6/14/19

Φούρνοι



Πάντα μου άρεσαν οι φούρνοι και οι άνθρωποί τους... Η μυρωδιά φρέσκου ψωμιού, οι ζεστές τυρόπιτες, οι χειροποίητες μπουγάτσες, τα κουλουράκια με κανέλα ή με σταφίδα ή με σουσάμι, τα μπισκοτάκια γεμιστά με σοκολάτα ή κρέμα, τα μαλακά μουστοκούλουρα, οι φρατζόλες, χωριάτικο, πολυτελείας, ολικής, πολύσπορο, άλλες φτιαγμένες από καλαμπόκι, οι μαργαρίτες, αλήθεια, με ενθουσίαζαν από παιδί, κυρίως το σχήμα τους, τα κέικ σε φόρμες, τα διάφορα γλυκάκια, κυρίως το χρώμα τους, οι τάρτες, οι πάστες, και η - μόλις βγήκε - πάστα φλώρα με τα διάφορα φρούτα της... Ναι, ναι, από μικρή μου άρεσε να πηγαίνω στο φούρνο τα μεσημέρια μετά το σχολείο ή πριν το σχολείο όταν ήμουν απογευματινή... Μία εβδομάδα έτσι, μία αλλιώς... Ήταν κάποτε η δική μου "δουλειά" όταν είχαν μοιραστεί οι "δουλειές" είτε του σπιτιού είτε του "εκτός σπιτιού"... Και δεν τη βαριόμουν ποτέ... Κι έπειτα, όταν μεγάλωσα λιγάκι, άρχισα να πηγαίνω όχι τα μεσημέρια μα τα πρωινά... νωρίς τα πρωινά... κι αυτός ο πρωινός φούρνος της γειτονιάς ήταν για χρόνια ένα κομμάτι του όμορφου ξυπνήματός μου... Κι οι άνθρωποι που δουλεύουν σε φούρνους ξυπνάν νωρίς πολύ νωρίς (από τους λίγους ανθρώπους που ξυπνούσαν τότε τόσο νωρίς όσο εγώ)... και ξυπνάν νωρίς... για να έχουμε εμείς ψωμί... και πάντα τους σκεφτόμουν... άλλους να ζυμώνουν και να πλάθουν... άλλους να ψήνουν... άλλους να φτιάχνουν... άλλους να τοποθετούν... άλλους μπροστά στο ταμείο... Και δεν μίλησα ακόμα για το αγαπημένο μου κουλούρι που μέχρι σήμερα με ακολουθεί καθημερινά... και όποτε έχω ανάγκη για κάτι φαγώσιμο... είναι εκεί να σταματήσει το αίσθημα της όποιας πείνας... Σύντροφος καλός σε όσους έχουν ευαίσθητο στομάχι... Ω, ναι... αυτό το απλό κουλουράκι ήταν αυτό που με βοήθησε στο να ισορροπήσει διατροφικά ο οργανισμός μου... όσο περίεργο κι αν ακούγεται... Καμιά φορά, γελάω και νομίζω πως έπαιξε ακόμα ρόλο στο ότι δεν έπεσε ο σίδηρός μου... γιατί έμαθα κάποτε κάτι που δεν το ήξερα... πως το σουσάμι έχει σίδηρο... κι αναρωτιόμουν πως αφού δεν τρώω τροφές με σίδηρο... δεν έχω έλλειψη σιδήρου... Ωραίο το κουλουράκι... κι ακόμα πιο ωραίο αν το πετύχεις ζεστό ζεστό το πρωί... Οι άνθρωποι με τις "καλημέρες" τους πάντα μου έφτιαχναν την ημέρα... Ζεστές κι αυτές... Ένα χαμόγελο... Ζεστό κι αυτό... Μία κουβέντα... Ζεστή κι αυτή... Αυτά είναι ικανά να σου αλλάξουν τη διάθεση... Μάλιστα θα γελάσετε... αλλά τις λίγες φορές που βρέθηκα στο εξωτερικό... πάντα μου έλειπαν οι φούρνοι και οι άνθρωποί τους... Έχω ακούσει να λείπουν τόσα και τόσα στους