάλω ακόμα και άσσους από τα μανίκια μου!

 

Μπήκε η γραμματέας να αφήσει το βιογραφικό μου και αμέσως μετά ακολούθησα εγώ. Και, καθώς περνούσα την πόρτα, αισθάνθηκα πως το παιχνίδι ξεκινάει. Τικ Τακ. Τικ Τακ.

 

Βγήκε η γραμματέας ενώ εγώ άφηνα την μικρή μου τσάντα πλάτης στα καθίσματα του κοινού και πήρα μαζί μου την πλαϊνή μου τσάντα στη σκηνή. Την άφησα στην άκρη χωρίς να ανέβω ακόμα επάνω στη σκηνή και γύρισα προς τον σκηνοθέτη. Πήγα να του δώσω το χέρι μου κι εκείνος μου είπε πως μπήκα γεμάτη ενέργεια (ιδέα δεν είχα πώς μπήκα!), «φουριόζα» (εγώ δεν ένιωθα φουριόζα!) και πως του αρέσουν οι άνθρωποι που είναι έτσι! (Ειλικρινά αναρωτιόμουν πώς μπήκα γιατί είχα την αίσθηση πως για τα δικά μου δεδομένα η είσοδος μου ήταν «χαλαρή» και όχι τόσο... ενεργητική! Παρόλα αυτά, μού φάνηκε αστείο πως όσο κι αν τελικά χαμηλώνω την ενέργεια μου πάλι, για τα δεδομένα των άλλων, υψηλή είναι...). Δώσαμε τα χέρια και μου είπε να ανέβω στη σκηνή να με δει. Ανέβηκα και στάθηκα σε ένα σημείο ακίνητη. Ήρθε πολύ κοντά μου «Έρχομαι κοντά σου. Θέλω να σε δω.», μού είπε. Πήγε από δεξιά μου, πήγε από αριστερά μου, στάθηκε μπροστά μου. Με κοίταζε όπως κοιτάνε συνήθως οι κινηματογραφικοί σκηνοθέτες όχι τόσο οι θεατρικοί. Με περιεργαζόταν διαφορετικά... Σαν να θέλει να δει τις γωνίες μου, τα προφίλ μου, τα χαρακτηριστικά μου, τις λεπτομέρειες, πώς «γράφω» στο φως... Δεν ξέρω... Με κοίταζε με έναν ιδιαίτερα διαφορετικά δημιουργικό τρόπο... Δεν νομίζω να με έχουν ξανακοιτάξει σε θεατρική ακρόαση έτσι. Τον ρώτησα αν θέλει να κατεβάσω τα μαλλιά μου κι εκείνος μού είπε να μην τα κατεβάσω ενώ συνέχιζε να με κοιτάζει από κοντά.

 

Ήταν και ο βοηθός του μέσα. Δεν είπε ούτε μία λέξη. Σιωπηλός σε όλη την διάρκεια. Σιωπηλός, σοβαρός και συμπαθητικός.

 

Ο σκηνοθέτης, αφού με κοίταξε πολύ καλά, έσπασε τη σιωπή ρωτώντας με από πού είμαι. Του είπα πως έχω γεννηθεί και μεγαλώσει εδώ αλλά του μίλησα για τα δύο νησιά μου, τη Σάμο και την Κέρκυρα, έχω την αίσθηση, όμως, πως τα έλεγα όλα ανακατεμένα. Εκείνος μού είπε πως έχω την Κερκυραϊκή ατμόσφαιρα κι εγώ του είπα πως την Κέρκυρα, δυστυχώς, δεν την έχω ζήσει πολύ, αν και οι Κερκυραίοι, όντως, μού λένε πως μοιάζω με Κερκυραία. Με ρώτησε για τις σπουδές μου. Μίλησα για τις σχολές από τις οποίες έχω περάσει και με ρώτησε για τη σχέση μου με τον σκηνοθέτη μίας από τις σχολές. Η αλήθεια είναι πως αυτό ήθελα να το αποφύγω, γιάτι δεν μου αρέσει να μιλάω σε κάποιον του καλλιτεχνικού χώρου για κάποιον άλλον του καλλιτεχνικού χώρου, για αυτό και αποφεύγω ονόματα. Του είπα, λοιπόν, πως σε εκείνη τη δουλειά, γιατί συνεργάστηκα και μαζί με αυτόν τον σκηνοθέτη, εμείς κάναμε πρόβες με έναν άλλον Άνθρωπο, δουλεύαμε σωματικό θεάτρο και ακροβατικά, δεν κάναμε πρόβες τόσο με τον ίδιο τον σκηνοθέτη, κάτι που ήταν και η αλήθεια. Ενώ κοίταζε το βιογραφικό μου μού είπε πως θα ήθελε να το δει με περισσότερη προσοχή, ίσως το δει αργότερα, αλλά πως, δυστυχώς, τώρα δεν υπάρχει ο χρόνος μα δεν πειράζει γιατί θα δει εμένα και θα με ακούσει.

 

Με ρώτησε τι έχω ετοιμάσει και του είπα πως θα δείξω ένα απόσπασμα από την τελευταία μου παράσταση.

 

Έβγαλα από την τσάντα μου κάτι και το ακούμπησα στην σκηνή. Με ρώτησε τι είναι αυτό. Και απάντησα η μουσική μου. Εκείνος κάπως έμοιασε έκπληκτος ή σχεδόν εντυπωσιασμένος. Νομίζω πως κάτι ψιθύρισε σε σχέση με αυτό...

 

Έβαλα τη μουσική μου και ξεκίνησα...

 

Την ώρα που έλεγα τα λόγια μου... εκείνος πάλι με περιεργαζόταν... σαν να ήθελε να με δει από διαφορετικές οπτικές γωνίες... Ερχόταν κοντά μου, πιο κοντά μου, πολύ κοντά μου, με κοίταζε από δεξιά, από αριστερά, από το κέντρο, έφευγε μακριά μου, πιο μακριά μου, πολύ μακριά μου και μετά ξαναερχόταν πολύ κοντά μου, γύρω μου, παντού.

 

Κι εγώ συνέχιζα απόλυτα εστιασμένη και συγκεντρωμένη, κοιτάζοντας σε ένα σημείο απέναντί μου και μόνο μία στιγμή μπέρδεψα τα λόγια μου και είπα άλλα... μα είμαι σχεδόν σίγουρη, πως δεν φάνηκε καθόλου, το πρόσθεσα χωρίς άγχος μέσα στην ατμόσφαιρα που ήμουν και αμέσως μετά βρήκα σε ποιο σημείο του κειμένου βρισκόμουν και συνέχισα από εκεί... Απλά έμοιασε σαν να έχει μια μικρή επανάληψη το κείμενο σε μία-δύο φράσεις... αλλά ταίριαξε σαν να ήταν μέσα στον ρόλο... είχα αποφασίσει, φυσικά, πως δεν θα διακόψω για τίποτα στον κόσμο...

 

Στο τέλος, πήγε ξανά μακριά μου και έτσι τον κοίταξα... Τα τελευταία μου λόγια τα είπα σε αυτόν... Ήθελα να δει στην ακρόασή μου και την απεύθυνση και την αμεσότητα... να είμαι σίγουρη πως θα έχει λάβει και αυτό το στοιχείο μου...

 

Τελείωσε η μουσική.

Τελείωσε το κείμενο.

Έκλεισα τον ήχο.

 

Ἠρθε ξανά κοντά μου, με κοίταξε μέσα στα μάτια, βαθιά μέσα στα μάτια, και μου είπε:

 

«Είσαι διαφορετική. Είσαι πολύ διαφορετική. Είσαι διαφορετική. Είσαι καλή. Είσαι πολύ καλή. Και δεν το λέω αυτό σε όλους. Δεν θα πω τίποτα, αν είναι. Τα λέω σε εσένα. Είσαι πολύ καλή. Είσαι εσωτερική και, ταυτόχρονα, είσαι εξωτερική. Έχεις βρει την ισορροπία. Είσαι εσωτερικευμένα εξωτερική, εξωτερικευμένα εσωτερική. (σε αυτό το σημείο χαμογέλασα γιατί μου θύμισε το πώς μιλάω εγώ!). Με συναίσθημα. Με φωνή. Είσαι αισθαντική. Αληθινή. Είσαι διαφορετική. Και τα ξέρεις όλα αυτά που σου λέω, δεν τα ξέρεις; Εσύ για εσένα;»

 

«Τα ξέρω.» είπα με σιγουριά.

 

«Το ξέρω ότι τα ξέρεις. Χρειάζεται υπομονή σε αυτόν τον χώρο. Κρατάω το βιογραφικό σου. Θα ήθελα να συνεργαστώ μαζί σου. Και είσαι διαφορετική προς τα πάνω. Γιατί υπάρχει και διαφορετικό προς τα κάτω. Αλλά εσύ; Είσαι διαφορετική προς τα πάνω. Θα ήθελα πολύ να συνεργαστώ μαζί σου...»

 

Έτσι μού είπε και μού φίλησε το χέρι! Με σεβασμό.

 

Με κοιτούσε... σαν να είμαι κάτι εντελώς διαφορετικό...

 

Βγήκα και τα κορίτσια με ρώτησαν πώς τα πήγα...

 

Ήμουν ήρεμη, ευχαριστημένη, ικανοποιημένη, συγκινημένη.

 

«Πήγα πολύ καλά...» ψιθύρισα... και ευχήθηκα σε όλες τους «Καλή επιτυχία».

 

Σε όσες με ρωτούσαν πώς είναι μέσα... τους περιέγραψα λίγο το χώρο (για εμένα έχει σημασία πάντα και ο χὠρος πού βρίσκομαι και το πώς είναι η σκηνή) και τους μίλησα και λίγο για το πώς ένιωσα με τους Ανθρώπους (άνετα, οικεία, ζεστά).

 

Τις χαιρέτησα, με αρκετές πρόλαβα να ανταλλάξω και στοιχεία, ονόματα, τηλέφωνα... Μού έλεγαν πως είμαι πολύ επικοινωνιακή... και πως έχω ωραία ενέργεια... εγώ μας ένιωθα όλες με ωραία ενέργεια... Τις είχα συμπαθήσει...

 

Έφυγα με ένα μεγάλο χαμόγελο... και με μια γαλήνια καρδιά...

 

Και πήγα και συνάντησα την αδερφή μου, που είχε πάει ώρα πριν, στο κέντρο της Αθήνας, στο στέκι μας, για καφέ! Δεν είχα πιει ακόμα καφέ και είχαν περάσει τρεις ώρες αναμονής μέχρι να μπω στην ακρόαση!

 

Αφού ήπια τον ζεστό καφέ μου και έφαγα το κέικ και τα μπισκοτάκια... χαλάρωσα στην ησυχία μου...

 

Σηκωθήκαμε, γυρίσαμε περπατητά και συζητήσαμε... και όπως μίλαγα για την ακρόαση... και ήμασταν συγκινημένες και οι δύο... η αδερφή μου που ήξερε όλη την πορεία μου και που είχε ζήσει όλη τη μέχρι τώρα ζωή μου να με ξεχωρίζουν σε όλες τις ακροάσεις αλλά τελικά να μην με παίρνουν στις δουλειές... μού έπιασε το χέρι και μού είπε...

 

«Ούτε μία στιγμή στη ζωή μας δεν αμφισβητήσαμε το ότι είσαι ηθοποιὀς...».

 

Γνωρίζαμε και οι δύο πως, το πιθανότερο, δεν έκανε καμία διαφορά.

 

Το πιθανότερο, δεν θα με έπαιρναν ούτε σε αυτήν την δουλειά.

 

Αλλά αυτό δεν μείωνε καθόλου την αξία.

 

Την αξία αυτού που ήμουν και αυτού που είμαι.

 

Ούτε τη σημασία.

 

Τη σημασία όσων λέγονται και όσων γίνονται.

 

Την σημασία αυτού που συμβαίνει στις δικές μου ακροάσεις, που είναι μια άλλη πραγματικότητα σκηνής και ζωής.

 

Αυτό που συνέβηκε θα το κουβαλούσα μέσα μου για αυτό που είναι. Θα κρατούσα όλα τα καλά... Το βλέμμα του σκηνοθέτη και τις λέξεις και τις σκέψεις και τα συναισθήματα που γεννήθηκαν...

 

Μετά περπατήσαμε στη σιωπή...

 

Και

 

Σκεφτόμουν...

 

Τελικά ήταν καλύτερα...

 

Ήταν καλύτερα...

 

Που πήγα πρώτα στην ακρόαση και μετά για καφέ...


Δεν υπήρχε μέσα μου καμία αναταραχή... 

9/23/24

Γράμματα-Λόγοι


Όσοι με γνωρίζουν... 

γνωρίζουν πως στην ζωή μου... 

μέσα στην ζωή μου... καθημερινά... 

γράφω γράμματα... 

Γράφω γράμματα συνέχεια, όλη την ώρα... 

Γράφω γράμματα σε γνωστούς, αγνώστους, μαθητές, συμμαθητές, φίλους... 


Όσοι με γνωρίζουν... 

γνωρίζουν πως στην σκηνή μου... 

κάτω από την σκηνή μου... συχνά... 

λέω λόγους-προλόγους...

Λέω λόγους συνέχεια, όλη την ώρα...

Λέω λόγους για εμένα, για εσένα, για εμάς, για τους Ανθρώπους, για τον κόσμο...


Λίγοι, όμως, γνωρίζουν, πως σε κάποιες από τις τελευταίες παραστάσεις μου, πριν την εισαγωγή κάθε παράστασης, αποφάσισα να ενώσω... τα γράμματα με τους λόγους... 