ανθρώπους όταν ταξιδεύουν στο εξωτερικό αλλά δεν θυμάμαι να έχω ακούσει από κανέναν να του έλειψαν αυτά που έλειψαν σε εμένα... Όχι, δεν με ενοχλούσε ο καιρός... Ούτε ο ρυθμός... Ούτε ο διαφορετικός τρόπος ζωής... Ούτε η κουλτούρα ή η νοοτροπία... Ούτε το ότι τα μαγαζιά έκλειναν νωρίς... Ούτε η μη βραδινή ζωή... Ούτε η αυστηρότητα, η πειθαρχία, η συνέπεια... Το να είσαι στην ώρα σου... Πωπωπω! Ίσα ίσα, κάποια μου ταίριαζαν κιόλας πιο πολύ!!! Αλλά... ένα από αυτά που μου έλειπε... ήταν... το κουλούρι που δεν το βρήκα πουθενά αλλού!!! Ναι, ναι... το απλό το κουλουράκι... Κι ανυπομονούσα να γυρίσω εδώ... για ένα ζεστό κουλούρι... κι αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που έκανα... κάθε φορά που γυρνούσα... Έτρεχα απεγνωσμένα και ενθουσιασμένα σε έναν φούρνο... Σε άλλους λείπουν άλλα φαγητά... άλλα κομμάτια της διατροφής μας... αλλά εμένα... το απλό το κουλουράκι... Πάντα μου άρεσαν οι φούρνοι και οι άνθρωποί τους... Οι μυρωδιές και οι γεύσεις... Οι βιτρίνες... Να χαζεύω και να αγοράζω... μετρώντας τα ψιλά μου... να δω αν μου φτάνουν τα χρήματα... Για ένα κουλουράκι βέβαια... τα χρήματα, ευτυχώς, ακόμα φτάνουν... Πάντα τους θαύμαζα αυτούς τους ανθρώπους που τρώνε τόση γκρίνια από τους πελάτες... και, παρόλα αυτά, έχουν υπομονή και χειρίζονται όσο καλύτερα μπορούν τις άσχημες συμπεριφορές... αυτό ισχύει για όλα τα επαγγέλματα που έχουν επαφή με πολύ κόσμο... γιατί οι πελάτες δεν έχουν πάντα δίκιο... για την ακρίβεια, αρκετές φορές έχουν άδικο... και υπήρξαν αρκετές στιγμές που ήμουν με το μέρος των υπαλλήλων... Κι εγώ αναρωτιόμουν πως έχει ο κόσμος διάθεση να τσακωθεί μέσα σε ένα μέρος με μυρωδάτα τσουρέκια κοτσίδες και με κουλουράκια φτιαγμένα από μέλι... Πώς δεν τους μαλάκωνε το μέλι; Από τι υλικό άραγε ήταν φτιαγμένοι οι άνθρωποι και δεν τους έκανε να αισθάνονται αισιόδοξα το άσπρο αλεύρι και το φρέσκο βούτυρο; Και η ζάχαρη άχνη σαν αστερόσκονη πώς δεν τους απασχολούσε, πώς δεν τους φώτιζε; Πώς δεν σκορπίζονταν σε όλη την ημέρα τους; Πάντα μου άρεσαν οι φούρνοι και οι άνθρωποί τους... Με τα ταψιά να πηγαινοέρχονται... γεμάτα και άδεια... γεμάτα και άδεια... Και ό,τι περίσσευε, πάντα, αναρωτιόμουν... πού πήγαινε... και αν έφτανε στα χέρια ανθρώπων που έχουν ανάγκη από φαγητό... Πάντα μου άρεσαν οι φούρνοι και οι άνθρωποί τους... Ένιωθα ζεστασιά... Ένιωθα ανθρωπιά... Σε αυτά τα μικρά σημεία γειτονιάς... αισθανόμουν... εγώ. Χωρίς να χρειάζομαι τίποτα παραπάνω για να είμαι καλά... για να είμαι, θα τολμήσω να το γράψω, σχεδόν... ευτυχισμἐνη...