Να πω ένα γράμμα προς έναν Άνθρωπο που Αγαπώ... μπροστά στο κοινό μου. 

Να πω κι άλλο γράμμα προς άλλον Άνθρωπο που Αγαπώ... μπροστά στο κοινό μου.


Σκέφτηκα πως αφού δίνω γράμματα σε όλο τον κόσμο... θα ήθελα να προσφέρω γράμματα και στους πιο δικούς μου Ανθρώπους... Στον μπαμπά μου... Στα αδέρφια μου... Στους κοντινούς μου φίλους...


Είναι εκείνα τα γράμματα που θα ήταν, ταυτόχρονα, τα πιο εύκολα και τα πιο δύσκολα να γραφτούν. 


Και αποφάσισα να τα γράψω-πω. 


Σκέφτηκα πως έχουμε μόνο μία ζωή και πως αν μου έλεγαν τι θα ήθελα να έχω κάνει μέσα σε αυτήν ένα από όλα τα πράγματα θα ήταν σίγουρα το να εκφράζω τα συναισθήματά μου σε όσους Αγαπώ.


Αυτό ήδη το κάνω... αλλά ήθελα να το κάνω και με μορφή μικρού γράμματος... 


Αυτά τα γράμματα-λόγοι ήθελα να είναι έκπληξη. Έκπληξη για τους κοντινούς μου Ανθρώπους. Και θα λέγονταν μόνο μία φορά, μόνο μία! Και το κοινό που θα ήταν εκεί, μόνο για εκείνη τη φορά, θα άκουγε και το αντίστοιχο γράμμα μου προς κάποιο δικό μου άτομο, διαφορετικό άτομο, κάθε φορά.


Αυτά τα γράμματα γράφτηκαν-φτιάχτηκαν με ενθουσιασμό και Αγάπη.


Γράμμα προς τον μπαμπά μου...


Ξεκίνησα με τον μπαμπά μου. Δεν γινόταν να μην ξεκινήσω από αυτόν. Σκέφτηκα τι θα ήθελα να του πω στο γράμμα μου που θα μπορούσε, όμως, να ειπωθεί και μπροστά στο κοινό μου. Και η αλήθεια είναι... πως γεννήθηκε τόσο αυθόρμητα και απλά αυτό το γράμμα... που δεν χρειάστηκε καθόλου ούτε να το κουράσω ούτε να το διορθώσω ούτε να το αλλάξω ούτε τίποτα... 


Όταν σιγουρεύτηκα σε ποια παράσταση θα έρθει ο μπαμπάς, συνεννοήθηκα με τον υπέροχο φωτιστή μου για να προσθέσουμε πριν την εισαγωγή της παράστασης το γράμμα μου προς τον μπαμπά. 


Ο μπαμπάς μου δεν θέλει καθόλου να είναι στο επίκεντρο... και δεν νομίζω να τού αρέσουν και ιδιαίτερα τέτοιου τύπου εκπλήξεις... αλλά είχε σημασία για εμένα σε αυτό το Θεατρικό Φεστιβάλ μου με τις πολλές διαφορετικές παραστάσεις ανάμεσα σε όλα να έχει και ο μπαμπάς μου τη θέση που του αξίζει. 


Δεν μου είχα (και δεν μου έχω ακόμα) καμία εμπιστοσύνη σε σχέση με το αν και πότε θα ξανανέβω στην σκηνή. Δεν ήξερα αν, ξαφνικά, θα περάσουν χρόνια μέχρι να ξανανέβω. Τώρα, λοιπόν, που είχα τον χώρο, τον χρόνο, τον τρόπο... ήταν η ευκαιρία να ειπωθούν και αυτά τα Γράμματα... 


Υπάρχουν, λοιπόν, κάποιοι θεατές που έτυχε να είναι σε αυτήν την μία παράσταση που ειπώθηκε το γράμμα μου προς τον μπαμπά μου. 


Για εμένα, για τον μπαμπά και, νομίζω, και για το κοινό αυτή ήταν μία απέραντα συγκινητική στιγμή που δεν μπορώ να την περιγράψω με λέξεις... 


Θυμάμαι ακόμα μία από τους Θεατές μας (που τη συμπάθησα από την πρώτη στιγμή και που αργότερα τη συνάντησα και τη γνώρισα από κοντά) να γυρίζει το κεφάλι της προς τον μπαμπά μου και να λέει «Μα τι μπαμπάς είναι αυτός!».


Μα τι μπαμπάς είναι αυτός... 


Θυμἀμαι, επίσης, το Φωτιστή μου να με γυρίζει με το αυτοκίνητο και εμένα και τη Φίλη μου και να συζητάμε πάνω σε αυτά που είπα για τον μπαμπά...


Θυμάμαι, τέλος, τον ίδιο τον μπαμπά μου να έρχεται μετά την παράσταση συγκινημένος και να μου λέει κάτι σε σχέση με το γράμμα μου προς αυτόν...


Και θυμάμαι και μια Φίλη μου. που με γνωρίζει από το δημοτικό, να είναι δίπλα σε αυτήν την στιγμή με τον μπαμπά και να λέει κι εκείνη κάτι σε σχέση με όσα ειπώθηκαν στο γράμμα μου...


Ναι, ήταν ένα γράμμα γεμάτο ζωή. 


Την επόμενη εβδομάδα ο μπαμπάς μού είπε «Δεν πιστεύω να με βάλεις πάλι στο επίκεντρο ε;»... 


«Όχι» του απάντησα. Και του είπα πως αυτήν τη φορά στο επίκεντρο θα ήταν η αδερφή μου αλλά να μην της το πει γιατί θα είναι έκπληξη και για εκείνην...


Γράμμα προς την μικρότερη αδερφή μου...


Στην επόμενη παράσταση, λοιπόν... είχα αποφασίσει να φτιάξω-γράψω γράμμα-λόγο για την μία αδερφή μου... Σιγουρεύτηκα ότι θα έρθει... Μίλησα ξανά με τον φωτιστή μου για να αλλάξουμε από τη μουσική του μπαμπά μου στη μουσική της αδερφής μου... (ναι, ναι, είχαν και μουσικές τα γράμματά μου) και παρουσίασα, και πάλι πριν την εισαγωγή της παράστασης, το γράμμα προς την αδερφή μου. 


Θυμάμαι τα δάκρυα μιας μαθήτριάς μου που καθόταν στο κοινό και που συγκινήθηκε με αυτό το γράμμα...


Και Θυμάμαι και την αδερφή μου... κατασυγκινημένη... να με κοιτάζει... και σε ένα σημείο... να τεντώνει τα χέρια της προς τα εμένα με τον ιδιο τρόπο που τα τεντώνω κι εγώ προς αυτήν... ήταν μέρος ενός παιχνιδιού που παίζαμε μικρές... 


Επίσης, ήταν μία από τις στιγμές που θα κουβαλάω για πάντα μαζί μου. Και μόνο το κοινό που ήταν εκεί εκείνη την ημέρα... βίωσε αυτήν την αδελφική στιγμή μας. 


Ναι, ήταν ένα γράμμα γεμάτο Αγάπη. 


Κι, επίσης, ήταν ένα Γράμμα που γράφτηκε αμέσως... έτσι απλά... 


Το επόμενο γράμμα που ετοίμαζα ήταν προς την μεγαλύτερη αδερφή μου... αλλά επειδή έτυχε να μην τα καταφέρει να έρθει στις τελευταίες μου παραστάσεις... τελικά δεν ολοκληρώθηκε και δεν παρουσιάστηκε ποτέ... Ποιος ξέρει, όμως; Ίσως, κάποια στιγμή, γραφτεί, ολοκληρωθεί, ειπωθεί... Πάντως, είχε βρει κι εκείνο τη μουσική του... 


Κι ήθελα οπωσδήποτε να γράψω ένα γράμμα για τη Φίλη μου... και για τους αδερφούς μου... και αν συνέχιζα τις παραστάσεις... θα έγραφα και για άλλους Ανθρώπους μου... 


Οι παραστάσεις αυτές ήταν πολύ σημαντικές για εμένα για πολλούς και διαφορετικούς λόγους.


Αλλά και τα γράμματα αυτά ήταν πολύ σημαντικά για εμένα για πολλούς και διαφορετικούς λόγους.


Χαίρομαι πολύ που ειπώθηκαν και που έφτασαν στην καρδιά των Ανθρώπων μου και των Θεατών μου.


Όσοι με γνωρίζουν... 

γνωρίζουν πως στην ζωή μου και στην σκηνή μου... 

καθημερινά και συχνά... 

γράφω γράμματα και λέω λόγους... 

συνέχεια, όλη την ώρα... 

σε γνωστούς, αγνώστους, μαθητές, συμμαθητές, φίλους... 

λέω λόγους και γράφω γράμματα... 

για εμένα, για εσένα, για εμάς, για τους Ανθρώπους, για τον κόσμο...


Και ποιος είναι ο λόγος; Που γράφω γράμματα;


Ένας από τους λόγους...


Αν πάντα κάτι με άγγιζε και στη σκηνή και στη ζωή είναι η Αλήθεια. Η Αλήθεια μας. Η Αλήθεια μου. 


Πολλές φορές, την νιώθω να μου γλιστράει... να την κυνηγάω ή να με κυνηγάει... να της κρύβομαι ή να μού κρύβεται... αλλά κάτι μαγικό συμβαίνει στα γραπτά μου... η Αλήθεια μου δεν μπορεί να κρυφτεί... 


Ίσως για αυτό να μου άρεσε πάντα να γράφω... γιατί πάντα μέσα στη γραφή μου... ένιωθα την ψυχή μου... να φανερώνεται... να ολοκληρώνεται... να εκφράζεται... ελεύθερα... ελεύθερη...


Δεν ξέρω πότε θα ξανανέβω στην σκηνή.

Δεν ξέρω πότε θα ξανανιώσω τη ζωή, ολοκληρωμένα και ολοκληρωτικά.


Αλλά ξέρω... πως θα συνεχίσω να γράφω γράμματα...

Αυτό το ξέρω. 


Κι όσοι με γνωρίζουν; Νομίζω το ξέρουν κι αυτοί... 


9/20/24

Διαταραχές. Γενική Πρόβα.

Διαταραχές

Γενική Πρόβα


Στη γενική πρόβα της παράστασης «Διαταραχές», που έγινε ακριβώς μία ημέρα πριν την πρεμιέρα, ήταν, μόνο, δύο Άνθρωποί μου. Τα δύο «Φ» της ζωής μου. Μία Φίλη μου και, φυσικά, ο Φωτιστής μου. 


Ήταν οι πρώτοι Άνθρωποι με τους οποίους μοιράστηκα αυτό που είχα ετοιμάσει, αυτό που δημιούργησα. Από εκεί που στεκόμουν, πάνω στη σκηνή, όπως κοίταζα προς το κοινό, ο Φωτιστής μου καθόταν στα δεξιά μου, στο γνωστό σημείο των μηχανημάτων, και η Φίλη μου καθόταν στα αριστερά μου, στο γνωστό σημείο με την κάμερά της. Όταν τελείωσε το πέρασμα της παράστασης, τους ένιωσα και τους δύο να έρχονται προς τα εμένα, από τα δύο διαφορετικά σημεία τους, από τις δύο διαφορετικές κατευθύνσεις τους, με διαφορετικές ταχύτητες, διαφορετικές ατμόσφαιρες, δύο εντελώς διαφορετικοί Άνθρωποι μα με κάτι κοινό: Με μάτια που έλαμπαν... Το βλέμμα τους είχε μια ιδιαίτερη λάμψη, λαμπύριζε, σπινθήριζε, δεν ξέρω πώς αλλιώς να το πω!!! Ο Φωτιστής ήρθε γρήγορα κοντά μου με ενέργεια και ενθουσιασμό ενώ η Φίλη μου ερχόταν αργά, γλυκά, ήρεμα και με κοίταζε με δακρυσμένα μάτια... 


«Μαριλού, τι έχεις κάνει; Τι έχεις κάνει; Έχεις καταλάβει τι έχεις κάνει; Τι παράσταση είναι αυτή!» άρχισε να μού λέει ο Φωτιστής όταν έφτασε κοντά μου πια και έβλεπα τα μάτια του να βγάζουν φωτεινές σπίθες ενώ η Φίλη μου πλησίαζε κι αυτή κοντά μας σιωπηλή και κουνώντας το κεφάλι... χωρίς να λέει κάτι ακόμα... 


Κι εκείνος συνέχισε... 


«Τι έχεις κάνει;! Αυτό είναι μιούζικαλ! Το έχεις καταλάβει; Πωπω! Είναι μιούζικαλ! Δεν είναι μιούζικαλ;»


Γύρισε να κοιτάξει, για μια στιγμή, και τη Φίλη μου και μετά γύρισε αμέσως ξανά σε εμένα


«Είναι μιούζικαλ! Μιούζικαλ δεν είναι μόνο όταν υπάρχουν τραγούδια! Αυτό είναι μιούζικαλ! Πωπω! Επρεπε να την στηρίξουμε διαφορετικά αυτήν την παράσταση! Εννοώ τεχνικά! Όχι από τη δική σου μεριά! Τεχνικά! Θέλει τεχνική υποστήριξη διαφορετική! Θα μπορούσες ακόμα να έχεις και χειλόφωνο! Ένα καλό χειλόφωνο... και λείπει και η φίλη που έχει το καλό χειλόφωνο... λείπει στο εξωτερικό... και τα φώτα! Θα μπορούσαμε να έχουμε κάνει κι άλλα φώτα! Τι παράσταση!...»