Ονειροκυνηγητά

(Σάββατο 25.05.2019)


Ονειροκυνηγητά


Ήμουν σε ένα δωμάτιο του σπιτιού μαζί με άλλου ανθρώπους. Τους γνώριζα (στην πραγματικότητα δεν τους ξέρω). Θυμάμαι έναν άντρα που έμοιαζε να είναι ο υπεύθυνος της ομάδας. Υποτίθεται πως είχαν ανέβει στην εξουσία άτομα ακραίας ιδεολογίας και πως διώκονταν και θανατώνονταν άνθρωποι. Εμείς, λοιπόν, ως άνθρωποι μιας άλλης ιδεολογίας, κινδυνεύαμε και κρυβόμασταν. Στο σπίτι. Να το πάλι το κρυφτό! (Γράφω «πάλι» γιατί είχα δει πρόσφατα κι ένα άλλο όνειρο με εμάς παιδιά που παίζαμε κρυφτό...). Ήμουν, λοιπόν, σε αυτό το δωμάτιο και όλοι είχαν βρει τις κρυψώνες τους. Εγώ είχα πάει κάτω από το κρεββάτι αλλά δεν ήταν καθόλου καλή κρυψώνα... Δεν υπήρχαν πράγματα εκεί για να με κρύψουν, δηλαδή, είχε κάτι μικροπράγματα αλλά δεν ήταν αρκετά για να με κρύψουν καλά από όλες τις πλευρές. Αν έσκυβε κάποιος θα με έβλεπε αμέσως χωρίς δυσκολία. Θα με έβρισκε, θα με έπιανε. Δεν μου άρεσε καθόλου η θέση-κρυψώνα μου. Δεν ήμουν ικανοποιημένη. Σηκώθηκα και βγήκα από την κρυψώνα. Οι άλλοι είχαν κρυφτεί καλά. Ούτε καν τους έβλεπα. Ο υπεύθυνος είχε μια κρυψώνα που κανονικά είχε χώρο και για εμένα. Αλλά εκείνος δεν ήθελε να πάω εκεί κι επέμενε να επιστρέψω στην κρυψώνα μου. Ταυτόχρονα, με όλα αυτά... αγχωνόμουν πώς θα κρύψω και πώς θα μαζέψω τα γατάκια. Έτρεχαν πάνω κάτω και σβούριζαν ανήσυχα. Δεν ήθελα να τα πιάσουν αυτοί που μας κυνηγάνε. Δεν θα τα λυπόντουσαν ούτε αυτά. Ο χρόνος με πίεζε... ήξερα πως έρχονται για εμάς. Κι εγώ δεν είχα καλή κρυψώνα. Ήθελα να πάω εκεί μαζί με τον υπεύθυνο της ομάδας μας αν και πάλι θα υπήρχε ο κίνδυνος τότε να μας βρουν και τους δύο μαζί. Πάντως, η κρυψώνα μου ήταν σίγουρο πως ήταν χαμένη υπόθεση. Το ήξερα. Θα με έβρισκαν εκεί. Ένιωθα μόνη μου. Παρατημένη. Αγχωμένη. Ανήσυχη για εμένα, για τα γατάκια και για τους ανθρώπους γύρω μου. Πήγα να πάω στην «κακή» κρυψώνα νιώθοντας λίγο πως ο αρχηγός της ομάδας μας δεν ήταν διατεθειμένος να με βοηθήσει πόσο μάλλον να ρισκάρει την θέση του μαζί μου. Για αυτό δεν με άφησε να πάω εκεί. Το αποτέλεσμα; Με βρήκαν. Με έπιασαν. Και τώρα; Είχα δύο επιλογές. Ή θα υποστήριζα δημόσια πως πιστεύω όσα πιστεύουν και θα δήλωνα πως υποστηρίζω τις τρελές ακραίες θέσεις τους (οι οποίες μάλιστα είχαν και μια ιδιαίτερη ονομασία στο όνειρο που δεν την θυμάμαι. Ήταν τρεις λέξεις ενωμένες σε μία, όταν έλεγες αυτήν την μία λέξη, δηλαδή, εννοούσες και τις τρεις. Για παράδειγμα κακία-φανατισμός-αδιαφορία να ενώνονται σε μία λέξη. Αυτές τις τρεις λέξεις τώρα τις έγραψα στην τύχη. Δεν θυμάμαι ποιες τρεις αρνητικές λέξεις ήταν ούτε ποια ήταν η λέξη που τις ένωνε... Κι αυτές οι τρεις λέξεις σε μία ήταν το σύνθημά τους). Ή, η δεύτερη επιλογή μου, θα πήγαινα από τον άλλο δρόμο, δεν θα έλεγα ψέμματα, δεν θα υποστήριζα πως πιστεύω σε αυτό το σύνθημα και σε αυτούς και θα έμενα πιστή σε όσα πιστεύω εγώ και θα με σκότωναν. Έπρεπε να δηλώσω υποστηρικτής τους... αν ήθελα να ζήσω. Αυτό με έβαλε σε σκέψεις. Τι να έκανα; Να έλεγα ψέμματα για να ζήσω; Αυτό που θα συνέβαινε θα κατοχυρωνόταν για πάντα στην προσωπική μου ιστορία αλλά και στην ιστορία της ανθρωπότητας. Θα έμενε και γραπτά. Και τι μήνυμα θα έδινα; Αλλά να πέθαινα; Για όσα πιστεύω; Αν πεθάνεις δεν μπορείς να συνεχίσεις να αγωνίζεσαι. Πώς θα αγωνιστείς πεθαμένος; Ήμουν απεγνωσμένη και μπερδεμένη και δεν ήξερα τι να κάνω... Βρέθηκα, κάπως, μαγικά, στο δωμάτιο ξανά χωρίς αυτούς που με είχαν φυλακίσει. Μόνη μου. Χωρίς τους «κακούς». Δεν ήξεραν οι «κακοί» ότι εκεί ήταν κι άλλοι άνθρωποι κρυμμένοι και απλά με είχαν αφήσει-φυλακίσει εκεί. Έτσι μπόρεσα να ρωτήσω τον αρχηγό μας. Ποια ήταν η δική του γνώμη. Συζητήσαμε και δεν θυμάμαι καλά όλη την συζήτησή μας. Εκείνος, όμως, ήταν της άποψης πως δεν πηγαίνεις κόντρα στην ιδεολογία σου. Δεν την προδίδεις. Εγώ δεν είχα ακόμα καταλήξει μέσα μου μέχρι το τέλος του ονείρου. Δεν ήθελα να πάω κόντρα στην ιδεολογία μου ούτε να δηλώσω κάτι που δεν πιστεύω! Αλλά από την άλλη... δεν ήθελα να χάσω την ζωή μου για αυτό. Πεθαμένος δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για να βοηθήσεις κανέναν.