Η Φίλη μου συνέχιζε να κουνάει το κεφάλι της δεξία-αριστερά κοιτάζοντάς με και φαινόταν σαν να μην μπορεί ακόμα να πει τίποτα, τα μάτια της, εξάλλου, τα έλεγαν όλα... ψιθύρισε κάτι απλό, όμορφο και γλυκό όπως «Τι παράσταση...» 


Και, αμέσως, γυρίζει, πάλι στιγμιαία και αυθόρμητα και την κοιτάζει ο Φωτιστής και της λέει...


«Δεν είμαι μόνο εγώ έτσι; Το είδες κι εσύ; Δεν είμαι μόνο εγώ!»


Την λατρεύω αυτή τη στιγμή τους! Ένιωσα μια γλυκιά επανάληψη! Είχε συμβεί και στην προηγούμενη γενική πρόβα της προηγούμενης παράστασης να της κάνει αυτήν την ερώτηση «Δεν είμαι μόνο εγώ;»... Χαμογέλασα... Και όχι μόνο στην προηγούμενη και σε άλλες γενικές μας πρόβες... υπήρχε αυτή η στιγμή τους... όπου ήταν η δική τους στιγμή... κοιτάζονταν και μοιράζονταν ένα βλέμμα (και το λατρεύω αυτό το, γεμάτο Αλήθεια, βλέμμα μεταξύ των Ανθρώπων που Αγαπώ!) και, ξαφνικά-μαγικά, είναι σαν να μοιραζόμαστε όλοι μαζί ένα κοινό συναίσθημα... Τους κοίταζα κι ένιωθα συγκίνηση, Αγάπη και ευγνωμοσύνη που έχω κάποιους Ανθρώπους (με το Άλφα κεφαλαίο) στη ζωή μου...


Γυρίζει ο Φωτιστής ξανά σε εμένα


«Εἰναι μιούζικαλ!!!» επανέλαβε...


Και το μόνο που μπόρεσα να πω δειλά είναι... 


«Το έχω χτίσει όλο πάνω στη μουσική...»


«Μα ναι!» λέει εκείνος...


«Δεν ξέρω αν θα ακούγομαι...» του είπα... «Καλό το χειλόφωνο αλλά δεν το έχουμε τώρα... και δεν υπάρχει ο χρόνος και ο τρόπος για υπερπαραγωγές... Και χάνω τα σημεία μου! Τι θα κάνω;! Όταν μού χαμηλώνεις τις μουσικές... είναι στιγμές που νιώθω να χάνω τα σημεία μου...»


«Προτιμάω να σε ακούω, να σε ακούμε! Να ακούμε το κείμενό σου!» 


«Ναι, ναι! Καλά κάνεις! Σε εμπιστεύομαι! Σε εμπιστεύομαι απόλυτα! Να χαμηλώνεις τόσο ώστε να ακούγομαι, να ακούγομαι στο κοινό! Απλά στη σκηνή φτάνει αλλιώς η μουσική... και όποτε την ακούω αχνά χάνω τα σημεία μου... αλλά θα προσαρμοστώ...! Προτιμάω, όμως, να ακούγομαι... έχεις δίκιο... και σε εκείνο το σημείο κουράστηκα και δεν είχα ανάσα και φοβάμαι δεν θα έχω φωνή και, θα ακούγομαι;, δεν ξέρω αν θα ακούγομαι και... ίσως πρέπει να κρατήσω δυνάμεις από το πριν μου... και... εδώ στα σκαλιά δεν άκουγα καλά τη μουσική... παρόλο που ήμουν κοντά σου... δεν ακούγεται η μουσική σε εμένα... κι έχανα τα σημεία μου... και... αλλά πώς θα δυναμώσεις τη μουσική;... Δεν θα ακούγομαι... και... »


(Ήταν η πρώτη φορά που έκανα πρόβα με τη μουσική στο ηχητικό σύστημα του Θεάτρου... όλες οι άλλες πρόβες γίνονταν με την μουσική στο κινητό μου ή με τη μουσική στα ακουστικά μου ή με τη μουσική παντού, οπουδήποτε αλλού, εκτός από τα ηχεία του Θεάτρου... και ήταν πολύ διαφορετική αίσθηση... και η πρεμιέρα μας ήταν την επόμενη ημέρα! Και αν και είμαι πάντα υπέρ του φυσικού ήχου χωρίς μικρόφωνα, χωρίς χειλόφωνα, χωρίς τίποτα, ήταν η μοναδική φορά, για τη συγκεκριμένη παράσταση, που με δελέασε η ιδέα του χειλοφωνου και που, αν είχαμε, μπορεί και να έμπαινα σε πειρασμό να το δοκιμάσω... Θα ήθελα να είναι δυνατά και η μουσική και εγώ! Έτσι κι αλλιώς, όμως, τώρα δεν υπήρχε ούτε ο χρόνος ούτε ο τρόπος... Θα πήγαινα με ό,τι έχουμε και με ό,τι καλύτερο μπορούμε να κάνουμε... Έξάλλου, σε αυτό το Θεατρικό Φεστιβάλ μου, οι ρυθμοί μου ήταν εντελώς διαφορετικοί και εντελώς τρελοί!)


«Σε εκείνο το σημείο που κουράστηκες...» λέει ο Φωτιστής...


«Ναι» συμπληρώνω εγώ πριν καν τελειώσει τη φράση του... «Μήπως να μην βάλω τόση ενέργεια στο προηγούμενο σημείο;»


«Όχι! Ταιριάζει πολύ να έχεις τόση ενέργεια εκεί! Δεν πειράζει, ταιριάζει και που είσαι κουρασμένη μετά!» λέει η Φίλη μου...


«Έτσι το είχα σκεφτεί κι εγώ... πως θα ταιριάζει και που θα έχω ενέργεια πριν και που θα είμαι κουρασμένη μετά... δεν με πειράζει το να κουραστώ, με πειράζει το να παρακουραστώ και να μην έχω αναπνοή! Και παρακουράστηκα... γιατί προσπαθώ να ακούγομαι και πάνω από τη μουσική και με όλη αυτήν την κίνηση... δεν ξέρω... αλλά κι εγώ το θέλω με τόση ενέργεια εκείνο το σημείο... τέλος πάντων... θα το σκεφτώ...»


«Θα κατεβάζω τη μουσική...» είπε ξανά ο Φωτιστής...


«Να την κατεβάζεις... Να την ανεβάζεις... ανάλογα... σου έχω απόλυτη εμπιστοσύνη...» είπα εγώ... 


Και, μετά, σκορπιστήκαμε... 


«Πάω να φτιάξω δύο-τρία φὠτα που θέλουν διόρθωση...» είπε ο Φωτιστής...


Γύρισα κι εγώ να τακτοποιήσω κάτι πράγματα... 


Πήγε πιο πέρα και η Φίλη μου να μαζέψει τα δικά της... 


Μια ανάσα χρόνου αργότερα, ξαναγυρνάω στη Φίλη μου για να τη ρωτήσω κάτι σε σχέση με την πρόβα... Σε ένα σημείο, λοιπόν, σκεφτόμουν-επεξεργαζόμουν μήπως να «έκοβα» κάτι... και τη ρώτησα σε σχέση με αυτό... Η Φίλη μου κούνησε αρνητικά το κεφάλι «Να μην κόψεις!» μού είπε ενώ, ταυτόχρονα, ακούω το Φωτιστή να φωνάζει από κάπου μακριά και ψηλά, μέσα από το βαθύ σκοτάδι του κοινού (κάπου σκαρφαλωμένος θα ήταν πάλι!) «Να μην κόψεις ! Να μην κόψεις τίποτα!!!»! Και γέλασα... 


«Εντάξει! Εντάξει! Μη με ακούτε! Με έχει πιάσει η ανασφάλεια μου... τώρα... αλλά... Εντάξει... Εντάξει... Δεν θα κόψω! »


Είχα ανασφάλεια για ένα σημείο που ήταν λίγο πιο «φλου» για εμένα... και που δεν είχα προλάβει να το «δουλέψω» όσο θα ήθελα... δεν ήμουν σίγουρη να μείνει ή να φύγει... και επειδή, συνήθως, τα πάντα στις παραστάσεις μου είναι σούπερ οργανωμένα αυτά τα πιο «φλου» σημεία, τα, σπάνιο για εμένα, πιο «αυτοσχεδιαστικά» με «ανησυχούσαν» λίγο... αλλά... τέλος πάντων... αποφάσισα να μείνουν όλα... φλου και ξεφλού... και να μην αλλάξω τίποτα... 


Σκαρφαλώνω κι εγὠ κάπου στο κοινό... και βλέπω τον Φωτιστή από ένα άλλο σημείο (πάντα είχε την ικανότητα να εμφανίζεται από το πουθενά) να έρχεται προς το μέρος μου και να μού λέει...


«Πότε παίζουμε ξανά; Κάτσε τώρα... γιατί έχω τρελαθεί... πότε παίζουμε;»


«Παίζουμε αυτήν και την επόμενη Πέμπτη...» απαντάω εγώ... 


«Γιατί θα με κάνεις να στέλνω μηνύματα βραδιάτικα... για να έρθουν να δουν την παράσταση...» 


Μού είπε και συνέχισε...


«Πωπω! Με «έκαψες» σε εκείνο το σημείο! Με «έκαψες»! Αλλά μη μου πεις τίποτα... μη μου πεις... δεν θα σε ρωτήσω... μην μου απαντήσεις... δεν θέλω να μου εξηγήσεις... δεν θέλω να μου πεις... Θέλω να το δω και αύριο... Θα το δω και αύριο...»


Είχε δει, φυσικά, όλες μου τις παραστάσεις ο Φωτιστής μου... και νιώθω πως τις είχε αγαπήσει όλες... αλλά ήταν νομίζω η πρώτη φορά που τον έβλεπα έτσι... 


Η Φίλη μου ήταν κάπου παρά πέρα και συνέχιζε να μαζεύει... και μετά νομίζω πήγε να σβήσει τον τοίχο... αυτόν τον τοίχο... που όλο και κάτι έγραφα και σε κάθε παράσταση... και που όλο και χρειαζόταν να τον σβήσουμε... 


«Δεν νομίζω πως φτάνω ψηλά!» την ακούω να μου λέει από το βάθος της σκηνής... και της λέω πως θα τα σβήσω μετά...


(παρένθεση: Ξέχασα να τα σβήσω...! Και,νομίζω, το είδα την ώρα της πρεμιέρας...)


Την χιλιοευχαρίστησα για όλα... και της είπα να φύγει πιο νωρίς να ξεκουραστεί... Όσα «Ευχαριστώ» και να της έλεγα δεν θα ήταν αρκετά... Όσες αγκαλιές και να τις έδινα θα ήταν λίγες... 


Μείναμε με τον Φωτιστή να μαζεύουμε σε ένα σιωπηλό θέατρο...


Αν και είμαι πρωινός τύπος οφείλω να παραδεχτώ πως το νυχτερινό άδειο Θέατρο είχε μια ιδιαίτερη μαγεία... Ησυχίας... Ηρεμίας... 


Πάμε να δούμε ένα τελευταίο φως που χρειάζεται λίγο στριψιμο... Κάθομαι σε ένα τραπέζι... Ο Φωτιστής φτιάχνει το φως... πάει στο μηχανημα... το δοκιμάζουμε... βλέπουμε πως όλα είναι καλά... και τον ακούω να λέει... 


«Τι κείμενο είναι αυτό! Τι έχεις γράψει... Ξέρεις τι πιστεύω για αυτό που λες στο τέλος; Έχει να κάνει περισσότερο με τον άλλον παρά με εσένα... Έχει να κάνει περισσότερο με τους άλλους Ανθρώπους παρά με τον εαυτό σου... Θα σου τα πω άλλη στιγμή... Μπορεί να σου τα πω αύριο...» 


Τις λάτρευα αυτές τις φιλικές φιλοσοφικές συζητήσεις με τον Φωτιστή μου! Κι εκείνη την ημέρα... ήμασταν τόσο κουρασμένοι από την πολύωρη πρόβα... που δεν μπορέσαμε να φιλοσοφήσουμε πολύ... Ήμουν εξαντλημένη... εγώ, κυρίως, όχι ο Φωτιστής! Ο Φωτιστής μου είναι Άνθρωπος της νύχτας! Με απίστευτες δυνάμεις και αντοχές! Εγὠ είμαι Άνθρωπος της μέρας και δεν τα πήγαινα και δεν τα πάω καθόλου καλά με τα ξενύχτια! Μέσα από αυτό το Θεατρικό Φεστιβάλ είχαν πια ξεπεραστεί όλα τα όρια... Μέχρι και τα ξενύχτια άρχισα να συνηθίζω... Ναι, ήμουν εξαντλημένη... αλλά ενθουσιασμένη! Σούπερ ενθουσιασμένη! Η πρόβα είχε πάει πολύ καλά! Και την είχα Αγαπήσει τόσο πολύ κι αυτήν την παράσταση! Τόσο μα τόσο πολύ! Δεν το πίστευα πως, επιτέλους, ήρθε η στιγμή της!


Μαζέψαμε... Κλείσαμε το Θέατρο... και φύγαμε... Με ένα όμορφο δυναμικό μα, ταυτόχρονα, γαλήνιο συναίσθημα...


Συναντάω μετά την πρόβα, με μάτια που κλείνουν, τον τρίτο Άνθρωπο που ερχόταν στις γενικές μού πρόβες, απλά έτυχε σε αυτήν την γενική πρόβα να μην μπορεί να είναι... την Αδερφή μου, την Αδερφή-ψυχή μου. Με ρωτάει πώς πήγε... της λέω πως πήγε καλά αλλά πως φοβάμαι πως δεν θα ακούγομαι... 