Το όνειρο τελείωσε χωρίς να έχω πάρει την απόφασή μου...

Ξύπνησα, σκέφτηκα πάνω σε αυτά, και στον ξύπνιο μου συνειδητά πήρα την απόφασή μου... αλλά δεν θα την γράψω τώρα εδώ... θα αφήσω αυτήν την απόφαση να γίνει η αφορμή για κάποιο επόμενο κείμενο ή για κάποια επόμενη συζήτηση ή για κάποιο επόμενο όνειρο που θα γεννήσει κάποια επόμενη σκέψη που θα γεννήσει κάποια επόμενη επεξεργασία που θα γεννήσει κάποια επόμενη απόφαση που θα γεννήσει...

Και τι περίεργο... στο όνειρο της αγωνίας του θανάτου να γράφω τελευταία την λέξη «γεννήσει»...


6/13/19

Το ταβάνι...

(πριν καιρό...)

Το ταβάνι...

Μια φορά κοίταξα το ταβάνι
και με κοίταξε κι αυτό...

Είναι πολλές οι φορές που κοίταξα το ταβάνι αλλά μέχρι αυτήν την φορά που γύρισε να με κοιτάξει δεν είχα ξαναδεί το βλέμμα του. Ούτε είχα ακούσει την φωνή του.

Τώρα του μίλησα και μου απάντησε γυρνώντας την φωνή μου πίσω.

Τι συνέβαινε;

Γιατί το ταβάνι είχε αποφασίσει να αποκτήσει ξαφνικά μορφή και ήχο;

Για να με βγάλει από τον λήθαργο... μου είπε.
Για να με σώσει από την κατάθλιψη... υποστήριξε.

Κι ήταν αλήθεια.

Εκεί που δεν είχα κανέναν βρέθηκε ένα ταβάνι όχι μόνο να με κοιτάξει μα και να με αγκαλιάσει. Όχι μόνο να με ακούσει μα και να μου απαντήσει.