Πραγματικά, με ανησυχούσε το γεγονός του ήχου... Είχα την αίσθηση πως την επόμενη ημέρα το κοινό θα παρακολουθήσει βουβό κινηματογράφο... και, δεν λέω, έχει την μαγεία του ο βουβός κινηματογράφος... αλλά η συγκεκριμένη παράσταση υποτίθεται πως ήθελα να έχει και φωνή... και σε, καμία περίπτωση, δεν θα την ήθελα ασπρόμαυρη... Είχα αποφασίσει, όμως, να αφεθώ στο σύμπαν... Δεν υπήρχε τώρα πια τίποτα άλλο που να περνάει από το δικό μου χέρι... Θα έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα... 


Κι είχα τόση αδρεναλίνη! Πήγαινα πάνω-κάτω! Ηθελε τόση ενέργεια αυτή η παράσταση! Τόση δύναμη! Δεν μπορούσα να κοιμηθώ (ένας από τους λόγους που προτιμάω η γενική να είναι δύο μέρες πριν και όχι την προηγούμενη ημέρα... το ότι δεν μπορώ να κοιμηθώ από την υπερένταση)! Κάποια στιγμή έκλεισαν τα μάτια μου... και κοιμήθηκα... 


Την επόμενη ημέρα βρεθήκαμε πιο νωρίς με τον Φωτιστή μου... ετοιμάζαμε τα πάντα μέσα στην απόλυτη σιωπή... Και υπήρχε στην ατμόσφαιρα όλη η μαγεία της χθεσινής γενικής μας πρόβας! Τα είχαμε καταφέρει! Δεν έχω λόγια για το αίσθημα που μοιραζόμασταν! Τα καταφέραμε! 


Ήρθε, πιο νωρίς, κι ένας ακόμα Άνθρωπος που συμπαθώ πολύ, του έχω αδυναμία, και που ήρθε να βοηθήσει στο φουαγιέ του Θεάτρου... Με αυτόν τον Άνθρωπο και με τον Φωτιστή μου, οι τρείς μας, έχουμε κάνει υπέροχες συζητήσεις... Μια φορά (που συνέβηκε κάποια ημέρα μετά τη γενική πρόβα για την οποία γράφω εδώ) το ξενυχτήσαμε, κυριολεκτικά το ξενυχτήσαμε μέχρι το πρωί!, και τους άκουγα απλά να μιλάνε... για τέχνη και για πολιτική... για πολιτική και τέχνη... και τους είχα καταευχαριστηθεί... Πόσο καλό μου έκανε εκείνη η ημέρα! Πόσο μου έχουν λείψει οι ουσιαστικές συζητήσεις! Πόσο καλύτερο Άνθρωπο με κάνουν κάποιοι Άνθρωποι! 


Συνέβηκε και κάτι που μας τάραξε πριν ξεκινήσει η παράσταση... αλλά ανήκει σε άλλη ιστορία... Το μόνο σίγουρο είναι πως ένας από τους λόγους που η ταραχή δεν επικράτησε ήταν το ότι είχα δίπλα μου αυτούς τους δύο Ανθρωπούς γιατί και οι δύο το χειρίστηκαν άψογα και με ηρεμία... Είχα απόλυτη εμπιστοσύνη πως θα χειριστούμε ό,τι κι αν συμβεί! Κι αυτό είναι πολύ σημαντικό!


Κάποια στιγμή, ο Φωτιστής με ρωτάει για το τι ώρα θα ανοίξουμε την πόρτα και τι ώρα θα ξεκινήσουμε... και του απαντάω την ώρα και συμπληρώνω ψιλογελώντας λίγο αμήχανα πως μπορεί να μην έχουμε κόσμο, οι περισσότεροι δικοί μου Άνθρωποι μού έχουν στείλει μήνυμα πως θα έρθουν την επόμενη φορά... 


Και γυρίζει ο Φωτιστής μου και μού λέει:


«Και κανένας να μην έρθει, δεν με νοιάζει!, θα παίξεις την παράσταση για εμένα! Το χρειάζομαι!» 


Και κάπως με συγκίνησε... 


Με συγκίνησε όλη η διάδρομή μας, όλη η πορεία μας, όλη η συνεργασία μας... Με συγκίνησε η πίστη και η εμπιστοσύνη του... Με συγκίνησε το ότι ήταν εκεί για εμένα! Και με συγκίνησε που μού είπε πως θα παίζαμε την παράσταση ακόμα και αν δεν ερχόταν κανείς, ακόμα και με άδειο Θέατρο για εμάς! Με συγκίνησε τόσο πολύ αυτός ο Άνθρωπος σε τόσα σημεία της κοινής ζωής μας...


Ήρθε και η Φίλη μου... και σκέφτηκα πως και κανένας να μην έρθει θα είναι σίγουρα τα δύο «Φ» της ζωής μου... 


Ο Φωτιστής-Φίλος αφού πια τον αισθάνομαι Φίλο μου...

Και η Φίλη-Φωτίστρια αφού Φωτίζει τη ζωή μου, τόσα χρόνια, με τη Φιλία της...


Και ήξερα πως θα ερχόταν και το Α της ζωής μου η Αδερφή-Ψυχή μου... που ερχόταν σε όλες τις πρεμιέρες... 


Θα είχα, λοιπόν, σίγουρα τρεις Ανθρώπους μου στο κοινό... ακόμα και αν δεν ερχόταν κανένας άλλος... εγώ θα ήμουν ο κούκος... Τρεις και ο κούκος... Συνηθίζω να το κάνω αυτό το αστείο... και γελάω μόνη μου... Γιατί είναι ταιριαστό στη ζωή μου... το να είμαι ο κούκος... πολύ ταιριαστό... 


Το μόνο σίγουρο, πάντως, είναι πως θα παίζαμε την παράσταση... ο κόσμος να χαλάσει... και τελικά ήρθαν πάνω από τρεις Άνθρωποι... και ο κόσμος δεν χάλασε... παρόλο που πριν ξεκινήσει η παράσταση, ακριβώς πριν ξεκινήσει η παράσταση, όπως έγραψα, είχαμε μια ταραχή στο Θέατρο... 


Είχαμε μια ταραχή πριν τις Διαταραχές... 


Αλλά... 


Οι Διαταραχές παίχτηκαν... 


Και δεν θα ξεχάσω ποτέ τα βλέμματα των Ανθρώπων που ήταν μαζί μου... 


Δεν θα ξεχάσω ποτέ τους Ανθρώπους του κοινού.


Όσα είδαν, όσα είπαν, όσα ένιωσαν, όσα έδειξαν... με τα μάτια τους... 


Οι Φωτισμένοι Φίλοι. 


Οι Φωτισμένοι Φίλοι μου.


Και είναι οι Πρόβες που μας οδηγούν στις Παραστάσεις... 


Χωρίς αυτές... δεν θα φτάναμε... μέχρι και το κοινό...


Και είναι οι Γενικές μας Πρόβες που μας οδηγούν στις Ειδικές-δικές μας Παραστάσεις... 


Και με αυτές είχα κι έχω πάντα μια ιδιαίτερη σχέση... 

Και για αυτές είχα κι έχω πάντα στην καρδιά μου μια ιδιαίτερη θέση... 



10/3/23

365 Ημέρες. 71

 365 Ημέρες


71. 


01. 06. 2023 Πέμπτη

 

Κάπου στον Πειραιά.

 

Τα κατάφερα να χαθώ πριν πάω. Αλλά, επειδή πάντα ξεκινάω πιο νωρίς, έφτασα μια χαρά στην ώρα μου.

 

Μπήκαμε όλοι μαζί, μια Ομάδα των 12-15 ατόμων, και καθίσαμε σε ένα μεγάλο, οβάλ, τραπέζι.

 

Κάθισα ακριβώς απέναντι από τον σκηνοθέτη... Μου άρεσε αυτή η θέση γιατί αισθανόμουν πως θα μπορώ να τον κοιτάζω καλύτερα.

 

Αρχίσαμε να μιλάμε, ένας ένας, με την σειρά και να παρουσιάζουμε τον εαυτό μας.

 

Ἠμουν περίπου στην μέση. Σπάνιο για εμένα. Συνήθως είμαι ή πρώτη ή τελευταία.

 

Όταν ήρθε η σειρά μου, πρώτα χαιρέτησα όλη την Ομάδα και, αμἐσως, μετά ευχήθηκα σε όλους... «Καλή επιτυχία».

 

«Έλα» μου λέει ο σκηνοθέτης «αυτό το λες έτσι... Δεν το εννοείς!» και γελάσαμε όλοι.

 

«Το εννοώ.» απάντησα. Και το εννοούσα πως το εννοώ.

 

Η αλήθεια είναι πως είχα, έχω και θα έχω μια φιλοσοφία γύρω από τις ακροάσεις (την οποία δεν θα την αναλύσω παραπάνω τώρα εδώ αλλά η οποία με κάνει πάντα, είτε το λέω στους άλλους είτε όχι, να εύχομαι «Καλή επιτυχία» για όλους μας, και να το αισθάνομαι μέσα από την καρδιά μου!).

«Μπορεί να έχει χώρο για όλους μας!» είπα «Δεν ξέρεις ποτέ!». Το εννοώ... σκέφτηκα αλλά δεν θυμάμαι αν το ξαναείπα.

 

Είπα πως είμαι ηθοποιός και πάνω που πήγε να μου πει κάτι ο σκηνοθέτης σαν ένα ερωτηματικό «Αλήθεια;!» για να γελάσουμε πάλι, αφού όλοι λέγαμε πως είμαστε ηθοποιοί, συνέχισα συμπληρώνοντας πως είμαι και σκηνοθέτης... και τότε είδα μια μικρή έκπληξη στο βλέμμα του που δεν την περίμενα κι εκείνος είπε «Α! Και σκηνοθέτης!». Είπα πως καταλαβαίνω απόλυτα την έκφραση της διπλανής μου (για κάτι που είπε εκείνη πριν από εμένα) γιατί, πραγματικά, κι εγώ δεν είμαι ευχαριστημένη από το πώς είναι τα πράγματα εδώ. Μιλήσαμε λίγο σε σχέση με την εκπαίδευση και την  σκηνοθεσία, μίλαγα αυθόρμητα, αυθεντικά, αβίαστα... με ειλικρίνεια... σε σχέση με τις σπουδές... σε σχέση με το μετά... σε σχέση με όλα... Είπα ότι Αγαπάω πολύ τον κινηματογράφο κι εκείνος μου είπε πως φαίνεται στο πρόσωπό μου από το πώς μιλάω... Μου αρέσουν όλα γύρω από τον κινηματογράφο πίσω και μπροστά από τις κάμερες... και το μοιράστηκα κι αυτό... αυτήν την συνολική μου στάση... Φυσικά, μίλησα και για το πόσο αγαπάω το Θέατρο και για το πώς θεωρώ πως είναι δύο εντελώς διαφορετικοί κόσμοι. Και, τέλος, ανέφερα και την διδασκαλία και το ότι θέλω να ανέβουν οι μαθητές μου στην σκηνή πριν τις γιορτές... και πως αν με πάρουν μπορώ να διαμορφώσω το πρόγραμμά μου έτσι ώστε να είμαι σε όλα γυρίσματα. Είπα πως δεν πάω πια σε casting και πως εδώ ήρθα στοχευμένα, λόγω της συγκεκριμένης ανακοίνωσης (που με άγγιξε και με συγκίνησε). Γενικά, ήταν από τις σπάνιες φορές που μου άρεσε η ατμόσφαιρα μιας ακρόασης, που μου άρεσαν οι άνθρωποι γύρω μου, και που αισθάνθηκα ανθρώπινο τον σκηνοθέτη. Απλός, με χιούμορ, ευγενικός, μας έκανε όλους να αισθανθούμε άνετα...

 

Στους ανθρώπους που είχαν έρθει στην ακρόαση ήταν και ένας άνθρωπος που χαίρομαι πάντα να τον βλέπω και που τον συναντάω συχνά σε ό,τι καλλιτεχνικό κι αν κάνω. Πάντα, χαμογελάω, όταν τον βλέπω. Είναι σαν να τον ακολουθώ ή να με ακολουθεί. Και πάντα... γελάμε!

 

Μετά μας είδαν στην κάμερα... και αυτό ήταν... Δεν χρειαζόντουσαν κάτι άλλο... Να δουν πώς γράφουμε στην κάμερα... Και ύστερα... Ένας ένας φεύγαμε...

 

Θέλω να γράψω κι άλλα... έχω τόσα πολλά να πω... αλλά, ίσως, κάποια άλλη, φορά...

 

Πάντως, όταν έφυγα είχα ένα όμορφο συναίσθημα...

 

Περπάτημα... και προβληματισμοί...

 

Πόσο θα ήθελα να είμαι κι εγώ στον κινηματογραφικό χώρο!

 

Ταινίες...

 

Κινηματογράφος...

 

Θέατρο...

 

Τέχνη...

 

Ζωή...

 

Αχ, Φίλε μου...

 

Φίλε μου...

 

Δεν θα γράψω τίποτα άλλο.

Νομίζω θα έρθουν δάκρυα στα μάτια μου...

Όχι λύπης. Όχι χαράς. Ζωής.

 

Θα σταματήσω εδώ να σου γράφω για να πάω να βιώσω το όποιο συναίσθημα...

 

Θα τα πούμε αύριο...

 

Μαριλού