Λένε για τους τοίχους πως έχουν αυτιά... αλλά κανείς δεν μιλάει για τα μάτια των ταβανιών...

Τα ταβάνια τα βλέπουν όλα από ψηλά... Έχουν δει όλη μας την ζωή και γνωρίζουν όλες τις στιγμές μας... Κι εκείνο το ταβάνι το συγκεκριμένο με είχε δει να μεγαλώνω και να αλλάζω...

Μια φορά το ταβάνι έγινε ανθρώπινο κι ήταν αρκετή για να με ταρακουνήσει...

Μετά από αυτό δεν μου ξαναμίλησε ποτέ...

Δεν το ξαναχρειάστηκα.

Κι αν με έβγαλε κάποιος από την κατάθλιψη αυτός ήταν... ένα ταβάνι... που το μυαλό μου το έκανε για λίγο... άνθρωπο... τον άνθρωπο που είχα ανάγκη να είναι εδώ για εμένα μα δεν ήταν...


6/10/19

Χάθηκε...

(10.06.2019 Δευτέρα)


Χάθηκε...


Χάθηκε τόσος χρόνος
μέσα στην θλίψη και στην μελαγχολία...
Πνίγηκε τόσος χώρος
μέσα στα δάκρυα...

Κι όμως να νιώθω πως δεν έχει σημασία
τι χάθηκε και τι πνίγηκε
μα
τι βρέθηκε και τι επιβίωσε...



Σε καλούν...

(06.06.2019 Πέμπτη)

Σε καλούν...

Το άγραφο τετράδιο σε καλεί να το γράψεις...
Το αδιάβαστο βιβλίο σε καλεί να το διαβάσεις...

Κι εσύ κάθεσαι και θρηνείς αυτά που δεν έχουν ανάγκη τον θρήνο σου...



Μια Φορά Κι Έναν Καιρό ήταν...

(07.06.2019 Παρασκευή)


Μια Φορά Κι Έναν Καιρό ήταν...


Μια Φορά Κι Έναν Καιρό...
Ήμουν Εγώ.
Ήσουν Εσύ.

Εγώ ήθελα να μείνω Εγώ.
Εσύ ήθελες να γίνω Εσύ.

Και έτσι, απλά, το «Εμείς» δεν το φτάσαμε και δεν το φτιάξαμε ποτέ...


Μια Φορά Κι Έναν Καιρό ήταν...

(07.06.2019 Παρασκευή)


Μια Φορά Κι Έναν Καιρό ήταν...


Μια Φορά Κι Έναν Καιρό...
Ήταν ένα βραχιόλι που ήθελε να φορεθεί.
Ήταν κι ένας άνθρωπος που ήθελε να το φορέσει.

Και, παρόλα αυτά, ο άνθρωπος δεν το φορούσε και το βραχιόλι δεν φοριόταν.

Γιατί;
Γιατί το βραχιόλι θρηνούσε και ο άνθρωπος αγχωνόταν.

Ο άνθρωπος αγχωνόταν να το φορέσει μη σπάσει και το βραχιόλι θρηνούσε μη σπάσει πριν φορεθεί...

Έτσι το βραχιόλι έμενε αφόρετο και ο άνθρωπος άπρακτος.

Τόσο πολύ του άρεσε που δεν τολμούσε να το αγγίξει και, κυρίως, δεν τολμούσε να το φορέσει. Νόμιζε πως αν το αφήσει εκεί, ακούνητο στην ίδια θέση, κλεισμένο σε ένα συρτάρι, ολοκαίνουριο και αχρησιμοποίητο, το βραχιόλι θα μείνει απαράλλαχτο. Κι έτσι ο άνθρωπος θα μπορεί να το κοιτάζει και να το θαυμάζει, να το θαυμάζει και να το κοιτάζει, αιώνια. Γιατί μόνο αυτό έκανε. Το κοίταζε και το θαύμαζε. Το θαύμαζε και το κοίταζε.

Μα ο χρόνος όπως περνάει πάνω και μέσα από τους ανθρώπους έτσι περνάει και πάνω και μέσα από τα βραχιόλια.

Τίποτα δεν μένει απαράλλαχτο.
Τίποτα δεν είναι αιώνιο.

Οι ρυτίδες άρχισαν να εμφανίζονται.
Οι χάντρες άρχισαν να ξεθωριάζουν.
Οι δυνάμεις άρχισαν να χάνονται.
Οι κρίκοι άρχισαν να μιζεριάζουν.

Κι ο άνθρωπος «τυφλός» στο παρόν, δεμένος με αλυσίδες στο παρελθόν, έβλεπε μόνο εκείνο που ήθελε να δει. Τέτοια η άρνησή του που η αντίδρασή του ήταν να βλέπει το βραχιόλι ακόμα ολοκαίνουριο κι ας άρχιζε εκείνο να παλιώνει...

Συνέχιζε να μην το φοράει.
Και το βραχιόλι συνέχιζε να θέλει απλά να φορεθεί.

Και μέσα σε αυτήν την Αφόρετη και Αφόρητη Απραξία...
το βραχιόλι σκούριασε
και ο άνθρωπος γέρασε.

Ο άνθρωπος χωρίς να ζήσει.
Το βραχιόλι χωρίς να φορεθεί.

Μα οι αφόρετες στιγμές,
άσπαστες και αθάνατες,
έμειναν να αιωρούνται μεταξύ χεριού και χάντρας...

Και ο άνθρωπος πέθανε.
Και το βραχιόλι έσπασε.

Μόνο του μέσα σε ένα συρτάρι.
Όπως κι ο άνθρωπος,
μόνος του μέσα σε ένα σπίτι.

Το βραχιόλι, πριν σπάσει, συγχώρεσε τον άνθρωπο που δεν το φόρεσε.
Ο άνθρωπος, πριν πεθάνει, συγχώρεσε το βραχιόλι που δεν φορέθηκε.

Μα οι στιγμές;

Δεν συγχώρεσαν.
Ούτε το βραχιόλι.
Ούτε τον άνθρωπο.

Οι στιγμές
είχαν ανάγκη να βιωθούν...
να φορεθούν... να στολιστούν...

Η μόνη τους ευκαιρία να υπάρξουν... ήταν... ένα χέρι κι ένα βραχιόλι... κι αυτά... τις αρνήθηκαν...

Και κάπως έτσι ξεχνάμε ή αρνιόμαστε να φορέσουμε τη ζωή...
Και την αφήνουμε κλειδωμένη σε ένα συρτάρι να σκουριάσει...


Μια Φορά Κι Έναν Καιρό ήταν...

(06.06.2019 Πέμπτη)


Μια Φορά Κι Έναν Καιρό ήταν...


Μια Φορά Κι Έναν Καιρό...
Ήταν ένα τετράδιο που ήθελε να γραφτεί.
Ήταν κι ένας άνθρωπος που ήθελε να το γράψει.

Και, παρόλα αυτά, ο άνθρωπος δεν έγραφε και το τετράδιο δεν γραφόταν.

Γιατί;
Γιατί το τετράδιο έτρεμε και ο άνθρωπος φοβόταν.

Ο άνθρωπος φοβόταν μην δεν γράψει κάτι σωστό και το τετράδιο έτρεμε μην δεν γραφτεί από κάποιο λάθος...

Έτσι το τετράδιο έμενε άγραφο και ο άνθρωπος άπρακτος.

Και μέσα σε αυτήν την Άγραφη Απραξία...
το τετράδιο πάλιωσε
και ο άνθρωπος γέρασε.

Μα οι ανείπωτες ιστορίες,
ζωντανές και αγέραστες,
έμειναν να αιωρούνται μεταξύ μυαλού και χαρτιού...

Το τετράδιο συγχώρεσε τον άνθρωπο που δεν το έγραψε.
Ο άνθρωπος συγχώρεσε το τετράδιο που δεν γράφτηκε.

Μα οι ιστορίες;

Δεν συγχώρεσαν.
Ούτε το τετράδιο.
Ούτε τον άνθρωπο.

Οι ιστορίες
είχαν ανάγκη να ειπωθούν...
να γραφτούν... να διαβαστούν...

Η μόνη ευκαιρία τους να ζήσουν... ήταν... ένα χέρι κι ένα χαρτί... κι αυτά... τις αρνήθηκαν...